Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βαλαωρίτης Νάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βαλαωρίτης Νάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Νάνος Βαλαωρίτης - Εις μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμού (Άσμα για δυό φωνές)


Δεν άφησε στο διάβα του παράθυρα ο καιρός
Δεν άφησαν τριαντάφυλλα τα χέρια του στη γη
Περνούσαν τα καράβια του στ’ αρχοντικό του εμπρός.

Ο τελευταίος ανάπηρος στη χώρα μας εσύ
Ένας μεγάλος πόλεμος μάς πήρε την ψυχή σου
Τώρα στην αμασχάλη σου κοιμούνται οι κεραυνοί.

Πέντε χιλιάδες άγγελοι πλάγιασαν μαζί σου
Δεν είναι πια σαν άλλοτες ο κόσμος σταθερός
Οι στίχοι σου τους φόρεσαν εμβλήματα οι εχτροί σου.

Στο μέτωπό σου έλαμπε σαν άστρο ο στοχασμός
Δεν μπόρεσε όταν έπεσες η γης να σε δεχτεί
Κι ανάμεσά μας έγειρε την πόρτα του ο καιρός.



Από το βιβλίο: Νάνος Βαλαωρίτης, «Ποιήματα, 1», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1983, σελ. 63.

Νάνος Βαλαωρίτης - Ενθάδε Κείται


Ενθάδε κείται η ιδέα που σχημάτισα για τον εαυτό μου
Και μια φωνή μου ψιθυρίζει να’ ρθω εδώ να μείνω
Στο κοιμητήριο των καλών προθέσεων στον τάφο μιας ωραίας ελπίδας
Όπου θα καταθέσουνε στεφάνια οι ανθοδέσμες κι οι αυταπάτες
Ενθάδε κείται η ιδέα που είχα για τον εαυτό μου
Ολόκληρο ένα κεφάλαιο της ζωής μου είναι εδώ κλεισμένο
Όταν όλα πήγαιναν καλά κι ήτανε όλα ρόδινα
Μέσα στο βιβλίο που ήμουνα ο ίδιος, θύτης, θύμα κι αναγνώστης
Αλλά δεν ήρθε εγκαίρως ο εαυτός μου στο μέρος το καθορισμένο
Ίσως να σταμάτησε ένα ρολόι – κι ίσως αυτός που διάβαζε
Να πήδηξε μια σελίδα απ’ το βιβλίο και να τ’ άφησε
Ίσως ν’ άλλαξαν οι προφητείες και να σκοτείνιασαν οι οιωνοί-
Κι έμεινα με τη μετασχηματισμένη ιδέα του εαυτού μου
Και τώρα ενθάδε κείται ο θυρωρός της σκέψης μου της κεντρικής
Με τ’ αντικλείδι μου στου νου το χέρι ο κλέφτης
Κι ο παλιατζής των αποφάσεων μου
Ενθάδε κείται ωραία προκλητική η σελίδα
Η χαμένη από τον εαυτό μου – αλλά κανείς δεν έμαθε
Ποτέ το πώς και το γιατί να σκίστηκε από το βιβλίο
Με τέτοιον τρόπο οριστικό και μυστηριώδη κι άγνωστο.

Νάνος Βαλαωρίτης 05/07/1921 -12/09/2019 )
[ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 – Η ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΜΟΥΣΑ 1963-1965]

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Το τέλος είναι αράπης


Μ’ ένα σκοινί τον δέσανε για να μην πέσει χάμω

Μ’ ένα καρφί τον κάρφωσαν επάνω στην καρέκλα

Τον χτύπησαν πολλές φορές πριν σωριαστεί κατάχαμα

Είδηση που μαθεύτηκε τριάντα χρόνια αργότερα

Και κυκλοφόρησε αργά σαν τραίνο εμπορευμάτων

Κι ανάμεσα στις όμορφες γυναίκες της Αθήνας

Ένα κορίτσι νόστιμο που τίποτα δεν σκέπτεται

Κι όμως εγώ τη σκέπτομαι νύχτα και μέρα αδιάκοπα

Είναι της κάλτσας το κριτς κριτς στης γάμπας τη θηλιά

Ζεστή όπως τ’ αντρόγυνο που ζύμωσε η φραντζόλα

Είν’ ένα χέρι πονηρό που φτάνει ως το μηρό

Και προχωρούσε μόνο του χωρίς ν’ αποτραβιούνται

Της περιέργειας τα καλλίγραμμα ακουμπισμένα μπράτσα

Ένα πεδίο άσκησης για κανονιές αγάπης

Ένα πεδίο μαγνητικό γύρω απ’ τα δυο βυζιά.


(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Παραλλάξ», αρ. 2, Μάρτιος 1978)


Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Ύστατο σονέτο


Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην
παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε
στους αντίποδες του εγώ και του εσύ

αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή
απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου
μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος

Νάνος Βαλαωρίτης - Ελεγείο για τον Ετοιμόρροπο Κόσμο


Καταφθάνει μεταμφιεσμένος
ένας ιός προμελετημένος
και προκαλεί καταστροφή
στα κοτέτσια στα χοιροστάσια
και στους υπολογιστές
είναι πίσω από μια φράση
κρυμμένος - μια φράση που λέει
η ζωή είναι ωραία - προσοχή
αφού ανοιχτεί η ζωή - θα πάψει
να είναι ωραία - περιμένουμε
με κομμένη την ανάσα μας
ο ύπουλος ιός να 'ρθει
από τα βάθη της Ασίας
απ' την υπερπόντια αποικία
με σκοπό να καταρρίψει
του ιμπεριαλισμού την κυριαρχία
πριν να αυτοκαταργηθεί
ο νέος ιός είναι αυτόματος
με μια φράση ενεργεί
είναι προκατασκευασμένος
να εξουδετερώσει την ανθρώπινη φυλή
Αθήνα Μάρτιος 2008

Πηγή: Χρίσματα" έκδοση Κοινωνία των (δε)κάτων 2011.

Νάνος Βαλαωρίτης - Μετάγγιση ιδιοτήτων


Δεν μας αγαπούν οι ακρωτηριασμένες
θάλασσες ούτε τα άνυδρα νησιά
είμαστε υπόλογοι στον Υπερίωνα
για την αγγειακή κατάστασή μας
είμαστε υπόλογοι στα οράματα
που μετατρέπονται γρήγορα σε εφιάλτες
σε πενταροδεκάρες του παλιού καιρού
τα πρώην χρυσά νομίσματα, οι κιθάρες
σε οπλοπολυβόλα οι αγκινάρες
σε παρκόμετρα οι ντομάτες
σε αγγούρια οι πατάτες -
κι όλα μαζί μια μάζα μια μίζα
σε παιχνίδια τυχερά: τα δόντια
της Βεατρίκης, Λυδίας και Ανεσιδώρας
λαμπυρίζουν μες στο σκοτάδι όταν
χαμογελάει - χαμογελάνε κι οι άλλες
ώστε να φαίνονται ευκρινώς
και τα δικά τους δόντια - τα μυτερά
εφόσον είναι πλέον καμωμένα
να τρυπάνε τον λαιμό των θυμάτων
αυτές οι αιμοβόρες νοσοκόμες
της βαμπιρικής Ευρώπης

Αθήνα , Μάρτιος 2012

Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα

Νάνος Βαλαωρίτης - Διαγραφές (1)

Καθόταν πολλή ώρα
και χάζευε την αλήθεια
Η πολυθρόνα ήταν τριμμένη
όσο ήταν το πρόσωπό του
Καμιά μνήμη δεν τάραζε
την αναγκαία ειλικρίνεια του
Έπαιζε το μπρος πίσω
με το μέλλον
Ήταν συνηθισμένος από χρόνια
να μένει στην ίδια θέση
Περίμενε μια καλύτερη αύριο
που θα γινόταν μια καλύτερη χτες
Καμιά είδηση δεν τάραζε
το γαλήνιο μέτωπο που περιείχε το μυαλό
Τα ψώνια είχαν γίνει όλα απ' το πρωί
κι ήταν τώρα αφημένα στη γωνιά
Μια καφετιά χαρτοσακούλα
είχε λαχανικά φρούτα και κονσέρβες
Μια άλλη είχε κρέας τυρί και ψωμί
οι επισκέψεις μια φορά τη μέρα
Στην αγορά αραιώνουν οι πελάτες
προς όφελος μιας ενατένισης της αλήθειας
Έβγαινε με μια πετσέτα του μπάνιου
δεμένη γύρω από τους γοφούς της
Έβγαινε απ' τη μπανιέρα της
με βρεγμένα μαλλιά
Δεν της έλεγε πάντοτε την αλήθεια
την κρατούσε στο σκοτάδι της άγνοιας
Έπαιζε μαζί της ένα κρυφτό
που ύστερα από τόσα χρόνια
Είχε πάψει πια να είναι παιχνίδι

Πηγή: Στο υποκύανο μάτι του Κυκλώπα: ποιήματα, Ψυχογιός 2015.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Μία ιστορία χωρίς τέλος


Άνθρωποι-πουλιά ήρθαν να κατοικήσουν τις φρατζόλες της φωτιάς
Σ’ ένα ποτήρι νερό δισεκατομμύρια μικρόβια έφτιαξαν τη φωλιά τους
Σ’ ένα ποτήρι νερό βουτάς τα χείλια σου σαν φεγγάρι
Σ’ ένα ποτήρι νερό πέφτουν τα νιάτα σου και πνίγονται
Ώσπου να περάσει η δίψα τους
Άνθρωποι-αρκούδες ήρθαν να κατοικήσουν τις στέππες της καρδιάς μου
Σ’ ένα κλουβί φυλακισμένο ένα πουλί τραγούδησε
Σ’ ένα κλουβί χρυσελεφάντινο κλείσανε μιαν ελπίδα
Σ’ ένα κλουβί με βάλανε και μένα
Πριν να γίνω όπως όλος ο κόσμος
Άνθρωποι-αράχνες υφαίνουν τις κλωστές τους πάνω στα δέντρα της σκέψης μου
Οι σκέψεις μου περνούν ανάλαφρες απ’ το μυαλό μου όπως στα σύννεφα
Ο άνεμος ήρθε να χαλάσει τη συνοχή της ιστορίας μου.

Πηγή: Νάνος Βαλαωρίτης, Η πουπουλένια εξομολόγηση, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Μάιος 1982, σ. 44.

Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/costasreousis/posts/pfbid0dCt161SY7yiaggirGhJuRzqJYFUrbuos2tbRXUSby3n2WYdjNyGVDvtwLqjAZC9cl

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Της μοίρας τα γραμμένα


          στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Έμπλεξα μες στης ποίησης το δέντρο το πολύκλωνο

Έμπλεξα μες στους θάμνους της όπως με μια γυναίκα

Μια λάμπα με πετρέλαιο έξω απ’ την πόρτα μου έβγαλα

Της νύχτας τη βαθιά σκιά σαν αστραπή να σκίσει

Μα ούτε τη νύχτα έσκισα ούτε τον ίσκιο χάλασα

Αλλά για μόνο μιά στιγμή τα σκαλοπάτια είδα

Και μιά ταράτσα ευρύχωρη επάνω από τη θάλασσα

Το μόλο τον τετράγωνο και δίπλα του μιά βάρκα

Κι ανέβηκα να κοιμηθώ μες στα πλατιά κρεβάτια

Απέξω η νύχτα πάντοτε βαθιά κι αναμφισβήτητη

Έμπλεξα μες στης ποίησης τα δίχτυα όπως τα έντομα

Γύρω απ’ το φως του φαναριού που άναψε ένα βράδυ

Έμπλεξα με τη θάλασσα όπως με μια γυναίκα

Μα η γυναίκα έφυγε μόνη της με μια βάρκα

Σέρνοντας μες στα δίχτυα της τον ίσκιο της ταράτσας


Από το βιβλίο: Νάνος Βαλαωρίτης, Ποιήματα, 1, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1983, σελ. 179.


Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Τουτανχαμόν και Σία


Στα μυστηριώδη μέρη
Απλώθηκε ένα χέρι
Και γέμισε το καλοκαίρι
Μ’ ένα τεράστιο χάδι
Κι απάνω σ’ ένα φάκελο
Έσταξε το βουλοκέρι
Κι έμοιασε μ’ αγιοκέρι
Κι ήταν το χέρι πρόσωπο
Κάποιος έσβησε τη λάμπα
Των χιλίων κιλοβάτ
Που σαν προβολέας έλαμπε
Μέχρι το Αγκορ – Βατ
Ένα καπέλο κρέμεται
Στης ψυχής μου την κρεμάστρα
Ένα φυτό ξεράθηκε
Στου σαλονιού τη γλάστρα
Στον Ωκεανό τ’ άστρα
Έπεσαν να κοιμηθούνε
Άραγες θα ξαναβγούνε
Άμα ξανάρθει η νύχτα;
Τράβα το σεντόνι σου
Επάνω απ’ το κεφάλι σου
Σβήσε τη λάμπα σου καλά
Και κλείσε το παράθυρο
Τράβηξε τις κουρτίνες
Και κλείδωσε την εξώπορτα
Βάλε το σκύλο να φυλάει
Την είσοδο στον Παράδεισο.

Πηγή: Νάνος Βαλαωρίτης, Η πουπουλένια εξομολόγηση, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Μάιος 1982, σελίδες 49-50:

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Ο φαύνος κύκνος


Το τάβλι μιας ξέγνοιαστης ζωής
στα νούφαρα των καφενείων
κεφάλια χτενισμένα από την ίδια σήραγγα
μ’ επιτραπέζια χαρακτηριστικά
μ’ εμπόδια προς το κάθε τι
κυνηγημένος από τα βέλη της αύριο
μάχομαι με δυο ρυτίδες συγχρόνως

(άλλοτε θα τα λέγαμε πουλιά)
μεσοκαλόκαιρα και το φθινόπωρο
μια τεράστια εσωτερική επεξεργασία
κι ο καθένας υποπτεύεται τον άλλον
πως είναι άντρας πως είναι γυναίκα
για τη γυναίκα το πρόβλημα δεν είναι το φύλο
είναι τι να κάνεις με το φίλο
κι έτσι ιδρύθηκε στις παρυφές του σεξ
μια φιλική εταιρεία
που θα περιλαμβάνει όλα τα όργανα κρούσεως
και τα πνευστά και τ’ ανόργανα

τα πολλά λόγια μάς οδήγησαν
—πού αλλού—
απ’ την άλλη μεριά του τοίχου
γράψιμο μες στο νερό
δε φταίει ο καλός μας άγγελος
μια ανάποδη προετοιμασία
χωρίς καμμιά αισθητική
γυμνά λεφτά κάνουν έρωτα
ξύνω τα νεύρα μου με δεντρολίβανο
Το βουνό βγάζει μια κραυγή που με αγγίζει στο μέτωπο.
Περνάω μια νύχτα δύσκολη χωρίς ρεύμα.
Και τα ελαστικότερα ρήματα σπάνε στον ενικό
η σημασία οραματίζεται χάδια
στα πόδια της προσωπικότητας
στους πρόποδες του γυμνού
και πιο μέσα τ’ αυτί — μ’ ακούς;

Ελατήρια υπάρχουνε άφθονα
αλλά πού οδηγούνε
ξετεντώνοντας ένα τόξο από πλοία
σκεπασμένο με νερά
που καθρεφτίζουν θύελλες
έλα τώρα μη χάνεις μια τέτοια ευκαιρία

δεν τέμνομαι πουθενά
άθελα μας θα συναντηθούμε κάποτε
με το να υπάρχεις.

Δύσκολο πρόβλημα η αλληλεγγύη.
Ποιος είναι αυτός για τον οποίον μιλάω;

Εδώ η ανάγνωση πέφτει σα χαρτοτράπουλα
χτισμένη πύργος
μερικά αποσιωπητικά
φυτρώνουν φοβισμένα χωρίς επιφάνεια
σε άγονο περιβάλλον

οι έξυπνοι δε λένε τίποτα εναντίον τους
και τα λόγια πλέουνε έτσι ασυμμάζευτα
όπου τα πάνε οι περιστάσεις
εκεί όπου κοιμάται χωρίς ίχνος προτροπής
ένα απλό χαρτονόμισμα.

Για ν’ ακουστεί το βιβλίο σου
πρέπει να ‘χει εκτόπισμα και ουρά
ο πρώτος και δεύτερος τόμος των Απάντων
Επιλογές απ’ το αόρατο
μια θηλυκιά συνέχεια υπέροχη γαλάζια
(ας είναι καλά οι παραφύσιν τάσεις)
κίτρινος πάντα ο ουρανός
θα σε περιτυλίγει.

Ιούλιος 1980

Νάνος Βαλαωρίτης, Στο κάτω κάτω της γραφής, Νεφέλη, Αθήνα 1984

Νάνος Βαλαωρίτης - Πόθεν η λέξις τραγουδώ


Όταν ακούω τη λέξη τραγουδώ
αρχίζω να πετάω στον αέρα
νηφάλιος σα χαρταετός
κι έχω μια χάρτινη σακούλα που ‘χει γάλα
έτσι δε λεν πως άρχισε η αγελάδα
που την αρμέγουν το πρωί με το δεξί
και το βράδυ με τ’ αριστερό
κι απ’ το παράθυρο ένα μάτι
κοιτάει για να διακρίνει κάτι
που δεν το βλέπουν τόσο καθαρά
οι λουόμενοι απ’ την αντικρινή στεριά
κι ένα πανάρχαιο ρητό που μοιάζει
με το πρόγονό μας το φαλλό
και τη μαμά με τα πολλά βυζιά
και τις χιλιάδες νύμφες στ’ ακρογιάλια
των βράχων με τις αμμουδιές
που περιβάλλουν το νησί με ζώνη
αφρού — μα δεν είναι η μόνη
άπιαστη μορφή που κυνηγάμε
σέλας μιας νύχτας του χειμώνα
δίπλα στη λάμπα και στο τραπεζάκι
κι από πάνω μου μια στήλη άλατος
σκύβει ανάλαφρα να δει τι γράφω
μα εγώ δε γράφω — ζωγραφίζω
μια πανάρχαια μητέρα γη
κουκουλωμένη φωτεινή μητέρα
πότε όρθια πότε καθιστή — και πότε
Ξαπλωμένη.

Ιούλιος 1982

 

Νάνος Βαλαωρίτης, Στο κάτω κάτω της γραφής, Νεφέλη 1984.

Νάνος Βαλαωρίτης - Καμμία λέξη δεν ταιριάζει με τη λέξη έλλην


Δε με πτοεί η λέξις έλλην — κι ούτε μένω τις νύχτες
Ξύπνιος αναλογιζόμενος ποιος ήμουν και ποιος θα ‘μαι
Στις συνειδήσεις των ανθρώπων που θα ζήσουνε
Εδώ και χίλια χρόνια — και θα δοκιμάζουν
Να θυμηθούν το πρόσωπό μου — που θα ‘χει τότε
Σβήσει από τη μνήμη τους λόγω ελλείψεως
Φωτογραφιών πορτραίτων και γλυπτών — η έλξη
Λοιπόν μιας στήλης ρεύματος ηλεκτρικού
Επενεργεί επάνω μας σιγά σιγά και τέλος σβήνει
Οριστικά — η τραγική ετούτη μοίρα των πραγμάτων
Απηχεί το περιορισμένο της ζωής των όντων που αναπνέουν
Που βλέπουνε τον ήλιο, που τρώνε και ονειρεύονται
Κι όμως δε νομίζω πως διαπράττω λάθος όταν λέω
Πως η λέξις έλλην ολίγην σχέσιν έχει με τη λέξη μέλλον.

Πηγή: Στο κάτω κάτω της γραφής, Νεφέλη 1984.

 

Νάνος Βαλαωρίτης, Στο κάτω κάτω της γραφής, Νεφέλη 1984

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Το λάθος


Ο πόλεμος εναντίον του λάθους
εκ παραδρομής ή ασυνέπειας
άρχισε να παίρνει έντονους
ρυθμούς και χαρακτήρα λαϊκής

εξέγερσης- ακόμα και οι σκύλοι
συμμετέχουν οσφραινόμενοι
τις ύποπτες ιδέες στις επιστολές
μην εντοπίσουν μια συνωμοσία

είναι άλλωστε όπως γνωρίζουμε
γνωρίζετε και το γνωρίζουν όλοι
γενικώς άοσμο κι αόρατο το λάθος
και άυλο αφού παιδεύει κι εκ

παιδεύει τα πειθήνια όργανα
της εξουσίας διαψεύδοντας
το στραβοπάτημα που ορρωδεί
παντού κρυμμένο ώστε να μη

περάσει κανένα άλλο από αυτά
λαθραία απ' το λαθροκομείο
να μην ξεγλιστρήσει ούτε ένα
λαθάκι τυπογραφικό σ' ένα

γραπτό μα δυστυχώς τα νέα
είναι άσχημα τα λάθη λιγοστεύουν
κοντεύουν να φτάσουν στα πρό
θυρα της εξαφάνισης και μερικοί

τ' ομολογούνε πλέον ανοιχτά
το λάθος έχει προ πολλού
από μόνο του πεθάνει
χάρη σ' έναν δαιμόνιο

διορθωτή χωρίς να μετανιώνει
για ό,τι συμφορές προξένησε
στον αθώο πληθυσμό των λέξεων
από φανατική ορθοπληξία

Ουρανός Χρώμα Βανίλιας

Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Νάνος Βαλαωρίτης - Ποιήματα



Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Λένε πολλοί ότι ο Κόσμος γεννήθηκε ανάποδα.

Μ΄αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω κι όχι με τα πόδια απάνω.

Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες.

Αλλά ο Κόσμος ήταν όμορφος -ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωσε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τ΄ άστρα τ΄ουρανού τα ξαδέρφια του.

Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι, τα δέντρα, οι βροχές, τα σύννεφα.

Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ΄άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια.

Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε, ο Πατέρας του.

Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ΄να μεγάλο γκρεμνό που του άνοιξε μπροστά του.

Μα οι άγγελοι δώσανε στον Κόσμο φτερά και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε.

Τότες για να εκδικηθεί ο ΄Αβυσσος πήγε κι έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του- έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό.

Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο- που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε στο Κενό.







ΠΙΣΤΕΥΩ


Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα

Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα

Πιστεύω σ’ ένα Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα

Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα

Πιστεύω σε μια εκκλησία διακόπτρα του φωτός

Και σε δώδεκα Απόστολους του Έρωτα

Πιστεύω σ’ ένα Εσταυρωμένο δέντρο

Και σε μια αρχική ουσία Π

Πιστεύω σ’ έναν άγνωστο παράγοντα

Που γεννάει την περιέργεια

Πιστεύω σ’ ένα πονηρό και σ’ ένα αθώο πνεύμα

Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα

Που θα με κάνει ευτυχισμένο

Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας

Που μπορεί στην κόλαση να δει τον παράδεισο

Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ

Πιστεύω

Πιστεύω σ’ έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο

Απ’ τα δεσμά της σκέψης του τού φόβου του το αυγό

Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΑ

Του Οδυσσέα Ελύτη

[…..]


Μπροστά μας είναι μια πόρτα σαν άνθρωπος
Γιατί οι άνθρωποι είναι πόρτες κι αυτοί
Άλλες κλειδωμένες κι άλλες ορθάνοιχτες και σε σπρώχνει
Η περιέργεια να τις ανοίξεις η δίψα να τις διαβείς
Και η ελπίδα σε τυραννάει πως ίσως κάποτε
Από αυτές να ’τανε μια που θα σ’ έβγαζε στον ήλιο,
Και μιαν άλλη που ’χε τα γιασεμιά της κρυμμένα
Ή μια τρίτη που δεν μπόρεσες τότε να την ανοίξει
Και τώρα είναι πια αργά, είναι αδύνατο να γυρίσεις
Γιατί άλλαξε ο ποταμός τόσες φορές τα νερά του
Και οι άνεμοι που φυσούν σε σπρώχνουν ολοένα μακρύτερα από την πατρική σου γη.



Από την ποιητική συλλογή ‘Ποιήματα Ι’, εκδόσεις Ύψιλον
ΤΟ ΣΠΙΤΙ


Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλοι θα κατοικήσουν!
Άλλοι θ’ ανέβουν τα σκαλιά να στρώσουν τα κρεββάτια!
Άλλοι θ’ ανάψουν τα κεριά στα βορεινά δωμάτια!
Ποιες δυσκολίες, ποια δάχτυλα, ποια μάτια!
Και από μας, ποιος θα τολμήσει να μιλήσει
με τα πρόσωπα που ζούνε αποκλεισμένα
πίσω από χιλιάδες πόρτες, παράθυρα και κάστρα,
που τα χτυπούν οι θάλασσες, τα όνειρα και τ’ άστρα;
Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλος θα κατοικήση!


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ


Και το κουδούνι χτύπησε της πόρτας όταν τρώγαμε ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα… πήγα ν’ ανοίξω – βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα

Κατέβηκα και στάθηκα στις σκάλες για να δω μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω και δεν τολμούσε ν’ ανεβεί γιατί ντρεπόταν

Μα δεν είδα ούτε εκείνα τα γνωστά παλιόπαιδα που συνηθίζουνε γι’ αστείο να χτυπάν τις πόρτες προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο

Πίσω απ’ τα τζάμια κοίταξα και πίσω απ’ τις κουρτίνες και πίσω απ’ τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος

Παντού μπροστά μου απλώνονταν μια ερημιά από σπίτια μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη χωρίς κίνηση καμιά σ’ όλες τις λεωφόρους-

Ήταν κλειστά τα μαγαζιά τα ζαχαροπλαστεία πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν

Ώστε ο κόσμος άδειασε σκέφτηκα μ’ ανακούφιση και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα

Πίστεψα πως ασφαλώς θα το ΄καναν επίτηδες μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω

Αλλά κανείς δεν ήτανε-παράξενο-κανένας στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα…

Από τη ποιητική Συλλογή “Ποιήματα ΙΙ”, Εκδόσεις Ύψιλον
ΜΙΚΡΟΣ ΘΡΗΝΟΣ

Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη

Όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες

Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους

Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια

Το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο

Δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά

Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους

Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα

Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας

Και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.

Από την ποιητική συλλογή ‘Κεντρική στοά’
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ


Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.


Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;


Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.




Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.


Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.




Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.


ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ

Με το πιο τρύπιο μου πουλόβερ

κάθομαι και γράφω

για τη σημερινή και την

αυριανή κατάσταση –

φράσεις ωραίες, στίχους

ευρηματικούς, αφορισμούς

προειδοποιήσεις αναλύσεις

των δεδομένων και των ακόμα

αδόκητων του μέλλοντος

γεγονότων: είναι αναμφι-

σβητήτως ωραίο πρωινό

ούτε ζέστη ούτε κρύο

με λίγα συννεφάκια

επάνω απ΄τον αρχαίο ναό το

ον στημένο στον πανάρχαιο

λόφο – από κάτω γογγύζουν

και διαμαρτύρονται οι τιτάνες

αλυσοδεμένοι χειροπόδαρα

από την αυταρχική πολιτική

του επικρατούντος καθεστώτος

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ;

Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 2012

Από τη συλλογή «Πικρό καρναβάλι» [Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας] εκδόσεις Ψυχογιός

Πηγή: Ιστοσελίδα [LIFO]
ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ ΤΟ ΦΩΣ

Ο σχηματισμός κυβέρνησης

στην Ελλάδα εξαρτάται απ’ τον καιρό

αν φυσήξει πουνέντες θα βγούνε

φιλοδυτικοί, αν φυσάει γρέγος

θα βγει μια φιλορωσική –

αν φυσάει μαΐστρος θα βγει

μια φιλοευρωπαϊκή – που

θα ψηφίζει αιωνίως μνημόνια

έως τον άρρητο αριθμό με

Χ δισ. μονάδες – και το χρέος

ω, το χρέος παιδιά μου θ’ αυξάνεται

με ταχύτητα φωτός – στον κύβο

κάθε νέα μέτρηση – και η μητέρα μας

η στοργική… Αμερική να μην

προλαβαίνει να επιβάλλει κυρώσεις

ενώ θ’ ανατέλλει εξ ανατολών

Από την ποιητική συλλογή ‘Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα’

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Πολιορκούμεθα λοιπόν

Πολιορκούμεθα από ποιον

Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα

Πολιορκούμεθα στενά

Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ,

τη στρατιωτική Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,

Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους

Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά

Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία

Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια,

τ’ απορρυπαντικά

Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια,

τις κρουαζιέρες

Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,

Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη,

τις ποιητικές συλλογές

Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη,

τη φαλάκρα,

Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια,

τις παθήσεις

Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις

διαβεβαιώσεις,

Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,

Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα,

τους διαγωνισμούς Καλλονής,

την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων,

πολιορκούμεθα από τους βάναυσους

Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας

Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ


Ενθάδε κείται η ιδέα που σχημάτισα για τον εαυτό μου
Και μια φωνή μου ψιθυρίζει να’ ρθω εδώ να μείνω
Στο κοιμητήριο των καλών προθέσεων στον τάφο μιας ωραίας ελπίδας
Όπου θα καταθέσουνε στεφάνια οι ανθοδέσμες κι οι αυταπάτες




Ενθάδε κείται η ιδέα που είχα για τον εαυτό μου
Ολόκληρο ένα κεφάλαιο της ζωής μου είναι εδώ κλεισμένο
Όταν όλα πήγαιναν καλά κι ήτανε όλα ρόδινα
Μέσα στο βιβλίο που ήμουνα ο ίδιος, θύτης, θύμα κι αναγνώστης




Αλλά δεν ήρθε εγκαίρως ο εαυτός μου στο μέρος το καθορισμένο
Ίσως να σταμάτησε ένα ρολόι – κι ίσως αυτός που διάβαζε
Να πήδηξε μια σελίδα απ’ το βιβλίο και να τ’ άφησε
Ίσως ν’ άλλαξαν οι προφητείες και να σκοτείνιασαν οι οιωνοί-




Κι έμεινα με τη μετασχηματισμένη ιδέα του εαυτού μου
Και τώρα ενθάδε κείται ο θυρωρός της σκέψης μου της κεντρικής
Με τα’ αντικλείδι μου στου νου το χέρι ο κλέφτης
Κι ο παλιατζής των αποφάσεων μου




Ενθάδε κείται ωραία προκλητική η σελίδα
Η χαμένη από τον εαυτό μου – αλλά κανείς δεν έμαθε
Ποτέ το πώς και το γιατί να σκίστηκε από το βιβλίο
Με τέτοιον τρόπο οριστικό και μυστηριώδη κι άγνωστο.



Από την ποιητική συλλογή ‘Εστίες μικροβίων’, 1977

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ


Περνώντας από το ένα στο άλλο
περνάμε απ’ το ένα στο μηδέν
με τη μεγαλύτερη ευκολία
χωρίζομαι στα δύο και…μάταια

προσπαθώ να περάσω το δρόμο
η άλλη όχθη απομακρύνεται σταθερά
βρίσκομαι στο εν τρίτον της διαδρομής
ενώ η κίνηση με προσπερνάει


γύρω μου τρέχουν σαν τρελλά ταξιά
λεωφορεία, ΙΧ, τζιπς, SUV, φορτηγά
πως δεν μ’ έχουν κάνει λιώμα απορώ
κι αναρωτιέμαι αν είμαι στα καλά μου


αν δηλαδή εγώ απομακρύνομαι
απ’ την πραγματικότητα κι όχι
εκείνη από μένα – μένω άναυδος
όταν με καλεί με το δάχτυλο


ένας πολισμάνος της τροχαίας: ‘Τι κάνεις
εδώ καλέ μου άνθρωπε, κι εμποδίζεις
την κυκλοφορία – φύγε γρήγορα απ’τη μέση
πριν σε πλακώσουν οι νταλίκες’ και τ’ άλλα


ΜΜΜ που καραδοκούν να σ’ αρπάξουν
απ’το κολλάρο και να σε ρίξουν στους λύκους
ανθρωποθυσία λένε για το καλό της πατρίδας
της παρτίδας, του πάρτυ σου – κοινός τόπος


παρονομαστής, παρήχηση, ή κατήχηση,
ή αντήχηση, ή απήχηση περιμένω
να κοπάσει ο σαματάς που έχει δημιουργηθεί
γύρω μου – ο δρόμος έχει τώρα αποκοπεί


απ’ το πλήθος που έχει μαζευτεί γύρω μου


και άλλοι με χειροκροτούν και άλλοι
με λοιδωρούν ενώ άλλοι κατεβάζουν
τα βλέμματά τους τα κεφάλια τους
σαν να ντρέπονται – μια σιωπή απλώνεται


έχουν περάσει πολλά ήρθαν στην κηδεία
μαυροφορεμένες τουλάχιστον τρεις
ωραίες γυναίκες παλιές φιλενάδες
όσοι με συγχαίρουν πάνε από δεξιά

όσοι με αποδοκιμάζουν πηγαίνουν
από αριστερά, αισθάνομαι πλέον
λαπάς, δεν έχω τη δυνατότητα
να κάνω τίποτα – ούτε μπροστά


ούτε πίσω, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά,
ούτε πάνω, ούτε κάτω και αποφασίζω
να καθίσω χάμω με τα πόδια σταυρωτά
να βγάλω το σακάκι μου, το πουλόβερ


τη μπλούζα μου (το πουκάμισο) και τη φανέλα
και να μείνω έτσι γυμνόστηθος, με γυαλιά
και φαλακρό κεφάλι όπως ο Γκάντι και
να περιμένω με την παθητική μου αντίσταση

το μοιραίο, κάποιος να με κοπανίσει
στο κεφάλι με μια τσάπα και να πέσω
απ’τη μια μεριά και να μείνω έτσι
με κλίση 30 μοιρών σαν τον πύργο της Πίζας

χωρίς να πέφτω αλλά ούτε να αναστηλώνομαι
στην κάθετη κλίση μου, κατάλαβα τότε,
πολύ αργά, ότι κάτι δεν πήγαινε άλλο
και ότι το πλήθος είχε διαλυθεί, η κίνηση


είχε αραιώσει ώσπου σταμάτησε εντελώς
η πόλη ερημώθηκε τα μαγαζιά έκλεισαν
κι έμεινα μόνος – επιτέλους μόνος,
επιτέλους, επιτέλους, επιτέλους

ΜΟΝΟΣ.

Από την ποιητική συλλογή ‘Στο Υποκύανο μάτι του Κύκλωπα‘

ΠΟΙΗΣΗ


Μάταια οι ποιητές προσπαθούν
Να γεμίσουν το κενό
Με τους στίχους
Και τις εικόνες τους.


Το κενό επανέρχεται
Πιο άδειο από πριν
Και ζητάει
Νέο γέμισμα.

Από το βιβλίο: Νάνος Βαλαωρίτης, «Ποιήματα, 1», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1983.

Πηγή: https://tetatext.wordpress.com/inspirations/lacy-verses/%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82/

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Νάνος Βαλαωρίτης -Κουράστηκα να σ’αγαπώ



Θέλω να με βγάλουν στο σφυρί
θέλω να μπω στη φυλακή
θέλω να `μαι όπως την Κυριακή
που τρώμε όλοι ένα γλυκό

θέλω να γίνω χρυσοχόος
με χρυσόσκονη να σε χρυσίσω
θέλω να πάμε στην Αμερική
να γνωρίσουμε τον κύριο Κροίσο

θέλω να ταξιδέψω στην Ινδία
να καώ στη νεκρική πυρά
ψέλνοντας μια σούτρα βουδική
στον Γάγγη να ρίξουν τα οστά

θέλω ν’ ανεβώ τον Αμαζόνιο
αντίθετα στο ρεύμα - να φαγωθώ
από ένα σαρκοβόρο τροπικό φυτό
ψελλίζοντας μια σολομωνική

θέλω να σε δω βαθιά στα μάτια
έλεος να σου πω σταμάτα
κι ας λουστώ για δεύτερη φορά
στον καταρράχτη Νιαγάρα

θέλω ν’ αναμετρηθώ με τη σκιά
που πάντοτε σ’ ακολουθεί
ν’ αρμενίσω με λευκά πανιά
στην Ευρώπη με τα συνδικάτα

θέλω ν’ αναληφθώ στα επουράνια
να μη σε ξανασκεφτώ ποτέ μου
να κάτσω δίπλα στον Αρχάγγελο
να διαβάζουμε φτηνά ρομάντζα.

