Αχ
και πως να μη φοβάμαι τα έντομα!
Που 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε
κάτι ανθρώπακλοι ώσαμε κει πάνου
μ' ανοιχτά ντουλάπια που μασάνε και τρώνε
με πατούσες πελώριες
που δε θέλει πολύ για να σ' αποτε-λειώσουνε
Δυο-τρεις οργιές κάτω απ' το χώμα
Ο Αντιφωνητής λέει:
καιρός να ρίξουμε τα τείχη
θέλω να πω ν' ανοίξουμε στην οροφή
το πέρασμα που θα μας επιτρέψει
μέσ' απ' την ίδια γη για μια στιγμή ν' ανέβουμε
ως τη δροσιά των τάφων!
Ω Ταρκυνία οι νεκροί που ευφραίνονται
στον ήλιο των αλόγων και στων αυλών τον αέρα
θα μας διδάξουν την αδιάσπαστη συνέχεια
εκεί! στα τρίτα ύψη! με τα ηνία της άνοιξης
στα δάχτυλα Τρωίλοι και Αχιλλείς
αντιμέτωποι -και μυριάδες
ανάμεσά τους δύο δαφνόκουκα
στικτά λόγια Θεών καταπράσινα.
Έτσι κάποτε από μιας παρθένας γέννα
πολύ πριν τη Μαρία ξεχύθηκαν οι άνεμοι
χρωματιστοί και τα νέα πουλάκια οι πίποι
όλων των λογιών έφτασαν απαλά
στις τεράστιες γαλάζιες καμπανούλες
άφοβα να καθίσουν. Είναι αυτές που τώρα
ταλαντεύονται σιμά σε δέντρα
με τεράστιους φιόγκους ροζ επάνω στα κλαδιά
ενώ περνά γυμνός με το κεραμιδί κορμί του
ο Αυλητής
το 'να πόδι μπροστά -και ανοίγουνε τα πέπλα
οι ψυχές οι φρέσκες πεταλούδες.
Αλλ' ιδού τι μ' όλ' αυτά εννοώ
που εμείς οι ζωντανοί ανάμεσα σε δύο κινδύνους
ούτε καν ενδιαφέροντες οι ηλίθιοι λησμονούμε:
Και η Μαρία Νεφέλη:
το δικό μου το άλλοθι. Δεν το προδίδω.
Δε θα στέρξω ποτέ μου να μιλήσω για
τις απέραντες κάμαρες με το σανίδι που έτριζε
κάθε που το πατούσε ο άγιος Συμεών
αγριεμένος κι άφηνε πάνου στο λαβομάνο
τις τρεις μαύρες του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο
μια για τον μέσα· την τρίτη για τον άλλον τον αόρατο
Σκέψου
αλήθεια
δεν έχω διαφορά μεγάλη από τη Sophie von Kühn·
μ' αρέσουνε κι εμένα τα πετρώματα
οι καρώ μπέρτες τα λουλούδια
ως και η φυματίωση εάν υπήρχε ακόμη
τρόπος να πεθαίνεις και να σ' ενταφιάζουνε πριγκιπικά
στρατεύματα της νύχτας με τη λόγχη εφ' όπλου
επειδή κλαίω ακόμη στα κρυφά
καταπιάνομαι ακόμη με όνειρα
καιρών τ' ουρανού σκοτεινών
τόσο που αν πας εκείνη τη στιγμή να μ' αγκαλιάσεις
πασαλείβεσαι άστρα
Σ' έναν λάκκο του χρόνου
κει που περπατάς ανύποπτα
ξάφνου νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε
και μια μυρωδιά παππού και θείου
και φωσφόρου ξεχύνεται
να σ' αρπάξει απ' το λαιμό και να σ' εγκοσμιώσει
Ως κι εκεί αναβρύζει ουρανός
Ο Αντιφωνητής λέει:
δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ' το βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος
λανθασμένες είναι όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω
καυχησιολογούμε λέγοντας
«ο κόσμος είναι αυτός».
Ο κόσμος είναι αυτός
ο καπνός που κυνηγάει τον σκύλο
το φυτό που ορθώνεται και τρέχει με τη μουσική
τα παιδιά που ζωγραφίζουν τοίχους
και ανοίγουν την ομπρέλα τους ίδιοι αρχαίοι Αιολείς
ν' αναληφθούν συμπαρασύροντας το πιο παρθένο μέρος
των πραγμάτων. Η σύνθεση
απ' όλ' αυτά.
Μια ζωή πλήρης εντέλει.
Piero della Francesca ύστερε άγγελε
της γης αυτής - κρατήσου!
Είναι μες στην ευλάβεια που θα γυμνωθούμε.
Η επαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή
μεταφερμένη στην Άνω Ταρκυνία.
Μπρος. Δώσε το σήμα. Δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες.
Θα πρέπει να δημιουργούμε αντισώματα
και για την Ευθύνη.
Και η Μαρία Νεφέλη:
κάτι σαν χάραμα πολύ μακρινό
μια θάλασσα κυλιόμενη άσπρη
και πάντοτε από την ανάστροφη σαν σε διόπτρες μέσα
μικροσκοπική να τρέχω εγώ
σ' όλο το μήκος απ' τα μαύρα τείχη των εργοστασίων
όπου καίει μια υψικάμινος και το άγαλμα
του Giorgio de Chirico ανεπαίσθητα μετακινείται
Κι εγώ να μην κατέχω
τίποτα.
Ένα φύσημα όλοι μας και η φύσις μήτε που σαλεύει
Τίποτα!
Το λοιπόν το πήρ' απόφαση:
ν' απομονώσω κάποιο σκίρτημα
στην τύχη και να το τρισμεγεθύνω
από πείσμα κυρίως ή εάν όχι κι από μια
διάθεση να δω τι γίνεται άμα
πας κόντρα στα λεφτά κόντρα στον άνεμο
κόντρα στη σιγουριά κόντρα στην αγωνία·
πάντοτε ανάμεσα Κυρία και Κόρη
πάντοτε ανάμεσα Ευημερία και Θάνατο.
Από φυσικού της η μαυρίλα
πρέπει να 'ναι και κλεπταποδόχος.
Μαρία Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου