Κοντεύαμε, φτάναμε πια στην κορφή. Είχαμε αραιώσει και προχωρούσαμε τώρα πιο σιγανά κι όλο σκυφτοί στα δυο. Μα μόλις το πρώτο μουλάρι ξεπρόβαλε, μισό σχεδόν, άρχισε εκείνο το κακό, που δεν ήξερες τι να κάνεις.
Ήταν τυχαίο ή μας είχανε αντιληφθεί; Πέσαμε όλοι μας αμέσως μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας με την κάσκα όπου βρίσκαμε. Το ’να μουλάρι τρόμαξε, τινάχτηκε κι έριξε κάτω όλο το φορτίο του. Οι οβίδες συνεχώς σκάγανε μπροστά μας, πλάι μας, και μας γιομίζανε χώματα και πέτρες, που κουδουνίζανε σφυριχτά πάνω στο κράνος. Σουρθήκαμε με την κοιλιά λίγο πιο κάτω, ξεφορτώσαμε όπως-όπως τα μουλάρια για να μην πάρουν δρόμο και ξαναριχτήκαμε χάμω. Είχα κουβαριαστεί πίσω απ’ έναν διάφανο αγκαθωτό θάμνο, έτσι σαν για κάποια παρηγοριά. Το χειρότερο είναι που κανένας μας δεν ήξερε πού θα είναι το στοιχειώδικα λίγο πιο απυρόβλητο μέρος και δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας, ξέροντας ταυτόχρονα πως ίσως είναι η χειρότερη που μπορούσαμε να διαλέξουμε. Σκάγανε εκεί στην κορφή, κι ύστερα πιο κάτω, κι όλα τα πράματα, όπου και να ’πεφτε, υψωνόντουσαν σαν ένας βίαιος μαυροκόκκινος αναποδογυρισμένος κώνος.
Ήμουν κάπως βέβαιος (όσο και μ’ όλη τη δύναμη της ελπίδας που προσπαθούσα να επιστρατέψω ν’ αντιστέκουμαι) πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει σωτηρία. Κι ύστερα μ’ έπιανε μια νάρκη, μια τόσο παράξενη νάρκη, έτσι, μου φαίνεται, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη. Είχα κουβαριαστεί, είχα μαζέψει τα γόνατά μου κοντά στο πηγούνι μου και δεν ήθελα τίποτα, μα τίποτ’ άλλο, παρά να κοιμηθώ. Όχι, δε σκέφτεσαι τίποτα τη στιγμή του θανάτου, του επερχομένου θανάτου, παρά αυτόν τον ίδιο που όλο πλησιάζει· ούτε καμιά πικρία, ούτε καμιά νοσταλγία νιώθεις για τους άλλους που θα εγκαταλείψεις, έστω και τους πιο αγαπητούς· ούτε καν τους σκέφτεσαι καθόλου – κι είσαι κουβαριασμένος μόνο ΕΣΥ κι απέναντί σου ΕΚΕΙΝΟΣ, που κι αυτόν δεν τον σκέφτεσαι ίσως καθόλου με το μυαλό, αλλά τον νιώθεις μ’ όλο το δόλιο το κορμί σου που δε θέλει, που αρνιέται, πάση θυσία, να παραδοθεί.
Ο καταδικασμένος σε θάνατο, λέει ο Δοστογιέβσκυ, σκέφτεται ακριβώς εκείνη τη στιγμή όλα του τ’ αγαπητά. Ίσως επειδή ξέρει πως γι’ αυτόν δεν υπάρχει πια ελπίδα, ενώ σε σένα, παρ’ όλ’ αυτά, ως την τελευταία στιγμή, διαφαίνεται κάποια αμυδρή; Δεν ξέρω.
Πόση ώρα περνούσε έτσι, κι αυτό δεν ξέρω – μα από πάνω μου άκουγα κάτι παράξενα φτερουγίσματα, σαν πουλιά που αναφουφουλιάζονται. Θα ’ναι τίποτα πουλιά απ’ τους πιο πάνω θάμνους, σκέφτηκα που τρομάξανε και φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Σήκωσα το κεφάλι μου για να δω. Περνούσαν, μόλις λίγο πιο πάνω απ’ τις πλάτες μου, γρήγορα, σφυριχτά, πανικόβλητα, σαν πουλιά και σαν πολύ μεγάλες μαύρες πεταλούδες μαζί, μ’ ένα παράξενο κι ιλιγγιώδικο στριφογύρισμα γύρω στον άξονά τους, σα να θέλανε με το ράμφος τους να πιάσουν την ουρά τους.
«Σκύψτε! Πέστε κάτω, κύριε Ανθυπασπιστά!» μου φωνάξαν άγρια δυο μεταγωγικοί που ’ταν πιο πέρα. «Σκύψτε! Τα θραύσματα περνούν από πάνω σας! Ελάτε γρήγορα εδώ!»
Με δυο πηδήματα βρέθηκα ξάφνου κοντά τους, ανάμεσα και στους δυο, και κουβαριαστήκαμε κι οι τρεις μας, αγκαλιασμένοι όσο σφιχτότερα μπορούσαμε για να δίνουμε λιγότερο στόχο.
Α! να πω την αλήθεια, σ’ αυτές τις στιγμές πόσο λαχτάρησα τη μέθη της μάχης! Ενώ εμείς τον βλέπαμε πάντα τον πόλεμο «εν ψυχρώ» κι είμαστε πάντα σαν τρακαρισμένα, περισφυγμένα αγρίμια – που δεν είχαμε τίποτε ν’ απαντήσουμε και μες στη λύσσα της απάντησής μας να ξεχαστούμε και να μεθύσουμε. Δεν είχαμε κανένα άλλο όπλο παρά το τρέξιμο, τη φυγή και το σουρτό κρύψιμο από τόπο σε τόπο – ναι, έτσι, όπως είπα, σαν περιζωσμένα αγρίμια, που βάλανε φωτιά στο δάσος τους.
Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://neoplanodion.gr/2024/10/28/to-platy-potami/#more-29258
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου