Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Steinbeck John. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Steinbeck John. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

John Steinbeck - Τα σταφύλια της οργής (Κεφάλαιο 14)

 Η δυτική χώρα σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία σαν άλογα προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες σε νευρική ανησυχία με το προαίσθημα μιας μεταβολής, μην καταλαβαίνοντας τίποτα σχετικά με τη φύση της μεταβολής. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες χτυπώντας τις άμεσες εκδηλώσεις, τις ολοένα μεγαλύτερες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, την ολοένα μεγαλύτερη ενοποίηση της εργατιάς˙ χτυπώντας τους καινούργιους φόρους, τα οικονομικά μέτρα˙ μην καταλαβαίνοντας πως όλ’ αυτά είναι αποτελέσματα, όχι αιτίες. Αποτελέσματα, όχι αιτίες˙ αποτελέσματα, όχι αιτίες. Οι αιτίες είναι βαθιές και απλές – αιτίες είναι η πείνα ενός στομαχιού πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο, η πείνα μιας ψυχής, πείνα για χαρά και για λίγη ασφάλεια, πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο˙ μυώνες και νους που λαχταρούν να αναπτυχθούν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν, πολλαπλασιασμένοι στο εκατομμύριο. Η τελική καθαρά διαγραμμένη ανθρώπινη λειτουργία – μυώνες που λαχταρούν για δουλειά, νους που λαχταρά να δημιουργήσει πέρα από τις απλές ανάγκες – αυτό είναι ο άνθρωπος. Να χτίσει έναν τοίχο, να χτίσει ένα σπίτι, ένα φράγμα, και στον τοίχο, στο σπίτι και στο φράγμα να βάλει κάτι από το ίδιο το Ανθρώπινο Συνειδητό του, και το Ανθρώπινο Συνειδητό του να πάρει κάτι από τον τοίχο, από το σπίτι κι απ’ το φράγμα˙ ν’ αποχτήσει δυνατούς μυώνες από τη δουλειά, να πάρει την καθαρή γραμμή και την καθαρή μορφή από τη σύλληψη του σχεδίου. Γιατί ο άνθρωπος, αντίθετα με ό,τι άλλο οργανικό ή ανόργανο στον κόσμο, αίρεται ψηλότερα από το έργο του, ξεπερνά την κλίμακα των ιδεών του, προβάλλει πάνω από τα επιτεύγματά του. Να τι μπορεί να πει κανείς για τον άνθρωπο – ενώ οι θεωρίες αλλάζουν και καταρρέουν, ενώ οι διάφορες φιλοσοφίες, οι σχολές και στενοί και σκοτεινοί λαβύρινθοι της σκέψης, εθνικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί, ακμάζουν κι έπειτα παρακμάζουν, ο άνθρωπος τραβάει μπρος, προχωράει σκοντάφτοντας, με κόπο, κάποιες φορές και λαθεμένα. Αφού κάνει ένα βήμα, τυχαίνει να γλιστρήσει προς τα πίσω, μα μόνο μισό βήμα, ποτέ ολάκερο βήμα. Αυτό μπορούμε να πούμε και πρέπει να το νιώσουμε, και να το νιώσουμε βαθιά. Μπορείτε να το νιώσετε όταν τα μαύρα αεροπλάνα ζυγιάζουν τις μπόμπες τους πάνω σε άμαχους πληθυσμούς, όταν οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται ίδια γουρούνια, όταν τα σακατεμένα κορμιά στραγγίζουν το αίμα τους ποτίζοντας τη γης. Έτσι μπορείτε να το νιώσετε. Αν δε γινόταν το βήμα, αν δεν ήταν ολοζώντανη η λαχτάρα για, έστω κλονιζόμενο, βήμα προς τα εμπρός, δε θα ‘πεφταν οι μπόμπες, δε θα πετσοκόβονταν οι άνθρωποι. Να φοβάσαι τη μέρα που θα πάψουν οι βομβαρδισμοί,

μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι βομβαρδιστές, γιατί η κάθε μπόμπα είναι μια απόδειξη πως δεν πέθανε το πνεύμα. Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες – γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις – να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπός ένα ον ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.

Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Το Τέξας και η Οκλαχόμα, το Κάνσας και το Αρκάνσας, το Νέο Μεξικό, η Αριζόνα, η Καλιφόρνια. Μια οικογένεια υποχρεώθηκε να φύγει από τη γης. Ο πατέρας δανείστηκε από την Τράπεζα, και τώρα η Τράπεζα τη θέλει τη γης. Η Κτηματική Εταιρεία – η Τράπεζα, δηλαδή, αν τύχει κι έχει κτήματα δικά της – θέλει τρακτόρια στη γης, όχι οικογένειες. Είναι κακό ένα τρακτόρι; Βρίσκεται σε άδικο η μηχανική δύναμη που ανασκαλεύει τα μακριά αυλάκια; Αν το τρακτόρι αυτό ήταν δικό μας, θα ‘ταν καλό – όχι δικό μου, δικό μας. Αν το τρακτόρι ανασκάλευε τα μακριά αυλάκια της δικής μας γης, θα ‘ταν καλό. Όχι, της δικής μου γης, της δικής μας. Τότε θ’ αγαπούσαμε το τρακτόρι, όπως αγαπήσαμε και τη γης αυτή τον καιρό που ήταν δική μας. Μα το τρακτόρι αυτό κάνει δυο δουλειές – ανασκαλεύει τη γης και μας διώχνει από τη γης. Δεν έχει μεγάλη διαφορά ένα τρακτόρι από ένα τανκ πολεμικό. Και τα δυο τρομοκρατούν τον άνθρωπο, τον διώχνουν, τον χτυπούν. Πρέπει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

Ένας άνθρωπος, μια οικογένεια διώχτηκε απ’ τη γης˙ αυτό το σκουριασμένο αυτοκίνητο που τρίζει πάνω στη δημοσιά τραβώντας δυτικά. Έχασα τη γης μου, ένα τρακτόρι μου πήρε τη γης μου. Είμαι ολομόναχος και σαστισμένος. Και μες στη νύχτα, μια οικογένεια κατασκηνώνει σε μια λακκούβα, κι έρχεται ακόμα μια οικογένεια και σβήνουν τα τσαντίρια τους. Οι δυο άντρες ανακαθίζουν πάνω στα μεριά τους και οι γυναίκες αφουγκράζονται μαζί με τα παιδιά. Εδώ βρίσκεται ο κόμπος – όλοι εσείς που εχθρεύεστε τις μεταβολές και φοβόσαστε την επανάσταση, θέλετε να χωρίσετε αυτούς τους δυο ανακαθισμένους άντρες˙ να τους κάνετε να μισούν, να φοβούνται, να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας εκείνου που φοβόσαστε. Αυτός είναι ο άξονας. Γιατί εδώ, το «έχασα τη γης μου» παθαίνει μια μεταβολή˙ ένα κύτταρο χωρίζεται, κι από το κύτταρο αυτό ξεφυτρώνει εκείνο που φοβόσαστε: «Χάσαμε τη γης μας!». Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος, γιατί δυο άνθρωποι μαζί δεν είναι πια τόσο μονάχοι και τόσο σκοτισμένοι όσο ο ένας άνθρωπος. Και από το πρώτο αυτό «εμείς» γεννιέται κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο: «το φαΐ μου είναι λίγο» συν «δεν έχω να φάω». Αν το πηλίκον σ’ αυτό το πρόβλημα είναι: «Το φαΐ μας είναι λίγο», το ζήτημα προχώρησε, η κίνηση έχει μια κατεύθυνση. Τώρα, ένας μικρός πολλαπλασιασμός, και η γης αυτή, το τρακτόρι αυτό, είναι δικά μας. Δυο ανακαθισμένοι άντρες μέσα σε μια λακκούβα, η μικρή φωτιά, το λαρδί που βράζει μέσα σε μια μοναδική χύτρα, σιωπηλές γυναίκες με πετρωμένη ματιά˙ πίσω τους, παιδιά που αφουγκράζονται με όλη τους την ψυχή λόγια που δεν καταλαβαίνει το μυαλό τους. Νυχτώνει. Το μωρό κρυολόγησε. Να, πάρε τούτη την κουβέρτα. Είναι μάλλινη. Ήταν της μητέρας μου – πάρ’ την για το μωρό. Αυτό να χτυπηθεί. Αυτό είναι η αρχή – από το «εγώ» στο «εμείς».

Αν μπορούσατε να το καταλάβετε όλοι εσείς που κατέχετε τα αγαθά που ανήκουν στο λαό, θα μπορούσατε ίσως να διατηρηθείτε. Αν μπορούσατε να ξεχωρίσετε τις αιτίες από τα αποτελέσματα, αν μπορούσατε να καταλάβετε πως ο Πέιν, ο Μαρξ, ο Τζέφερσον, ο Λένιν ήταν αποτελέσματα όχι αιτίες, θα μπορούσατε ίσως να επιζήσετε. Μα δεν μπορείτε να το καταλάβετε. Γιατί η πλεονεξία σας απολιθώνει μια για πάντα στο «εγώ» και μια για πάντα σας χωρίζει από το «εμείς».

Οι Δυτικές Πολιτείες βρίσκονται σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Η ανάγκη σπρώχνει τον άνθρωπο να βρίσκει ιδέες, και οι ιδέες σπρώχνουν σε δράση. Μισό εκατομμύριο αναδεύονται σε όλη τη χώρα˙ άλλο ένα εκατομμύριο περιμένουν, έτοιμοι να ξεκινήσουν˙ και άλλα δέκα εκατομμύρια νιώθουν την πρώτη ανησυχία.

Και τα τρακτόρια, δώσ’ του κι ανασκαλεύουν την πληθύ τα αυλάκια στην ερημωμένη γης.


Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης

Πηγή: 

https://24grammata.com/%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%AD%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF-%CF%84%CE%AD%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84/



Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

John Steinbeck - Άνθρωποι και ποντίκια (απόσπασμα)

 Ο Λένι έπαιξε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. "Τζορτζ;"

 "Ναι;"

 "Τζορτζ, σε πόσο καιρό θα πάρουμε κείνο το σπιτάκι και θα την περνάμε ζωή και κότα... και θα'χουμε τα κουνέλια;"

 "Δεν ξέρω" είπε ο Τζορτζ. "Πρέπει να κάνουμε ένα καλό κομπόδεμα οι δυο μας. Ξέρω ένα μέρος που δε θα μας κοστίσει πολύ, αλλά δεν το χαρίζουν κιόλας".

 Ο γερο-Κάντι γύρισε αργά. Τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα. Παρατήρησε προσεχτικά τον Τζορτζ.

 Ο Λένι είπε: "Πες για κείνο το μέρος, Τζορτζ".

 "Χτες βράδυ δε σου'πα;"

 "Έλα, πες ξανά, Τζορτζ".

 "Λοιπόν, έχει κάπου τριάντα στρέμματα" είπε ο Τζορτζ. "Έχει έναν μικρό ανεμόμυλο. Έχει ένα μικρό καλύβι και κοτέτσι. Έχει μαγερειό, περιβόλι, κεράσια, μήλα, ροδάκινα, βερίκοκα, καρύδια, φράουλες. Υπάρχει τόπος για τριφύλλι και νερό μπόλικο, να το πλημμυρίσεις. Υπάρχει στάβλος για γουρούνια..."

 "Και για κουνέλια Τζορτζ". 

 "Δεν υπάρχει μέρος για κουνέλια τώρα, αλλά μπορώ εύκολα να φτιάξω μερικά κλουβιά κι εσύ θα μπορούσες να ταΐζεις με τριφύλλι τα κουνέλια".

 "Ναι, θα μπορούσα" είπε ο Λένι. "Και βέβαια θα μπορούσα".

 Τα χέρια του Τζορτζ σταμάτησαν να ρίχνουν τα χαρτιά. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο ζεστή. "Και θα'χαμε και γουρούνια. Θα'φτιαχνα ένα καλύβι για το κάπνισμα του κρέατος, σαν εκείνο που είχε ο παππούς μου, κι όποτε σκοτώναμε ένα γουρούνι θα καπνίζαμε το μπέικον και το χοιρομέρι, θα φτιάχναμε λουκάνικα. Κι όταν οι σολομοί θ'ανέβαιναν τον ποταμό, θα πιάναμε καμιά εκατοστή και θα τους παστώναμε ή θα τους καπνίζαμε. Θα τους τρώγαμε για πρωινό. Δεν υπάρχει άλλο τίποτα τόσο νόστιμο όσο ο καπνιστός σολομός. Θα'χουμε φρούτα, και ντομάτες, που'ναι εύκολες στο κονσερβάρισμα. Τις Κυριακές θα σκοτώναμε κάνα κοτόπουλο ή κάνα κουνέλι. Μπορεί να'χαμε μια αγελάδα ή μια κατσίκα, και το καϊμάκι θα'ναι τόσο πηχτό που θα το κόβεις με το μαχαίρι και θα το βγάζεις με το κουτάλι".

 Ο Λένι τον παρακολουθούσε μ'ολάνοιχτα μάτια κι ο γερο-Κάντι τον παρακολουθούσε κι αυτός. Ο Λένι είπε σιγανά: "Θα την περνούσαμε ζωή και κότα".

 "Βέβαια" είπε ο Τζορτζ. "Κάθε λογής ζαρζαβατικά στον κήπο, κι αν θέλουμε λίγο ουίσκι, θα πουλάμε κάνα αβγό ή λίγο γάλα. Θα ζούσαμε εκεί. Θ'ανήκαμε εκεί. Δε θα τριγυρνούσαμε πια σ'όλη τη χώρα, ούτε θα μας τάιζε ένας Γιαπωνέζος μάγερας. Όχι, κύριε, θα ριζώναμε σ'έναν τόπο, θα'χαμε το δικό μας σπιτικό και δε θα κοιμόμασταν σε κοιτώνες".


Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

John Steinbeck-Άνθρωποι και ποντίκια (απόσπασμα)


Καθένας στον κόσμο έχει ένα όνειρο που ξέρει ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, ωστόσο ξοδεύει τη ζωή του ελπίζοντας ότι θα το πραγματοποιήσει.
Αυτή η αντίφαση ενσωματώνει, ταυτόχρονα, τη θλίψη, το μεγαλείο και τον θρίαμβο του ανθρώπινου είδους.

John Steinbeck (27 Φεβρουαρίου 1902 - 20 Δεκεμβρίου 1968)
Πηγή: Άνθρωποι και ποντίκια, μτφρ.: Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Παπαδόπουλος

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

John Steinbeck-Τα σταφύλια της οργής (απόσπασμα)

 Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.

Και το τελευταίο ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία να ξέρει τον πόνο της ιδιοκτησίας; Και οι υπερασπιζόμενοι, είπαν, φέρνουν ασθένεια, είναι βρώμικοι. Δεν μπορούμε να τους έχουμε στα σχολεία. Είναι ξένοι. Πως θα σου φαινόταν να έχεις την αδερφή σου να βγαίνει με έναν από αυτούς;
Οι ντόπιοι μπήκαν γρήγορα στο καλούπι της σκληρότητας. Έπειτα σχημάτισαν μονάδες, αποσπάσματα και τα όπλισαν –με ρόπαλα, με βενζίνη, με όπλα. Μας ανήκει η περιοχή. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτούς τους Okies να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και οι άνδρες που ήταν οπλισμένοι δεν κατείχαν τη γη, αλλά νόμιζαν ότι την κατείχαν.
Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς και η πείνα τους, ήταν στα μάτια τους, και η ανάγκη τους ήταν στα μάτια τους. Δεν είχαν κανένα επιχείρημα, κανένα σύστημα, παρά μόνο τον αριθμό τους και τις ανάγκες τους. Όταν υπήρχε δουλειά για έναν άνθρωπο, δέκα άνδρες πολεμούσαν γι αυτήν – πολεμούσαν με το χαμηλό μεροκάματο. Αν αυτός ο τύπος δουλεύει για τριάντα σεντς, θα δουλέψω για είκοσι πέντε. Αν θα πάρει είκοσι πέντε, θα το κάνω για είκοσι.

Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα ’πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.

Και αυτό ήταν καλό, γιατί οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές έμεναν ψηλά. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες ήταν ευτυχείς και έστελναν περισσότερα φεϊγβολάν για να φέρουν περισσότερους ανθρώπους και οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές παρέμεναν πάνω. Και πολύ σύντομα τώρα θα έχουμε και πάλι δουλοπάροικους.
Και τώρα οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι εταιρείες εφεύραν μια νέα μέθοδο. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης αγόραζε ένα κονσερβοποιείο. Και όταν τα ροδάκινα και τα αχλάδια ήταν ώριμα, έκοβε την τιμή των φρούτων κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Και ως ιδιοκτήτης κονσερβοποιείου πλήρωνε ο ίδιος μια χαμηλή τιμή για τα φρούτα και διατηρούσε την τιμή των κονσερβοποιημένων προϊόντων ψηλά και έπαιρνε το κέρδος του. Και οι μικροί αγρότες οι οποίοι δεν είχαν κονσερβοποιεία έχαναν τα χωράφια τους, και τους τα έπαιρναν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι τράπεζες και οι εταιρείες οι οποίες, επίσης, είχαν τις κονσερβοποιείες. Καθώς περνούσε ο καιρός, υπήρχαν λιγότερες φάρμες. Οι μικροί αγρότες μετακόμιζαν στην πόλη για λίγο και εξαντλούσαν το βερεσέ τους, εξαντλούσαν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους. Κι ύστερα κι αυτοί πήγαιναν στις εθνικές οδούς. Και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με άνδρες λιμασμένους για δουλειά, δολοφονικούς για δουλειά.

Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.

Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

John Steinbeck-II.To ατομικό πνεύμα του ανθρώπου


Είναι φορές που κάτι σαν θεϊκή φλόγα λαμπαδιάζει το νου του ανθρώπου. Αυτό τυχαίνει σχεδόν σε όλους. Τη νιώθεις να υψώνεται, ή σαν να προχωρεί πάνω σ’ ένα φιτίλι που θα μεταδώσει τη φωτιά στο δυναμίτη. Είναι μια ευχάριστη αίσθηση στο στομάχι, μια απόλαυση διάχυτη στα νεύρα και στα μπράτσα. Το δέρμα γεύεται τον αέρα και κάθε βαθιά ανάσα είναι γλυκιά. Το κορμί λες και τεντώνεται ηδονικά μ’ ένα πελώριο χασμουρητό, μια λάμψη αναπηδάει μες στο μυαλό κι ολόκληρος ο κόσμος λαμποκοπάει μπρος στα μάτια σου. Ο άνθρωπος μπορεί να ’χει ζήσει όλη του τη ζωή μέσα σ’ ένα μούχρωμα, μέσα σε μια ψυχική περιοχή από τοπία κι από δέντρα σκυθρωπά και σκοτεινά. Τα γεγονότα της ζωής του, ακόμα και τα πιο σημαντικά, μπορεί να ’χουν περάσει αράδα, άτονα και ωχρά. Και τότε, τη στιγμή της φλόγας, ένα τραγούδι τριζονιού του γλυκαίνει τ’ αφτιά, η μυρωδιά της γης υψώνεται στα ρουθούνια του σαν ψαλμωδία και κάτω από ένα δέντρο ένα φως παιχνιδιάρικο ιλαρύνει τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος ξεχύνεται σ’ ένα χείμαρρο αστέρευτο. Και η σπουδαιότητα ενός ανθρώπου μες στον κόσμο ίσως μπορεί να μετρηθεί από την ποιότητα και τη συχνότητα της φλόγας. Είναι κάτι ατομικό, αλλά μας ενώνει με τον κόσμο. Είναι η μητέρα κάθε δημιουργίας και κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους.
Δεν ξέρω πώς θα ’ναι στα μελλοντικά χρόνια. Γίνονται τεράστιες μεταβολές στον κόσμο, δυνάμεις διαμορφώνουν ένα μέλλον που η όψη του μας είναι άγνωστη. Μερικές από τούτες τις δυνάμεις μάς φαίνονται πονηρές, ίσως όχι αυτές καθαυτές, αλλά γιατί τείνουν να εξαφανίσουν καταστάσεις που τις θεωρούμε αγαθές. Είν’ αλήθεια πως δυο άνθρωποι μαζί μπορούν να σηκώσουν ένα βάρος πιο εύκολα παρά ένας άνθρωπος. Ένα συνεργείο εργάτες μπορούν να φτιάξουν αυτοκίνητα με πιο γρήγορο ρυθμό και καλύτερα, παρά ένας εργάτης, και το ψωμί που βγαίνει από ένα μεγάλο εργοστάσιο είναι πιο φτηνό και πιο ομοιόμορφο. Όταν η τροφή μας, τα ρούχα μας κι η στέγασή μας θα προέρχονται από μαζική παραγωγή, η μαζική μέθοδος θα κυριαρχήσει στον τρόπο που σκεφτόμαστε και θα διώξει κάθε άλλον τρόπο. Στην εποχή μας η μαζική ή συλλογική παραγωγή έχει τρυπώσει στην οικονομική, την πολιτική, ακόμα και στη θρησκευτική ζωή μας, τόσο που μερικά έθνη έχουν αντικαταστήσει την ιδέα του Θεού με τη συλλογική ιδέα. Αυτός είναι ο κίνδυνος για σήμερα. Υπάρχει ένα παρατέντωμα στον κόσμο, ένα παρατέντωμα που τείνει προς το σημείο ρήξης κι οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι και ανήσυχοι.
Με μια τέτοια κατάσταση, μου φαίνεται φυσικό και σωστό να υποβάλλω στον εαυτό μου αυτά τα ερωτήματα: Σε τι πιστεύω; Για τι πρέπει ν’ αγωνιστώ και τι πρέπει να καταπολεμήσω;
Το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο δημιουργικό είδος κι έχει ένα και μόνο δημιουργικό όργανο: το ατομικό πνεύμα του ανθρώπου. Τίποτα δεν έχει ποτέ δημιουργηθεί από δυο ανθρώπους. Δεν υπάρχουν αποδοτικές συνεργασίες είτε στη μουσική, είτε στις εικαστικές τέχνες, την ποίηση, τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία. Μόνο αφού συντελεστεί το θαύμα της δημιουργίας, η ομάδα μπορεί να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτό και να το πλατύνει, αλλ’ η ομάδα δεν εφευρίσκει ποτέ τίποτα. Το πολύτιμο αγαθό είναι ο ατομικός νους του ανθρώπου.
Και σήμερα οι δυνάμεις, που έχουν παραταχθεί γύρω στην ιδέα της ομάδας, έχουν κηρύξει έναν πόλεμο εξοντωτικό κατά του πολύτιμου αγαθού, που είναι ο νους του ανθρώπου. Με εξευτελισμούς, με την πείνα, με τη βία, με τον αναγκαστικό προσανατολισμό και με τα βαριά σφυροκοπήματα του εξαναγκασμού, το ελεύθερο κι ερευνητικό πνεύμα καταδιώκεται, φιμώνεται, αμβλύνεται, ναρκώνεται. Το ανθρώπινο είδος φαίνεται να πήρε το θλιβερό δρόμο της αυτοκτονίας.
Και να σε τι πιστεύω: πως το ελεύθερο κι ερευνητικό πνεύμα του ανθρώπινου ατόμου είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο. Και να για ποιο θ’ αγωνιστώ: για να ’ναι ελεύθερο το πνεύμα να πάρει οποιαδήποτε διεύθυνση θέλει, χωρίς να το κατευθύνουν. Και να τι θα καταπολεμήσω: οποιαδήποτε ιδέα, θρησκεία ή κυβέρνηση που περιορίζει ή εξοντώνει το άτομο. Αυτός είμαι κι αυτή τη θέση παίρνω. Μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο ένα σύστημα οικοδομημένο πάνω σε σχέδιο, είναι υποχρεωμένο να επιχειρεί να καταστρέψει το ελεύθερο πνεύμα: επειδή μονάχα το ελεύθερο πνεύμα, με την κριτική ανάλυση, μπορεί να καταστρέψει ένα τέτοιο σύστημα. Ασφαλώς το καταλαβαίνω και το μισώ, και θα το καταπολεμήσω για να περιφρουρήσω το μόνο πράμα που μας ξεχωρίζει από τα μη δημιουργικά ζώα. Αν η φλόγα μπορεί να σκοτωθεί πάμε χαμένοι. (σ. 190-192)
(Ανατολικά της Εδέμ, Α΄, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, 1994 – Πρωτότυπο 1952)

Αντλήθηκε από το προφίλ του ποιητή Θανάση Μαρκόπουλου

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

John Steinbeck- [I. Οι άνθρωποι-τέρατα]


Υπάρχουν τέρατα στον κόσμο γεννημένα από ανθρώπους. Μερικά, τα βλέπουμε, είναι ολοφάνερα: κακοφτιαγμένα και φριχτά, με πελώριο κεφάλι ή μικρούτσικο κορμί, μερικά γεννιούνται δίχως μπράτσα, δίχως πόδια, άλλα με τρία μπράτσα, άλλα με ουρά, ή με το στόμα σε απίθανη θέση. Είναι ατυχήματα, και δε φταίει κανένας γι’ αυτά, όπως πιστεύουμε γενικά. Τα παλιά χρόνια, τα θεωρούσανε σαν τιμωρία για κρυφές αμαρτίες.
Και όπως υπάρχουν τέρατα στο σώμα, δεν μπορεί να υπάρχουν, από γενετής και τέρατα διανοητικά ή ψυχικά; Το πρόσωπο και το κορμί μπορούν να είναι τέλεια• ωστόσο, αν ένα στρεβλωμένο σπέρμα, ή ένα παραμορφωμένο ωάριο, παράγουν τέρατα σωματικά, γιατί δε θα μπορούσανε να φέρουν στον κόσμο και παραμορφωμένες ψυχές;
Τα τέρατα είναι παραλλαγές του παραδεγμένου κανονικού, προς το μεγαλύτερο ή προς το μικρότερο. Όπως ένα παιδί μπορεί να γεννηθεί δίχως μπράτσα, μπορεί επίσης να γεννηθεί δίχως καλοσύνη ή δίχως συνείδηση. Ένας άνθρωπος που χάνει τα μπράτσα του σ’ ένα ατύχημα, πρέπει να κοπιάσει πολύ, για να προσαρμοστεί σ’ αυτή την έλλειψη, αλλά ένας που γεννιέται χωρίς μπράτσα, υποφέρει μονάχα επειδή οι άλλοι τον βρίσκουν παράξενο. Μια και δεν είχε ποτέ μπράτσα, δεν αισθάνεται την έλλειψή τους. Κάποιες φορές, στα μικράτα μας, φανταζόμαστε πώς θα ’τανε αν είχαμε φτερά, μα δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε πως τα πουλιά έχουν το ίδιο συναίσθημα. Όχι, για ένα τέρας το κανονικό πρέπει να φαίνεται τερατώδες, αφού τα βρίσκει όλα κανονικά στον εαυτό του. Για το τέρας, που η παραμόρφωσή του είναι εσωτερική, πρέπει να ’ναι ακόμα πιο σκοτεινό αυτό το σημείο, αφού δεν έχει κανένα ορατό σημείο, για να κάνει τη σύγκριση με άλλους. Για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε δίχως συνείδηση, πρέπει να φαίνεται γελοίος ο άνθρωπος που τον βασανίζει η συνείδησή του. Για έναν κακούργο, η τιμιότητα είναι ανοησία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το τέρας είναι μονάχα μια παραλλαγή, και πως για ένα τέρας, το κανονικό είναι τερατώδες. (σ. 108-109)
(Ανατολικά της Εδέμ, Α΄, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, 1994 – πρωτότυπο 1952)

Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

John Steinbeck-[Το όνειρο των αποκλήρων]

 [Ι. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ]

Οι δύο απόκληροι, ο Τζορτζ και ο διανοητικά διαταραγμένος φίλος του Λένος, ονειρεύονται το δικό τους χτήμα.
Ο Λένος έπαιζε με τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι.
– Τζορτζ!
– Τι θες;
– Τζορτζ, ύστερ’ από πόσον καιρό θα ’χουμε το χτηματάκι, να ζούμε από τις σοδειές μας; Και τα κουνέλια;
– Δεν ξέρω. Πρέπει να μαζέψουμε πολλά λεφτά. Ξέρω κάτι που θα ’κανε για μας, μα δεν το πουλάνε.
Ο γερο-Κάντι γύρισε κατά δω. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, και κοιτάζανε προσεχτικά τον Τζορτζ.
– Τζορτζ, μίλησέ μου πάλι γι’ αυτό, παρακάλεσε ο Λένος.
– Μα σου τα ’πα, σου τα ’πα ψες βράδυ.
– Έλα, Τζορτζ, ξαναπές μου τα.
– Λοιπόν, είναι δέκα στρέμματα, έχει μέσα κι ένα μικρόν ανεμόμυλο. Έχει κι ένα χαμόγι, κι ένα κοτέτσι. Έχει κουζίνα, έχει δεντροπερίβολο: κερασιές, μηλιές, βερικοκιές, καρυδιές, – ακόμα και λίγες φραουλιές. Έχει κι ένα ολόκληρο τετράγωνο για βήκο, και νερό παραπανίσιο. Κι ένα χοιροστάσι...
– Και κουνέλια, Τζορτζ;
– Δεν έχει τώρα μέρος για κουνέλια, μα θα ’ναι πολύ εύκολο να χτίσουμε δυο τρία κελιά για δαύτα, κι έτσι θα μπορείς να δίνεις στα κουνέλια σου να τρώνε βήκο.
– Και βέβαια θα μπορώ, σίγουρα θα μπορώ. Αμ τι!
Τα δάχτυλα του Τζορτζ παράτησαν τα χαρτιά. Η φωνή του έβγαινε πιο θερμή:
– Θα ’χουμε και γουρούνια. Θα χτίσω και μια κάμαρα για να τα καπνίζουμε, όπως εκείνη που είχε ο παππούς μου, και άμα θα σφάζουμε κανένα γουρούνι, θα φτιάνουμε καπνιστό λαρδί και χοιρομέρι και λουκάνικα και όλα τα παρόμοια. Και την εποχή που οι σολομοί ανηφορίζουν το ποτάμι, θα μπορούμε να πιάνουμε καμιά εκατοστή και να τους καπνίζουμε ή να τους βάζουμε στην άρμη. Είναι καλός για κολατσιό, δεν υπάρχει καλύτερο πράμα από τον καπνιστό σολομό. Και στην εποχή τους, θα φτιάνουμε τα φρούτα κονσέρβα, – φρούτα και ντομάτες είν’ εύκολο να τα φτιάνουμε κονσέρβα. Κάθε Κυριακή θα σφάζουμε μια κότα ή ένα κουνέλι. Μπορεί να ’χουμε και μια αγελάδα ή μια γίδα, το γάλα θα ’ναι τόσο παχύ, που θα το κόβουμε με το μαχαίρι και θα το τρώμε με το κουτάλι.
Ο Λένος κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια, τον κοίταζε κι ο γέρο-Κάντι. Ο Λένος είπε σιγανά:
– Θα μπορούμε να ζούμε από τις σοδειές μας.
– Σίγουρα, λέει ο Τζορτζ. Το περιβόλι μας θα ’χει κάθε είδος χορταρικό, – κι αν τραβά η όρεξή μας και γουίσκι, δεν έχουμε παρά να πουλήσουμε λίγα αυγά ή κάτι άλλο ή λίγο γάλα. Εκεί θα ζούμε, εκεί θα ριζώσουμε. Δε θα ’χουμε ανάγκη πια να τριγυρνάμε εδώ κι εκεί, να τρώμε τα παλιοφάγια του γιαπωνέζου του μάγερα. Τίποτα τέτοιο, κύριέ μου. Θα ’χουμε το δικό μας σπίτι να κουρνιάζουμε, δε θα κοιμόμαστε σε χάνια.
– Μίλησέ μου για το σπίτι, Τζορτζ, τον παρακάλεσε ο Λένος.
– Και βέβαια θα ’χουμε το σπιτάκι μας, και ο καθένας μας την κάμαρά του. Μια σιδερένια ολοστρόγγυλη σομπούλα, και το χειμώνα κάργα η φωτιά. Το χτηματάκι μας θα ’ναι μικρό, γι’ αυτό θα πρέπει να δουλεύουμε γερά. Ως έξι ώρες την ημέρα, μπορεί κι εφτά. Δε θα ’χουμε ανάγκη να δουλεύουμε έντεκα ώρες το μερόνυχτο, για να αλωνίζουμε αραποσίτι. Και ό,τι σπείρουμε θα ξέρουμε πως η σοδειά θα ’ναι δική μας, από τη δική μας τη γης.
– Θα ’χουμε και κουνέλια είπε ζωηρά ο Λένος. Εγώ θα τα νοιάζομαι. Τζορτζ πες τι θα κάνω.
– Σίγουρα, εσύ. Θα πηγαίνεις μ’ ένα σακί στο μέρος που θα ’χουμε φυτέψει το βήκο, θα γεμίζεις το σακί σου, κι έπειτα θα το φέρνεις να ταΐζεις τα κουνέλια.
– Δώσ’ του και θα μασουλίζουνε, θα μασουλίζουνε καθώς το συνηθάνε, είπε ο Λένος. Θαρρείς πως τα βλέπω.
– Κάθε έξι μήνες, πάνω κάτω, εξακολούθησε ο Τζορτζ, θα γεννοβολάνε οι κουνέλες, και θα ’χουμε όσα κουνέλια θέλουμε, και για φαΐ και για ξεπούλημα. Θα ’χουμε και περιστέρια να πετάνε γύρω στον ανεμόμυλο, ίδια όπως τότε που ’μουνα παιδί.
Κοίταξε τον τοίχο, πάνω απ’ το κεφάλι του Λένου, με μάτια που αστράφτανε από λαχτάρα.
– Θα ’ναι δικό μας, κανένας δε θα μας πειράζει. Όποιος δε μας αρέσει, θα του λέμε: «Άμε στο διάολο!» – κι αν κοτάει ας μη φύγει. Αν τύχει όμως κι έρθει κανένας φίλος μας, θα ’χουμε κι ένα ξεχωριστό γιατάκι και θα τον καλούμε: «Δε μένεις να περάσεις εδώ τη νύχτα σου;» θα του λέμε, – κι αυτός, μα το Θεό, θα μένει θέλοντας και μη. Θα ’χουμε κι ένα σκυλί του κυνηγιού, και μια δυο γάτες με αραδωτή τρίχα, – θα πρέπει όμως να τις προσέχεις μην παν και φάνε τα κουνέλια.
Ο Λένος αγρίεψε.
– Δεν κάνουν πως τ’ αγγίζουν τα κουνέλια! Θα τους στραμπουλήξω το λαιμό, θα ... θα τους τσακίσω τα πλευρά μ’ ένα μπαστούνι.
Καταπραΰνθηκε ωστόσο, μουρμουρίζοντας μονάχος του, φοβερίζοντας τις μελλοντικές γάτες που θα τολμούσαν να πειράξουν τα μελλοντικά κουνέλια.
Ο Τζορτζ καθότανε σα μαγεμένος από τον οραματισμό του.
(σ. 59-61)
(Άνθρωποι και ποντίκια, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, χ.χ. – Πρωτότυπο 1937)

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

John Steinbeck"Τα σταφύλια της οργής", απoσπάσματα


…Η Δυτική χώρα πανικοβλήθηκε όταν πλήθυναν οι μετανάστες πάνω στις δημοσιές. Όσο είχαν περιουσία, φοβήθηκαν για την περιουσία τους. Άνθρωποι που δεν ήξεραν από πείνα, την έβλεπαν τώρα μέσα στα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να επιθυμήσουν εντατικά, έβλεπαν τώρα τη φλόγα της επιθυμίας μέσα στα μάτια του μετανάστη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις και στα όμορφα περίχωρα μαζεύτηκαν για ν’ αμυνθούν· και όπως κάνει πάντα ο άνθρωπος πριν αρχίσει ένα πόλεμο, έπειθαν τον εαυτό τους πως αυτοί είναι καλοί και πως ο εισβολέας είναι κακός. Είπαν: Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι βρόμικοι κι αμόρφωτοι. Έκφυλοι, δοσμένοι στην ακολασία. Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι κλέφτες. Θα κλέψουν ό,τι λάχει. Δεν έχουν καμιάν αντίηψη για τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.

Το τελευταίο αυτό ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος δίχως καμιά περιουσία να ξέρει τον καημό της ιδιοχτησίας; Και οι άνθρωποι που αμύνονταν είπαν: μας κουβαλούν επιδημίες, είναι μολυσμένοι. Δεν παραδεχόμαστε τα παιδιά τους στα σχολεία μας. Είναι ξένοι. Θα σ’ άρεσε να πάει η αδερφή σου μ’ έναν από δαύτους;

Οι ντόπιοι στηρίχτηκαν σε μια πειθαρχία απονιάς. Έφτιαξαν ομάδες, ουλαμούς και τους όπλισαν – τους όπλισαν με ρόπαλα, με ασφυξιογόνα, με ντουφέκια. Ο τόπος είναι δική μας ιδιοχτησία. Δεν μπορούμε ν’ αφήσουνε τους Όκιους να κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτοί που ήταν οπλισμένοι δεν είχαν δικά τους χτήματα, μα φανταζόντανε πως είχαν. Και οι υπάλληλοι που περιπολούσαν τη νύχτα δεν είχαν τίποτα δικό τους, και οι μαγαζάτορες ήταν γεμάτοι χρέη. Μα και το χρέος είναι κάτι, ακόμα και μια θεσούλα είναι κάτι. Ο υπάλληλος έκανε τη σκέψη: κερδίζω δεκαπέντε τάλαρα τη βδομάδα. Κι ένας αναθεματισμένος Όκιος δεχόταν να δουλέψει μόνο με δώδεκα; Και ο μικρομαγαζάτορας έκανε τη σκέψη: πώς θα μπορέσω να συναγωνιστώ έναν άνθρωπο που δεν έχει χρέη;

Και οι μετανάστες, κουβαλιόντανε πάνω στις δημοσιές, και η πείνα γυάλιζε μες στα μάτια τους, και η επιθυμία γυάλιζε μες στα μάτια τους. Δε ρητόρευαν, δεν είχαν σύστημα, βάραιναν μόνο με το πλήθος και με τις ανάγκες τους. Αν τύχαινε να βρεθεί καμιά δουλειά για έναν άνθρωπο, μάλωναν δέκα άνθρωποι ποιος να την πρωτοπάρει – μάλωναν ποιος να δεχτεί μικρότερο μεροκάματο: αν αυτός δουλεύει για τριάντα σέντσια, εγώ θα δουλέψω για είκοσι πέντε.

Αν αυτός δέχεται με είκοσι πέντε, εγώ την κάνω με είκοσι.

Όχι, εμένα, πεινώ. Θα δουλέψω για δεκαπέντε σέντσια. Τα παιδιά μου. Να τα ’βλεπες πώς είναι. Οι κοιλιές τους πρησμένες, ίδια καζανάκια δεν μπορούνε να σταθούν στα πόδια τους. Δώσ’ τους κανένα πεφτόφρουτο. Εμένα. Θα δουλέψω για ένα κομμάτι κρέας.

Ήταν καλή δουλειά, γιατί τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Οι μεγαλοχτηματίες ήταν χαρούμενοι κι έστελναν κι άλλες προκηρύξεις για να ’ρθουν κι άλλοι άνθρωποι. Και τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Δε θ’ αργήσουμε να ’χουμε πάλι δουλοπάροικους…

 John Ernst Steinbeck, Jr, 27/2/1902 – 20/12/1968...

Τζων Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής, μετάφρ. Κοσμάς Πολίτης, Εκδόσεις Δαμιανός χ.χ.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

John Steinbeck - Τα σταφύλια της οργής (απόσπασμα)

Αποτέλεσμα εικόνας για JOHN STEINBECK

“Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους...
Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο. Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν. Θα βρίσκομαι εκεί…
Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή.”

"Όπως κι αν είναι, πρέπει ο καθένας να κάνει ό,τι μπορεί. Και", λέει, "το μόνο που ενδιαφέρει είναι πως, όποτε γίνεται ένα βηματάκι μπρος, ίσως να γλιστράει λιγάκι πίσω, μα ποτέ ολότελα. Αυτό είναι αποδεδειγμένο", λέει, "κι αυτό σημαίνει πως γίνηκε κάτι σωστό. Σημαίνει κιόλα πως τίποτα δεν πάει χαμένο, όσο κι αν φαίνεται το αντίθετο".
  
John Steinbeck, Τα Σταφύλια της Οργής, μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

John Steinbeck-Τα σταφύλια της οργής (απόσπασμα)

"Εκείνο το μικρό δεντροπερίβολο θα ‘ναι τον ερχόμενο χρόνο ένα κομμάτι κάποιου μεγάλου τσιφλικιού, γιατί το χρέος θα ‘χει πνίξει το σημερινό ιδιοκτήτη. Τούτο δω το αμπέλι θα γίνει κτήμα της Τράπεζας. Μόνο οι μεγαλοχτηματίες μπορούν να επιζήσουν, γιατί έχουν και δικά τους εργοστάσια για κονσέρβες. Για να καθαριστούν τέσσερα αχλάδια, να κοπούν στη μέση, να βραστούν και να κλειστούν στον τενεκέ, κοστίζουν όσο να ‘ναι δεκαπέντε σέντσια. Και τ’ αχλάδια κονσέρβα δε χαλνούν. Κρατάνε χρόνια.

Η αποσύνθεση απλώνεται σ’ όλη την πολιτεία και η γλυκερή μυρουδιά είναι μια μεγάλη πίκρα για τον τόπο. Άνθρωποι που μπορούν να κεντρώνουν τα δέντρα και να κάνουν το σπόρο αποδοτικό και μεγάλο, δεν μπορούν να βρουν έναν τρόπο για να φαγωθούν οι καρποί τους. Και η αποτυχία βαραίνει πάνω σε όλη την πολιτεία, σα μια μεγάλη συμφορά.

Τα έργα που έχουν αποδώσει τα κλήματα και τα δέντρα πρέπει να καταστραφούν για να κρατηθούν ψηλά οι τιμές, κι αυτό είναι το πιο θλιβερό, το πιο πικρό απ’ όλα. Ολάκερα φορτία πορτοκάλια πεταμένα καταγής. Άνθρωποι ουρές μίλια μάκρος, ήρθαν για να πάρουν τον καρπό, όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Πώς θα αγόραζαν πορτοκάλια προς είκοσι σέντσια τα δώδεκα, σαν είναι στο χέρι τους να κάνουν ένα γύρο με το αυτοκίνητο και να και να τα μαζέψουν τζάμπα; Άνθρωποι με σωλήνες ράντιζαν με πετρόλαδο τα πορτοκάλια και όπως είχαν τύψεις για το έγκλημα που έκαναν, θύμωναν με τον κόσμο που ήρθε να πάρει τον καρπό. Από τη μια, ένα εκατομμύριο πεινασμένοι άνθρωποι, έχοντας ανάγκη να φάνε λίγα φρούτα κι από την άλλη ραντίζουν με πετρόλαδο τα χρυσαφιά βουνά.

Και η οσμή της σαπίλας γεμίζει ολάκερη τη χώρα. Να καίτε τον καφέ για τα καζάνια των βαποριών. Να καίτε το καλαμπόκι για ζεστασιά, κάνει καλή φωτιά. Να πετάτε τις πατάτες μέσα στα ποτάμια και να βάζετε ανθρώπους να φυλάνε τις ακροποταμιές για να διώχνουν τον πεινασμένο λαό που έρχεται να τις ψαρέψει. Να σφάζετε γουρούνια να τα θάβετε κι αποσύνθεση ας κατασταλάζει βαθιά μέσα στη γη.

Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δε βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά –πέθανε από υποσιτισμό- γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι."

John Steinbeck, Τα Σταφύλια Της ΟργήςΜετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος 1989. 
«Πήραμε το γράμμα σου σήμερα. Θα σου απαντήσω από τη δική μου πλευρά και φυσικά η Elaine από τη δική της. Πρώτον – αν είσαι ερωτευμένος – αυτό είναι καλό – είναι σχεδόν ότι καλύτερο μπορεί να συμβεί στον καθένα. Μην αφήσεις κανένα να το αμφισβητήσει ή να το κοροϊδέψει. Δεύτερον – υπάρχουν διάφορα είδη αγάπης. Το ένα είναι εγωιστικό, ευτελές, πλεονεκτικό, εγωκεντρικό που χρησιμοποιεί την αγάπη υπεροπτικά. Αυτό είναι το κακό είδος που σακατεύει. Το άλλο είναι ένας χείμαρρος από ότι καλό έχεις – ευγένεια και ευαισθησία και σεβασμό – όχι μόνον κοινωνικούς τρόπους αλλά ευρύτερο σεβασμό που αναγνωρίζει τον άλλο άνθρωπο ως μοναδικό και πολύτιμο. Το πρώτο είδος μπορεί να σε εξουθενώσει, να σε κάνει ασήμαντο και αδύναμο όμως το δεύτερο μπορεί να σε γεμίσει δύναμη και κουράγιο και καλοσύνη, ακόμα και σοφία που δεν ήξερες ότι είχες.

Λες ότι δεν είναι κάτι επιπόλαιο. Αν το νοιώθεις τόσο έντονα - φυσικά δεν είναι κάτι επιπόλαιο. Αλλά δεν πιστεύω ότι με ρώτησες τι αισθάνεσαι. Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους. Αυτό στο οποίο μου ζήτησες να σε βοηθήσω είναι τι να κάνεις – και αυτό μπορώ να στο πω.

Απόλαυσέ το κατ’ αρχήν και να είσαι πολύ ευχαριστημένος και ευγνώμων για αυτό. Η αγάπη είναι ότι πιο καλό και όμορφο. Προσπάθησε να το ζήσεις. Αν αγαπάς κάποιον – δεν βλάπτεις κανέναν λέγοντας κάτι τέτοιο – απλά πρέπει να θυμάσαι ότι μερικοί άνθρωποι είναι πολύ ντροπαλοί και μερικές φορές μιλώντας έτσι, πρέπει να υπολογίζεις τη ντροπή που νοιώθουν. Τα κορίτσια έχουν τρόπο να ξέρουν ή να νοιώθουν τι αισθάνεσαι, αλλά συνήθως τους αρέσει και να το ακούνε. Συμβαίνει καμία φορά αυτό που νοιώθεις να μην ανταποδίδεται για κάποιο λόγο – αυτό όμως δεν κάνει το αίσθημα σου λιγότερο πολύτιμο και καλό.

Τέλος, ξέρω το προαίσθημα σου διότι το έχω και εγώ και χαίρομαι που το έχεις. Θα χαρούμε να γνωρίσουμε τη Susan. Θα είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη. Η Elaine θα κάνει όλες τις προετοιμασίες διότι αυτό είναι δική της δουλειά και θα χαρεί πολύ. Ξέρει και αυτή επίσης από αγάπη και ίσως μπορεί να σε βοηθήσει περισσότερο από ότι εγώ. Και μην σκέφτεσαι την αποτυχία. Αν κάτι είναι καλό, θα συμβεί – τα βασικό είναι να μη βιάζεσαι. Τίποτα καλό δεν χάνεται.»

Αποτέλεσμα εικόνας για John Steinbeck...