Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.0.1. Θουκυδίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.0.1. Θουκυδίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 8.53.1 - 8.54.4 και 8.63.3 - 8.76.1

 (Βρισκόμαστε στο έτος 411 π.Χ, επτά χρόνια πριν το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και σύμφωνα με ορισμένους το τέλος της αθηναικής δημοκρατίας. Ο Αθηναίος δημαγωγός Πείσανδρος καταφέρνει και μεταβάλλει το πολίτευμα των Αθηναίων προς το ολιγαρχικότερο, με την «Βουλή των Τετρακοσίων». Η ''μεταρρύθμιση'' αυτή κράτησε λίγους μόνο μήνες. Μετά την κατάλυση της δημοκρατίας ο Πείσανδρος, προβλέποντας την καταδίκη του, κατέφυγε στην αντίπαλη πόλη Σπάρτη.)

Ο Πείσανδρος και οι άλλοι πρέσβεις, τους οποίους είχε στείλει ο στρατός της Σάμου, έφτασαν στην Αθήνα, μίλησαν στην Εκκλησία του Δήμου με γενικά επιχειρήματα και ανέφεραν ειδικότερα ότι αν ανακαλούσαν τον Αλκιβιάδη και αν δεν διατηρούσαν το ίδιο δημοκρατικό πολίτευμα, θα μπορούσαν ν᾽ αποκτήσουν την συμμαχία του Βασιλέως και να νικήσουν τους Πελοποννησίους. Πολλοί μίλησαν εναντίον κάθε αλλαγής της δημοκρατίας και οι εχθροί του Αλκιβιάδη φώναζαν ότι θα ήταν φοβερό να γυρίσει στην πολιτεία αυτός που είχε καταπατήσει τους νόμους. Οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες διαμαρτύρονταν και εξόρκιζαν τον κόσμο να μην γυρίσει ο Αλκιβιάδης που είχε εξοριστεί επειδή είχε παρωδήσει τα Μυστήρια. Ο Πείσανδρος ανέβηκε στο βήμα κι αντιμετώπισε μεγάλη αντίδραση και βρισιές. Άρχισε να ρωτάει έναν ένα τους αντίθετους, καλώντας τους κοντά του, αν είχαν καμιάν ελπίδα να σωθεί η πολιτεία, αφού τώρα οι Πελοποννήσιοι είχαν αρκετό στόλο για να αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους, καράβι προς καράβι, είχαν περισσότερες συμμαχικές πολιτείες και είχαν τα χρήματα του Τισσαφέρνη και του Βασιλέως, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν πια διόλου χρήματα, εκτός εάν βρισκόταν κάποιος να μεταπείσει τον Βασιλέα ν᾽ αλλάξει πολιτική και να τους υποστηρίξει. Και όταν εκείνοι, τους οποίους ρωτούσε, απαντούσαν ότι δεν υπήρχε άλλη ελπίδα, τότε τους έλεγε απερίφραστα: «Λοιπόν, αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν δεν πολιτευτούμε με περισσότερη φρόνηση, αν δεν περιορίσουμε την εξουσία σε λίγους, ώστε να μας έχει εμπιστοσύνη ο Βασιλεύς (και δεν πρέπει τώρα να συζητούμε για το πολίτευμά μας, αλλά για την επιβίωσή μας· μπορούμε άλλωστε αργότερα πάλι ν᾽ αλλάξουμε πολίτευμα, αν δεν μας αρέσει), αλλά και αν δεν ανακαλέσουμε τον Αλκιβιάδη που είναι ο μόνος τώρα ο οποίος μπορεί να το κατορθώσει».

Στην αρχή ο λαός εκδήλωσε ζωηρή αντίδραση για την ολιγαρχία, αλλά όταν ο Πείσανδρος εξήγησε πολύ απλά ότι δεν υπήρχε άλλη σωτηρία, τότε ο λαός υποχώρησε φοβισμένος, αλλά κι επειδή είχε την ελπίδα ότι θα άλλαζε πάλι το πολίτευμα. Ψήφισαν να φύγει ο Πείσανδρος και άλλα δέκα πρόσωπα, για να πάνε να διαπραγματευθούν με τον Αλκιβιάδη και τον Τισσαφέρνη κατά τον συμφερότερο τρόπο. Ταυτόχρονα, επειδή ο Πείσανδρος είχε διαβάλει τον Φρύνιχο, τον έπαψαν από στρατηγό καθώς και τον συνάδελφό του Σκιρωνίδη. Στην θέση τους έστειλαν αρχηγούς του στόλου τον Διομέδοντα και τον Λέοντα. Ο Πείσανδρος θεωρούσε ότι ο Φρύνιχος δεν ήταν κατάλληλο πρόσωπο για τις διαπραγματεύσεις με τον Αλκιβιάδη και γι᾽ αυτό τον διέβαλε λέγοντας ότι είχε προδώσει την Ίασο και τον Αμόργη. Ο Πείσανδρος ήρθε σ᾽ επαφή με όλες τις πολιτικές ομάδες που υπήρχαν και πριν στην πολιτεία, για να επηρεάζουν τα δικαστήρια και τις εκλογές των αρχόντων και τις πίεσε να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να ενεργήσουν από κοινού για να καταλύσουν την δημοκρατία. Αφού πήρε όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε ν᾽ αποφευχθεί κάθε χρονοτριβή, έφυγε με τους δέκα συντρόφους του για να πάει στον Τισσαφέρνη..

(..) Την ίδια, περίπου, εποχή ή και λίγο πριν, ανατράπηκε η δημοκρατία στην Αθήνα. Όταν ο Πείσανδρος και οι Αθηναίοι πρέσβεις γύρισαν από τον Τισσαφέρνη στην Σάμο, εστερέωσαν την επιρροή τους στο στρατόπεδο και προέτρεψαν τους ολιγαρχικούς της Σάμου να προσπαθήσουν, με την δική τους βοήθεια, να εγκαταστήσουν ολιγαρχικό πολίτευμα, αν και οι Σάμιοι είχαν στασιάσει για να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην ολιγαρχία. Οι Αθηναίοι της Σάμου έκαναν συσκέψεις μεταξύ τους κι αποφάσισαν ν᾽ αγνοήσουν τον Αλκιβιάδη, επειδή δεν ήθελε να τους βοηθήσει (άλλωστε δεν θα ήταν κατάλληλος για να συνεργαστεί με ολιγαρχικό πολίτευμα) και να ενεργήσουν μόνοι τους —αφού άλλωστε είχαν κιόλας εκτεθεί— φροντίζοντας να βρουν τρόπο να μην αποτύχει η προσπάθεια. Θα εξακολουθούσαν τον πόλεμο και θα έδιναν πρόθυμα εισφορές από τις ιδιωτικές τους περιουσίες, χρήματα ή ό,τι άλλο θα χρειαζόταν, αφού από τότε και ύστερα, θα μοχθούσαν για δικά τους συμφέροντα και όχι για συμφέροντα άλλων.

Αφού λοιπόν έδωσαν θάρρος ο ένας στον άλλον, έστειλαν αμέσως τον Πείσανδρο και τους μισούς πρέσβεις στην Αθήνα για να ενεργήσουν εκεί. Τους είπαν να εγκαταστήσουν ολιγαρχία σε όσες συμμαχικές πολιτείες σταματήσουν. Τους άλλους πρέσβεις τούς έστειλαν σκόρπιους σε διάφορες πολιτείες. Τον Διειτρέφη, που βρισκόταν τότε στην περιοχή της Χίου και είχε διοριστεί διοικητής της Θράκης, τον έστειλαν ν᾽ αναλάβει την θέση του. Έφτασε στην Θάσο και κατήργησε την δημοκρατία. Αλλά δύο, περίπου, μήνες μετά την αναχώρησή του, οι Θάσιοι άρχισαν να περιτειχίζουν την πολιτεία τους. Δεν είχαν καμιά ανάγκη από μιαν αριστοκρατία που εξαρτιόταν από τους Αθηναίους, ενώ περίμεναν μέρα με την ημέρα να τους ελευθερώσουν οι Λακεδαιμόνιοι. Υπήρχαν πολλοί φυγάδες εξαιτίας των Αθηναίων που είχαν καταφύγει στους Πελοποννησίους. Οι φυγάδες αυτοί συνεργάζονταν με τους οπαδούς τους που ήσαν στο νησί κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να έρθει στόλος και ν᾽ αποστατήσει η Θάσος. Και έγιναν όλα όπως τα ήθελαν, δηλαδή ν᾽ ακολουθήσει η πολιτεία την πολιτική που ήθελαν, χωρίς να προκληθούν ταραχές και να βρεθεί έξω από την εξουσία η δημοκρατική παράταξη που θα είχε προβάλει αντίσταση. Στην Θάσο, λοιπόν, συνέβηκε ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που επιδίωκαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι εγκαθιστούσαν ολιγαρχία. Νομίζω ότι το ίδιο έγινε και σε πολλές άλλες υπήκοες πολιτείες. Και τούτο επειδή οι διάφορες πολιτείες, αφού αποκτήσαν μετριοπαθή πολιτεύματα, στράφηκαν προς την απόλυτη ελευθερία και δεν προτίμησαν την κούφια ευνομία που τους πρόσφεραν οι Αθηναίοι.

Ο Πείσανδρος και οι σύντροφοί του, όπως είχε αποφασιστεί, καταργούσαν τη δημοκρατία στις πολιτείες όπου σταματούσαν πλέοντας προς την Αθήνα. Σε μερικές από τις πολιτείες αυτές πήραν οπλίτες, κι έχοντας μαζί συμμάχους, έφτασαν στην Αθήνα όπου οι ομοϊδεάτες τους είχαν κάνει τις περισσότερες προετοιμασίες. Μερικοί από τους νεότερους είχαν συνεννοηθεί κι είχαν σκοτώσει κρυφά τον Ανδροκλέα που είχε μεγάλη επιρροή στους δημοκρατικούς και είχε πρωτοστατήσει στην εξορία του Αλκιβιάδη. Τον σκότωσαν κυρίως για τους δύο αυτούς λόγους και επειδή ήταν αρχηγός των δημοκρατικών και επειδή πίστευαν ότι θα επιστρέψει ο Αλκιβιάδης που θα εξασφάλιζε την φιλία του Τισσαφέρνη και ήθελαν να τον ικανοποιήσουν. Σκότωσαν με τον ίδιο τρόπο, κρυφά, και μερικούς άλλους αντιπάλους. Ενεργούσαν και φανερά διακηρύσσοντας ότι κανείς άλλος δεν θα έπαιρνε πια μισθό εκτός από όσους ήσαν στρατευμένοι και ότι συμμετείχαν στην διακυβέρνηση μόνο πέντε χιλιάδες πολίτες μεταξύ εκείνων που θα ήσαν σε θέση να εξυπηρετούν το περισσότερο την πολιτεία, τόσο προσωπικά όσο και με την περιουσία τους.

Αλλά όλα αυτά ήσαν εύσχημα προσχήματα για τους πολλούς, ενώ στ᾽ αλήθεια θα έπαιρναν την εξουσία όσοι οργάνωναν την μεταπολίτευση. Αλλά συνέρχονταν πάντα και η Εκκλησία του δήμου και η Βουλή που εκλέγεται με κλήρο, δεν συζητούσαν, όμως, τίποτε το οποίον δεν είχαν εγκρίνει οι συνωμότες. Αλλά και οι ρήτορες που μιλούσαν ήσαν δικοί τους και τους λόγους που εκφωνούσαν τους είχαν εγκρίνει προηγουμένως. Κανείς από τους αντιπάλους δεν έφερνε, από φόβο, αντίρρηση, επειδή έβλεπαν το πλήθος των συνωμοτών. Και αν κανείς τολμούσε ν᾽ αντιμιλήσει, έβρισκαν κατάλληλο τρόπο να τον σκοτώσουν. Δεν αναζητούσαν τους δολοφόνους, ούτε γινόταν καμιά δίωξη εναντίον των υπόπτων. Ο λαός δεν αντιδρούσε και όλοι ήσαν τόσο πολύ τρομοκρατημένοι, ώστε το θεωρούσαν κέρδος να μην παθαίνουν τίποτε έστω και αν σώπαιναν. Ο κόσμος είχε χάσει το ηθικό του νομίζοντας ότι οι συνωμότες ήσαν πολύ περισσότεροι από ό,τι ήσαν πραγματικά και δεν μπορούσαν να το διαπιστώσουν, επειδή η πολιτεία ήταν μεγάλη και δεν εγνώριζαν ο ένας τον άλλον. Για τον ίδιο λόγο κανείς δεν μπορούσε, αν ήταν αγανακτισμένος για ό,τι έπαθε, να παραπονεθεί σε άλλον και να καταδιώξει εκείνον που τον έβλαπτε, και τούτο επειδή θα μπορούσε ν᾽ απευθυνθεί ή σε άγνωστο ή σε γνωστό που δεν θα του είχε εμπιστοσύνη. Οι δημοκρατικοί υποψιάζονταν ο ένας τον άλλον μήπως είναι κι αυτός συνωμότης γιατί υπήρχαν μερικοί μεταξύ τους που κανείς δεν θα είχε ποτέ φανταστεί ότι θα είχαν γίνει ολιγαρχικοί. Αυτοί προκάλεσαν την μεγαλύτερη καχυποψία ανάμεσα στους δημοκρατικούς και συντέλεσαν πάρα πολύ στο να είναι ασφαλείς οι ολιγαρχικοί, επειδή επιβεβαίωσαν την δυσπιστία που είχαν προς τον εαυτό τους οι δημοκρατικοί.

Αυτή ήταν η κατάσταση όταν έφτασε ο Πείσανδρος και οι δικοί του που άρχισαν να εργάζονται για να συμπληρώσουν τις ενέργειες. Πρώτα συγκάλεσαν Εκκλησία του δήμου και πρότειναν να εκλεγούν δέκα πρόσωπα με απόλυτη πληρεξουσιότητα, τα οποία να συντάξουν προτάσεις για να τροποποιηθεί το πολίτευμα. Αφού τις συντάξουν με τρόπο ώστε η πολιτεία να κυβερνηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα, να τις υποβάλουν στον λαό μια ορισμένη μέρα. Όταν έφτασε η μέρα, συγκάλεσαν την Εκκλησία του δήμου στον Κολωνό και την περιόρισαν στον ιερό περίβολο του Ποσειδώνος που απέχει από την πολιτεία δέκα περίπου στάδια. Τα δέκα πρόσωπα δεν εισηγήθηκαν, τότε, τίποτε άλλο παρά το εξής: Ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος θα έχει το δικαίωμα να προτείνει ό,τι θέλει και ότι θα τιμωρηθεί αυστηρά όποιος διατυπώσει κατηγορία για παρανομία ή για ό,τι άλλο εναντίον εκείνου που θα έχει μιλήσει. Τότε πια μπόρεσαν να μιλήσουν απερίφραστα και είπαν ότι έπρεπε να καταργηθούν όλες οι αρχές του πολιτεύματος και όλοι οι δημόσιοι μισθοί. Είπαν ότι έπρεπε να εκλεγούν πέντε άνδρες που θα διάλεγαν εκατό πρόσωπα και αυτά θα διάλεγαν το καθένα άλλα τρία πρόσωπα. Οι τετρακόσιοι αυτοί θα αποτελούνε την Βουλή και θα κυβερνούν την πολιτεία όπως νομίζουν καλύτερα, με απόλυτη πληρεξουσιότητα. Θα συγκαλούν τους πέντε χιλιάδες όταν θα το κρίνουν σκόπιμο.

Την πρόταση αυτή την παρουσίασε ο Πείσανδρος, ο οποίος πρωτοστάτησε με ζήλο για να καταργηθεί η δημοκρατία. Αλλά εκείνος ο οποίος κατέστρωσε όλο το σχέδιο ώστε να καταλήξει σ᾽ αυτό το αποτέλεσμα και είχε εργαστεί πολύ για την επιτυχία του, ήταν ο Αντιφών, Αθηναίος, που στο ήθος δεν ήταν κατώτερος από κανέναν Αθηναίο του καιρού του. Ήταν εξαιρετικά δυνατό μυαλό και άριστος στην διατύπωση της σκέψης του. Δεν παρουσιαζόταν ποτέ ούτε στον δήμο ούτε σε άλλη συγκέντρωση, εκτός αν ήταν υποχρεωμένος, επειδή η φήμη της ρητορικής του τέχνης έκανε τον λαό να δυσπιστεί, αλλά ήταν μοναδικός για να βοηθεί όσους του ζητούσαν την συμβουλή του προτού πάνε ν᾽ αντιμετωπίσουν αντίδικο στο δικαστήριο ή αντίπαλο στον Δήμο. Όταν, αργότερα, το καθεστώς των τετρακοσίων ανατράπηκε και τους καταδίωκε η δημοκρατία, τον κατηγόρησαν για την συμμετοχή του, ζητώντας την ποινή του θανάτου, και παρουσίασε την ωραιότερη απολογία που ξέρω έως τώρα. 

Και ο Φρύνιχος εργάστηκε με μεγάλο ζήλο για την ολιγαρχία, γιατί φοβόταν τον Αλκιβιάδη. Γνώριζε ότι ο Αλκιβιάδης ήξερε τις ενέργειες που είχε κάνει από την Σάμο προς τον Αστύοχο και θεωρούσε πολύ απίθανο ένα ολιγαρχικό καθεστώς ν᾽ ανακαλέσει τον Αλκιβιάδη. Και όταν αναμείχθηκε σ᾽ αυτήν την υπόθεση, φάνηκε θαρραλέος και άξιος εμπιστοσύνης. Και ο Θηραμένης του Άγνωνος πρωτοστάτησε στην ανατροπή της δημοκρατίας. Ήταν δυνατό μυαλό και άξιος ρήτορας. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο, αφού εργάστηκαν πολλοί και ικανοί άνθρωποι το ότι επέτυχε το εγχείρημα αν και ήταν δύσκολο. Δεν ήταν εύκολο ν᾽ αφαιρέσουν από το λαό της Αθήνας την ελευθερία του εκατό χρόνια μετά την ανατροπή των τυράννων. Στο διάστημα αυτό όχι μόνο δεν ήταν υποδουλωμένος σε άλλους, αλλά είχε μάλιστα συνηθίσει στα πενήντα τελευταία χρόνια να εξουσιάζει άλλους.

Έστειλαν και στην Σάμο δέκα πρόσωπα για να καθησυχάσουν τον στρατό και να του εξηγήσουν ότι η ολιγαρχία δεν είχε γίνει για να βλάψει την πολιτεία, αλλά για να την σώσει και ότι την εξουσία δεν την ασκούσαν τετρακόσιοι μόνο, αλλά πέντε χιλιάδες πολίτες, και ότι, άλλωστε, εξαιτίας των διαφόρων επιχειρήσεων και των άλλων υποθέσεων που κρατούσαν τους Αθηναίους μακριά από την πολιτεία, ποτέ στην Εκκλησία δεν συγκεντρωνόταν αυτός ο αριθμός των πέντε χιλιάδων, όσο κι αν ήσαν σπουδαία τα ζητήματα που συζητούσαν. Αφού τους έδωσαν και άλλες οδηγίες για το τί έπρεπε να πουν, τους έστειλαν στην Σάμο αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή τους στην εξουσία. Φοβόνταν μήπως, όπως άλλωστε και έγινε, τα πληρώματα δεν θελήσουν να υποταχθούν σε ολιγαρχικό καθεστώς και μήπως ξεκινήσει από εκεί ένα κίνημα που να τους παρασύρει και αυτούς τους ίδιους.

Στην Σάμο, πραγματικά, άρχισε να σημειώνεται αντίδραση στην ολιγαρχία και έγιναν τα ακόλουθα, την ίδια εποχή που οι τετρακόσιοι αναλάμβαναν την εξουσία. Είχε σημειωθεί μια μεταστροφή σε όσους από τους Σαμίους είχαν, αρχικά, κινηθεί εναντίον των ολιγαρχικών και είχαν εγκαταστήσει δημοκρατία. Ο Πείσανδρος (όταν είχε πάει στην Σάμο) και οι Αθηναίοι, που συνωμοτούσαν μαζί του εκεί, έπεισαν τριακόσιους Σαμίους να κάνουν συνωμοσία για να χτυπήσουν τους άλλους, τους δημοκρατικούς. Μαζί με έναν από τους στρατηγούς, τον Χαρμίνο, και μερικούς Αθηναίους που ήσαν στην Σάμο, στους οποίους ήθελαν να δώσουν απόδειξη της καλής τους πίστης, οι τριακόσιοι αυτοί σκότωσαν έναν από τους Αθηναίους τον Υπέρβολο, άνθρωπο ποταπό που είχε εξοριστεί όχι επειδή ο κόσμος φοβόταν την δύναμή του και την αξία του, αλλά επειδή ήταν κακός και ντρόπιαζε την πολιτεία. Πάντα με την συνεργασία του Χαρμίνου και των άλλων, οι τριακόσιοι αυτοί έκαναν και άλλες τέτοιες πράξεις κι ετοιμάζονταν να χτυπήσουν τους δημοκρατικούς. Αυτοί, όμως, το κατάλαβαν και ειδοποίησαν τους στρατηγούς Λέοντα και Διομέδοντα —ήσαν και οι δύο αντίθετοι στην ολιγαρχία επειδή τους τιμούσαν οι δημοκρατικοί— καθώς και τον Θρασύβουλο και τον Θράσυλο. Ο ένας ήταν τριήραρχος και ο άλλος πεζοναύτης. Ειδοποίησαν και άλλους που τους θεωρούσαν τους πιο αποφασισμένους αντιπάλους των συνωμοτών. Αξίωναν από αυτούς να μην επιτρέψουν να σκοτωθούν οι Σάμιοι δημοκρατικοί και να μην αποξενωθεί από την Αθήνα η Σάμος, χάρη στην οποία είχε έως τότε διατηρηθεί η αθηναϊκή ηγεμονία. 

Όταν οι Αθηναίοι αυτοί τα πληροφορήθηκαν μίλησαν χωριστά στον κάθε στρατιώτη του εκστρατευτικού σώματος και τους παρακινούσαν να μην επιτρέψουν να συμβούν αυτά και ιδιαίτερα στο πλήρωμα της Παράλου. Ήσαν όλοι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες και από πάντα εχθροί της ολιγαρχίας ακόμα και όταν δεν υπήρχε κίνδυνος να επιβληθεί. Ο Λέων και ο Διομέδων κάθε φορά που έπρεπε να φύγουν με τον στόλο, άφηναν στην Σάμο φρουρά, μερικά καράβια. Έτσι, όταν οι τριακόσιοι άρχισαν να ενεργούν, όλοι αυτοί και ιδιαίτερα το πλήρωμα της Παράλου, βοήθησαν τους Σαμίους δημοκράτες που υπερίσχυσαν. Από τους τριακόσιους σκότωσαν τριάντα και τρεις από τους πρωτεργάτες τούς εξόρισαν. Για τους άλλους, ο λαός δεν πήρε μέτρα και έζησαν όλοι μαζί με δημοκρατικό πολίτευμα.

Τότε οι Σάμιοι και ο αθηναϊκός στρατός, έστειλαν στην Αθήνα την Πάραλο για ν᾽ αναγγείλει ό,τι είχε γίνει. Με το καράβι αυτό έφυγε ο Χαιρέας του Αρχιστράτου, Αθηναίος, που είχε πρωτοστατήσει στα γεγονότα. Δεν είχαν ακόμα μάθει ότι οι τετρακόσιοι είχαν πάρει την εξουσία. Μόλις έφτασε το καράβι, οι τετρακόσιοι έπιασαν δύο ή τρεις από το πλήρωμα. Αφού πήραν το καράβι, τους άλλους τους επιβίβασαν σε οπλιταγωγό και τους έταξαν να φρουρούν γύρω από την Εύβοια. Ο Χαιρέας, μόλις αντιλήφθηκε την κατάσταση, κατόρθωσε να διαφύγει, γύρισε στην Σάμο και πληροφόρησε τον στρατό περιγράφοντας, με υπερβολές, πολύ σκοτεινή την κατάσταση, ότι, δηλαδή, σ᾽ οποιονδήποτε επέβαλλαν την ποινή της μαστίγωσης και ότι ήταν αδύνατον ν᾽ αντιμιλήσει κανείς σ᾽ όσους ασκούσαν την εξουσία. Πρόσθεσε ότι οι γυναίκες και τα παιδιά των στρατιωτών κακοπάθαιναν και ότι έχουν σκοπό να πιάσουν και να ρίξουν στη φυλακή τους συγγενείς όσων στρατιωτών της Σάμου δεν ήσαν οπαδοί της ολιγαρχίας ώστε, αν δεν τους υπακούσουν, να θανατώσουν τους συγγενείς. Τους είπε και άλλα, πολλά, λέγοντας ψέματα το ένα απάνω στο άλλο.

Μόλις οι στρατιώτες τ᾽ άκουσαν αυτά, κινήθηκαν στην αρχή για να χτυπήσουν τους πρωτεργάτες της μεταπολίτευσης και όσους άλλους είχαν συνεργήσει. Έπειτα, όμως, τους συγκράτησαν οι μετριοπαθείς, που τους εξήγησαν ότι, με τον εχθρικό στόλο αραγμένο κοντά και έτοιμο για επίθεση, θα έχαναν τα πάντα. Μετά απ᾽ αυτά, ο Θρασύβουλος του Λύκου και ο Θράσυλος, που ήσαν οι ηγέτες της δημοκρατικής αυτής αντίδρασης, θέλοντας ν᾽ αποκαταστήσουν με πανηγυρικό τρόπο την δημοκρατία στην Σάμο, όρκισαν όλους τους στρατιώτες με τους μεγαλύτερους όρκους (και ιδιαίτερα εκείνους που ήσαν ολιγαρχικοί) με τους οποίους αναλάμβαναν να σεβαστούν την δημοκρατία, να μείνουν ενωμένοι, να εξακολουθήσουν δραστήρια τον πόλεμο με τους Πελοποννησίους, να θεωρήσουν τους τετρακοσίους εχθρούς και να μην έρχονται σε καμιά επαφή μαζί τους. Έδωσαν τον ίδιο όρκο και όλοι οι Σάμιοι που ήσαν σε στρατεύσιμη ηλικία. Το εκστρατευτικό σώμα αποφάσισε να συνεργάζεται σε όλα με τους Σαμίους και να συμμερίζεται μαζί τους τους κινδύνους που θ᾽ αντιμετώπιζε στις επιχειρήσεις που θ᾽ αναλάβαινε. Θεωρούσαν ότι ούτε για τους ίδιους ούτε για τους Σαμίους υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας, αλλά ότι θα ήσαν χαμένοι αν επικρατούσαν οι τετρακόσιοι ή οι εχθροί της Μιλήτου.

Την εποχή, λοιπόν, εκείνη έγινε σκληρή αναμέτρηση. Ο στρατός της Σάμου προσπαθούσε να επιβάλει την δημοκρατία στην Αθήνα και οι ολιγαρχικοί της πολιτείας να επιβάλουν την ολιγαρχία στο στρατόπεδο της Σάμου.

(Μτφ. Βλάχος Άγγελος) greek-language.gr

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Θουκυδίδης-αποσπάσματα

 [2.43.3] ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ᾽ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται.

γιατί τάφος των μεγάλων είναι η πάσα γη και δεν φανερώνεται από την επιγραφή μιας στήλης στην πατρική τους χώρα. Και στα πιο μακρινά μέρη, η μνήμη τους, άγραφη, μένει ζωηρότερη μέσα στις ψυχές, περισσότερο για την ανδρεία τους παρά για το έργο που έκαναν. 

Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος


Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ 99. – Ἱστορίαι 2, 47-54

Ο λοιμός
Τις πρώτες ημέρες του θέρους του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν εισβάλει, όπως και τον προηγούμενο χρόνο, στην Αττική, ξαφνικά ενέσκηψε στην Αθήνα ο λοιμός, που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη, με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον επιτάφιο του Περικλή. Ο λοιμός, που έως σήμερα δεν έχει ταυτιστεί πειστικά με κάποια γνωστή επιδημία, κράτησε αρχικά δύο χρόνια και επανεμφανίστηκε αργότερα, το 427/426 π.Χ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη επρόκειτο για άκρως μεταδοτική νόσο, που έπληττε και τους ανθρώπους και τα ζώα. Όσοι προσβάλλονταν και διέφευγαν το θάνατο είχαν πλέον ανοσία.

Ο ιστορικός, θέλοντας, μεταξύ άλλων, να είναι η μαρτυρία του και πρακτικά χρήσιμη, αν τυχόν εμφανιζόταν και πάλι κάποια ανάλογη επιδημία, περιγράφει λεπτομερώς τα εξωτερικά και εσωτερικά συμπτώματα, παρακολουθώντας την πορεία που ακολουθούσε η ίδια η νόσος (από το κεφάλι προς τα κάτω άκρα), τα γενικά χαρακτηριστικά της αρρώστιας και την κατάρρευση των κοινωνικών φραγμών και αξιών που επέφερε ο λοιμός. Ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική αξία της περιγραφής, βέβαιη είναι η λογοτεχνική της αξία: η περιγραφή του Θουκυδίδη αποτελεί το αρχέτυπο για τις περιγραφές λοιμών, ένα θέμα που άσκησε ιδιαίτερη έλξη στη λατινική και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

...........................................................................................................................................................

[2.47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [2.47.3] καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [2.47.4] οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι. [2.48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [2.48.3] λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, ἀφ᾽ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ᾽ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ᾽ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.

[2.49.1] τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [2.49.2] τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ᾽ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ᾽ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει· [2.49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν, καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. [2.49.4] λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον. [2.49.5] καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ᾽ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ᾽ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ᾽ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν. [2.49.6] καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός, καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ᾽ ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαρροίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι᾽ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [2.49.7] διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [2.49.8] κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ᾽ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους. [2.50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο. [2.50.2] τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.

[2.51.1] τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα. [2.51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅ τι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν· [2.51.3] τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν· σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα. [2.51.4] δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ᾽ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει. [2.51.5] εἴτε γὰρ μὴ ᾽θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι. [2.51.6] ἐπὶ πλέον δ᾽ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ᾽ ἂν ὑπ᾽ ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.

[2.52.1] ἐπίεσε δ᾽ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας. [2.52.2] οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ᾽ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ᾽ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· [2.52.3] ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται, ἐς ἀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. [2.52.4] νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.

[2.53.1] πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. [2.53.2] ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι. [2.53.3] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ᾽ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. [2.53.4] θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.

[2.54.1] τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο, ἀνθρώπων τ᾽ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. [2.54.2] ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους, φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ᾽ αὐτῷ.» [2.54.3] ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτως ᾄσονται. [2.54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι. [2.54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι· ἐσβεβληκότων δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον εἰπεῖν, ἐπενείματο δὲ Ἀθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ  99. – Ἱστορίαι 2, 47-54
........................................................................................................................................................
[47] Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου στρατοπεδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. [3] Και πριν παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη διά πρώτην φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. [4] Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν διά πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ᾽ απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά εξ άλλου τας προς τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν, παρητήθησαν αυτών.

[48] Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. [2] Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και διά τούτο ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ᾽ ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. [3] Καθείς δε, είτε ιατρός είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ᾽ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.

[49] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. [2] Όσοι εξ άλλου ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς καμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. [3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. [4] Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. [5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ᾽ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. [6] Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτον στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. [7] Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ᾽ όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφηνε τα ίχνη του. [8] Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των.

[50] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να περιγραφή επαρκώς διά λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο διά καμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν. [2] Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτον ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους ανθρώπους.

[51] Τοιούτος λοιπόν ήτον ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η νόσος, καμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. [2] Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ᾽ ουδέ και κανέν φάρμακον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι αποτελεσματική, [3] διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα, αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, και καμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτον αρκετά ισχυρά διά να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν. [4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι, νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. [5] Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς απέθνησκαν εγκατελελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι ερημώθησαν δι᾽ έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αύτη τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. [6] Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον, διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα ότι δεν θ᾽ απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.

[52] Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως.1 Οι νεωστί ιδίως εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. [2] Διότι δια την έλλειψιν οικιών ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους, και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι απέθνησκαν εντός αυτών. [3] Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι άνθρωποι μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. [4] Ως εκ τούτου, τα έθιμα, προς τα οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού, κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ άλλοςνεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν.

[53] Αλλ᾽ η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπτον την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς καμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνιδία ήτον η μετάπτωσις, αφ᾽ ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ᾽ ετέρου δε των τέως εντελώς απόρων, οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις τας περιουσίας εκείνων. [2] Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούντην ζωήν των όσον ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξίσου εφήμερα. [3] Και κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον, αφού εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση, διά να πραγματοποίηση αυτόν, μόνον δε ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν, και ό,τι καθ᾽ οιονδήποτε τρόπον ωδήγει εις τούτο, τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και χρήσιμον. [4] Αλλά φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ᾽ ενός μεν διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμία δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε επειδή κανείς δεν επίστευεν ότι θα επιζήση, διά να δώση λόγον των εγκλημάτων του και τιμωρηθή δι᾽ αυτά. Τουναντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη κατεψηφισμένη κατ᾽ αυτών και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα και ότι, πριν επιπέση κατ᾽ αυτών, εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των.

[54] Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπωρούντο, καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής τα κτήματά των ερημώνοντο. [2] Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ήτο φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ᾽ αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις παλαιοτέραν εποχήν·

«Θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ᾽ αυτόν.»

[3] Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ᾽ επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνει χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά των. Αλλ᾽ εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. [4] Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον εγνώριζαν, και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος απήντησεν ότι, εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. [5] Όσον λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ᾽ εθέρισε προ πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.


[47] Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου στρατοπεδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. [3] Και πριν παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη διά πρώτην φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. [4] Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν διά πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ᾽ απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά εξ άλλου τας προς τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν, παρητήθησαν αυτών.

[48] Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. [2] Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και διά τούτο ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ᾽ ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. [3] Καθείς δε, είτε ιατρός είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ᾽ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.

[49] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. [2] Όσοι εξ άλλου ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς καμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. [3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. [4] Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. [5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ᾽ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. [6] Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτον στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. [7] Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ᾽ όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφηνε τα ίχνη του. [8] Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των.

[50] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να περιγραφή επαρκώς διά λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο διά καμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν. [2] Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτον ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους ανθρώπους.

[51] Τοιούτος λοιπόν ήτον ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η νόσος, καμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. [2] Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ᾽ ουδέ και κανέν φάρμακον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι αποτελεσματική, [3] διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα, αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, και καμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτον αρκετά ισχυρά διά να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν. [4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι, νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. [5] Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς απέθνησκαν εγκατελελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι ερημώθησαν δι᾽ έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αύτη τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. [6] Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον, διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα ότι δεν θ᾽ απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.

[52] Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως.1 Οι νεωστί ιδίως εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. [2] Διότι δια την έλλειψιν οικιών ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους, και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι απέθνησκαν εντός αυτών. [3] Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι άνθρωποι μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. [4] Ως εκ τούτου, τα έθιμα, προς τα οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού, κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ άλλοςνεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν.

[53] Αλλ᾽ η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπτον την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς καμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνιδία ήτον η μετάπτωσις, αφ᾽ ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ᾽ ετέρου δε των τέως εντελώς απόρων, οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις τας περιουσίας εκείνων. [2] Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούντην ζωήν των όσον ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξίσου εφήμερα. [3] Και κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον, αφού εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση, διά να πραγματοποίηση αυτόν, μόνον δε ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν, και ό,τι καθ᾽ οιονδήποτε τρόπον ωδήγει εις τούτο, τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και χρήσιμον. [4] Αλλά φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ᾽ ενός μεν διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμία δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε επειδή κανείς δεν επίστευεν ότι θα επιζήση, διά να δώση λόγον των εγκλημάτων του και τιμωρηθή δι᾽ αυτά. Τουναντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη κατεψηφισμένη κατ᾽ αυτών και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα και ότι, πριν επιπέση κατ᾽ αυτών, εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των.

[54] Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπωρούντο, καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής τα κτήματά των ερημώνοντο. [2] Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ήτο φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ᾽ αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις παλαιοτέραν εποχήν·

«Θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ᾽ αυτόν.»

[3] Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ᾽ επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνει χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά των. Αλλ᾽ εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. [4] Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον εγνώριζαν, και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος απήντησεν ότι, εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. [5] Όσον λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ᾽ εθέρισε προ πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.


(μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος)

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=239

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Επιτἀφιος του Περικλέους (44)

Σχετική εικόνα

44. «Δι’ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ’ εὐτυχές, οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ’ οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι οἳ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ’ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι.

...................................................................................................................................................................
44. Γι' αυτό και τους γονείς αυτών που ενταφιάζουμε τώρα, όσοι βρίσκεστε εδώ, δε τους κλαίω, πιο πολύ θα προσπαθήσω να ελαφρώσω τον πόνο τους. Γιατί το ξέρουν καλά πως η ζωή τους πέρασε μέσ' από κάθε λογής μεταπτώσεις της τύχης· κι ότι ευτυχισμένοι είναι, όπως οι σημερινοί νεκροί μας, εκείνοι που η μοίρα τούς χάρισε τον πιο ένδοξο θάνατο, και, όπως εσείς, για το τιμημένο πένθος σας, κι εκείνοι που κανονίστηκε το τέλος της ζωής τους να συμπέσει με το τέλος της ευτυχίας τους.
Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να πείσω εσάς, αφού θα σας φέρνουν ζωντανή τη θύμηση αυτών που χάσατε οι ευτυχίες των άλλων γονιών που κι εσείς κάποτε τις χαρήκατε· και θλίβεται ο άνθρωπος όχι επειδή του λείπουν αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά για όσα, ενώ είχε συνηθίσει να τ' απολαμβάνει, τα έχασε. Πρέπει όμως να δείχνετε εγκαρτέρηση, με την ελπίδα άλλων παιδιών, όσοι ακόμα είστε σε ηλικία ν' αποχτήσετε παιδιά· γιατί, για τα άτομα, τα παιδιά που θα τους έρθουν στον κόσμο από δω και πέρα θα κάνουν πολλούς να ξεχάσουν εκείνους που χάθηκαν, ενώ, για την πόλη, θα είναι διπλό το όφελος: και δε θα ερημώσει και θα έχει ασφάλεια· γιατί δεν είναι δυνατό να έχει την ίδια αξία ή να είναι το ίδιο δίκαιη η γνώμη για τα δημόσια πράγματα όσων δεν μπαίνουν στον ίδιο κίνδυνο, ρίχνοντας σ' αυτόν τα παιδιά τους. Κι όσους πάλι σας πήραν τα χρόνια, να θεωρήσετε κέρδος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, που το περάσατε ευτυχισμένοι, και ότι το μέρος της που απομένει θα είναι σύντομο, κι ας κάνει ελαφρότερο το πένθος σας η δόξα αυτών εδώ. Γιατί το μόνο που δεν γερνά είναι ο πόθος για τιμές, και στην ηλικία που ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε, δεν είναι, όπως λεν μερικοί, το κέρδος που δίνει τη μεγαλύτερη τέρψη, αλλά οι τιμές.
Μετάφραση Ελευθέριου Βενιζέλου

[2.44.1] »Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων ―όσοι παρίστασθε εδώ― δεν οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον να παραμυθήσω. Γνωρίζετε τωόντι ότι η ζωή σας διήλθεν εν μέσω ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς πρέπει να θεωρούνται εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον τιμητικόν θάνατον, όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν πένθος, όπως το ιδικόν σας, και εκείνοι, των οποίων η ζωή προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας να συμπέση προς την στιγμήν του θανάτου. [2.44.2] Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον να σας πείσω, αφού την απώλειάν σας θ' υπενθυμίζουν πολλάκις αι ευτυχίαι των άλλων, τας οποίας και σεις προηγουμένως απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν έλλειψιν αγαθών, τα όποια δεν έδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων, εις τα οποία είχε συνειθίσει. [2.44.3] Αλλ' όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την συμφοράν με μεγαλητέραν καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων. Διότι η νέα τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να λησμονήσουν τους νεκρούς των, αλλά και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως του πληθυσμού και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή να είναι επίσης δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν έχουν, όπως οι άλλοι, τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. [2.44.4] Όσοι εξ άλλου είσθε γέροντες, πρέπει να νομίζετε, ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρύτερος βίος, κατά τον όποιον υπήρξατε ευτυχείς, είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν' ανακουφίζεσθε με την δόξαν των νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον ή αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ, και όταν κανείς φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως μερικοί ισχυρίζονται, όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλητέραν τέρψιν.

Πηγή: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/A_Lyk/C_Lyk_Epitaphios-44.htm