Πάντα διψάς –όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά– το βλογημένο σπίτι,
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο το 'χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κ' είναι μεστή η ζωή του μ' όλο τον πλανήτη·
και το καράβι και το σπίτι σού είπαν : «Όχι !
Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π' όλο και νέα ψυχή τής βάνει
κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·
μόνο τ' αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τούς δικούς σου.»
1896
Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ΄, σελ. 28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου