Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παΐζη-Ζωγράφου Κατίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παΐζη-Ζωγράφου Κατίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Ποιήτριες της Αντίστασης

 ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΥΣΟΥΝ| Κατίνα Παϊζη

Όλα θα σβύσουν, θα χαθούν αγύριστα,
τίποτα δεν θα μείνη στον αιώνα,
του κόσμου αυτού συντρίμμια η ζωή
θα πέση, σαν ναού παληά κολόνα.

Ο χαλασμός κι’ ο χρόνος θ’ αφανίσουνε
όλα μέσ’ στο πυρό τους το καμίνι,
κι’ από του κόσμου τούτου τις ζωές
ασάλευτη καμμιά δε θ’ απομείνη.

Μ’ απ’ όλους πιο στερνά θε να χαθή
ο ποιητής στην ώρα τη μεγάλη,
της γένεσης παληός τραγουδιστής,
και του χαμού στερνή ωδή να ψάλλη.

Θυσιαστήριο Λευτεριάς | Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη

Ένα άλσος που των δέντρων του τα φύλλα
φωλιές γι’ αηδόνια μόνο είχαν φουντώσει,
θανάτου κάθε τόσο ανατριχίλα
το συνταράζει, πριν να ξημερώσει.

Όρθρος βαθύς! Βουβή μια συνοδεία
λεβέντικα κορμιά αλυσοδεμένα,
Απ’ τον ύπνο ξάφνου σηκωμένα,
Βαδίζουν τη στερνή τους την πορεία.

Λεβέντες που δεν είχαν άλλο κρίμα
παρά της λευτεριάς τη φλόγα εντός τους,
κι είτανε φως το κάθε αγνό τους βήμα
Και δικαιοσύνη ο πόθος ο κρυφός τους.

Αυγούλα, απ’ την ψυχή τους πάρε μύρα
και φως απ’ το λαμπρό το μέτωπό τους
και στρώσε τους τα ρόδα σου πορφύρα
και τα θαμπά σου πέπλα σάβανό τους.

Μακάβρια τη γαλήνη ομοβροντία
από τουφέκια βάρβαρα ταράζει.
Τινάζεται απ’ τον ύπνο η συνοικία
κι ω ξέρει τι σημαίνει, και στενάζει.

Σε λίγο σ’ ένα κάρο βιαστικά
απάνω στόνα τ’ άλλο σωριασμένα,
διαβαίνουν τα κορμιά τα ηρωικά
απ’ της αυγής το φως νεκρολουσμένα.
Κι όταν προβάλλει η μέρα, ξεχωρίζει
κάθε διαβάτης με θολό το βλέμμα,
μια πορφυρή γραμμή που αχνοστολίζει
το μονοπάτι με ρανίδες αίμα.

Το μονοπάτι αυτό πούχει χαράξει
το αίμα σας, αδέρφια, θα πλατύνει
γιγάντια λεωφόρος θα φαντάξει,
απ’ όπου βγαίνει ο ήλιος ώσπου δύνει,
για να χωρούν τα πλήθη να περάσουν
των σκλάβων τα βαριά τυραγνισμένα
να πάνε προς το φως, να ξαποστάσουν
απ’ τη σκλαβιά τους τέλος λυτρωμένα.

_______________

Το τραγούδι του Δνείπερου | Μέλπω Αξιώτη

Άκου Δνείπερ τι θα πούμε.
Σου σκάψανε τα σωθικά τα παλληκάρια των Σοβιέτ.
Τα ψάρια σου σαστίσανε
οι λεύκες σου σκορπίσανε
τα σπουργιτάκια απολιθώθηκαν
μέσα στις καλαμιές σου και κοιτάζανε
και τα μικρά τους μάτια απόρησαν
και τα νερά σου εκόχλασαν
κι αρπάξανε τους γερανιούς
κύματα αφρίζανε βουνά
αψηλά τείχη τα μαντρώσανε
χρόνια βάστηξε ο μόχτος τους
ώσπου οι καρδιές λαχτάρησαν
όλοι οι άνθρωποι ζευγαρώθηκαν μες στη χαρά της γέννησης
δούλεψαν χέρια και ψυχές
τα μάτια είδαν θάματα που δεν είχανε δει ποτές,
κι εγίνηκε το Ντνιεπροστρόι.
20 χρόνια έδωκες φως.
Ώσπου σε βρήκε ο πόλεμος.

Τότε Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Αίμα γίνανε οι αφροί σου.
Αίμα στάζανε οι όχτες σου
αίμα σούρωνε η κοίτη σου
πασαλείφτηκαν αίματα η γης, κι ο ουρανός σου.

Μιαν ώρα δεν κοιμήθηκες.
Μιαν ώρα δεν απόκαμες να κουβαλείς ψοφίμια
ψόφια άλογα, ψόφια κορμιά,
χέρια, ποδάρια, κεφαλές, σπασμένα σίδερα, κανόνια,
σημαίες όλων των λογιών καρφώθηκαν στις όχτες σου,
μα εσύ θυμόσουν μόνο μια: την Κόκκινη Σημαία.

Δόξα στις αντάρτισσες όχτες σου, στα ματωμένα σου νερά,
στην αφρισμένη κοίτη σου, στην πύρινή σου θέληση,
που βάστηξαν τον όλεθρο, που ξέσκισαν το σατανά,
που βόηθησαν τον άνθρωπο
να ξαγναντέψουν οι λαοί ξανά
την Κόκκινη Σημαία.

Κι έτσι Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Άνοιξε τα φτερά σου πνίξε.
Πνίξε τους τελευταίους πνίξε
τους τελευταίους του δαίμονα
τον τελευταίο τους τρελλό
τον τελευταίο φασουλή
την τελευταία παρδαλή οχιά
που είναι ντυμένη άνθρωπος.

Δνείπερ, την ώρα τούτη που σου γράφομε
ένας ντουνιάς και κόσμος βαστά την ψυχή του
εσένα συλλογίζεται μες στα βαθιά του όνειρα,
Δνείπερ, κι αναρωτά:
―Θα τον περάσουνε οι σύντροφοι το Δνείπερο;
―Δε θα περάσουνε το Δνείπερο…
―Θα τον περάσομε το Δνείπερο!

Και τον πέρασαν το Δείπνερο!
Απάνω σε βαρέλια
απάνω σε κανόνια, απάνω σε ξυλάρμενα,
ένας ένας, δυο δυο, χιλιάδες, πολλοί,
με την ψυχή στο στόμα
αγκαλιά τα ντουφέκια, αγκαλιά τα κανόνια
αγκαλιά τις ελπίδες τους μισώντας αγαπώντας
κουβαλούσαν την πίστη τους
πίσω πήγαιναν οι ελπίδες,
πιο πίσω ακόμα οι αγωνίες, ο θάνατος, οι αγέρηδες,
και προχωρούσαν, πολεμούσαν
κόβονταν πόδια, κεφαλές, και δεν εγύριζαν να δούνε γύρω τους
και πολεμούσαν, προχωρούσαν
κι ανεμίζανε τα μαλλιά τους
και εφούσκωναν τα στήθια τους
και είχαν φτερά και πέταγαν
και κόβονταν η ανάσα τους
και τραγουδούσαν και λαχτάριζαν
και πολεμούσαν, πολεμούσαν…

Άκου Δνείπερ τώρα. Σου μιλούμε.
Σε χαιρετούνε οι φυλακές.
Σε χαιρετούνε οι νεκροί.
Σε χαιρετούνε οι ζωντανοί.
Σε χαιρετάει η εργατιά.
Σε χαιρετούνε τα παιδιά.
Σε χαιρετά όλη η ζωή,
σήμερα, αύριο, και στους αιώνες.
Δνείπερ, ποτάμι των Σοβιέτ,
εμείς οι άνθρωποι
σε χαιρετούμε.
Κι όσα δεν πρόλαβες
θα τα τελειώσομε,
μια νύχτα που θα λάμπει
ένας μεγάλος ήλιος.

Και χωρίς εμάς | Βικτωρία Θεοδώρου

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ΄ αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς

ποίηση

H μοίρα μας | Ρίτα Μπούμη-Παπά

Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τ’ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…
Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γι’ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους
Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γι’ αυτούς ξενυχτούμε σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα
Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου
Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε ν’ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους

________________________

Πηγή: https://voidnetwork.gr/2020/11/12/poiitries-tis-antistasis/

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Κατίνα Παΐζη - Πρωτοβρόχια


Μίσεψαν και πάνε τα πουλιά

πού 'χαν τη φωλιά τους στη σκεπή μου.

Μ' άφησαν μονάχα δυο φτερά

σα φιλιάς σημάδι στην αυλή μου.


Κι άπειρη έχω θλίψη στην ψυχή

και χαρά και πόθο πια κανένα,

τώρα που μονότονα η βροχή

τραγουδεί στα τζάμια τα κλεισμένα.


 Κατίνα Παΐζη, Πόσο πολύ σ' αγάπησα, Έρευνα - Κείμενα - Επιμέλεια: Νίκη Τρουλινού, Δοκιμάκης 2011.


Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Κατίνα Παΐζη-Ζωγράφου-Υπόσχεση


Δε θάρθω μ' άνθια που μαδούν
κι αρώματα σκορπίζουν
και βήματα δισταχτικά
στου δειλινού το γύρο,
μήτε με χείλη που σιωπούν
και μάτια που δακρύζουν
κι ονείρατα που ξεγελούν
στον ώμο σου να γείρω.
Θάρθω κοντά σου όχι πρωί
μα λαύρο μεσημέρι
κι έναν αγρό στάχυα χρυσά
στην αγκαλιά θα φέρω.
Θα φέγγει μέσ' στα μάτια μου
η χαρά απ' το καλοκαίρι
τι θάχω της βαθιάς ζωής
τον ύμνο αγροικισμένο.

Πόσο πολύ σ' αγάπησα, Έρευνα - Κείμενα - Επιμέλεια Νίκη Τρουλινού, Δοκιμάκης 2011.

Αντλήθηκε Από τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη


Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Κατίνα Παΐζη Ζωγράφου-Η μάχη της σοδειάς



Του Μπουκουβάλα τα παιδιά ζωστήκαν τ' άρματα.
Καβαλικέψανε τα κάτασπρα φαριά τους
κι όλο τον κάμπο τραγουδώντας ετριγύρισαν
για να θερίσουν οι χωριάτες τη σοδειά τους.


Χρυσά τα στάχυα, του φτωχού μόχτος πολύμηνος
γέρνουν βαριά στο πυρωμένο απάνω χώμα.
Σπαθιά ασημένια τα δρεπάνια ανασηκώνονται
κι όρκος τα λόγια αντιλαλούν στο κάθε στόμα:


«Μήτε σπειρί σταριού να πάρει ο μαύρος τύραννος».
Κι ευτύς τον όρκο τα φτερά του ανέμου αρπάξαν,
κραυγή τον σήκωσαν τρανής οργής κι απόφασης
και στου θεριού την άγρια μπούκα τον πετάξαν.


Χυμούν οι γύπες· και ξερνούν φωτιά και σίδερο
των μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια
και τα γεννήματα ν' αρπάξουν αγωνίζονται
κι άδεια ν' αφήσουν κι αιματόβρεχτα τ' αλώνια.


Μα οι κοπελιές με βια θερίζουν ασπρομάντηλες
το στάρι που έσπειραν οι αδούλωτοι χωριάτες
κι ολόγυρά τους πολεμούνε οι καβαλάρηδες
στ' άσπρα φαριά, τους λυσσασμένους απελάτες.

Κατίνα Παΐζη-Ζωγράφου Πόσο πολύ σ’ αγάπησα


Αποτέλεσμα εικόνας για Κατίνα Παΐζη:


Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις
καλέ που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.

Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου.
Δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντίλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή.
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρινών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μου 'παιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μου 'δωσες αξίζουν μια ζωή.

Κατίνα Παϊζη-Ζωγράφου 1911-1996.



ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ Σ' ΑΓΑΠΗΣΑ (ΑΓΑΠΗ) ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ – ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ 1998

 Θάνος Ανεστόπουλος-Πόσο πολύ σ' αγάπησα