Ποιοι είναι αυτοί οι καταραμένοι κόκκινοι τέλος πάντων;
Καταραμένος κόκκινος είναι όποιος θέλει 30 σεντς όταν εγώ πληρώνω 25.
Ποιοι είναι αυτοί οι καταραμένοι κόκκινοι τέλος πάντων;
Καταραμένος κόκκινος είναι όποιος θέλει 30 σεντς όταν εγώ πληρώνω 25.
Η δυτική χώρα σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία σαν άλογα προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες σε νευρική ανησυχία με το προαίσθημα μιας μεταβολής, μην καταλαβαίνοντας τίποτα σχετικά με τη φύση της μεταβολής. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες χτυπώντας τις άμεσες εκδηλώσεις, τις ολοένα μεγαλύτερες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, την ολοένα μεγαλύτερη ενοποίηση της εργατιάς˙ χτυπώντας τους καινούργιους φόρους, τα οικονομικά μέτρα˙ μην καταλαβαίνοντας πως όλ’ αυτά είναι αποτελέσματα, όχι αιτίες. Αποτελέσματα, όχι αιτίες˙ αποτελέσματα, όχι αιτίες. Οι αιτίες είναι βαθιές και απλές – αιτίες είναι η πείνα ενός στομαχιού πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο, η πείνα μιας ψυχής, πείνα για χαρά και για λίγη ασφάλεια, πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο˙ μυώνες και νους που λαχταρούν να αναπτυχθούν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν, πολλαπλασιασμένοι στο εκατομμύριο. Η τελική καθαρά διαγραμμένη ανθρώπινη λειτουργία – μυώνες που λαχταρούν για δουλειά, νους που λαχταρά να δημιουργήσει πέρα από τις απλές ανάγκες – αυτό είναι ο άνθρωπος. Να χτίσει έναν τοίχο, να χτίσει ένα σπίτι, ένα φράγμα, και στον τοίχο, στο σπίτι και στο φράγμα να βάλει κάτι από το ίδιο το Ανθρώπινο Συνειδητό του, και το Ανθρώπινο Συνειδητό του να πάρει κάτι από τον τοίχο, από το σπίτι κι απ’ το φράγμα˙ ν’ αποχτήσει δυνατούς μυώνες από τη δουλειά, να πάρει την καθαρή γραμμή και την καθαρή μορφή από τη σύλληψη του σχεδίου. Γιατί ο άνθρωπος, αντίθετα με ό,τι άλλο οργανικό ή ανόργανο στον κόσμο, αίρεται ψηλότερα από το έργο του, ξεπερνά την κλίμακα των ιδεών του, προβάλλει πάνω από τα επιτεύγματά του. Να τι μπορεί να πει κανείς για τον άνθρωπο – ενώ οι θεωρίες αλλάζουν και καταρρέουν, ενώ οι διάφορες φιλοσοφίες, οι σχολές και στενοί και σκοτεινοί λαβύρινθοι της σκέψης, εθνικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί, ακμάζουν κι έπειτα παρακμάζουν, ο άνθρωπος τραβάει μπρος, προχωράει σκοντάφτοντας, με κόπο, κάποιες φορές και λαθεμένα. Αφού κάνει ένα βήμα, τυχαίνει να γλιστρήσει προς τα πίσω, μα μόνο μισό βήμα, ποτέ ολάκερο βήμα. Αυτό μπορούμε να πούμε και πρέπει να το νιώσουμε, και να το νιώσουμε βαθιά. Μπορείτε να το νιώσετε όταν τα μαύρα αεροπλάνα ζυγιάζουν τις μπόμπες τους πάνω σε άμαχους πληθυσμούς, όταν οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται ίδια γουρούνια, όταν τα σακατεμένα κορμιά στραγγίζουν το αίμα τους ποτίζοντας τη γης. Έτσι μπορείτε να το νιώσετε. Αν δε γινόταν το βήμα, αν δεν ήταν ολοζώντανη η λαχτάρα για, έστω κλονιζόμενο, βήμα προς τα εμπρός, δε θα ‘πεφταν οι μπόμπες, δε θα πετσοκόβονταν οι άνθρωποι. Να φοβάσαι τη μέρα που θα πάψουν οι βομβαρδισμοί,
μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι βομβαρδιστές, γιατί η κάθε μπόμπα είναι μια απόδειξη πως δεν πέθανε το πνεύμα. Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες – γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις – να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπός ένα ον ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.
Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Το Τέξας και η Οκλαχόμα, το Κάνσας και το Αρκάνσας, το Νέο Μεξικό, η Αριζόνα, η Καλιφόρνια. Μια οικογένεια υποχρεώθηκε να φύγει από τη γης. Ο πατέρας δανείστηκε από την Τράπεζα, και τώρα η Τράπεζα τη θέλει τη γης. Η Κτηματική Εταιρεία – η Τράπεζα, δηλαδή, αν τύχει κι έχει κτήματα δικά της – θέλει τρακτόρια στη γης, όχι οικογένειες. Είναι κακό ένα τρακτόρι; Βρίσκεται σε άδικο η μηχανική δύναμη που ανασκαλεύει τα μακριά αυλάκια; Αν το τρακτόρι αυτό ήταν δικό μας, θα ‘ταν καλό – όχι δικό μου, δικό μας. Αν το τρακτόρι ανασκάλευε τα μακριά αυλάκια της δικής μας γης, θα ‘ταν καλό. Όχι, της δικής μου γης, της δικής μας. Τότε θ’ αγαπούσαμε το τρακτόρι, όπως αγαπήσαμε και τη γης αυτή τον καιρό που ήταν δική μας. Μα το τρακτόρι αυτό κάνει δυο δουλειές – ανασκαλεύει τη γης και μας διώχνει από τη γης. Δεν έχει μεγάλη διαφορά ένα τρακτόρι από ένα τανκ πολεμικό. Και τα δυο τρομοκρατούν τον άνθρωπο, τον διώχνουν, τον χτυπούν. Πρέπει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.
Ένας άνθρωπος, μια οικογένεια διώχτηκε απ’ τη γης˙ αυτό το σκουριασμένο αυτοκίνητο που τρίζει πάνω στη δημοσιά τραβώντας δυτικά. Έχασα τη γης μου, ένα τρακτόρι μου πήρε τη γης μου. Είμαι ολομόναχος και σαστισμένος. Και μες στη νύχτα, μια οικογένεια κατασκηνώνει σε μια λακκούβα, κι έρχεται ακόμα μια οικογένεια και σβήνουν τα τσαντίρια τους. Οι δυο άντρες ανακαθίζουν πάνω στα μεριά τους και οι γυναίκες αφουγκράζονται μαζί με τα παιδιά. Εδώ βρίσκεται ο κόμπος – όλοι εσείς που εχθρεύεστε τις μεταβολές και φοβόσαστε την επανάσταση, θέλετε να χωρίσετε αυτούς τους δυο ανακαθισμένους άντρες˙ να τους κάνετε να μισούν, να φοβούνται, να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας εκείνου που φοβόσαστε. Αυτός είναι ο άξονας. Γιατί εδώ, το «έχασα τη γης μου» παθαίνει μια μεταβολή˙ ένα κύτταρο χωρίζεται, κι από το κύτταρο αυτό ξεφυτρώνει εκείνο που φοβόσαστε: «Χάσαμε τη γης μας!». Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος, γιατί δυο άνθρωποι μαζί δεν είναι πια τόσο μονάχοι και τόσο σκοτισμένοι όσο ο ένας άνθρωπος. Και από το πρώτο αυτό «εμείς» γεννιέται κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο: «το φαΐ μου είναι λίγο» συν «δεν έχω να φάω». Αν το πηλίκον σ’ αυτό το πρόβλημα είναι: «Το φαΐ μας είναι λίγο», το ζήτημα προχώρησε, η κίνηση έχει μια κατεύθυνση. Τώρα, ένας μικρός πολλαπλασιασμός, και η γης αυτή, το τρακτόρι αυτό, είναι δικά μας. Δυο ανακαθισμένοι άντρες μέσα σε μια λακκούβα, η μικρή φωτιά, το λαρδί που βράζει μέσα σε μια μοναδική χύτρα, σιωπηλές γυναίκες με πετρωμένη ματιά˙ πίσω τους, παιδιά που αφουγκράζονται με όλη τους την ψυχή λόγια που δεν καταλαβαίνει το μυαλό τους. Νυχτώνει. Το μωρό κρυολόγησε. Να, πάρε τούτη την κουβέρτα. Είναι μάλλινη. Ήταν της μητέρας μου – πάρ’ την για το μωρό. Αυτό να χτυπηθεί. Αυτό είναι η αρχή – από το «εγώ» στο «εμείς».
Αν μπορούσατε να το καταλάβετε όλοι εσείς που κατέχετε τα αγαθά που ανήκουν στο λαό, θα μπορούσατε ίσως να διατηρηθείτε. Αν μπορούσατε να ξεχωρίσετε τις αιτίες από τα αποτελέσματα, αν μπορούσατε να καταλάβετε πως ο Πέιν, ο Μαρξ, ο Τζέφερσον, ο Λένιν ήταν αποτελέσματα όχι αιτίες, θα μπορούσατε ίσως να επιζήσετε. Μα δεν μπορείτε να το καταλάβετε. Γιατί η πλεονεξία σας απολιθώνει μια για πάντα στο «εγώ» και μια για πάντα σας χωρίζει από το «εμείς».
Οι Δυτικές Πολιτείες βρίσκονται σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Η ανάγκη σπρώχνει τον άνθρωπο να βρίσκει ιδέες, και οι ιδέες σπρώχνουν σε δράση. Μισό εκατομμύριο αναδεύονται σε όλη τη χώρα˙ άλλο ένα εκατομμύριο περιμένουν, έτοιμοι να ξεκινήσουν˙ και άλλα δέκα εκατομμύρια νιώθουν την πρώτη ανησυχία.
Και τα τρακτόρια, δώσ’ του κι ανασκαλεύουν την πληθύ τα αυλάκια στην ερημωμένη γης.
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Πηγή:
https://24grammata.com/%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%AD%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF-%CF%84%CE%AD%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84/
Ο Λένι έπαιξε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. "Τζορτζ;"
"Ναι;"
"Τζορτζ, σε πόσο καιρό θα πάρουμε κείνο το σπιτάκι και θα την περνάμε ζωή και κότα... και θα'χουμε τα κουνέλια;"
"Δεν ξέρω" είπε ο Τζορτζ. "Πρέπει να κάνουμε ένα καλό κομπόδεμα οι δυο μας. Ξέρω ένα μέρος που δε θα μας κοστίσει πολύ, αλλά δεν το χαρίζουν κιόλας".
Ο γερο-Κάντι γύρισε αργά. Τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα. Παρατήρησε προσεχτικά τον Τζορτζ.
Ο Λένι είπε: "Πες για κείνο το μέρος, Τζορτζ".
"Χτες βράδυ δε σου'πα;"
"Έλα, πες ξανά, Τζορτζ".
"Λοιπόν, έχει κάπου τριάντα στρέμματα" είπε ο Τζορτζ. "Έχει έναν μικρό ανεμόμυλο. Έχει ένα μικρό καλύβι και κοτέτσι. Έχει μαγερειό, περιβόλι, κεράσια, μήλα, ροδάκινα, βερίκοκα, καρύδια, φράουλες. Υπάρχει τόπος για τριφύλλι και νερό μπόλικο, να το πλημμυρίσεις. Υπάρχει στάβλος για γουρούνια..."
"Και για κουνέλια Τζορτζ".
"Δεν υπάρχει μέρος για κουνέλια τώρα, αλλά μπορώ εύκολα να φτιάξω μερικά κλουβιά κι εσύ θα μπορούσες να ταΐζεις με τριφύλλι τα κουνέλια".
"Ναι, θα μπορούσα" είπε ο Λένι. "Και βέβαια θα μπορούσα".
Τα χέρια του Τζορτζ σταμάτησαν να ρίχνουν τα χαρτιά. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο ζεστή. "Και θα'χαμε και γουρούνια. Θα'φτιαχνα ένα καλύβι για το κάπνισμα του κρέατος, σαν εκείνο που είχε ο παππούς μου, κι όποτε σκοτώναμε ένα γουρούνι θα καπνίζαμε το μπέικον και το χοιρομέρι, θα φτιάχναμε λουκάνικα. Κι όταν οι σολομοί θ'ανέβαιναν τον ποταμό, θα πιάναμε καμιά εκατοστή και θα τους παστώναμε ή θα τους καπνίζαμε. Θα τους τρώγαμε για πρωινό. Δεν υπάρχει άλλο τίποτα τόσο νόστιμο όσο ο καπνιστός σολομός. Θα'χουμε φρούτα, και ντομάτες, που'ναι εύκολες στο κονσερβάρισμα. Τις Κυριακές θα σκοτώναμε κάνα κοτόπουλο ή κάνα κουνέλι. Μπορεί να'χαμε μια αγελάδα ή μια κατσίκα, και το καϊμάκι θα'ναι τόσο πηχτό που θα το κόβεις με το μαχαίρι και θα το βγάζεις με το κουτάλι".
Ο Λένι τον παρακολουθούσε μ'ολάνοιχτα μάτια κι ο γερο-Κάντι τον παρακολουθούσε κι αυτός. Ο Λένι είπε σιγανά: "Θα την περνούσαμε ζωή και κότα".
"Βέβαια" είπε ο Τζορτζ. "Κάθε λογής ζαρζαβατικά στον κήπο, κι αν θέλουμε λίγο ουίσκι, θα πουλάμε κάνα αβγό ή λίγο γάλα. Θα ζούσαμε εκεί. Θ'ανήκαμε εκεί. Δε θα τριγυρνούσαμε πια σ'όλη τη χώρα, ούτε θα μας τάιζε ένας Γιαπωνέζος μάγερας. Όχι, κύριε, θα ριζώναμε σ'έναν τόπο, θα'χαμε το δικό μας σπιτικό και δε θα κοιμόμασταν σε κοιτώνες".
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα ’πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.
Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
[Ι. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ]
…Η Δυτική χώρα πανικοβλήθηκε όταν πλήθυναν οι μετανάστες πάνω στις δημοσιές. Όσο είχαν περιουσία, φοβήθηκαν για την περιουσία τους. Άνθρωποι που δεν ήξεραν από πείνα, την έβλεπαν τώρα μέσα στα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να επιθυμήσουν εντατικά, έβλεπαν τώρα τη φλόγα της επιθυμίας μέσα στα μάτια του μετανάστη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις και στα όμορφα περίχωρα μαζεύτηκαν για ν’ αμυνθούν· και όπως κάνει πάντα ο άνθρωπος πριν αρχίσει ένα πόλεμο, έπειθαν τον εαυτό τους πως αυτοί είναι καλοί και πως ο εισβολέας είναι κακός. Είπαν: Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι βρόμικοι κι αμόρφωτοι. Έκφυλοι, δοσμένοι στην ακολασία. Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι κλέφτες. Θα κλέψουν ό,τι λάχει. Δεν έχουν καμιάν αντίηψη για τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.
Το τελευταίο αυτό ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος δίχως καμιά περιουσία να ξέρει τον καημό της ιδιοχτησίας; Και οι άνθρωποι που αμύνονταν είπαν: μας κουβαλούν επιδημίες, είναι μολυσμένοι. Δεν παραδεχόμαστε τα παιδιά τους στα σχολεία μας. Είναι ξένοι. Θα σ’ άρεσε να πάει η αδερφή σου μ’ έναν από δαύτους;
Οι ντόπιοι στηρίχτηκαν σε μια πειθαρχία απονιάς. Έφτιαξαν ομάδες, ουλαμούς και τους όπλισαν – τους όπλισαν με ρόπαλα, με ασφυξιογόνα, με ντουφέκια. Ο τόπος είναι δική μας ιδιοχτησία. Δεν μπορούμε ν’ αφήσουνε τους Όκιους να κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτοί που ήταν οπλισμένοι δεν είχαν δικά τους χτήματα, μα φανταζόντανε πως είχαν. Και οι υπάλληλοι που περιπολούσαν τη νύχτα δεν είχαν τίποτα δικό τους, και οι μαγαζάτορες ήταν γεμάτοι χρέη. Μα και το χρέος είναι κάτι, ακόμα και μια θεσούλα είναι κάτι. Ο υπάλληλος έκανε τη σκέψη: κερδίζω δεκαπέντε τάλαρα τη βδομάδα. Κι ένας αναθεματισμένος Όκιος δεχόταν να δουλέψει μόνο με δώδεκα; Και ο μικρομαγαζάτορας έκανε τη σκέψη: πώς θα μπορέσω να συναγωνιστώ έναν άνθρωπο που δεν έχει χρέη;
Και οι μετανάστες, κουβαλιόντανε πάνω στις δημοσιές, και η πείνα γυάλιζε μες στα μάτια τους, και η επιθυμία γυάλιζε μες στα μάτια τους. Δε ρητόρευαν, δεν είχαν σύστημα, βάραιναν μόνο με το πλήθος και με τις ανάγκες τους. Αν τύχαινε να βρεθεί καμιά δουλειά για έναν άνθρωπο, μάλωναν δέκα άνθρωποι ποιος να την πρωτοπάρει – μάλωναν ποιος να δεχτεί μικρότερο μεροκάματο: αν αυτός δουλεύει για τριάντα σέντσια, εγώ θα δουλέψω για είκοσι πέντε.
Αν αυτός δέχεται με είκοσι πέντε, εγώ την κάνω με είκοσι.
Όχι, εμένα, πεινώ. Θα δουλέψω για δεκαπέντε σέντσια. Τα παιδιά μου. Να τα ’βλεπες πώς είναι. Οι κοιλιές τους πρησμένες, ίδια καζανάκια δεν μπορούνε να σταθούν στα πόδια τους. Δώσ’ τους κανένα πεφτόφρουτο. Εμένα. Θα δουλέψω για ένα κομμάτι κρέας.
Ήταν καλή δουλειά, γιατί τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Οι μεγαλοχτηματίες ήταν χαρούμενοι κι έστελναν κι άλλες προκηρύξεις για να ’ρθουν κι άλλοι άνθρωποι. Και τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Δε θ’ αργήσουμε να ’χουμε πάλι δουλοπάροικους…
John Ernst Steinbeck, Jr, 27/2/1902 – 20/12/1968...
Τζων Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής, μετάφρ. Κοσμάς Πολίτης, Εκδόσεις Δαμιανός χ.χ.
