IV
Σκέφτομαι πως δεν αξίζει κανείς να ζει χωρίς κάθε μέρα
να καταπίνει ομίχλη. Να γίνεται κρύσταλλο, για να μπορεί
περαστικός ανύποπτος να βλέπει βαθειά την καρδιά του
Έτσι, ένα χέρι ζεστό μπορεί να γράφει στο κρύσταλλο: Χαίρε!
Την κορυφή που ονειρεύτηκες, θα βρεις στο απλό: Χαιρε!
Έτσι χαμένος στης πολιτείας τους δρόμους αποφασίζεις
μ' αυτη την κρυστάλλινη καρδιά να περπατήσεις, να κινηθείς
εσύ που μεσ' στο ξενοδοχειο το μέλλον απέλπιζες ακινητώντας.
Δρόμοι ανηφορικοί οδηγούν στη ζεστή κορυφή. Στη ζεστή κορυφή
χάθηκε η αγαπημένη μου. Μέσα στον άσωστο κόσμο περιπλανιέται.
Άλογα φτερωτά καλπαζουν από τον ουρανό οι ώρες της ξαγρύπνιας μου,
έξω απ' την πόρτα μου χρεμετίζουν ταράζοντας τη γαλήνη της νύχτας.
V
Tώρα ο καιρός καταρρέει,
τ' αστέρια κλείνουν τα μάτια τους. Στο προσκέφαλο της αγάπης
στενάζει ένας άγγελος και είναι τόση η πορεία
που ο πόνος θα περπατήσει με τα δεκανίκια του.
Στη ζεστή κορυφή χάθηκε η αγαπημένη μου. Το ραβδί τούτο
σου τάζω να γίνει καρπος όταν με το καλό με ξαναβρεί, το χαμενο.
Όταν πεις μέσα σου πως περπάτησες για μια τέτοιαν αρχη
δε θα βαστάξει και ο ήλιος να κρύβεται πίσω απο τις γυμνές ράχες.
Ξενοδοχείον «Ο Κόσμος», 1956
Κρίτων Αθανασούλης, Τα Ποιήματα 1940- 1966, σ. 153.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου