Τον βρήκα με τα παραθυρόφυλλα κλειστά σ’ ένα μικρό
διαμέρισμα προς την Καλαμαριά, όχι μακριά από την
θάλασσα, όπου ετοιμάζονταν σιγά σιγά να πεθάνει. Στη
μακρόχρονη συμβίωση με την κατάκοιτη μητέρα του
απέδιδε την αποτυχία του να γίνει κάτι· στον ξαφνικό
πλουτισμό του από μια κληρονομιά, τα χρόνια μιας
αλόγιστης σπατάλης σε ταξίδια και ηδονές· σε μια κακή
συγκυρία, το προοδευτικό σάπισμα των οστών και την
απιστία του στις αιώνιες αξίες που τον είχαν από μικρό
γαλουχήσει
Με άνεση περνούσε τη βελόνη με το αναισθητικό. Το
πρόσωπό του αδιάφορο –ούτε ηρωισμός, ούτε αντίσταση
ανέμελη αισιοδοξία για μια ζωή χωρίς εκπλήξεις μήτε
έκσταση, «γιατί αυτό μόνο υπάρχει πάνω σε τούτη τη γη»
Τον άκουγα να μου εξιστορεί τις μέρες του στο διπλανό
καρνάγιο. Μαστόρευε, «σκέψου, πιάνουν ακόμα τα χέρια
μου –αυτό είναι το νόημα, πώς να στο πω αλλιώς»
Έκλαψα τον παλιό μου συμμαθητή. Στην απερίγραπτη
ακαταστασία του σπιτιού είχε ξεφτίσει τώρα και το
ηλιόλουστο τοπίο. «Αυτό πάει πολύ για ποίημα», είπε
σφίγγοντάς μου δίχως θέρμη το χέρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου