Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Γκόνης Θοδωρής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Γκόνης Θοδωρής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Θοδωρής Γκόνης - Μισό φιλί

Το γέλιο είναι μισό φιλί. Το άλλο μισό κρύβεται στην άκρη-άκρη του ματιού. Πιάνει φιλίες με το δάκρυ, παίζει, ξεχνιέται, ξεγελιέται, ανοίγεται, μπερδεύεται, ερωτεύεται, παντρεύεται, πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει, φεύγει μαζί του, στάζει, ξενιτεύεται. Πέφτει στη θάλασσα, στον ποταμό, βρίσκει τ’ αλάτι, βρίσκει τον καημό. 
Φτιάχνει μαζί του παιδιά, πόλεις, σπίτι, τραπέζι, δρόμο, αυλή, σκυλί, φυτεύει Ιτιά-φυτρώνει από μόνη της- τόσα δάκρυα, πράσινα νερά, κλαδιά, βεργούλες του ανέμου, δέρνουνε, δένουνε, το δάχτυλο, τη μέση, τα μαλλιά. Εύθραυστη, λυγερή, διάφανη, νερόχαρη, σκυμμένη, κλαίουσα καρδιά. Τρυπάει βουνά, πλέκει, γέρνει, αναστενάζει, κεντάει τραγούδια, ρίχνει βαρκούλες, πετροβολάει το κύμα, το γιαλό, το γυρισμό.  
 Αιώνες τώρα ό,τι πλοίο, ό,τι πανί ανοίγεται στο πέλαγος, εκεί πάει, εκεί φτάνει, εκεί αδειάζει. Στο δάκρυ. Εκεί βρίσκει χαρά. Εκεί πιάνει δουλειά. Το δάκρυ είναι αφεντικό. 
Αυτό γράφει τα μεροκάματα. Κλέβει τις υπερωρίες. Αυτό κρατάει τα τραγούδια, τα κορίτσια και τ’ αγόρια τα ωραία. Τα πέλαγα και τους ωκεανούς  αυτό τα έχει, τ’ άστρα και τους εφτά τους ουρανούς αυτό. Όλα, και το κρασί και το μετάξι και το ψωμί, το μαύρο, το πικρό. Το πέρασμα. Αυτό. 
Αυτό  κρατάει το νήμα, το χρυσάφι, το κορμί. Στο μάρμαρο, στην πέτρα, τα λόγια, το αυλάκι, το σκάψιμο, το σκάλισμα, η γούρνα, το νερό και στον σταυρό καρφί, επιγραφή. Αυτό. 
Το γέλιο δεν έχει σταυρό, δεκαπενταύγουστο, εικόνα και ναό. Δεν έχει σπίτι, δέντρο, σκιά, χαρά. Είναι κλειστό, είναι αδειανό κι ας χάσκει ανοιχτό. Το γέλιο είναι μικρό, φτωχό, τρελό παιδί, γυρνάει πάντα μοναχό, βουβό σκυφτό, μισό, ψάχνει. Γδέρνει με το νύχι του. Θέλει να μεγαλώσει και να κουμπώσει τ’ άλλο του μισό.  

Εφτά λευκά πουκάμισα, Άγρα 2017

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Θοδωρής Γκόνης - Δύο Διηγήματα

 Κούριερ

(διήγημα από το βιβλίο Εφτά λευκά πουκάμισα)

 

Επιτέλους το έμαθες, καιρός τώρα να πας, πιο ελεύθερος και πιο υποταγμένος σε αυτό που είσαι, σε αυτό που πραγματικά πιστεύεις και αγαπάς.

Μη νομίζεις πως κάνεις τίποτα παραπάνω από αυτό, ένας χαμάλης είσαι, ένας  χαμάλμπασης, ένας απλός κούριερ, μια καμήλα, ένας γάιδαρος. Κουβαλάς με το μηχανάκι σου, μεταφέρεις στην  καμπούρα σου, στη σχάρα σου, στην καρότσα σου   βάρη και δέματα, να τα παραδώσεις στην ώρα τους σε αυτούς που τα περιμένουν, που  τα έχουν ανάγκη και τα χρειάζονται. Βρέξει, χιονίσει. Αυτή είναι η εργασία σου, η υποχρέωση σου, το καθήκον σου, η τάξη σου, η δουλειά σου, να παραδώσεις και να φύγεις τρέχοντας στις καινούργιες παραγγελίες. Δε χρειάζονται λόγια. Οι άνθρωποι περιμένουν, οι δουλειές και οι ανάγκες τρέχουν. Τα τραίνα, τα φορτία, έχουν ωράρια και δασμούς. Οι θάλασσες φουρτούνες. Τα φάρμακα και τα φαρμάκια, ημερομηνία λήξης.

 Εσύ ήρθες, χτύπησες  κουδούνι και όνομα, πήρες υπογραφή, έφυγες, Όλα αυτά είναι ήδη πάρα πολλά, αρκετά. Τα  ευχαριστώ, τα μπράβο και τα ζήτω δεν είναι για σένα, μην παρασύρεσαι, μη μπερδεύεσαι, δεν είσαι εσύ το δέμα, δεν είσαι εσύ το θέμα.

Είσαι ενδιάμεσος και δε σου πέφτει λόγος, ούτε που ξέρεις καλά- καλά τι έχει μέσα, τι γράφει το μήνυμα και η επιστολή. Εσύ παρέδωσες. Αυτός είναι ο ρόλος σου, ο πρώτος και ο τελευταίος. Μη ζητιανεύεις  το χειροκρότημα, το φιλοδώρημα, αλλιώς αμείβεσαι, άλλα συμβόλαια, με άλλους και αλλού, σε άλλο νόμισμα, άλλο σύστημα,  άλλο συνάλλαγμα, άλλη τράπεζα, αλλού πιστώνεσαι, αλλού πιστεύεις και αυτό ποτέ μην το ξεχνάς.          

 


 

Το λαούτο

(διήγημα από το βιβλίο Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου)

 

Η πόρτα της ντουλάπας μας δεν κλείδωνε, δεν έκλεινε καν. Για να μπορέσουμε να την κλείσουμε, πιάναμε ένα μανίκι απ’ τα πουκάμισα που κρέμονταν μέσα. Είχαν να το λένε για τη μητέρα. Χρυσή γυναίκα αλλά δεν ξέρει να σιδερώνει.

Εμένα αυτό το τσάκισμα, το πιάσιμο στο μανίκι, μου άρεσε, ιδιαίτερα στα λευκά και ανοιχτογάλαζα πουκάμισα του πατέρα μου. Ήταν το πιάσιμό μου, από ‘κει κρεμιόμουν για να με σηκώσει ψηλά στον ουρανό.

Ήταν μια ντουλάπα ορθογώνια, με έναν τεράστιο καθρέφτη στην πρόσοψη, με το χάλκινο χερούλι της, τσαμπί σταφύλι – εικόνα του Ζεύξιδος για τη μικρή μου αδερφή…

Πέρασαν χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσαν τα πουκάμισα δεν υπήρχαν πια, εν αντιθέσει με τα ίδια, που βασίλευαν σε άλλα κορμιά και ορισμένα από αυτά μάλιστα εξακολουθούσαν να κρατούν την πόρτα της ντουλάπας κλειστή.

Πέρασαν χρόνια και μια μέρα, καθώς προσπαθούσα να κλείσω την ντουλάπα, με ένα πουκάμισο δικό μου, με ρώτησε η μητέρα. Ξέρεις γιατί δεν κλείνει αυτή η ντουλάπα από μόνη της; Όχι. Αλήθεια, δεν είχε κλειδί; ρώτησα. Είχε και παραείχε μάλιστα, χρυσό κλειδί, μαλαματένιο και κλειδαριά εφτάψυχη αλλά την έσπασε ο θείος σου. Τον θυμάσαι τον θείο σου; τον αδελφό μου το μακαρίτη, που τραγουδούσε κι έπαιζε το λαούτο;

Όταν γυρνούσε από τους γάμους και τα πανηγύρια, κλείδωνε το λαούτο του στην ντουλάπα, που είναι προίκα μου – αγορασμένη με λίρες χρυσές – για να είναι σίγουρος να μην του το κλέψουν, έπαιζε αγγελικά και τον ζήλευαν. Εμένα με εμπιστευότανε. Εγώ κρατούσα το κλειδί. Μια Κυριακή του Θωμά, είχε γάμο, παντρευόταν ο καλύτερός του φίλος σε διπλανό χωριό κι έπρεπε να πάει να παίξει και να τραγουδήσει. Μου ζήτησε το κλειδί, κλειδί πουθενά. Τί το έκανα; Μου έπεσε στη στέρνα; θα το άκουγα, θα το έβλεπα. Φάγαμε τον κόσμο, κλειδί πουθενά και η ώρα περνούσε, δεν μπορούσε να πάει χωρίς λαούτο. Θα σπάσουμε την κλειδαριά μου λέει. Εγώ με κρύα καρδιά συμφώνησα. Θα τη σπάσουμε και αύριο που θα κατέβω στην πόλη θα σου φέρω άλλη, με κλειδί ολόχρυσο∙ σ’ το υπόσχομαι. Την έσπασε, πήρε το λαούτο, με φίλησε κι έφυγε τρέχοντας για να προλάβει το γάμο. Το γάμο τον πρόλαβε∙ αυτός δεν πρόλαβε. Γύρισε άρρωστος από εκείνον το γάμο. Έμεινε μήνες στο κρεβάτι κι έσβησε… Αργότερα, μάθαμε πως ο καλύτερός του φίλος παντρευόταν την κοπέλα που αγαπούσε ο θείος σου.

Δεν πήρα άλλη κλειδαριά, δεν αγόρασα κλειδί, περίμενα χρόνια, περίμενα να σηκωθεί από τον τάφο του και να μου το φέρει. Μου το είχε υποσχεθεί, όπως στο τραγούδι. Και αυτός από τραγούδια ήξερε…

Θοδωρής Γκόνης - Το τραγούδι της συκιάς

 ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ήταν να κλείσουν γρήγορα το πηγάδι, σκέπασαν το φιλιατρό με ασπάλαθους, πουρνάρια και σκίνα, πλακώνοντάς τα με λιθάρια θεόρατα έτσι που και ο διψασμένος, ο περαστικός που δε γνώριζε, να μην μπορεί να πιει από το νερό αυτό.

Αργότερα έφεραν τούβλα, τσιμέντο, ασβέστη, αμμοχάλικο και το έχτισαν. Έχτισαν τα χείλη του πέτρινου πηγαδιού, τον ουρανό του, με τούβλα κόκκινα. Ξεράθηκαν οι πέτρες, μαύρισαν, στέγνωσε η γούρνα, χάθηκαν οι σφήκες, οι μέλισσες, τα πουλιά, τα αδέσποτα του κόσμου, τα χορταράκια τα πράσινα. Απαγόρευσαν στα παιδιά να πηγαίνουν να στέκονται πάνω του, να παίζουν στα γύρω του, να κρύβονται στη γούρνα την πέτρινη. Βουβάθηκε.
Η συκιά που φύτρωσε στο εσωτερικό του πηγαδιού, στον πέτρινο κόρφο του, βρήκε δρόμο κι ανέβηκε, γκρέμισε όσο χρειαζόταν για να περάσει, έκανε πεισματική αγκώνα το βλαστάρι της πάνω στο άνοιγμα και βγήκε στο φως. Στην αρχή δεν της έδωσαν και μεγάλη σημασία, αυτή όμως θέριεψε, ψήλωσε, ήταν συκιά Βασιλική της Αττικής, με φύλλα μεγάλα και τραχιά, πεντάλοβα -ίδια η Πελοπόννησος- και όταν τα έσχιζε ο άνεμος, γιατί κανείς δεν την πλησίαζε, δακρύζανε γάλα λευκό. Με ανακούφιση είδαν όλοι ότι τα άωρα σύκα της, βάθος της ανθοδόχης τους είχαν μόνο θηλυκά άνθη. Ήταν ευτυχώς συκιά θηλυκή. Έτσι δεν είχαν φόβο να δέσουνε καρπό, θα έμεναν ατροφικά και θα έπεφταν πριν καν ωριμάσουν.
Το μήνα Ιούνιο “η τρελή του χωριού” κατέβηκε στα ρέματα να μαζέψει βούρλα και αληπασιές, ανέβηκε στις αγριοσυκιές, γέμισε την ποδιά της αγριόσυκα, τα πέρασε σε αρμαθιές, τα έκανε στεφάνια και τα κρέμασε στη συκιά του πηγαδιού. Την αγριοσύκιασε. Την πάντρεψε με γάμο βασιλικό. Οι ρινιοί, τα αγριόσυκα άνοιξαν τα αρσενικά τους άνθη και ένα πλήθος από μελανά έντομα, οι νύμφες, κουβάλησαν με το σώμα τους τη γύρη από τα αρσενικά άνθη στα θηλυκά της συκιάς και τα γονιμοποίησαν. Άρχισε να γεμίζει, να λυγά, να δένει καρπό, και όλοι στο χωριό ανήσυχοι κοιτούσαν να δουν τι θα κάνουν. Σκέφτηκαν να την κόψουν. Κάτω από τη συκιά “η τρελή του χωριού” είχε στρώσει τα κουρέλια της, καθόταν νύχτα-μέρα δράκοντας, φρουρός ακοίμητος, όποιον τολμούσε να πλησιάσει τον άρχιζε με τις πέτρες, ουαί και αλίμονό του. Πάνω στη συκιά έβαλε σκιάχτρα για τα πουλιά, κρέμασε κουδουνάκια, ντενεκέδες άδειους, τα ένωσε με κλωστές και τα χτυπούσε αδιάκοπα σαν τις καμπάνες του μεγάλου μοναστηριού, πού να τολμήσουν να πλησιάσουν τα πετούμενα. Καθώς πλησίαζε ο Αύγουστος και ο καρπός μεγάλωνε και ωρίμαζε και έσταζε μέλι, πέφταν λιπόθυμες από τη γλύκα η σφήκα με τη μέλισσα. Τ’ άκουγες τα σύκα ν’ ανοίγουνε, να σπάνε μέσα στην ησυχία του μεσημεριού, μές στη δροσιά της νύχτας, και σου κοβόταν η ανάσα. Οι άνθρωποι του χωριού ανήσυχοι όσο ποτέ κλείδωναν τις πόρτες και παράθυρα να μην ακούνε τίποτε και στα παιδιά τους απαγόρευαν και να περάσουν από κει.
Μπήκε ο Αύγουστος για τα καλά, Δεκαπενταύγουστος, είχε ανάψει η συκιά του πηγαδιού σαν μανουάλι με το χρυσό της τον καρπό, σήκωσε το χέρι “η τρελή του χωριού” και έκοψε τον πρώτο, τον καλύτερο καρπό, τον έφαγε, και άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι της πνιγμένης, του κοριτσιού που πνίγηκε σε τούτο το πηγάδι. Σαν τουφεκιά ακούστηκε καταμεσήμερα το γνώριμο τραγούδι, τρίξανε οι γρίλιες και οι πόρτες και αμπαρώθηκε όλο το χωριό να μην ακούσει το τραγούδι. Πήρε τους δρόμους, τα σοκάκια τ’ ανηφορικά “η τρελή” και το τραγούδι άρχισε να τρέχει δεξιά κι αριστερά σαν το κορίτσι τ’ όμορφο των είκοσι ετών που πνίγηκε από έρωτα μες στα νερά του πηγαδιού, ξέφυγαν τα μικρά παιδιά από τις μανάδες τους, τρέξαν και ανέβηκαν επάνω στη συκιά και άρχισαν όλα μαζί να τρώνε και να τραγουδάνε το τραγούδι της. Τραγούδι της αγάπης και του έρωτα.

Από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, (ΑΓΡΑ, 2000)

Πηγή: https://logotechnikoistologio.wordpress.com/category/%ce%b3%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%b7%cf%83-%ce%b8%ce%bf%ce%b4%cf%89%cf%81%ce%b7%cf%83/

Θοδωρής Γκόνης - Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου

 ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ της Παλαιάς Επιδαύρου είναι τα καλύτερα. Δεν λέω, και της Σπάρτης, της Άρτας, της Κρήτης αλλά και της Αρχαίας Ασίνης -αυτά που μαζεύαμε με τα παγωμένα δάχτυλα- νόστιμα είναι. Όμως τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου είναι τα νοστιμότερα.

Δεν είναι σφιχτά, η φλούδα τους δε θέλει το μαχαίρι. Το χέρι, το δάχτυλο κυλάει εύκολα στη σάρκα τους, τα καθαρίζει, τα  ξεκουμπώνει. Είναι γλυκά. Γλυκό πορτοκαλιού. Είναι το μανταρίνι που μεγάλωσε και έγινε πορτοκάλι. Είναι η μοναχοκόρη του παλιού αγροτικού ιατρού της Επιδαύρου που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Λένε, και το πιστεύω, πιστέψτε το και σεις -τίποτε δεν κοστίζει- πως μόνο στη Σικελία, στην “Ύβλα” την Ηραία, μόνο εκεί τα πορτοκάλια είναι ίδια με αυτά της Παλαιάς Επιδαύρου. Εκεί απ’ τους αρχαίους χρόνους, οι πρώτοι άποικοι που έφτασαν ήσαν παιδιά της Αργολίδος κι ας μην εγνώριζαν τα πορτοκάλια. Στην Παλαιά Επίδαυρο υπηρετούσε για πολλά χρόνια ένας γιατρός αγροτικός που κάθε χειμώνα όργωνε τα ορεινά χωριά της Αργολίδος και της Αρκαδίας με ένα παμπάλαιο φορτηγό-τζέιμς στρατιωτικό, κάρο που έτριζε και ξεφυσούσε μαύρο σύννεφο απ’ την εξάτμιση μ’ ένα παμπάλαιο φορτηγό γεμάτο πορτοκάλια. Πορτοκάλια σαγκουίνια. Γυρνούσε και τα μοίραζε στα δημοτικά σχολεία, σαν τον Αι-Βασίλη. Χαρές και πανηγύρια κάναμε σαν ακουγόταν το κλάξον το βραχνό, λίγο πριν στρίψει για να μπει στο προαύλιο του σχολείου μας. Το γιατρό δεν τον θυμάμαι και πολύ καλά, αλλά θυμάμαι τη γυναίκα του που ήταν και αυτή μαζί του, μια όμορφη κυρία ηλικιωμένη αρχόντισσα, στα μαύρα, στα κατάμαυρα ντυμένη. Μου είχε κάνει εντύπωση η θλιμμένη ομορφιά της, Είχε πεθάνει, από άγνωστη αιτία, η μικρή μοναχοκόρη τους -κορίτσι δώδεκα χρονών- κι από το περιβόλι τους γέμιζαν κάθε χρόνο το φορτηγό με πορτοκάλια σαγκουίνια και τα μοίραζαν στα ορεινά, κάνοντας έτσι το μνημόσυνό τους. Ανοίγαν την καρότσα και κατέβαζαν τα πορτοκάλια μέσα σε τελάρα ξύλινα, τρέχαμε εμείς με τσάντες πάνινες και παίρναμε τα πορτοκάλια απ’ τα χέρια του γιατρού και της γυναίκας του, που ήταν και οι δυο τους φανερά συγκινημένοι. Ήταν μεγάλα πορτοκάλια, νόστιμα. Σαγκουίνια κατακόκκινα. Τ’ ανοίγαμε, τα καθαρίζαμε με τα χέρια μας εύκολα, πανεύκολα, και έτρεχαν κόκκινα τα ζουμιά, αίμα στις χούφτες και στα χείλη μας. Αθώα παιδιά όπως ήμασταν -και πεινασμένα είναι η αλήθεια- δεν είχαμε ευτυχώς μυαλό για εύκολους συνειρμούς μες στο κεφάλι μας.

Στη λαϊκή πηγαίνω πάντα μόνος μου με αυτιά ορθάνοιχτα, κι όταν ακούω να διαλαλούν τα πορτοκάλια της παλαιάς Επιδαύρου τρέχω συγκινημένος. Τα πιάνω, τα χαϊδεύω, τα ζουλάω τρυφερά, τα φέρνω ως τη μύτη μου και τα μυρίζω. Ανοίγω κουβέντα με τον άνθρωπο που τα πουλά. Ρωτώ ονόματα, περιβόλια και χωράφια και σοδειές. Ρωτώ για τις βροχές και τα νερά, κι όλο τη στρίβω την κουβέντα προς την κόρη, τη μοναχοκόρη του παλιού αγροτικού γιατρού. Κι ακούω με λαχτάρα τις πολλές τις εκδοχές και τις αιτίες. Ζητώ δώδεκα πάντα κιλά, γεμίζω μια τσάντα πάνινη που έχω για την περίσταση και φεύγω βιαστικά κι απότομα να φθάσω γρήγορα στο σπίτι μου, χωρίς να πω άλλη λέξη στον άνθρωπο που με κοιτάζει απορημένος, μη μπορώντας να εξηγήσει την ξαφνική την αλλαγή…


Από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, (ΑΓΡΑ, 2000)


Πηγή:https://logotechnikoistologio.wordpress.com/category/%ce%b3%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%b7%cf%83-%ce%b8%ce%bf%ce%b4%cf%89%cf%81%ce%b7%cf%83/

Θοδωρής Γκόνης - Γραφή καρκινική

 Υπάρχουν άνθρωποι που όταν πεθαίνεις κοντά τους, στην αγκαλιά τους, δεν πεθαίνεις ποτέ και άλλοι που ζεις μαζί τους πεθαίνοντας κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. 

Οι πρώτοι είναι αυτοί που και στο τηλέφωνο να τους ακούσεις, ανοίγουν οι ουρανοί, έρχονται τα γράμματα τα εικοσιτέσσερα, σε βρίσκουνε αδειανό και ορθάνοιχτο, σε παίρνουν, σε σηκώνουν, σε γεμίζουν, σε γράφουν, σε σκάβουν, σε μουσκεύουν, σε κάνουν λέξη. Λέξη μυστική, ανάλαφρη, ξερή και φτερωτή για να ξεφύγεις, να πετάξεις μακριά.

 Κόλπο. Τρίπλα. Ποίημα. Γραφή καρκινική. 

 Φέρνουν τα άνθη, το περίπτερο, τον δρόμο ολόκληρο με όλο το χώμα και τη σκόνη του, τον βράχο που έχεις. Την πέτρα την ασφαλή, τη σταθερή, την άκαμπτη που πάνω της συντρίβεται οτιδήποτε απειλεί την ανεξαρτησία σου. Τη θάλασσα που έμαθες να κολυμπάς, τη πρώτη σου βροχή, το πρώτο χιόνι, τη μητέρα σου.
 Έρχονται μαυροσκούφηδες με άδεια σαρανταοχτάωρη από τη μονάδα τους με τον λαχνό που κέρδισαν στο λόττο κι αδειάζουν στο κρεβάτι σου σακούλες σοκολάτες, καραμέλες, τσολιαδάκια και ζαχαρωτά. Τη μυρωδιά, τη μύτη σου για πάντα. 

Είναι αυτοί οι ίδιοι που αργότερα βρίσκουν πατάρια και καταπακτές για να σε κρύψουν απόβλητο και λιποτάκτη, όταν θηρία και σκυλιά σε κυνηγούν και σε γαβγίζουν, όταν σε σημαδεύουνε από παντού.

 Εκείνοι που σου δίνουνε τα λόγια για να απολογηθείς, τα δυο τους χέρια να τα τρίψεις και να ζεσταθείς. Το δάκρυ τους να κλάψεις, το σοβαρό το γέλιο να γελάσεις. Έτοιμοι να πληρώσουν για το πείσμα σου. Αυτοί που γίνονται τραγούδι και χορός, δρόμος και μοίρα σου. 

Οι άλλοι τρίζουνε, κολλάνε, δε γυρνάει το κλειδί, δεν ξεκινάνε, ζητάνε όλη την ώρα λάδι απ’ το καντήλι σου, το φως, τη φλόγα, τη λαμπάδα της Λαμπρής, σε σπάνε και σε σβήνουνε. Σε δίνουνε. Στους πέντε δρόμους σε αφήνουνε. Φανάρι τσακισμένο. 

Ό,τι έχεις και δεν έχεις κι αυτά ακόμα τα φαντάσματά σου και εκείνα να στα πάρουνε, να σε φουντάρουνε. 

Πηγή: Protagon.gr

Θοδωρής Γκόνης - Δυοβουνιώτης Αρείας

 ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΑΡΑΓΕ οι νεαροί αθλητές του Δυοβουνιώτη Αρείας,  και μάλιστα εκείνοι οι νεότεροι της Ακαδημίας ποδοσφαίρου, για την οποία μόνον επαίνους έχουν οι κάτοικοι της πόλεως στα χείλη, ποιος ήταν ο Δυοβουνιώτης του οποίου το δοξασμένο όνομα φέρουν στις φανέλες τους μαζί, είναι αλήθεια, με τη διαφημιστική επιγραφή γνωστού ζαχαροπλαστείου – το οποίο προφανώς είναι και χορηγός της ομάδος;

Γνωρίζουν άραγε οι ευειδείς αυτοί άλκιμοι νέοι, οι οποίοι καθημερινώς αθλούνται επιμελώς και επιπόνως στο κεντρικό στάδιο της πόλεως του Ναυπλίου, κάτω από την ιστορική σκιά του Παλαμηδίου, με τη φιλοδοξία, μία ημέρα των ημερών, να κατακτήσουν τα γήπεδα της γηραιάς ηπείρου, γνωρίζουν άραγε ποιος ήταν ο Δυοβουνιώτης;

Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να νομίζουν ότι ο δοξασμένος πρόγονός τους ηγείτο της αλώσεως της 29ης Νοεμβρίου 1822 του Παλαμηδίου και ότι μαζί με τον Σταύρο Σταϊκόπουλο όρμησαν στην Ντάπια του Αχιλλέα, Γιουρούς Τάπια, σφηνώνοντας τη σημαία της Επαναστάσεως. Ίσως κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι, να έχουν ακουστά ότι το επίθετό του το οφείλει εις τον τόπο της καταγωγής του, τα δυο Βουνά Λοκρίδος.

Πόσοι όμως γνωρίζουν το καταπληκτικό επεισόδιο που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Νικόλαος Κασομούλης στα ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ: το ξύρισμα του γερο-Δυοβουνιώτη και τις συνέπειές του;

Το 1832 βρισκόταν ο γερο-Δυοβουνιώτης στη Σαλαμίνα, παραμελημένος και άπραγος μαζί με τον συμπέθερό του τον Πανουργιά. Περπατούσαν με τα “σκιάδιά” των, τα φέσια τους ριχτά, στα καφενεία του λιμανιού, κατηγορώντας για το κατάντημά τους τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Τα καφενεία ήταν γεμάτα στρατιώτες, οπότε ο Πανουργιάς ερωτά μεγαλοφώνως:

-Άι συμπέθερε, όλοι οι στρατιωτικοί βρίσκονται στη δουλειά. Εμείς τι θα κάμωμε;

-Εμείς να, θα μπαρμπερίσωμε τ΄ αρχίδια μας, του απαντά ο Δυοβουνιώτης.

-Το κάνεις; ξαναρωτά ο Πανουργιάς.

-Πληρώνεις; λέει ο Δυοβουνιώτης.

-Μάλιστα, απαντά ο Πανουργιάς.

-Πάμε λοιπόν να βρούμε μπαρμπέρη.

Όσοι άκουσαν τη στιχομυθία, γέλασαν γιατί ενόμισαν πως ήταν μία αστειότης, όμως ο γερο-οπλαρχηγός με το συμπέθερό του φτάνουν στο εργαστήριο ενός μπαρμπέρη, συμφώνησαν να του δώσει ο Πανουργιάς τα χρήματα, ένα “ρουμπιγιέν” για να ξυρίσει τα αρχίδια του Δυοβουνιώτη. Ο Δυοβουνιώτης χωρίς εντροπή λύνει τα βρακιά του και κάθεται στο κάθισμα έξω από το κουρείο, με τεντωμένα σκέλη, γιατί τότε ο λαϊκός μπαρμπέρης περιποιότανε τους “μουστερήδες” του στο φως της ημέρας, του ρίχνει το προσόψι, παίρνει νερό και αρχίζει να μπαρμπερίζει, να ξυρίζει. Βλέποντας ο κόσμος μια τόσο παράξενη και γελοία πράξη, τρέχοντας και καλώντας ο ένας τον άλλον, μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος της αγοράς εκεί. Γελούσαν όλοι, όμως ο γέρο-Δυοβουνιώτης, αδιαφορώντας, συνομιλούσε με τον συμπέθερό του και τον κουρέα. Τελείωσε ο κουρέας, έδεσε τα βρακιά του ο οπλαρχηγός και σηκώθηκε να φύγει. Κάποιος από τους παρευρισκόμενους τον ρώτησε:

-Γιατί γερο-καπετάνιε το έκαμες αυτό;

-Γιατί και ο Κυβερνήτης μπαρμπερίζει τα μουστάκια του, απάντησε.

Οι στρατιώτες, σεβόμενοι τους δύο γέροντες, δεν τους ενόχλησαν αλλά μόλις απομακρύνθηκαν από το κουρείο, όρμησαν εναντίον του μπαρμπέρη, τον εξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, κλείνοντάς του και το εργαστήριο.

Έμαθε όμως την πράξη τους ο Στρατάρχης και διέταξε να συλληφθούν.

Έγινε γνωστή η πρόθεσή του και νύχτα οι δύο οπλαρχηγοί, περνώντας από το Πέραμα, Κατέληξαν στα Βίλλια της Αττικής όπου και εκρύφτηκαν.


Από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, (ΑΓΡΑ, 2000)


Αναδημοσίευση από: https://logotechnikoistologio.wordpress.com/category/%ce%b3%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%b7%cf%83-%ce%b8%ce%bf%ce%b4%cf%89%cf%81%ce%b7%cf%83/

Δια χειρός Αθηνάς Κ.-Σ. (προστέθηκε 30.4.2009)

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Θοδωρής Γκόνης - Το πέρασμα


Έχω έναν φίλο, καμία σχέση μ’ εμένα, εργάζεται πολύ και έχει τα πόδια του στη γη. Ξυπνά πρωί. Πολύ πρωί. Γι’ αυτόν δέκα το πρωί είναι μεσημέρι. Στις γιορτές έρχεται με τα καλά του κόσμου, με το άρωμα του δυόσμου. Ξεκινά από τον κλειστό του τόπο, από τα ψηλά βουνά, παίρνει τον χωματένιο δρόμο και έρχεται. Τον δρόμο αυτόν τον έχει ανοίξει μόνος του. Έχει πληρώσει ακριβά για το πέρασμα. Φέρνει τη σοδειά του, αγριοφράουλες, σουσάμι, μέλι, ανθότυρο, ψωμί, λάδι, κρασί. Βασιλικό του χειμώνα. Έρχεται με λόγια και με λέξεις. Από τη στροφή του δρόμου ακούς το βήμα του, ανοίγουν οι πόρτες από μόνες τους και το κεφαλόσκαλο τινάζει το πατάκι του. Έχω έναν φίλο, έρχεται πάντα στις γιορτές και όταν μπαίνει στο σπίτι και ακουμπά τις τσάντες στην κουζίνα και αρχίζει να βγάζει τα δώρα του, εμφανίζονται όλοι οι δικοί μου οι ξενιτεμένοι αυτού του κόσμου και παίρνουν τις θέσεις τους στο τραπέζι το γιορτινό. Του ζητώ κάθε φορά να με πάρει μαζί του, αρνείται, δεν μπορείς, μου λέει, δεν μπορείς, δεν έχεις πέρασμα, το πέρασμά σου το πήρε το βουνό και το ποτάμι. Κόπηκες.

[Από τη συλλογή διηγημάτων Εφτά λευκά πουκάμισα. Εκδόσεις Άγρα]

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Θοδωρής Γκόνης -O άνθρωπος που σε ονειρεύεται

 Δεν σε ξεχνώ και μη φοβάσαι. Είμαι επίμονος με τις αγάπες μου, πεισματικός. Θα έρθω, αλλά πρώτα, χρειάζομαι χρόνο να ξαναπιάσω το σχοινί που έσπασε, ν’ ανοίξω το δρόμο, να μου επιστρέψει το βουνό το βράχο μου, το ρέμα το μερίδιο μου. Το δίκιο μου. 'Ολον αυτόν τον καιρό που απουσιάζω από κοντά σου, δεν πέρασε ούτε μια νύχτα που να μη σε ονειρεύτηκα. Αν ζούσα τις μέρες μου φορώντας τα όνειρα της νύχτας, δεν θα με αναγνώριζε κανείς και στον πρώτο τυχαίο έλεγχο της αστυνομίας, θα με είχαν συλλάβει για πλαστογράφο. Κάθε πρωί, βγάζω το πρόσωπό μου σαν μάσκα και το αφήνω πάνω στην καρέκλα του γραφείου μου. Ξέρω πολύ καλά, πως δεν θα μπορούσα να ζήσω με αυτό το πρόσωπο, δεν θα τολμούσα να βγω στην αγορά, θα έσπαγα, θα γινόμουν χίλια κομμάτια, έφτιαξα ένα άλλο πρόσωπο. 

Αγόρασα, έγινα, μια μηχανή και τρέχω όλη την ημέρα στους δρόμους, κάνω τις εξωτερικές δουλειές του ανθρώπου που σε ονειρεύεται, τρέχω πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, μετράω νεραντζιές, γωνίες, φανάρια, περπατώ τους δρόμους που περπατούσατε μαζί, πίνω καφέδες στα καφενεία που συχνάζατε, κάθομαι στα παγκάκια που καθόσασταν, σκοντάφτω, πέφτω στα χαντάκια σας, στα μεγάλα τα λάθη, πληρώνω χρέη και αμαρτίες, δικάζομαι και απολογούμαι, γελάω και κλαίω τα γέλια, τα δάκρυά σας, με διατάζει τα πιο απίθανα πράγματα, όλες τις δικές σου επιθυμίες, όλα όσα σου χρωστά και σου οφείλει, μπαίνω σε καταστήματα και παραγγέλνω φορέματα στο νούμερό σου και στο γούστο σου, βρίσκω κοπέλες στον τύπο, στο ύψος σου και τις παρακαλώ να τα δοκιμάσουν, αγοράζω τα βιβλία που χρειάζεσαι, το δαχτυλίδι που σου έταξε, τα παίρνω και τα φέρνω στο σπίτι, όλη τη νύχτα σου τραγουδά, σε ντύνει, σου περνά το δαχτυλίδι στο δάχτυλο και σε φωνάζει με το όνομά σου. 

Απάντησε του σε παρακαλώ, κουράστηκα να τριγυρνώ μέσα στους δρόμους και να ψάχνω τ’ όνειρό του... 


 Θοδωρής Γκόνης, Γκάτζια Αργολίδας ( 12 Ιανουαρίου  1956)

Edouard Vuillard - Τhe Window