Νάνος Βαλαωρίτης - «Εστίες Μικροβίων» (1964)-και μια συνέντευξή του στην Ελπίδα Πασαμιχάλη

 Το αίνιγμα

Η ρίζα ενός δέντρου μου τρώει το σχήμα
Μια πέτρα μου αγκυλώνει το δάχτυλο
Και μου γδέρνει το μυαλό
Τα μάτια μου γίνονται παρανάλωμα των φύλλων
Κουκουβάγιες τρυπώνουν μες στα ματόκλαδά μου
Τα βήματά μου αυτοκαταλύονται κατασταλάζουν
Γίνονται στόματα μες στα μνημεία των θάμνων
Μια πεταλούδα απομυζάει όλο μου το είναι
Τα ρουθούνια μου βγάζουν σπίθες και καπνούς
Όπως οι δράκοι που ήταν κοράλλια τον παλιό καιρό
Είναι όπως το γαϊδουράγκαθο μέσα στα χόρτα
Οι στρόβιλοι με ξεχνούν και μ΄ απαρνιούνται
Τα λουλούδια μου βγάζουν τη γλώσσα
Τα πεζούλια με υποσκελίζουν
Μισώ τα ελατήρια και εξαργυρώνω τη θέλησή τους
Είμαι ο χαϊδεμένος των κυμάτων όπως τα βότσαλα
Αρνήθηκα να υποχωρήσω μπροστά στον άνεμο
Να λιώσω μες στα καμίνια των λουτρών της ζέστης
Να καώ με τα κάρβουνα σαν καβούρι
Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μιλήσω
Να σώσω τον εαυτό μου
Από την πυρκαγιά που μόνος μου άναψα
Λάμπω σαν το διαμάντι αλλά δεν είμαι άστρο
Τι είμαι λοιπόν αν δεν είμαι αυτό που είμαι
Ουράνιο σώμα ή γήινο, στερεό, υγρό ή αέρινο;

Άγραφη γραφή

Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880
Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12
Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου
Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα
Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα
Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους
Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή
Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο
Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε
Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο
Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς
(Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι
Ο αδικοσκοτωμένος σʼ ένα κομμάτι γης 2×1 ½ μ.)
Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά
Πριν νʼ αντιγράψω σʼ ένα τετράδιο καθαρό
Τους θρήνους μιας απαρνημένης
Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού
Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν
Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται
Ένα πλάσμα που φοβόταν νʼ αγαπήσει
Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα
Και τη γραφή την άγραφη
Που είδα γραμμένη στʼ όνειρό μου
Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί

Το ʽνα μέσα στʼ άλλο

Τα πάντα αλλάζουνε γίνονται το ʽνα τʼ άλλο
Τα ξύλα γίνονται πέτρες τα δέντρα σύννεφα
Οι γυναίκες άντρες τα φύλλα θάλασσες
Τα φτερά πηγάδια τα μάτια αέρας
Τα σερτάρια μέταλλα τα λουλούδια νους
Τα γράμματα και οι γραφές γίνονται
Αναλφάβητα τ΄ ωραίο γίνεται κτήνος
Τʼ αρσενικό ουδέτερο το μυστήριο φανερώνεται
Η ελπίδα τυφλώνεται όπως ο πλούτος
Τα πάντα είναι τηλεσκόπια και τίποτα δεν είναι
Σίγουρο ότι θα γίνει ή δε θα γίνει
Όλα είναι το ένα μέσα στ΄ άλλο πέτρες
Ποτάμια τρέχουνε από τα δάχτυλά του
Οι λέξεις τους είναι τουλίπες
Η αγάπη του είναι στέρνα είναι τραπέζι
Μια πολυθρόνα κάθεται μες στο δεξί του μάτι
Το περιβόλι του παραθυριού είναι ένα
Κοιμητήριο φύλλων η αγορά είναι παρθένα
Και η δροσιά του δειλινού μια στραβοτιμονιά
Μια βελόνα τεντώνει την κλωστή της ώσπου να σπάσει
Ένα πόδι μασάει την αλυσίδα του ένας χαρταετός
Γίνεται σκύλος και δαγκώνει όποιον έτυχε να περάσει
Ένα παιδί ορφανό γίνεται η μητέρα ενός άλλου
Ένας τίτλος γίνεται άπορος και παντρεύεται
Ό,τι υπάρχει ζει, τα μέταλλα μέσα στη γη
Οι πέτρες μες στο χώμα, απόδειξη πως μαραίνονται
Άμα τα ξεριζώσεις ο κόσμος είναι τρομερός
Δανείζει και δανείζεται αλλάζει χρώμα
Δε λέγεται πια όπως λέγεται είναι
Τέρας χελώνα ντιβάνι καναπές μπούτι γκαζιέρα
Και μαλλί ξανθό γύρω από ένα γυναικείο φύλο

Τα τρία τέταρτα της ζωής μου

Στον Τάσο Δενέγρη

Μέσα στης γης τα χάσματα και την επιδερμίδα
Άγνωστες ποσότητες σπανίων ορυκτών
Τοποθετημένα σαν κεφάλαια σʼ επίκαιρα σημεία
Μια γενειάδα ακολουθεί την άλλη αστραπιαία
Χώρες αλλάζουν χέρια εμβαδόν υψόμετρο
Ονόματα πόλεως γίνονται χερσόνησοι
Τοποθεσίες πολυάνθρωπες γίνονται θάλασσες
Ποτάμια δανείζονται τις κοίτες των άλλων ποταμών
Λόφοι παραμερίζονται από ζηλότυπα βουνά
Πολυτελή ανάκτορα ερημώνονται και καταντούν υπόγεια
Άνθρωποι σοφοί ξαναμωραίνονται
Και το μυαλό τους εξατμίζεται στο χάος το απληροφόρητο
Ξύλινα σπίτια τοποθετημένα σε νέες διασταυρώσεις
Γίνονται θύματα της πυρκαγιάς ερωτικών διαθέσεων
Γέφυρες υποτάσσονται στους πεζούς
Φέρετρα στοιβάζονται γιατί όλοι τώρα
Καίνε τους « πρώην» τους με αρώματα
Σε κλίβανους ατομικούς
Κατεψυγμένοι εγκέφαλοι σκέπτονται στις βιβλιοθήκες
Κύριοι φρακοφόροι μελετούν τις αντιδράσεις τους
Σεξουαλικές ανωμαλίες
Γίνονται «Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου»
Όργανα της τάξης αλλάζουν φύλο καθημερινά
Όργια σε ρωμαϊκές βίλες
Παίρνουν τον χαρακτήρα
Μιας σφαγής συνειδήσεων
Εξαγορασμένη τρυφερότητα φτάνει ως τα πεζοδρόμια
Στο μεταξύ τα πόδια μου
Είναι από άμμο κι από μαργαρίνη
Τα χέρια μου είναι από φτερά πουλιών
Το κεφάλι μου είναι βιδωτό
Το στόμα μου αναβοσβήνει
Όπως τα φώτα της κυκλοφορίας
Κόκκινο πράσινο κίτρινο κόκκινο καφέ…
Τα λόγια μου ταχυδρομούνται
Σε στοίβες εκατομμυρίων
Κλείνω τ΄ αυτιά μου για να μην ακούγονται
Τα παράπονα των ταχυδρόμων
Ένας ταμίας που κατάκλεψε μια Τράπεζα
Ομολογεί τα πάντα σ΄ ένα μέντιουμ
Που πάει να τον καταγγείλει στην αστυνομία
Μια νεράιδα ντύνεται στο σεληνόφως
Μια γυναίκα στου Dior – εγώ δεν ντύνομαι
Πουθενά – μένω γυμνός –
Το σπίτι μου είναι ο παράδεισος των ανωμάλων έλξεων
Μόνο στραβόξυλα περνούν για διαβατήρια
Μόνο χαμόγελα έχουν μια γεύση υπόξινη
Μόνον οι βάσεις και τα οξέα
Ξέρουν τι σημαίνουν οι συνθέσεις
Που μοιράζονται τα ηλεκτρόνιά τους με άλλα άτομα-

Όλο το 24ωρο

Μισός αιώνας απογεύματα με τη γιαγιά μου
Σύννεφα σαύρες παρδαλές και άλλα τέρατα
Κορίτσια ελαφρόμυαλα σαν τα σπουργίτια
Με βάδισμα ενοχοποιητικό μες στα παλτά τους
Ένα σεντόνι ερημιάς πάνω στο πρόσωπό μου
Συναντήσεις καθημερινές σαν γκρεμισμένες εκκλησίες
Λιμουζίνες με περίεργες βλοσυρές εκφράσεις στο τιμόνι
Άγνωστοι στις γωνίες των δρόμων περιμένοντας
Άγνωστες που περνάνε στον πληθυντικό
Ζαχαροπλαστεία γεμάτα ερωτηματικές ματιές
Φάρμακα αντίδοτα για αισθήματα ασφυξίας
Ώρες που δεν ξανάρχονται και καφενεία φαντάσματα
Ξύπνημα πρωινό βαρύ ασήκωτο ή ευδιάθετο
Ξεκίνημα για μιας καρδιάς την πόρτα τη στενή
Αλλά κανείς στο σπίτι που είπανε πως έμενε
Τρελή Σουηδέζα με μάτια σα φανάρια
Αγώνες για τη Δημοκρατία αγώνες δρόμου και αγωνία
Μισός αιώνας παρά τέταρτο και κάτι ακόμα παραλίγο επάνω μου.

*Η συλλογή τελικά κυκλοφόρησε πρώτα στο San Francisco το 1977.

Ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΣΑΜΙΧΑΛΗ

«Εγώ διαισθανόμουν ότι θα έχουμε ταραχές. Το πίστευα από καιρό και το είχα πεί ότι δεν θα περάσουμε τον χειμώνα ήρεμα . Διότι υπάρχει οικονομική δυσπραγία, από μία απερίσκεπτη ένωση με το ευρώ που έγινε πιο νωρίς από ό,τι έπρεπε. Αυτά είναι μηνύματα που τα εισπράττει κανείς όχι μόνο στο συνειδητό αλλά και συναισθηματικά. Τα αισθάνεται στην ατμόσφαιρα. Η ατμόσφαιρα μετατρέπεται σε γλώσσα. Το ποίημα λειτουργεί σαν βαρόμετρο. Αυτή είναι η λειτουργία της ποίησης.»

Μέσα σε μία φράση ο ποιητής και συγγραφέας Νάνος Βαλαωρίτης, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, συμπυκνώνει, μιλώντας στον «Ε.Τ.» τη δική του εικόνα για τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα και την αντίδραση των νέων.
Ο διακεκριμένος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό λογοτέχνης που έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης αλλά και το Βραβείο της Αμερικανικής National Poetry Association (1996) συζήτησε μαζί μας για τον πολυσυζητημένο ρόλο των πνευματικών ανθρώπων στις κοινωνικές κρίσεις, για την εσωστρέφεια της λογοτεχνίας, για τον μηδενισμό των νέων, αλλά και για τον Μάη του ΄68 τον οποίο ο ίδιος έζησε αφού την περίοδο εκείνη ήταν στη Γαλλία.

-Υπάρχει η αίσθηση ότι ο πνευματικός κόσμος κωφεύει στα κοινωνικά μηνύματα. Την συμμερίζεσθε;

Κωφεύει διότι μη νομίζετε ότι οι συγγραφείς ασχολούνται με τα κοινά και τα δημόσια. Ιδιωτεύουν. Είναι στραμένοι στον εαυτό τους. Ναρκισεύονται και τα λοιπά,. Δεν ενδιαφέρονται και πολύ για το τι συμβαίνει γύρω τους. Ενδιαφέρονται μόνο για τις ασχολίες και αυτά που αφορούν τους ίδιους. Οι ποιητές είναι μία μικρή μειοψηφία η οποία επειδή η ποίηση έχει πιο δημόσια λειτουργία, εμπλέκονται περισσότερο στα τρέχοντα γεγονότα.

-Σήμερα η ποίηση έχει κοινωνικές ευαισθησίες;

Σήμερα η στρατευμένη ποίηση έχει καταργηθεί, δεν πρέπει όμως και να πέσουμε στον τέλειο ναρκισσισμό που βλέπω σε αρκετούς από αυτούς που θέλουν να γίνουν ποιητές. Ένας αυθεντικός ποιητής πρέπει να έχει τις κεραίες του τεντωμένες στα πράγματα και στα γεγονότα.

-Γιατί η λογοτεχνία έχει γίνει εσωστρεφής;

Πρόκειται για μία μεγάλη παρεξήγηση ότι κάθεσαι και γράφεις για τα εσώτερά σου. Δεν είναι αυτό η ποίηση. Η ποίηση είναι ένα πράγμα που υπάρχει ήδη ανάμεσα σε σένα και στον κόσμο. Δεν εκφράζεις μόνο τον εαυτό σου με την ποίηση. Εκφράζεις την ικανότητά σου να χρησιμοποιείς τη γλώσσας. Μετά το μοντερνισμό ο καθένας θεωρεί ότι μπορεί να γράψει ποίηση, γιατί δεν υπάρχουν κανόνες. Ο καθένας βγάζει ποιητικές συλλογές. Όμως αυτά δεν είναι ποιήματα, είναι εσωστρεφείς σκέψεις που δεν έχουν και μεγάλο ενδιαφέρον. Δυστυχώς πολλοί εκδότες βγάζουν κατά σειρά τέτοιες συλλογές.

-Η ποίηση θα μπορούσε να δώσει διεξόδους στις ανησυχίες και τα αδιέξοδα των νέων;

Σίγουρα. Σήμερα υπάρχει άγχος και ένα είδος απελπισίας που καταλήγει στο μηδενισμό. Αυτό είναι επικίνδυνο.. Οφείλει να ενισχύσει κανείς την πίστη στο ιδεώδες και στην ουτοπία που έστω κι αν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρέπει να μείνει ζωντανή στη καρδιά ενός νέου για να μην πέσει στην κατάθλιψη. Αυτό κατακτάται δύσκολα. Η ποίηση δίνει τη δυνατότητα να δει κανείς πιο πέρα από την μύτη του. Να κοιτάξει στον κόσμο της, που μπορεί να είναι ιδανικός, αλλά υπάρχει μέσα μας. Από μας εξαρτάται να πλουτίσουμε τη ζωή μας. Η δημιουργικότητα είναι φυσική στο παιδί και στο νεαρό έφηβο αν δεν του την χαλάσουν από πολύ νωρίς οι μεγάλοι.

-Στον Μάη του ʼ68 ήσασταν στη Γαλλία. Υπάρχουν ομοιότητες με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα;

Στη Γαλλία επειδή η εξέγερση πήρε έμπνευση από τις μικρές ποιητικές ομάδες των υπερρεαλιστών, το καλλιτεχνικό επίπεδο ήταν αρκετά υψηλό ώστε να μην περιπέσουν σε άγνοια και σε χυδαιότητα συνθημάτων. Τα συνθήματα ήταν πολύ εμπνευσμένα, με χιούμορ, με δημιουργικότητα. Επίσης δεν είχαν το μονοπώλιο οι βίαιες ομάδες, που υπήρχαν και τότε. Οι Γάλλοι αναρχικοί δεν βάλανε φωτιές, δεν σπάσανε έπιπλα, δεν κάνανε κατοχές που δεν είχαν διδακτικό χαρακτήρα. Αφήσαν τους ανθρώπους ελεύθερους να συζητήσουν.

-Υπάρχει κάτι που σας δίδαξε ο υπερρεαλισμός σε προσωπικό επίπεδο;

Ο υπερρεαλισμός με στήριξε μετά τον Εμφύλιο. Οι υπερρεαλιστές με δίδαξαν ότι δεν πρέπει κανείς να αφήνει ακόμη και ένα ανεκπλήρωτο ιδανικό για να μην κατακρημνισθεί και ο ίδιος..

(Η Ελπίδα Πασαμιχάλη είναι δημοσιογράφος του “Ελεύθερου Τύπου”)



Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

Νάνος Βαλαωρίτης - Κάποιος



κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ' ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα 'ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε

κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ' αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω

κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν' αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ' τις κακές διαθέσεις

κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν' αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ' αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που' ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι

κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου

κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ' το κανονικό
και ο καπνός απ' τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος

κι απ' τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι

ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ' το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου

ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ' το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου

Νάνος Βαλαωρίτης, 1963

Πηγή:https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1624.0

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Νάνος Βαλαωρίτης - Κύριο σώμα [VI]


Σ' ένα τοπίο μακρινό ασύχναστο από γράμματα
Σε άφησα με άφησες ποιος άφησε τον άλλον
Τον άλλον ποιος πρωτάφησε σαν άγγιγμα θανάτου
Μες στ' άγραφα διαστήματα στα κεφαλαία ανάμεσα
Γράμματα ευχητικά που τίποτα δεν λέγανε
Νοήματα ψιλά ψιλά μες στου χρυσού τα φύλλα
Ή της κλωστής το πέρασμα στο μάτι της βελόνας
Ποιος ήταν που δεν ήτανε στην τελευταία συνάντηση
Εκείνος που δεν έβλεπε τον άλλον όπως ήταν
Αυτός που αποξενώθηκε στα μάτια του άλλου πρώτος
Σαν να μην είμαστε από κατιτί που ΄ναι και κάτι άλλο
Αφού για να γνωρίσουμε ο ένας του άλλου το άλλο
Πετάμε οτιδήποτε πίσω από αυτό που ήταν -
Εγώ το πανωφόρι μου με τα παλτά στην είσοδο
Εκείνη το φουστάνι της χωρίς να βάλει άλλο
Δείχνοντας ένα πρόσωπο που είναι όπως δεν είναι
Που ξαφνικά σκοτείνιασε όπως το μαύρο σύννεφο
Τον άλλον ποιος πρωτάφησε σε μια καμπή του δρόμου
Με υπόσχεση να ξαναρθεί ενώ ποτέ δεν ήρθε
Τη σύγκρουση αποφεύγοντας το πάτημα ενός φρένου
Περίπατος που τέλειωσε μια Κυριακή με κλάματα
Το στράγγισμα το σταθερό μιας βρύσης όλη νύχτα
Το στύψιμο του λεμονιού τ' άδειασμα μιας κανάτας
Σχήμα του απροχώρητου μέσα σε μια κουβέρτα
Νάνος Βαλαωρίτης, Ποιήματα,2 (1965-1974), εκδ.Υψιλον, 1987.

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Νάνος Βαλαωρίτης - Στη διστακτική μου ερωμένη



Αν είχαμε Χρόνο και Κόσμο αρκετό μπροστά μας

Δεν θα ’ταν έγκλημα κυρά μου οι δισταγμοί σου

Θα αποφασίζαμε πού θα πηγαίναμε να περάσουμε

Την Ατέλειωτη Μέρα της Αγάπης μας

Εσύ στου Ινδού Γάγγη ποταμού την όχτη

Θα ψάρευες Ρουμπίνια. Εγώ στην άμπωτη

Του Άμπερ θα θρηνούσα. Θα σ’ αγαπούσα

Δέκα χρόνια πριν απ’ τον Κατακλυσμό.

Κι εσύ αν ήθελες θα μ’ αρνιόσουνα

Ίσαμε των Εβραίων τη Βάπτιση

Η φυτική αγάπη θα μεγάλωνε

Μεγαλύτερη από Αυτοκρατορία και πιο αργή.

Εκατό χρόνια θα πήγαιναν σ’ επαίνους

Των Ματιών σου και το Μέτωπό σου

Να θωρώ. Άλλα διακόσια να Λατρεύω

Το κάθε σου Βυζί και τριάντα

Χιλιάδες χρόνια για όλα τα υπόλοιπα.

Μια εποχή για κάθε μέρος του κορμιού σου

Και η Τελευταία Εποχή θα ’δειχνε την Καρδιά σου

Γιατί Κυρά μου μια τέτοια Θέση σου αξίζει.

Δεν θα σ’ αγαπούσα για μια φθηνότερη Τιμή

Μα πίσω από την πλάτη μου διαρκώς ακούω

Του Χρόνου το δρεπανηφόρο άρμα γρήγορα

Να καλπάζει κι απέραντη μπροστά μας

Ν’ απλώνεται η Έρημος της Αιωνιότητας.

Η ομορφιά σου ποτέ πια δεν θα ξαναγίνει

Ούτε στα μαρμάρινό σου μνήμα θ’ αντηχήσει

Το τραγούδι μου. Τότε τα σκουλήκια θα γευτούν

Την τόσο ζηλότυπα φυλαγμένη Παρθενιά σου

Κι η πολύτιμη Τιμή σου θα ’ναι σκόνη.

Κι ο δικός μου ολόκληρος ο Πόθος στάχτη.

Ο Τάφος είναι μια πολύ ωραία και ήσυχη γωνιά

Μα κανείς μέσα εκεί θαρρώ δεν αγκαλιάζει.



Τώρα λοιπόν όσο το ζωηρό χρώμα της νιότης

Ροδίζει στο δέρμα σου όπως η πρωινή δρόσος

Κι ενόσω η πρόθυμη ψυχή σου βγάζει

Από τον κάθε πόρο σου έντονες φωτιές

Ας απολαύσουμε ακόμα όσα προλάβουμε



Και τώρα αμέσως σαν όρνια ερωτικά

Ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς

Ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του

Ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα

Και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα

Ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας

Μια άγρια πάλη μες στις Σιδερένιες

Πόρτες της Ζωής. Έτσι και αν δεν καταφέρουμε

Να σταματήσει ο Ήλιος, θα τον υποτάξουμε




Από τη συλλογή Γραμματοκιβώτιον ανεπίδοτων επιστολών (Ποιήματα 2002-2006).