Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Céline Louis-Ferdinande. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Céline Louis-Ferdinande. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Σελίν: «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» (αποσπάσματα)



Υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο δύο καλοί τρόποι να ψοφήσει ο φτωχός: είτε απ' την απόλυτη αδιαφορία των ομοίων του εν καιρώ ειρήνης είτε απ' το ανθρωποκτόνο πάθος των ιδίων εν καιρώ πολέμου. Άμα βαλθούν να σκέφτονται εμάς, οι μάγκες, είναι αμέσως για να μας βασανίσουν, και τίποτε άλλο. Μόνο καταματωμένοι παρουσιάζουμε ενδιαφέρον για τα καθάρματα! (σελ.103)


Το μόνο που ξέρει ο κόσμος είναι να σε σκοτώνει, σαν τον κοιμισμένο είναι ο κόσμος που σε πλακώνει στον ύπνο του , όπως σκοτώνει ο κοιμισμένος τους ψύλλους του. Να ένας ηλίθιος τρόπος να πεθάνεις, έλεγα μέσα μου, όπως όλος ο κόσμος , δηλαδή. Η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους είναι ήδη λιγάκι θάνατος. (σελ. 215)



Παραδίνεσαι στον θόρυβο όπως παραδίνεσαι στον πόλεμο. Αφήνεσαι στις μηχανές με τις τρείς ψωροϊδέες που παραδέρνουν ακόμη πάνω ψηλά, πίσω από το κούτελο. Πάει τελείωσε. Ό,τι κοιτάς οπουδήποτε, ό,τι αγγίζει το χέρι, είναι τώρα σκληρό. Κι ό,τι καταφέρνεις ακόμη να θυμηθείς είναι άκαμπτο σαν σίδερο κι άνοστο πιά μες στην σκέψη.
 Γεράσαμε φριχτά μονομιάς.


Πρέπει να καταργηθεί η έξω ζωή, να γίνει ατσάλι, κάτι χρήσιμο. Δεν την αγαπούσαμε αρκετά όπως ήταν, γι' αυτό. Πρέπει να γίνει αντικείμενο λοιπόν, στερεό, έτσι έχει ο Κανόνας. (σελ.271)



Με λίγα λόγια όσο είσαι στον πόλεμο, λές πως θα 'ναι καλύτερη η ειρήνη, κι έπειτα πιπιλάς αυτήν την ελπίδα σαν καραμέλα, κι έπειτα είναι σκατά και απόσκατα. Δεν τολμάς να το πείς στην αρχή, μην τυχόν και αναγουλιάσει κανένας. Το παίζεις καλό παιδί, κοντολογίς. Κι έπειτα, μιάν ωραία πρωία, καταλήγεις παρ' όλα αυτά να το ξεράσεις μπροστά σε όλον τον κόσμο. Έχεις βαρεθεί να τσαλαβουτάς στον βόθρο . Μα τότε ο κόσμος σε βρίσκει υπερβολικό. Και τέρμα. (σελ.281)


Τί τρελοκομείο η στερημένη ζωή! Μια τάξη είναι η ζωή, κι η πλήξη είναι ο παιδονόμος της, που διαρκώς σε κατασκοπεύει. πρέπει πάση θυσία να μοιάζεις απασχολημένος με κάτι πολύ συναρπαστικό, ειδάλλως πλακώνει και σου ροκανίζει το μυαλό. ΄Οταν η μέρα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σκέτο εικοσιτετράωρο, δεν υποφέρεται. Μια μακριά, σχεδόν αβάσταχτη ηδονή πρέπει να είναι η μέρα, μία μακριά συνουσία, θες δε θες.


Σου κατεβαίνουν λοιπόν σιχαμερές σκέψεις, όσο σ' αποβλακώνει η ανάγκη, όσο μέσα στο κάθε σου δευτερόλεπτο στριμώχνεται ένας πόθος για χίλια άλλα πράγματα, ένας πόθος για αλλού. (σελ.415)


[...] Βυθίζεσαι , τρομάζεις στην αρχή μες στην νύχτα, μα θες παρ' όλα αυτά να καταλάβεις, και τότε δεν εγκαταλείπεις πια τα βάθη. Είναι, όμως, πολλά τα πράγματα που πρέπει να καταλάβεις ταυτόχρονα. Κι είναι πολύ σύντομη η ζωή. Δεν θες να αδικήσεις κανέναν. Έχεις ενδοιασμούς, διστάζεις να τα κρίνεις όλα μονομιάς και προπαντός φοβάσαι μην αναγκαστείς να πεθάνεις ενόσω διστάζεις, γιατί τότε θα 'χεις έρθει τζάμπα στην ζωή. Ό,τι χειρότερο. (σελ. 446)

Σελίν: «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας».
Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση - Μεργέλλου.
Εκδόσεις «Εστία» , 2007.

Louis-Ferdinand Céline -Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (απόσπασμα)

Αποτέλεσμα εικόνας για Σελίν,
Oι πάντες κλαίγαν σαν βρύσες στο εντευκτήριο, το βράδυ προπαντός. Η ανημπόρια του κόσμου μπρος στον πόλεμο ερχόταν να κλάψει εδώ, μόλις οι γυναίκες και τα κουτσούβελα απομακρύνονταν στον θαμπό απ’ το φωταέριο διάδρομο, με τη λήξη των επισκέψεων, σέρνοντας τα ποδάρια. Ένα μεγάλο κοπάδι κλαψιάρηδων ήταν, τίποτε άλλο, ένα σίχαμα.
Για τη Λόλα, το να ‘ρχεται να με βλέπει σ’ αυτή την ιδιότυπη φυλακή ήταν ακόμα μια περιπέτεια. Δεν κλαίγαμε εμείς οι δυο. Δεν είχαμε από πού να τ’ αντλήσουμε τα δάκρυα.
“Είναι αλήθεια ότι είσαι πραγματικά τρελός, Φερδινάνδε;” με ρώτησε μια Πέμπτη. “Είμαι!” ομολόγησα εγώ.”Και δηλαδή, θα σε γιατρέψουν εδώ;” “Δε γιατρεύεται ο φόβος, Λόλα”. “Τόσο πολύ λοιπόν φοβάσαι;”. “Κι ακόμα πιο πολύ, Λόλα, φοβάμαι τόσο, βλέπεις, που αν πεθάνω από δικό μου θάνατο, αργότερα, δε θέλω με τίποτα να με κάψουν! Θα ‘θελα να μ’ αφήσουν στο χώμα, να σαπίσω στο νεκροταφείο, ήσυχα, εκεί δα, έτοιμο να ξαναζήσω ίσως… Δεν ξέρεις ποτέ! Ενώ αν με κάναν στάχτη, Λόλα, με νιώθεις, τέρμα όλα, τέρμα… Ο σκελετός, όσο να ‘ναι, μοιάζει ακόμα λιγάκι μ’ άνθρωπο… Είναι πιο έτοιμος να ξαναζήσει απ’ ό,τι η στάχτη… Με τη στάχτη τέρμα τα δίφραγκα!… Τι λες κι εσύ;… Ο πόλεμος λοιπόν…”. “Α, μα είσαι πέρα για πέρα άνανδρος, Φερδινάνδε! Σιχαμερός σαν ποντίκι…”. “Ναι, πέρα για πέρα άνανδρος, Λόλα, τον αρνούμαι τον πόλεμο με ό,τι έχει μέσα… Δεν τον θρηνώ εγώ… Δεν παραιτούμαι εγώ… Δεν τον μοιρολογάω… τον αρνούμαι καθαρά και ξάστερα, κι όλους μαζί τους λεβέντες που περιέχει, δε θέλω να ‘χω τίποτα να κάνω μαζί τους, μαζί του. Δεν πα να ‘ναι εννιακόσια ογδόντα πέντε εκατομμύρια του λόγου τους κι εγώ μονάχα ένας, αυτοί έχουν άδικο, Λόλα κι εγώ δίκιο, γιατί μόνο εγώ ξέρω τι θέλω: δε θέλω πια να πεθάνω”.”Μα είναι αδύνατον ν’ αρνηθείς τον πόλεμο, Φερδινάνδε! Μόνο οι τρελοί κι οι άνανδροι αρνούνται τον πόλεμο όταν κινδυνεύει η Πατρίδα τους…”. “Ε, λοιπόν, να ζήσουν οι τρελοί και οι άνανδροι! Ή μάλλον να επιζήσουν! Θυμάσαι, ας πούμε, Λόλα, τ’ όνομα έστω κι ενός στρατιώτη απ’ όσους σκοτώθηκαν στον Εκατονταετή Πόλεμο;… Προσπάθησες να μάθεις έστω κι ένα από κείνα τα ονόματα;… Όχι, έτσι δεν είναι;… Ποτέ σου δεν προσπάθησες; Σου ‘ναι όλα τόσο ανώνυμα, τόσο αδιάφορα και τόσο άγνωστα όσο και το τελευταίο μόριο τούτου δω του πρες παπιέ, όσο και το πρωινό σκατό σου… Βλέπεις λοιπόν που πεθάναν για το τίποτα, Λόλα! Για το απολύτως τίποτα, οι κόπανοι! Σε διαβεβαιώ! Είναι αποδεδειγμένο! Μόνο η ζωή μετράει. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια από τώρα, σου πάω στοίχημα, τούτος ο πόλεμος, όσο κι αν σήμερα σου φαίνεται σπουδαίος, θα ‘χει παντελώς ξεχαστεί. Το πολύ πολύ να τσακώνονται ακόμα, εδώ κι εκεί, καμιά ντουζίνα καλαμαράδες γι’ αυτόν και για το πότε γίναν οι σημαντικότερες εκατόμβες, χάρη στις οποίες δοξάστηκε… Είναι το μόνο αξιομνημόνευτο που κατάφεραν να βρουν οι άνθρωποι, οι μεν για τους δε, σ’ απόσταση μερικών αιώνων, μερικών χρόνων, ακόμα και μερικών ωρών… Δεν πιστεύω στο μέλλον, Λόλα…”

Louis-Ferdinand Céline ( 27 Μαΐου 1894 - 1 Ιουλίου 1961)

Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, Εστία, Αθήνα 2007.


Πηγή: http://frear.gr/?p=4240

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

"Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" - Σελίν (απόσπασμα)


Απόσπασμα από το διάσημο βιβλίο του Λουί Φερντινάν Σελίν σε μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου (εκδόσεις "Εστία")


(...) Οι πάντες κλαίγαν σαν βρύσες στο εντευκτήριο, το βράδυ προπαντός. Η ανημπόρια του κόσμου μπρος στον πόλεμο ερχόταν να κλάψει εδώ, μόλις οι γυναίκες και τα κουτσούβελα απομακρύνονταν στον θαμπό απ' το φωταέριο διάδρομο, με τη λήξη των επισκέψεων, σέρνοντας τα ποδάρια. Ένα μεγάλο κοπάδι κλαψιάρηδων ήταν, τίποτε άλλο, ένα σίχαμα.

Για τη Λόλα, το να 'ρχεται να με βλέπει σ' αυτή την ιδιότυπη φυλακή ήταν ακόμα μια περιπέτεια. Δεν κλαίγαμε εμείς οι δυο. Δεν είχαμε από πού να τ' αντλήσουμε τα δάκρυα.

"Είναι αλήθεια ότι είσαι πραγματικά τρελός, Φερδινάνδε;" με ρώτησε μια Πέμπτη.
"Είμαι!" ομολόγησα εγώ.
"Και δηλαδή, θα σε γιατρέψουν εδώ;"
"Δε γιατρεύεται ο φόβος, Λόλα."
"Τόσο πολύ λοιπόν φοβάσαι;"
"Κι ακόμα πιο πολύ, Λόλα, φοβάμαι τόσο, βλέπεις, που αν πεθάνω από δικό μου θάνατο, αργότερα, δε θέλω με τίποτα να με κάψουν! Θα 'θελα να μ' αφήσουν στο χώμα, να σαπίσω στο νεκροταφείο, ήσυχα, εκεί δα, έτοιμο να ξαναζήσω ίσως... Δεν ξέρεις ποτέ! Ενώ αν με κάναν στάχτη, Λόλα, με νιώθεις, τέρμα όλα, τέρμα... Ο σκελετός, όσο να 'ναι, μοιάζει ακόμα λιγάκι μ' άνθρωπο... Είναι πιο έτοιμος να ξαναζήσει απ' ό,τι η στάχτη... Με τη στάχτη τέρμα τα δίφραγκα!... Τι λες κι εσύ;... Ο πόλεμος λοιπόν..."
"Α, μα είσαι πέρα για πέρα άνανδρος, Φερδινάνδε! Σιχαμερός σαν ποντίκι..."
"Ναι, πέρα για πέρα άνανδρος, Λόλα, τον αρνούμαι τον πόλεμο με ό,τι έχει μέσα... Δεν τον θρηνώ εγώ... Δεν παραιτούμαι εγώ... Δεν τον μοιρολογάω... τον αρνούμαι καθαρά και ξάστερα, κι όλους μαζί τους λεβέντες που περιέχει, δε θέλω να 'χω τίποτα να κάνω μαζί τους, μαζί του. Δεν πα να 'ναι εννιακόσια ογδόντα πέντε εκατομμύρια του λόγου τους κι εγώ μονάχα ένας, αυτοί έχουν άδικο, Λόλα κι εγώ δίκιο, γιατί μόνο εγώ ξέρω τι θέλω: δε θέλω πια να πεθάνω."
"Μα είναι αδύνατον ν' αρνηθείς τον πόλεμο, Φερδινάνδε! Μόνο οι τρελοί κι οι άνανδροι αρνούνται τον πόλεμο όταν κινδυνεύει η Πατρίδα τους..."
"Ε, λοιπόν, να ζήσουν οι τρελοί και οι άνανδροι! Ή μάλλον να επιζήσουν! Θυμάσαι, ας πούμε, Λόλα, τ' όνομα έστω κι ενός στρατιώτη απ' όσους σκοτώθηκαν στον Εκατονταετή Πόλεμο;... Προσπάθησες να μάθεις έστω κι ένα από κείνα τα ονόματα;... Όχι, έτσι δεν είναι;... Ποτέ σου δεν προσπάθησες; Σου 'ναι όλα τόσο ανώνυμα, τόσο αδιάφορα και τόσο άγνωστα όσο και το τελευταίο μόριο τούτου δω του πρες παπιέ, όσο και το πρωινό σκατό σου... Βλέπεις λοιπόν που πεθάναν για το τίποτα, Λόλα! Για το απολύτως τίποτα, οι κόπανοι! Σε διαβεβαιώ! Είναι αποδεδειγμένο! Μόνο η ζωή μετράει. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια από τώρα, σου πάω στοίχημα, τούτος ο πόλεμος, όσο κι αν σήμερα σου φαίνεται σπουδαίος, θα 'χει παντελώς ξεχαστεί. Το πολύ πολύ να τσακώνονται ακόμα, εδώ κι εκεί, καμιά ντουζίνα καλαμαράδες γι' αυτόν και για το πότε γίναν οι σημαντικότερες εκατόμβες, χάρη στις οποίες δοξάστηκε... Είναι το μόνο αξιομνημόνευτο που κατάφεραν να βρουν οι άνθρωποι, οι μεν για τους δε, σ' απόσταση μερικών αιώνων, μερικών χρόνων, ακόμα και μερικών ωρών... Δεν πιστεύω στο μέλλον, Λόλα..."

Όταν ανακάλυψε μέχρι ποιου σημείου κόμπαζα για την επαίσχυντη κατάστασή μου, η Λόλα έπαψε εντελώς να με βρίσκει αξιολύπητο... Με θεώρησε αξιοκαταφρόνητο, αμετακλήτως.

Αποφάσισε να μ' εγκαταλείψει αυτοστιγμεί. Το 'χα παρακάνει. Όταν τη συνόδεψα ως το πορτάκι του Ασύλου μας εκείνο το βράδυ, δεν με φίλησε. (...)