Κρίτων Αθανασούλης, Ποιήματα 1967-1979 Τόμος Β', (1980)
Απ' το προφίλ του Γιάννη Βιτσαρά: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid0y6Anq7Vr9c5tH37Eq9KzBEfsTdFt4CMiT2j6jgzC6YyRKbYcqdDJH2KsjwKJxRA2l&id=100046636266014
Απ' το προφίλ του Γιάννη Βιτσαρά: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid0y6Anq7Vr9c5tH37Eq9KzBEfsTdFt4CMiT2j6jgzC6YyRKbYcqdDJH2KsjwKJxRA2l&id=100046636266014
Καλημέρα σας, άνθρωποι! Είπε το πρώτο χελιδόνι
κι έχτισε τη φωλιά του στην καρδιά του Απρίλη
του ελληνικού!
Ω, τι σας φέρνω από τις ζεστές χώρες του Νότου
πάνω σε τούτα τα μικρά φτερά, διασχίζοντας
την τρομερή ατμοσφαίρα του χειμώνα σας!
Καλημέρα, ψαράδες από το Μεσολόγγι, Μοραΐτες ξωμάχοι,
σφουγγαράδες Καλυμνιώτες, νησιώτες θαλασσοψημένοι,
Αθηναίοι γραφιάδες, εμπόροι και μεροκαματιάρηδες!
Έξω αστράφτει η Ελλάδα από το καλοκαίρι!
Το διαλαλούν οι μέλισσες, τα λούλουδα και οι κορυδαλλοί
σαν μια φτηνή κι ανέξοδη πραμάτεια
για τους πολύ φτωχούς,
για τους πολύ απλούς,
για τους πολύ, πολύ, πολύ ανθρώπους.
Μήνυμα
Σιώπα.
Και να θυμάσαι
με πόση δοκιμασία απόχτησες
την αρετή ν’ αγαπάς.
Ο Νοέμβρης επάρατος οπλισμένος
με δόρυ περσικό
στων αγγέλων το στήθος πέφτοντας
το Μέγα Σπήλαιο αναδείχνει
όπου η Ελλάδα αγιάζεται
Ο δαίμονας ανάβει
την τελευταία φωτιά
και σβήνει και, φυσώντας
οργίλους ανέμους
των παιδιών η Ελλάδα.
Ύστερα ωραίοι νεκροί
ανυψώνουν την έντρομη
Ελευθερία πάνω από τον τρόμο της
και πάνε να κοιμηθούν
στα θρανία τους. Να μην
τα ξυπνήσει κανείς, μόνο
να τους φέρουν λευκά μαξιλάρια
κεντημένα απ΄ τα χέρια σου, Ελλάδα
Δεν έχουν άλλη νύχτα να περάσουν
άναψαν όλα τ’ αστέρια
με τα χεράκια τους τα νεκρά
Ο αγαθάγγελος ο εφιάλτης και τα συμβάντα
Το ταξίδι
Κοιτάζω
στο κατάστρωμα
τους αδερφούς μου που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μου είπαν
πως δεν εστοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγα βασανισμών.
Δεν έχουν κρεβάτι,
ψωμί,
δεν έχουν όνειρα.
Όσοι δεν έχουν κρεβάτι
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
Όσοι δεν έχουν όνειρα
έχουν ελπίδες.
Είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυό φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δε βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.
Ο μύθος του μοναχικού ανθρώπου, Α΄
…Φωνάζω
να μοιραστούμε τις λύπες,
την άνοιξη και τα οπωροφόρα όνειρα,
πάρτε τα πλούτη μου όλα,
δώστε μου μόνο
ένα σπίρτο ν’ ανάψω
ένα άστρο μες στην
ασταμάτητη καταιγίδα.
Η μικρή μου φωνή
Η μικρή μου φωνή στα στόματα των ανθρώπων
γίνεται ήχος παράξενος, κραυγή ζωντανή
γιατί βγαίνει απ’ τη μυστική διάθεση μια ευχής
που μένει κρυμμένη την ώρα που η βία θριαμβεύει.
Τότε στις απόρρητες κρύπτες που ωριμάζει η ψυχή
κάτω απ’ το παράνομο φως μια ασπαίρουσας αγωνίας,
τυπώνεται η εφημερίδα με τ’ αόρατα γράμματα
για να διαβαστεί απ’ αυτούς που μέλλεται να πεθάνουν.
Για να μην πεθάνει κανείς απ’ τη βία και τι δε θα ‘δινα, φίλε!
Θα ‘λεγα ΟΧΙ ακόμα κι αν ήταν η ανθρωπότητα να σωθεί.
Εγώ είμαι ένας τρελός
Εγώ είμαι ένας τρελός που μπροστά στις βιτρίνες
φαντάζομαι μια μεταμόρφωση του εαυτού μου
στου εραστού την προκλητικότητα να με οδηγήσει.
Εγώ είμαι ένας τρελός γιατί στο δίσκο της εκκλησίας
ποτέ δε ρίχνω δεκάρα μήπως εξευτελίσω
τους άμοιρους παπάδες, γιατί πάντα νομίζω
πως αυτοί πρέπει να τρέφονται μόνο με πνεύμα Κυρίου.
Εγώ είμαι ένας τρελός γιατί ποτέ δε σηκώνω
το λόγο μου πάνω από το ζεστό τόνο της ομιλίας.
Εγώ είμαι ένας τρελός γιατί δεν αρκούμαι
σ’ αυτό που βλέπω. Η απ’ έξω ομορφιά με τρομάζει
και ψάχνω να βρω μέσα στο καθετί αν υπάρχει.
Εγώ είμαι ένας τρελός γιατί βασανίζομαι
να πείσω τον άλλον να μου πει μιαν ομαλή καλημέρα.
Εγώ είμαι ένας τρελός γιατί έσπασα το ρολόι μου
νομίζοντας έτσι πως θα νικήσω το χρόνο.
Τέλος εγώ είμαι ένας τρελός γιατί ακόμα νομίζω
πως οι πόλεμοι γίνονται για να κερδηθεί η ελευθερία.
Στην πόλη…
…Γυρίζω από μια συγκέντρωση που ρήτορες
ανεπιφύλαχτα μας είπαν
αύριο αλλάζει ο κόσμος, γίνεται όνειρο
κι εγώ τρέχω ανυπόμονος να κοιμηθώ
να δω την αλλαγή στον ύπνο μου.
Άλλοι καπνίζουνε μαριχουάνα.
Κυρίες και κύριοι…
…Θα μου πεις και τ’ είναι αυτά που λες
υπάρχει και Θεός
αλλά το ξέρω πως μερικοί Θεοί
έγιναν από μόνοι τους
δε βαρύνεσαι, είπαν, τόσοι κι ένας ακόμα
τίποτε δε μετράει
κάποιος θα χτίσει μιάν εκκλησιά και για μένα
και δεν έχει άδικο
φτηνότερα απ’ όλα στην πλατεία Αγίας Ειρήνης
πουλιέται το μοσχολίβανο.
ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ, Μια παρουσίαση από τον Γιάννη Βαρβέρη, εκδόσεις Γαβριηλίδη
Η μικρή μου φωνή στα στόματα των ανθρώπων
γίνεται ήχος παράξενος, κραυγή ζωντανή
γιατί βγαίνει απ’ τη μυστική διάθεση μια ευχής
που μένει κρυμμένη την ώρα που η βία θριαμβεύει.
Τότε στις απόρρητες κρύπτες που ωριμάζει η ψυχή
κάτω απ’ το παράνομο φως μια ασπαίρουσας αγωνίας,
τυπώνεται η εφημερίδα με τ’ αόρατα γράμματα
για να διαβαστεί απ’ αυτούς που μέλλεται να πεθάνουν.
Για να μην πεθάνει κανείς απ’ τη βία και τι δε θα ‘δινα, φίλε!
Θα ‘λεγα ΟΧΙ ακόμα κι αν ήταν η ανθρωπότητα να σωθεί.
Τα δέντρα μου το είπανε: τρέξε για να προφτάσεις.
Οι φεγγαρόλουστες βραδιές: τρέξε για να προφτάσεις.
Η θάλασσα καλπάζοντας: τρέξε για να προφτάσεις
κι ο κόσμος όλος βιάστηκε: τρέξε για να προφτάσεις.
Τα πόδια μου δεν γνώρισαν αναπαμό από τότε
κι οι δρόμοι όλοι με γνώρισαν από το τρέξιμό μου.
Τ’ αδέλφια μου το είπανε: τρέξε για να προφτάσεις.
Οι φίλοι μου αδημόνησαν: τρέξε για να προφτάσεις.
Κι εγώ τρέχω δακρύζοντας, τρέχω χαμογελώντας,
τρέχω αγαπώντας, δίνοντας, δίνοντας τη ζωή μου.
Τα χέρια μου κρατούν ψωμί: τρέξε για να το δώσεις,
τα μάτια μου κρατούν στοργή: τρέξε να την προσφέρεις,
τα δάχτυλά μου κάηκαν: τρέξε για να χαϊδέψεις.
Κι εγώ τρέχω ασταμάτητα, τρέχω για να προφτάσω,
μην τυχόν κι έμεινε κανείς χωρίς κάτι να πάρει.
Πηγή: Κρίτων Αθανασούλης, Τα Ποιήματα [1940-1966]. Αθήνα: 1966, σ. 170.
Αφού δεν μπορώ να δω τον κόσμο που θέλω, κοιμάμαι.
Ελπίζω πως θα μορφώσω την εικόνα τού κόσμου σε γλυκύτατο όνειρο
κι ύστερα θα πω: ποιος εμποδίζει αυτό του το ομοίωμα
να ‘ναι ο κόσμος ο καθημερινός; Κι να μου πούνε: τα χέρια
που κόβουν άτ. πιο περήφανα λουλούδια, τα χέρια που ξεριζώνουν
τις πιο φλογερές καρδιές, τα χέρια που δε χειροκροτούν
των αηδονιών τις συναυλίες, τα χέρια που πυροβολούν το μέλλον
αυτής της ζωής—ώ, θα πάρω μαχαίρι να κόψω τα βέβηλα χέρια..
Πάρτε με στην αγκαλιά σας και πέστε μου: είσαι ζαλισμένος.
Βάλτε με να καθίσω με τη συντροφιά σας και πέστε μου: ήσουν πολύ
μοναχός.
Στρώστε μου ένα κρεβάτι μ’ απαλά χέρια και πέστε μου: πολύ κουράστηκες.
Πέστε το ό ένας στον άλλο πως από σήμερα μ’ ανεβάζουν τα χέρια σας
σ’ ένα φως πού γεννιέται μέσα σέ μάτια αποφασισμένα.
Σύντροφοι αυτής της πορείας, βγάλτε από μέσα μου
τη λάσπη που η ψυχή μου πατεί λερώνεται κι αγωνίζεται να ξεπεράσει.
Πιο πέρα είναι ο καλοκαιρινός δρόμος. Λίγο πιο πέρα ανθίζουν οι ακακίες,
τραγουδούν οι σειρήνες. Και μείς βουλώνουμε τ’ αυτιά μας φοβισμένοι
μήπως χαθούμε μέσα σέ μια γλυκιά μουσική.
Εμπρός, λοιπόν. Το άστρο μου κρέμασε μια αχτίνα. ’Ανεβαίνω κρατώντας
αυτή τη φωτεινή κλωστή, αιωρούμαι στην αγκαλιά τόσων κινδύνων.
Αν πέσω, ας πέσω, όλα τα χέρια σας ανοιγμένα θα με κρατήσουν και δε
θα πεθάνω ποτέ, μέσα σ’ αυτά τ’ αγαπημένα σας χέρια.
Όλος τούτος ο λαός
που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία
έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους
και τώρα ξυπόλυτος και γυμνός
νοσταλγεί μιαν επιστροφή
απ’ την αιχμαλωσία του.
Εδώ κάτω από τάστρα ξαγρυπνάει
τόσες νύχτες
κι’ ονειρεύεται την επιστροφή.
Πλοία κατάφωτα και ταχύπλοα
διασχίζουν τα σπλάχνα σου
νύχτα και μέρα,
όμως όπως περνούνε μακρυά από τη λαχτάρα σου
τόσα όνειρα χάνονται,
γιατί ένα φως μέσα στη θάλασσα
που όλο σβήνει και απομακρένεται,
ανάβει τη φωτιά της αγωνίας
σε κείνους που περιμένουν.
Δίχως τροφή, νερό και δύναμη
ποιος τόλεγε πως θ’ απομείνουμε,
ποιος τόλεγε πως θα περάσουμε
δίχως το καθημερινό μας γέλιο,
χωρίς μιάν εξοχή στο άγχος μας,
χωρίς τίποτε θάλασσα, θάλασσα.
Τώρα
κλείσε τους ανέμους τους τυραννικούς
μέσα στ’ αμπάρια των πλοίων
έτσι ανενόχλητα να σκίζουν τον κόρφο σου
και μεις στέλνουμε γλάρους τις ικεσίες μας
να τα οδηγήσουν στο βράχο μας
εκεί που με σφιχτά χέρια η ελπίδα μας
θα κρατήσει το παλαμάρι.
IV
Σκέφτομαι πως δεν αξίζει κανείς να ζει χωρίς κάθε μέρα
να καταπίνει ομίχλη. Να γίνεται κρύσταλλο, για να μπορεί
περαστικός ανύποπτος να βλέπει βαθειά την καρδιά του
Έτσι, ένα χέρι ζεστό μπορεί να γράφει στο κρύσταλλο: Χαίρε!
Την κορυφή που ονειρεύτηκες, θα βρεις στο απλό: Χαιρε!
Έτσι χαμένος στης πολιτείας τους δρόμους αποφασίζεις
μ' αυτη την κρυστάλλινη καρδιά να περπατήσεις, να κινηθείς
εσύ που μεσ' στο ξενοδοχειο το μέλλον απέλπιζες ακινητώντας.
Δρόμοι ανηφορικοί οδηγούν στη ζεστή κορυφή. Στη ζεστή κορυφή
χάθηκε η αγαπημένη μου. Μέσα στον άσωστο κόσμο περιπλανιέται.
Άλογα φτερωτά καλπαζουν από τον ουρανό οι ώρες της ξαγρύπνιας μου,
έξω απ' την πόρτα μου χρεμετίζουν ταράζοντας τη γαλήνη της νύχτας.
V
Tώρα ο καιρός καταρρέει,
τ' αστέρια κλείνουν τα μάτια τους. Στο προσκέφαλο της αγάπης
στενάζει ένας άγγελος και είναι τόση η πορεία
που ο πόνος θα περπατήσει με τα δεκανίκια του.
Στη ζεστή κορυφή χάθηκε η αγαπημένη μου. Το ραβδί τούτο
σου τάζω να γίνει καρπος όταν με το καλό με ξαναβρεί, το χαμενο.
Όταν πεις μέσα σου πως περπάτησες για μια τέτοιαν αρχη
δε θα βαστάξει και ο ήλιος να κρύβεται πίσω απο τις γυμνές ράχες.
Ξενοδοχείον «Ο Κόσμος», 1956
Κρίτων Αθανασούλης, Τα Ποιήματα 1940- 1966, σ. 153.
http://www.sarantakos.com/kibwtos/aqan_dakru.html#:~:text=%CE%A4%CE%9F%20%CE%94%CE%91%CE%9A%CE%A1%CE%A5%20%CE%95%CE%99%CE%9D%CE%91%CE%99,%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C%CF%82%20%CE%BF%20%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82.
Κάτω απ' το φανάρι, στη γλυκειά τη νύχτα, κάτω απ' το φανάρι
καρτερούσα ώρες νάβγει το φεγγάρι, νάρθεις να σε δω,
κατω απ' το φανάρι ο νόμος με μπλοκάρει,
την ταυτότητά σας, σάς παρακαλώ.
Κάτω απ' το φανάρι, βγήκε το φεγγάρι μερικές στιγμές
για να φέξει ακόμα πιότερο στο νόμο
την ταυτότητά μου να επιθεωρησει
μηπως είμαι κείνος που ζητάει για κρίση.
Έστριψεν ο νόμος δεξιά γωνιά,την ταυτότητά μου
πίσω μού έχει δώσει, μα καθώς γυριζω μέσα μου να δω
κάτι μού έχει λείψει. Ε, κυρ-νόμε κράζω
την ελευθερία μου, σε παρακαλώ.
Κριτων Αθανασουλης, Δυο ανθρωποι μεσα μου, 1957.
Σώπα.
Και να θυμάσαι
με πόση δοκιμασία απόχτησες
την αρετή ν' αγαπάς.
Πηγή:https://www.sarantakos.com/kibwtos/diaforoi.htm