…Η Δυτική χώρα πανικοβλήθηκε όταν πλήθυναν οι μετανάστες πάνω στις δημοσιές. Όσο είχαν περιουσία, φοβήθηκαν για την περιουσία τους. Άνθρωποι που δεν ήξεραν από πείνα, την έβλεπαν τώρα μέσα στα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να επιθυμήσουν εντατικά, έβλεπαν τώρα τη φλόγα της επιθυμίας μέσα στα μάτια του μετανάστη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις και στα όμορφα περίχωρα μαζεύτηκαν για ν’ αμυνθούν· και όπως κάνει πάντα ο άνθρωπος πριν αρχίσει ένα πόλεμο, έπειθαν τον εαυτό τους πως αυτοί είναι καλοί και πως ο εισβολέας είναι κακός. Είπαν: Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι βρόμικοι κι αμόρφωτοι. Έκφυλοι, δοσμένοι στην ακολασία. Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι κλέφτες. Θα κλέψουν ό,τι λάχει. Δεν έχουν καμιάν αντίηψη για τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.
Το τελευταίο αυτό ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος δίχως καμιά περιουσία να ξέρει τον καημό της ιδιοχτησίας; Και οι άνθρωποι που αμύνονταν είπαν: μας κουβαλούν επιδημίες, είναι μολυσμένοι. Δεν παραδεχόμαστε τα παιδιά τους στα σχολεία μας. Είναι ξένοι. Θα σ’ άρεσε να πάει η αδερφή σου μ’ έναν από δαύτους;
Οι ντόπιοι στηρίχτηκαν σε μια πειθαρχία απονιάς. Έφτιαξαν ομάδες, ουλαμούς και τους όπλισαν – τους όπλισαν με ρόπαλα, με ασφυξιογόνα, με ντουφέκια. Ο τόπος είναι δική μας ιδιοχτησία. Δεν μπορούμε ν’ αφήσουνε τους Όκιους να κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτοί που ήταν οπλισμένοι δεν είχαν δικά τους χτήματα, μα φανταζόντανε πως είχαν. Και οι υπάλληλοι που περιπολούσαν τη νύχτα δεν είχαν τίποτα δικό τους, και οι μαγαζάτορες ήταν γεμάτοι χρέη. Μα και το χρέος είναι κάτι, ακόμα και μια θεσούλα είναι κάτι. Ο υπάλληλος έκανε τη σκέψη: κερδίζω δεκαπέντε τάλαρα τη βδομάδα. Κι ένας αναθεματισμένος Όκιος δεχόταν να δουλέψει μόνο με δώδεκα; Και ο μικρομαγαζάτορας έκανε τη σκέψη: πώς θα μπορέσω να συναγωνιστώ έναν άνθρωπο που δεν έχει χρέη;
Και οι μετανάστες, κουβαλιόντανε πάνω στις δημοσιές, και η πείνα γυάλιζε μες στα μάτια τους, και η επιθυμία γυάλιζε μες στα μάτια τους. Δε ρητόρευαν, δεν είχαν σύστημα, βάραιναν μόνο με το πλήθος και με τις ανάγκες τους. Αν τύχαινε να βρεθεί καμιά δουλειά για έναν άνθρωπο, μάλωναν δέκα άνθρωποι ποιος να την πρωτοπάρει – μάλωναν ποιος να δεχτεί μικρότερο μεροκάματο: αν αυτός δουλεύει για τριάντα σέντσια, εγώ θα δουλέψω για είκοσι πέντε.
Αν αυτός δέχεται με είκοσι πέντε, εγώ την κάνω με είκοσι.
Όχι, εμένα, πεινώ. Θα δουλέψω για δεκαπέντε σέντσια. Τα παιδιά μου. Να τα ’βλεπες πώς είναι. Οι κοιλιές τους πρησμένες, ίδια καζανάκια δεν μπορούνε να σταθούν στα πόδια τους. Δώσ’ τους κανένα πεφτόφρουτο. Εμένα. Θα δουλέψω για ένα κομμάτι κρέας.
Ήταν καλή δουλειά, γιατί τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Οι μεγαλοχτηματίες ήταν χαρούμενοι κι έστελναν κι άλλες προκηρύξεις για να ’ρθουν κι άλλοι άνθρωποι. Και τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Δε θ’ αργήσουμε να ’χουμε πάλι δουλοπάροικους…
John Ernst Steinbeck, Jr, 27/2/1902 – 20/12/1968...
Τζων Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής, μετάφρ. Κοσμάς Πολίτης, Εκδόσεις Δαμιανός χ.χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου