Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Στην Ανδρομέδα Και Στην Γη
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Στην Ανδρομέδα Και Στην Γη
Απόψε το τραγούδι θα `ναι σαν προσευχή,
θα είναι ελαιώνας σε ξεχασμένη γη.
Απόψε το τραγούδι θα γίνει αγκαλιά
που θα χωράει κι εσένα κι ας είσαι μακριά
Απόψε τη σελήνη δεν τη γελάει κανείς,
βασιλικό χαϊδεύει με το `να χέρι της,
κι εγώ που δεν κοιμάμαι, εγώ που ξαγρυπνώ,
δεν ξέρω αν θα πεθάνω, ή αν θα γεννηθώ.
Απόψε η καρδιά μου θα γίνει ένα παλιό
ποδήλατο που θέλει να βγει στον ουρανό,
τον Μάσσιμο Τροϊζι να βρει και να του πει,
πως μέσα σε μια νύχτα αλλάζει η ζωή.
Απόψε το τραγούδι θα γίνει αγκαλιά
που θα χωράει κι εσένα κι ας είσαι μακριά.
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Στην Ανδρομέδα Και Στη Γη
Κάτω απ’ το μαξιλάρι
Είναι ένα βαθύ πηγάδι
Που μέσα κατοικούν
Οι ψυχές που σ’ αγαπούν
Παλεύουν κάθε βράδυ
Με τα κιούγκια στο σκοτάδι
Να φτάσουν στα ψηλά
Πλάι στο μαχαραγιά
Να σου μιλάν στον ύπνο
Να σε μπάζουνε σε κήπο
Μ’ Αϊ Γιάννη και λωτούς
Με χειμωνανθούς
Κι όταν σ’ αναταράσσει
Για τα σκάρτα που ‘χεις πράξει
Κύμα φαρμακερό
Να σου δίνουν φυλαχτό
Χαϊμαλί από μετάξι
Που `χουν μέσα του φυλάξει
Άχυρο απ’ τη γη
Που `χει μείνει απάτητη
Έρχονται και σε μένα
Πρόσωπα λησμονημένα
Άδεια και χλωμά
Από πριν κι από μετά
Μου κρατάν το χέρι
Στο ταξίδι, στο καρτέρι
Στον ύπνο τον βαθύ
Είναι λίγοι, είναι πολλοί
Μέσα στο πηγάδι
Κάτω απ’ το μαξιλάρι
Ρίχνονται οι ψυχές
Ήλιε μου τώρα βγες!
που `μεινε στο σώμα μόνο ένα βράδυ.
Ποιος θα με θυμάται όταν θα `μαι η κραυγή
που ποτέ δε κύλησε μακριά απ’ το κρεβάτι.
Ποιος θα μου μιλήσει όταν θα `χω κουραστεί
απ’ τα ξεφτισμένα τα μεγάλα λόγια.
Ποιος θα με γνωρίσει όταν θα `χω σκεπαστεί
απ’ τις ώρες που `φτυσαν τα νευρικά ρολόγια.
Ποιος θα με γλιτώσει όταν θα παγιδευτώ
σαν λαγός ακίνητος μπροστά στα φώτα.
Ποιος θα με ξυπνήσει όταν θ’ αποκοιμηθώ
με τριάντα αργύρια κάτω από την πόρτα.
Ποιος θα με ορίσει όταν θα `μαι αντίλαλος
που `φυγε απ’ τα στήθη κι έφτασε ως τις Άνδεις.
Ποιος θα με υποτάξει όταν θα `χω φυλαχτό
το χαμένο όνειρο του ναύτη της Κροστάνδης.
Μουσική, Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεία: Φώτης Σιώτας
Ενορχήστρωση μαζί με το Θανάση: Φώτης Σιώτας
Στίχοι
Ξανά στην αγκάλη σου, ξανά, σα μικρό παιδί,
γυναίκα αμάραντη, ξανά, σα μικρό παιδί.
Ποτέ δεν σε ξέχασα, ποτέ, σα μικρό παιδί,
θολό φεγγαρόφωτο, ποτέ, σα μικρό παιδί.
Σελήνη δωσ᾿ μου την άλλη σου πλευρά.
Η ανάσα σου είναι σαν πριόνι˙
κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι.
Μακριά σου χανόμουνα συχνά, σα μικρό παιδί,
παλίρροια γόνιμη, συχνά, σα μικρό παιδί.
Αρχαίο κύμα, αρχαία προσμονή.
Η ανάσα σου είναι σαν πριόνι˙
κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι.
Ζητώ την αγάπη σου, ξανά, σα μικρό παιδί,
γαζέλα ανάλαφρη, ξανά, σα μικρό παιδί.
Παραδομένος κι απόλυτος μαζί.
Η ανάσα είναι σαν πριόνι˙
κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου: μπουζουκομάνα
Φώτης Σιώτας: βιολί, βιόλα, φωνητικά
Βάσω Δημητρίου: κιθάρα
Σωτήρης Ντούβας: τύμπανα, ζίλια, αλυσίδα εξ ουρανού
Αντώνης Μαράτος: μπάσο
Λευτέρης Μουμτζής: μπάσο, μεταλλόφωνο
Στου Ασπρομόντε τις πλαγιές και στο χωριό Ροχούδι
μέσα από τα χαλάσματα ακούγεται τραγούδι
αν πλησιάσεις θα τους δεις, μαέστροι αποθαμένοι
πίνουν ομίχλη για κρασί, σου μοιάζουν μεθυσμένοι.
Κιθάρα παίζει ο De André με πεταχτά ακόρντα
κι ο Pirandello λάμπει δες στου σαρκασμού τα δόντια
ο Cesare απόμακρος βαρύ τσιγάρο στρίβει
όλα τα πάθη του έριξε σε πέτρινο λιοτρίβι.
Αέρας παίρνει τον αχό και γρήγορα τα νέα
φτάνουν στου Βούα το γιαλό και στην Αμεντολέα
θα `ρθουν οι συβαρίτισσες κι αυτές ξετρελαμένες
φτεροκοπάνε, φτάνουνε γυμνές και μυρωμένες.
Κι ένας βοσκός αμέριμνος που πρόβατα γκρεκίζει
"madonna mia" μουρμουρά το δρόμο συνεχίζει
δεν ξέρει από ρήγματα, δεν βλέπει εφιάλτες
κι ούτε γνωρίζει πως κρατά όλη την γη στις πλάτες
Σαν τις αλογόμυγες
στης άνοιξης την πλάτη
τώρα χάσκουν αδειανά
τα πολυβολεία.
Τα κοιτώ κι αναριγώ
που μια μέρα είδα
τον αντάρτη τον Ραμόν
στ’ ουρανού την άκρη.
Άρμεγε μια αχτένιστη
μια ρούσα γίδα
κι όπως κοντοστάθηκα
λόγο μου απευθύνει.
”Είναι τόσο όμορφη
η μέρα που πονάει”
και με μια γερή κλωτσιά
όλο το γάλα χύνει.
Ξυπνάς και του καθρέφτη τη λίμνη αναταράζεις
ζαρκάδια ξαφνιασμένα θα πεταχτούν
θα φύγουν για τα δάση κι από το είδωλό σου
θα λείπουνε τα μάτια και η φωτιά
Θα ψάξεις τους δικούς σου τυφλός και τρομαγμένος
Ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιοι σ’ αγαπούν
μα η πόλη είν’ άδεια κι ο μάντης Τειρεσίας
θ’ αφήσει τον χρησμό του στην ξένη γη, σε ξένη γη
Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει
πως πίνει απ’ το πηγάδι το σκοτεινό
που ότι τον κατατρώει ανάγκη το `χει κάνει
ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί
Την ώρα αυτή στον κάμπο, ομίχλη κατεβαίνει
τα σκιάχτρα, τα κουρέλια θα φοβηθεί
τρέξε να ψηλαφήσεις την πλάση, ακριβέ μου
το μπράτσο της απλώνει να κρατηθείς, να κρατηθείς
Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.
Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει.
Πίσω απ’ τους λόφους, πίσω απ’ τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Η Βροχή Από Κάτω
από τα θαύματα του κόσμου εξαντλημένος.
Νότες ανήσυχες σκαλίζουν τα χωράφια μου
και κάθε άνοιξη φυτρώνουν venceremos.
Όσοι με γέλασαν, όσοι με κέρασαν
πικρό ποτήρι κι άχρηστους κανόνες,
θα ηττηθούν απ’ ό,τι πιο αδύναμο
από τη χλόη που σκεπάζει ερειπιώνες.
Ψυχή αδάμαστη, θεριό ανήμερο,
το απολιθωμένο φως να σε λογχίσει
κι απ’ το διάφανο το τραύμα το γλυκό
ένα σαμπάχ μακριά να φτερουγίσει.
όπως το λάδανο στα γένια τους οι τράγοι.
Κι ύστερα ψάχνουμε ένα τραγούδι
να πει στους άλλους τη συγνώμη μας.
Ακόμα κι αν μιλά για τον έρωτα,
ακόμα κι αν οι στίχοι του
είναι τσιγκέλια σε χασάπικο
ή σιδηροτροχιές που καθρεφτίζουν το φεγγάρι.
Ένα τραγούδι κόκκινο, τυφλό,
ένα τραγούδι-αγκάθινο στεφάνι,
ένα στασίδι άβολο
κάτω απ'τον τρούλο των τύψεων,
ένα τραγούδι- χαρτοκόπτη
για τις άκοπες σελίδες μας.
ΣΚΗΝΙΚΟ: