Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Δημήτρης Αρμάος-Ποιήματα

 



ΙΝ LOUE


ἀπ᾿ τὸ παράθυρο ἡ σελήνη

ἐξαργυρώνει τὴ στιγμή

Δ.Κ.


Μ᾿ αρεσει τὸ μυγάκι αὐτὸ ποὺ γυροφέρνει στὸ φανάρι τῆς μελέτης μου

Μ᾿ ἀρέσουν τὰ νερὰ ποὺ διαδρομίζουν πάνω στὸ ποτήρι τοῦ κρασιοῦ

Μ᾿ ἀρέσει ποὺ εἶναι καλοκαίρι ὄβριμος Αὔγουστος καὶ τό ᾿χω λησμονήσει

Μ᾿ ἀρέσει ποὺ ὅλες μου οἱ λειτουργίες βρίσκονται στιγμιαῖα σὲ ἀναστολὴ

Καὶ πιὸ πολὺ ποὺ ἔμεινε μιὰ σχισμάδα γιὰ νὰ βλέπω πρὸς τὰ ἔξω

Μὰ περισσότερο μοῦ ἀρέσει ποὺ ἔχει φύγει κι ἐπιστρέφω στὴν κοινότητα


Τὴν καταργῶ καὶ τὴν ἐπαναφέρω κατὰ βούληση

Κι ἔτσι γιατρεύω ἕναν κακόσορτο καημό     ζωὴ χωρὶς ἐμπιστοσύνη.


ΠΡΟΒΟΔΙΣΜΑ: LADYLOVE


Γιὰ κείνη ποὺ εἶναι τρεῖς  ὡ ς   π ρ ὸ ς   τ ὸ   σ ύ ν ο λ ο

Μὰ συνοψίζει περισσότερων τὶς χάρες     Εἶσαι     ἂς πῶ

Τὸ εὐγενικὸ αὐτὸ δῶρο


Τὸν ἔρωτά σου ὅπως δὲ γύρεψες ἀπόλαυσα     τὸν ἔρωτα

Ἥσυχο ποταμάκι στὰ ριζὰ ἑνὸς ὄρους ποὺ ἔχει φάει σιγὰ-σιγὰ

Κι ἀπὸ τὰ μεταλλεύματά του δηλητήριο πλημμυρίσει

Μὰ πόσο ἀκόμη τ᾿ ἀγαπῶ καὶ τὸ μαντεύω

Πόσα προσμένω ἀνήμερος κι ἀκάτεχος

Στὶς ἐκβολές του.


 TOY ΒΙΟΥ ΕΡΓΟΝ


Κάθε ποὺ σιγοσβηέται ἕνα λυκόφωτο

Χτίζεις μπροστά σου καταδότες καὶ φυγόδικους

Κάθεσαι σ᾿ ἕνα τραπεζάκι     θέρος     καὶ ζαλίζεσαι

Ἀξάφνου κόβεις τὶς πρυμάτσες στὸ κατάστρωμα

Τὰ καφενεῖα ταξιδεύουν ἐναέρια

Καὶ συναντᾶνε στὴ στρατόσφαιρα τὸ «Ξένο»


Ποῦ πᾶς γυρεύοντας καὶ τί

Ποῦ νὰ βρεθεῖ τὸ ποίημα-ξίφος

Ἢ ἔστω αὐτὸ ποὺ λὲν «Κόνδωρ-Ἱέραξ»;


 ΕΞΟΔΟΣ


Στο βάθος παραμένει ἀλύγιστη μιὰ θέληση ζωῆς καὶ μιὰ κατάρα

Εκεῖ ποὺ οἱ στίχοι γύρευαν δικαίωμα


Προβαῖναν ὅμως τὰ δυὸ χέρια σου

Μὲ τὴ ρυμοτομία τους κανονικὴ κι ἀλάνθαστη

Καὶ πάντα ξέφευγες ἐσὺ μὲ μαεστρία


Ερχεται πάντως ἡ καρδιὰ πάλι στὴ θέση της

Στὶς ἀρτηρίες μου κυλᾶ τὸ αἷμα πάλι

Μηδαμινότατη διακύμανση παλιὰ κι ἀνούσια ἱστορία

Συμβαίνει σ᾿ ὅλους.


ΟΡΙΟ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ


Μυσταγωγία εἶναι κι ὅταν

Δυὸ ἀδελφὲς ματιὲς ἀλληλοσφάζονται


Ἔξω ἀπὸ τ᾿ ἅγιο βῆμα

Ἀθώα καμιά.


ΠΟΙΗΜΑ ΓΙ᾿ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΩ ΓΝΩΡΙΣΕΙ


Τὸ πιὸ καλό     νὰ λησμονᾶς μὲ τὸ τραγούδι

Νά ᾿χεις ἕνα σκοπὸ στὰ χείλη σου κι ἕνα ρυθμὸ σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα

Πῶς ὅμως νὰ χαθεῖς τελειωτικὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀλλούτερο τοπίο

Πεδιάδα ὁλόκληρη ἁπλωμένο σὰ μαντίλι

Μὲ τοὺς κρυμμένους προβολεῖς καὶ τὴ θανατερή του τὴ μονάξια

Πῶς νὰ ὑψωθεῖς     ἂν χρειαστεῖ     πῶς νὰ ὁπλιστεῖς γιὰ νὰ χαλάσεις

Τὸν οἰκουμενικὸ τοῦτον ἱστὸ ποὺ φτάνει ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς στὰ ὅρια τῆς ματιᾶς σου;


Κάθομαι τόσον ἥσυχος κι ἀπόμακρος     χώριος στὰ δυό

Καὶ συζητᾶνε τὸ μισὸ καὶ τὸ μισό μου ἀπελπισμένα

Συρίγματα μινυρισμοί περαστικὲς κουβέντες     ὅλα τὰ μελετᾶν  τ ὰ  ρ ο υ φ ι α ν ε ύ ο υ ν

Οἱ ἐξατμιστῆρες καὶ τὰ κλάξον ἔχουν κάτι τὸ αἰωνόβια-κοσμικὸ

Κι οἱ ἀνθρῶποι ποὺ μᾶς ἀγαποῦν φέρνουν τὴ μπόρα καὶ τὴ θύελλα

Οχι πὼς προλαβαίνουν νὰ σκεφτοῦν γιὰ τὸ κακό σου     ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός σου ἐσύ


Μᾶς περισφίγγει ὁλόγυρα ἡ παρεκτροπὴ

Οπως τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ τὴν κόρη»     ὡς θά ᾿λεγε κι ὁ ῎Αραβας ποὺ ξέρετε


(Τί ἀσυνάρτητα λοιπὸν ποὺ τραγουδῶ     κι ἀντὶ νὰ λησμονῶ θυμᾶμαι κι ἄλλα.)


ΕΜΠΙΣΤΕΥΣΗ


Τυφλὴ κι ἀστόχαστη ἀναμέτρηση

Μὲ μιὰ φιλάργυρη ψυχὴ ποὺ ἀργοπορεῖ χωρὶς νὰ θριαμβεύει


Μιλᾶς καὶ πάντα σοῦ ἀποκρίνονται φωνὲς ποὺ ἔχεις ξεχάσει

Εσυρες τὸ νυστέρι σου διαμέσου πρωινῶν ἐτῶν καὶ χωματόδρομων

Η ἄλλη ὄψη τῆς ποινῆς     ἡ ἀδικία

Εφτανε «ἀπόφαση» στὰ χείλη σου κάθε αὐτοτιμωρία

Η ταραχὴ κατόπιν μὲς στὸ ἔδαφος κρυβόταν σκόρπιο ἀμμοκονίαμα

Σὲ ἀπίθανους πτυχοπυρῆνες

Κι ἕνα βουνὸ στοιβάζονταν ἐντός σου οἱ διαμαρτίες

Πάντα σου ὑποταχτικὸς τοῦ ἀνεμοδάρτη

Κείνου ποὺ σχίζει τοὺς γιαλοὺς καὶ κόβει λόγγους μὲ τὸ γόο του

Στὸ μέτωπό σου ἐπιδέξιοι ἐπιστήμονες

Χαρτογραφῆσαν τὸ σκοτάδι.


 Ο ΚΟΣΜΟΣ


Ὁλημέρα κάνουν τὸ κομμάτι τους

καὶ τὴ νύχτα πεθαίνουν

Φέρνω ξεμέθυστος στὸ νοῦ τὴ μαύρην αἴγλη ποὺ μοῦ χάρισες

Ὦ νύχτα ξέσκεπη ζωή τριζάτη ἀγάπη

Πέρα     πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ μιζέρια     σ᾿ ἕ ν α  π έ λ α γ ο


Νύχτα τρυφερόκαρδη θεά τραγούδησέ την

Ὅπως εἶναι στὰ προικιά της καὶ πατᾶ τὴν πίκρα της

Μιὰ Madonna διεγερμένη κι ἑτοιμόργασμη

Στιλβηδόνα στὴ λεωφόρο πίσω ἀπὸ φατνώματα

Πάροδος     δεντροστοιχία     περίβολος

Ἁβροπέλματη φορβάδα μὲ σιρίτια καὶ καδένες στηθοδέρνοντας

Ενῶ γίββονες τὴ ζώνουν μπαμπουίνοι.


ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Τime present and Time Past

Γύρω στὴ μέση της

Ἡ πείρα

Ζωσμένος πύθωνας.


ΣΙΧΑΜΕΡΗ ΑΛΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ


Τὰ λόγια φτιάχνουν καὶ χαλᾶνε τὴ ζωή

Μ᾿ ἔργα βαριά     τὸ ἀκάθιστο ἀεράκι τους

Εὐγνωμοσύνη πάθος μεταμέλεια πῶς τὰ λές

Ἔρωτα ἀμείωτο τόσα χρόνια

Καθὼς οἱ πράξεις σὰ μνημεῖα πρωτόγονα

Προκατακλυσμιαῖα πορώδη ἀκίνητα

Δὲν ἔχουν πεῖ     δὲν τὸ μποροῦν

Δὲν καταφέρνουν τίποτα μέσα στὴν ἀλλαγή;


Μὲ λόγια ἂς πῶ μονάχα αὐτό

τὸ εὐχαριστῶ

Ποὺ μάκρυνες γιὰ μένα τὰ μαλλιά σου.


Αναδημοσίευση από:https://neoplanodion.gr/2020/12/30/dimitris-armaos-epilekta-poiemata-kai-metaphraseis-tous/?fbclid=IwAR3lKzs23RjWeGref6gZT_UtXI7zaukIccsQDYc88yl7F3csh_trHP-BeqM

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου