Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παστάκας Σωτήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παστάκας Σωτήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Σωτήρης Παστάκας - Τρία ποιήματα

 Διάδρομος απ’ το ματάκι
της πόρτας βλέπω να φουσκώνει
να στενεύει μονόφθαλμος
δεν ξέρω αν ξυπνάω σιγά-σιγά
ή αν βυθίζομαι στον ύπνο
βλέπω τους γείτονες σκιές
να κοπανάν τις πόρτες

—μόνο οι ντελιβεράδες
διατηρούν το χαμόγελο—

βλέπω διάδρομο τρελοκομείου
σιδερένια κελιά κλειδαριές
πτυσσόμενα γκλομπ
μένω σ’ αυτό το διάδρομο
ένας απλός άνθρωπος
που αποστρέφει το βλέμμα

—μήτε νεκρός μήτε ζωντανός—

δοκιμάζω τη γνώση
πέρα από τη συνείδηση
τη θέα της καμπίνας
του ασανσέρ λευκή σελίδα
να φέρει τη ζωή μου τούμπα
τον κόσμο ανάποδα
θα συνεχίσω να παίρνω μάτι
απ’ το ματάκι της κάσας

Ακαφάσωτος

Υπόγεια διάβαση πεζών
πεζούς είδα τους φίλους μου
να κατεβαίνουν στο σκοτάδι
τον πόνο και τον τρόμο
να σφύζουν από ζωή
κι ο θάνατος να τους περικυκλώνει
να στρίβουν
δεξιά αριστερά
στον δικό τους δρόμο

ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό
ο καθένας κρεμασμένος
από ένα πολύχρωμο μπαλόνι
με τα ημίψηλα καπέλα τους

—χρέος του ξένου είναι βεβαίως
με την πόλη εντελώς να συντάσσεται—

στη διάβαση περπατώ ξυπόλυτος
μοιράζομαι το κρασί
με τους άστεγους
γυμνάζομαι
πριν πάρω κι εγώ το διάδρομο
της αναλήψεως.

Ασκεπής


Λύπη ώρα Γκρίνουιτς
με επισκέπτεται
άλλοτε αρπακτικό
χαμηλών πτήσεων
κι άλλοτε ερπετό
με τη μύτη στο χώμα.
Αλλάζει πρόσωπα
δέρμα υπόσταση
η πρόχειρη λύπη
κοιμισμένη γάτα
σήμερα στη Λεβίδου
λεπίδι για δάκρυα.
Μια κλειστή βρύση
πιθάρια γλάστρες
αναιμικά φυτά
μια σκουριασμένη μοτό
κάτω από την κρεβατίνα.
Ξύπνησε η γάτα
τεντώθηκε η λύπη
έφυγε
έφυγα κι εγώ.
Αλεβίδωτος


Δεν έμεινα ποτέ εδώ


Αναδημοσίευση από: https://culturebook.gr/metafraseis-main/meta-poems/sotiris-pastakas-three-poems-from-the-book-i-ve-never-lived-here/

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Σωτήρης Παστάκας – Μ’ αγαπάτε;


Τις νύχτες έκοβα κίτρινα φύλλα.

Μαδούσα τις γλάστρες στο μπαλκόνι μου,

Βήματα μπρος-πίσω φυλακισμένου ανθρώπου.

Μ’ αγαπά-δεν μ’ αγαπά ο κόσμος,

Η ζωή, το όνειρο του κόσμου; Χρόνια

Και χρόνια-σαράντα, αν δεν σας φαίνονται

Λίγα, κατέληξα να μαδώ φρέσκα κλαδιά,

Λόχμες κι ανθούς και κρίνα.


Τις νύχτες έχανα τη μνήμη μου.

Αντί απ’ το περίσσευμα, τον ίδιο

Τον κήπο μου ξερίζωνα,

Για να σας τον χαρίσω.


Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Σωτήρης Παστάκας - Ενδυματολογική προσέγγιση


Χθες βράδυ, ήρθε και με βρήκε
ο πατέρας μου, κι ήταν είκοσι χρονών
με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω,
με το κουστούμι του φοιτητή
και με το βλέμμα, εκείνο το αισιόδοξο
βλέμμα για τη ζωή και τον κόσμο.
Όχι, το σταυρωτό σακάκι και την γραβάτα
δεν τα παράτησε, μέσα στον ίδιο χρόνο,
από πρωτοετής της Νομικής ζωέμπορος
με πλαστή ταυτότητα, το ρεβόλβερ
στον κόρφο του και το ΕΑΜ στους λόγους του,
σε βουνά και πλατείες της Θεσσαλίας.
Μες στο δικό μου κουστούμι τριακοντούτης,
σκέφτομαι πόσο πάλεψα να το αποδεχτώ
και τη γραβάτα μου κι αυτόν.
Τώρα, που όλοι γίναμε ο εαυτός μας,
πού 'ναι η επανάσταση να μας χαρίσει
μια πλαστή ταυτότητα, πατέρα;

Σωτήρης Παστάκας- Ποιήματα

 ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

β΄

Ένας επιβάτης στο τελευταίο κάθισμα
του λεωφορείου με τη σωστή ρυτίδα της σκέψης
πίσω από το τζάμι, με κοιτάζει να τον κοιτάζω
λοξά, από Αλεξανδρούπολη στη Σπάρτη
κι από Ηράκλειο Ληξούρι, τον κοιτάζω
να με κοιτάζει με το λοξό βλέμμα
όσων έχουν ατακτοποίητο παρελθόν
και τετελεσμένο μέλλοντα, απολιθωμένος

ήρωας μιας λοξοδρομημένης ανάμνησης.

ε΄

Ένα κόκκινο τραπουλόχαρτο στο δρόμο.
Με οκτώ καρό ανοίγει την παρτίδα του
αυτό το καλοκαίρι, στο άδειο απόγευμα
της Κυριακής βρέθηκα με δύσκολο φύλλο,
κι ούτε έναν άσσο κρυμμένο στο μπατζάκι μου.
Για να διαβάσουμε λοιπόν το χαρτί
της ισότητας και της άρνησης, την αντίφαση
ανάμεσα στην πλήρη αποτυχία ή πλήρη επιτυχία

τις διπλές αναλογίες δύο και τέσσερα.

ζ΄

Φεύγουν ακόμη στην ώρα τους
τα δρομολόγια για Φλώρινα. Για Πυργετό,
Κρανιά, Ραψάνη στο διάδρομο έξι.
Για Λήθη αναγγέλλονται ονομαστικώς,
όπως πάντα. Διαλέγω το κομπολόι μου
από ένα μάτσο του Πακιστανού: ένα ευρώ το ένα.
Θέλει πολύ κόπο και ψάξιμο ακόμη και το ψεύτικο,
Κική. Μιχάλη, απέκτησα καινούριες παραξενιές

παίρνω πχ. το σκέτο καφεδάκι μου στα ΚΤΕΛ.

ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ

στ΄

Το τσίπουρο θέλει μεζέ και παρέα. Αχαλίνωτες
φαντασιώσεις. Μεγάλες παρεκκλίσεις
από τον κανόνα. Ευρύχωρες αφαιρέσεις.
Ένα είδος θεραπευτικής σχέσης για αβίαστη
έκφραση. Μια ελαφρά υπέρβαση του μέτρου.
Τακτοποιημένα σεντόνια από την προηγούμενη.
Ναι μεν πλην όμως αλλά. Όλο το ρυθμό εναλλαγής
μεταξύ κοινωνικότητας και πλήξης που διαθέτουν

οι άνθρωποι χωρίς ιδιότητες. Οι πότες. Εμείς.

ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ

α΄

Μαθαίνεις να είσαι όμορφη. Να σου πληρώνουν
τα γεύματα. Να συνδυάζεις τακούνι με τσάντα.
Μαθαίνεις να φιλάς κι έπειτα να πηδιέσαι
χωρίς φιλί στο στόμα. Μαθαίνεις να βλέπεις τιβί,
ταυτοχρόνως να μιλάς στο κινητό και να τσατάρεις
στο fb. Μαθαίνεις PIN, IBAN, ID, PASSWORD,
ΑΦΜ και ΑΜΚΑ. Μαθαίνεις να κοιμάσαι αγκαλιά

και να σκέφτεσαι μονίμως κάποιον άλλον.


Σωτήρης Παστάκας, “Αλτσχάιμερ αρχόμενο”, Μελάνι, 2017.


Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

Σωτήρης Παστάκας - Έστρωσα το τραπέζι

 Έστρωσα το τραπέζι για έναν.

Για μένα. Άναψα την τιβί.

Κάθισα. Για να σωθεί ο καπιταλισμός

απαιτούνται θυσίες απ’ όλους μας.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ρωτούσες

αν μπορούσες να περάσεις.

Μπορούσες. Έσβησα την τιβί.

Σηκώθηκα. Ο καπιταλισμός

αιμορραγεί και πεθαίνει. Είπα.

Άλλαξα τραπεζομάντιλο.

Έστρωσα το τραπέζι για δύο.

 


     Χαμένο κορμί, Μελάνι, 2010


Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Σωτήρης Παστάκας – Τρία ποιήματα


«Έτσι κάποιες φορές καθώς πετάνε κάτω

τα αποτσίγαρα

παίρνουν φωτιά και λαμπαδιάζουν»

Ι.

Δεν έσφαλα αρκετά. Έπρεπε να επιμείνω

λίγο περισσότερο, να επιδείξω μεγαλύτερη

επιμέλεια, εργατικότητα. Να επεξεργαστώ

το έμφυτο ταλέντο μου στην παρανομία,

τα κτυπήματα κάτω από τη μέση. Να εκ-

μεταλευτώ το χαμογελαστό μου πρόσωπο

να τους εξολοθρεύσω όλους κι όχι να λα-

βω αυτή τη μεταλαβιά της συγχώρεσης μετά.

Όχι, δεν αμάρτησα αρκετά, το παραδέχομαι.

ΙΙ.

[upper path]

Γυρεύω το μνήμα μου και δεν το βρίσκω,

Θεέ μου,

πενήντα χρόνια σε προσκαλώ να με πάρεις

κι εσύ δεν απαντάς στις προσευχές μου.

Έλα, οδήγησέ με στα ψηλά

και τα πρόσχαρα:

δεν έχω που να γείρω το κεφάλι μου

να κλάψω.

Έλα, οδήγησέ με στο υψηλότερο μονοπάτι,

στον ώμο σου να γείρω και να κλάψω.

Επειδή πολλοί ευχήθηκαν να πεθάνω,

κι εγώ απ’ την πλευρά μου

επιθύμησα τον θάνατο αναρίθμητων άλλων.

Το μνήμα μου γυρεύω και δεν το βρίσκω.

Κύριε,

Είναι νόμος αφού εγώ δεν σκότωσα,

κάποιος να με σκοτώσει.

Να με προλάβει

κάπου εκεί στην Ελευθερίου Βενιζέλου,

υπό τους ήχους των ελληνάδικων

χιπ χοπ, εδώ σκότωσαν ολόκληρο ροκ

-τι τους είναι να φάνε τον Παστάκα;

Τον τάφο μου

δείξε με Κύριε, εν τη ευσπλαχνία σου,

να αποθέσω πρώτος εγώ

το ακάνθινο στεφάνι,

από όλους τους ομότεχνους

τους τεθλιμμένους συγγενείς

τους απαρηγόρητους φίλους,

πριν λάχει και τους πω

πόσο ωραίος είναι ο θάνατος

και ο νεκρός ευγνώμων.

Ψάχνω τον τάφο μου

και δεν τον βρίσκω,

στο τριάρι μου στη Νέα Σμύρνη,

στις ράγες του Τραμ,

στα υπερυψωμένα σίδερα

της Λεωφόρου Συγγρού,

στις διαβάσεις πεζών της Παραλιακής,

στις αφύλακτες του ΟΣΕ,

στο μονόζυγο του αλκοόλ,

στα ακροβατικά της καύσης

του τσιγάρου,

σαν άλλος αναστενάρης πάνω στην καύτρα του

κάνε με φως

Κύριε.

Λαμπάδιασέ με.

ΙΙΙ.

να κάθομαι ώρες

μπροστά στη φωτισμένη

βιτρίνα με τ’ ακριβά

παπούτσια. Να μην

τ’ αγοράζω. Να την επισκέπτομαι

νύχτα: να μπορώ

να περπατάω, να επιθυμώ,

να ονειρεύομαι.

«ΣΩΜΑ ΔΙΑ ΤΡΙΒΗΣ» ΡΩΜΗ 2018.

Σωτήρης Παστάκας - Η φωτεινή αλληλεγγύη


Το φως που καίει στο δωμάτιο μου

είναι μια λάμπα σαράντα κηρίων.

Στο χλομό της κύκλο αιχμάλωτος

τα βράδια μου περνάω: γραφή

κι ανάγνωση, μελάνες και μουτζούρες.

Ένα ολόκληρο βιβλίο οι σχισμένες μου

σελίδες. Κι η Χαριλάου Τρικούπη

ησυχάζει, κατά τις δυο-κατά τις τρεις

αραιά και που ένας βόμβος μηχανής

τη διασχίζει. Μετρώ, ξαναμετρώ

τα Φώτα των πολυκατοικιών που παρα-

μένουν αναμμένα, βέβαιος πως κάποιος

άλλος βρίσκει παρηγοριά μετρώντας

το δικό μου. Πρέπει ωστόσο να βιαστώ,

να γράψω ό,τι γράψω, όσα προλάβω δηλαδή,

πριν σβήσει και το τελευταίο φως

που με κρατάει ξενύχτη.


(Σώμα δια τριβής, Επιλεγμένα ποιήματα 1981-2018, εκδ. Ρώμη, 2018)

Σωτήρης Παστάκας - Ο άνθρωπος που γελούσε

 Η πρώτη εντύπωση. Άψογη η εκτύπωση:

Γνήσιο χαρτί Kodak, ζωντανά χρώματα,

Σωστή η γωνία λήψεως και ο φωτισμός.

Αναμφισβήτητα αναγνωρίζω τον εαυτό μου

Στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Όμως

Το σκοτάδι που μόνιμα κατοικεί στα μάτια

Βγήκε καστανού χρώματος, η δίνη του στόματος

Έχει περιοριστεί σε δυο κόκκινα χείλη, αυτά

Τα καλοχτενισμένα μαλλιά δεν αντανακλούν

Έπ’ ουδενί την αταξία στο κεφάλι μου

Κι αυτό το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο

-Πώς να το πω;- ασυστόλως ψεύδεται,

Αγαπητοί μου φίλοι.


     Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990


Σωτήρης Παστάκας - [άτιτλο]



Βρήκα, μάζεψα κάμποσα υλικά, τώρα.
Έμαθα, μάλιστα, να δουλεύω με μεράκι:
αργά και μεθοδικά. Πριν αρχίσω όμως
την ταξινόμηση, επικαλούμαι τη λήθη
να αλλοιώσει τα περιθώρια των λέξεων.
Να επιβάλλει τις δικές της μετατοπίσεις,
στροφές και στίχοι να παρεξηγηθούν
από το ξεγέλασμα της μνήμης.
Γράφω πάνω στα γραμμένα.

Σώμα δια τριβής (Εκδόσεις Ρώμη 2018)

Σωτήρης Παστάκας - Της Κυριακής




Όλο το πρωί να ανακαλύπτει, να εφευρίσκει
σκόνη. Επιτέλους, κάθεται να καπνίσει
εντεκάμιση η ώρα της Κυριακής,
κα η μυρωδιά του βραστού έχει ήδη
κατακτήσει το σπίτι. Όποιος αγαπάει
την τάξη, δεν αναπαύεται ποτέ. Διαρκής
η απειλή του χάους, πρόσκαιρη πάντα
η λάτρα του σπιτιού – ως και τα φυτά
στις γλάστρες απαιτούν την απόλυτη
επαγρύπνησή της: αλήθεια πότε αναπαύονται
τα λουλούδια; Τη νύχτα; Ανθίζουν
τα άνθη, σκέπτεται, στα σπίτια
που υπάρχει αγάπη, αλλά πώς να αντέξει
κανείς, όλη αυτή την πολλαπλή ανθοφορία
που συντελείται εν τη απουσία της;


Από την ενότητα, Δώρα [εκπνοή], Από τη συλλογή «Η μάθηση της αναπνοής», Γ΄ έκδοση, Πλανόδιον, 2001.

Σωτήρης Παστάκας - [άτιτλο]


Πριν δεκαπέντε χρόνια


έθαψα τον πατέρα μου.


Μετά από δεκαπέντε χρόνια


έθαψα τη μάνα μου.


Σήμερα στα σαράντα της, μού ’λεγε


η αδελφή μου, ταΐσαμε


εκατόν δεκαπέντε άτομα.


Σήμερα ξέρω πως όσο


κι αν συνεχίσω να τρώω,


δεν θα χορτάσω ποτέ.


 


Συσσίτιο, Σαιξπηρικόν 2012


 


 

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Σωτήρης Παστάκας -Οδός Ακαδημίας

  στον Μιχάλη Γκανά


Κατεβαίνοντας την Ακαδημίας δεν κατάλαβε

Το κίτρινο φυλλαράκι ακακίας που ήρθε

Και κάθισε στα μαλλιά του. Εν αγνοία του

Ο κόσμος παραμέριζε για να περάσει,

Απρόσκοπτη η πορεία του, πράσινο

Και το επόμενο φανάρι. Δεν διέκρινε

Τα ερωτικά βλέμματα που τον έραιναν,

Τα ανεπίδοτα χαμόγελα, τα πρόσωπα

Που του έγνεφαν με άκρατη αισιοδοξία

Κι εμπιστοσύνη κι ευγένεια. Στον καθρέφτη

Μόνον του ασανσέρ κατακόκκινος από ντροπή,

Είδε το κίτρινο φυλλαράκι να αιωρείται

Κάπου στο ύψος της γραβάτας του και χαμογέλασε,

Αυτός, το τιμώμενο πρόσωπον της Τρίτης,


Ο παρασημοφορημένος της καθημερινότητας.


 

     Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990

Σωτήρης Παστάκας - Ένας άνδρας

    Ο Σταμάτης Αλεξίου


Δεν φοβήθηκα τη ζωή μου. Ταξίδεψα

πολύ μακριά. Πέραν των ορίων

του Νομού Πιερίας οδήγησα

δίχως δίπλωμα. Ερωτεύτηκα μια ξένη.

Την παντρεύτηκα. Έχασα δυο παιδιά

και κράτησα μια κόρη. Την Άνοιξη

φοβήθηκα. Στάθηκα όρθιος στις Άρπυιες.

Τα ωδικά πτηνά. Τις άριες του Καζαντζίδη.


Την καλλίφωνη μοναξιά του κάμπου.



                       ***


Δεν έσφαλα αρκετά. Έπρεπε να επιμείνω

λίγο περισσότερο, να επιδείξω μεγαλύτερη

επιμέλεια, εργατικότητα. Να επεξεργαστώ

το έμφυτο ταλέντο μου στην παρανομία,

τα κτυπήματα κάτω από τη μέση. Να εκ-

μεταλευτώ το χαμογελαστό μου πρόσωπο

να τους εξολοθρεύσω όλους κι όχι να λά-

βω αυτή τη μεταλαβιά της συγχώρεσης μετά.


Όχι, δεν αμάρτησα αρκετά, το παραδέχομαι.


 


                         ***



Τελευταία είμαι χαρούμενος λένε. Λένε

για μένα πως αυτό εκείνο και το άλλο.

Ακούω μέσα μου φωνές πως το τάδε έτος

και ξεσπούν γέλια. Ζητοκραυγές. Έκανα

πολλά και ξέχασα περισσότερα. Κάποιες γυναίκες

με φωνάζουν Σταμάτη αλλά δεν γυρίζω

να τις κοιτάξω. Ψευδείς αναμνήσεις

μου φτιάχνουν το κέφι. Θα ξυπνήσω


με ένα καλό προαίσθημα τη μέρα που θα πεθάνω


 

        Αλτσχάιμερ αρχόμενο, Μελάνι, 2017



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Σωτήρης Παστάκας - Σκιά του Άθω

 ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ 19/12


«Έναστρη νύχτα πυρπόλησε
τ’ απάτητα νερά, ασήμωσε
τη σκοτεινή μου μοίρα».
Το φεγγάρι στο πρώτο
τέταρτο έδυσε.
Η Πούλια μεσουρανούσε.
Η μικρή και η μεγάλη Άρκτος
έλαμπαν και φώτιζαν μία προς μία
τις πληγές, τα κρύφια όνειρα
τα μυστικά που έκρυβα
χρόνους πολλούς και δεν έβγαιναν
να ξεμυτίσουν απ’ τα βαθειά
τα σύγκρυα που ήταν καμωμένα
με δάκρυα χειροποίητα
παράπονα και αίμα.
Ιππόκαμπος στο στήθος:
ασημένια καρφίτσα.
Η νύχτα καρφί ανάμεσα
στα κύματα, χορεύει στο σκοτάδι
και το χάος ανατριχιάζει η θάλασσα
έτσι ξαπλωμένος ανάσκελα,
η καρδιά μου χτυπάει έξω
από το σώμα μέσα στο νερό
αμέτρητες μέδουσες γεμίζουν
φιλιά το κορμί μου.
Φιλιά καρφιά
ευπρόσδεκτα να με ταλαιπωρούν
αποφάσισα να περάσω εδώ την νύχτα.
Την νύχτα τίποτα δεν είναι σωστό:
ο μεγαλύτερος εχθρός
του εαυτού μου παραμένω.
Κλείνω τα μάτια στο νερό
και σκέφτομαι πώς να γλιτώσω.
Κάνω νεύμα σε μια συναγρίδα.
Ψάρια κοπάδια έρχονται
καταπάνω μου: άλλα με τσιμπάνε
άλλα με αποφεύγουν το συνήθισα.
Άρχισα να διαμορφώνω
τη μηχανική επανάληψη
της καθημερινής δραστηριότητας,
με λίγα λόγια να μην δίνω
καμιά σημασία στο θάνατο.
Πως κάποτε θα πέθαινα
το ’ξερα από παιδί
κι όπως πορεύτηκα
για άλλη μια φορά.
Δεν άφησα τις αρνητικές
σκέψεις να με καταβάλουν.
Η θάλασσα έχει πολλά ψάρια,
είπα. Το πιο μεγάλο εμένα.


ΗΜΕΡΑ ΕΝΑΤΗ 25/12


Ύστερα φάνηκε μπροστά μου το νησί:

ασάλευτη ράχη γαϊδουριού

με κωνοφόρο τρίχωμα.

Η αίσθηση του ήλιου στον αυχένα.

Ένα κοράλλι στα μαλλιά και κόκκους

άμμου στα χείλη. Μια σύσπαση ελαφρά.

Η μόνιμη τάση στη δεξιά

βλεφαρίδα. Είδα την ιδέα για τον εαυτό μου

να συρρικνώνεται στο φυσικό περίγραμμα

ενός άνδρα που ξέβρασε η θάλασσα.

Δεν θυμάμαι ποιος μου έδωσε

το φιλί της ζωής  δυο χέρια μόνο

να με σηκώνουν. Μια αγκαλιά

χαμόκλαδα, θάμνοι ευώδεις,

αργιλώδης γη τραχεία,

πλαγιασμένος σε έναν ίσκιο

σφυρίζω το δικό μου σκοπό

στα κρίταμα και τ’ αλμυρίκια.


Στάζων άλμην κι αφρόν

εν συνειδήση ιχθύος.


4Χ4, Πικραμένος 2019

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Σωτήρης Παστάκας- Ο δρόμος με τα μπαχαρικά

Στην Πόπη Γκανά

Μια υποψία και μόνο,
ούτε καν υπόσχεση.
Σαν να περπατάς στην Ευριπίδου
και η μύτη σου να φορτώνει μυρουδιές
κανέλλα, ρίγανη, βασιλικό και δυόσμο.
Οσμή που δεν ξαναγίνεται γεύση.
Γεύση από παρελθόντα
που έγιναν μυρωδικά
κι υποβιβάστηκαν στην όσφρηση.
Όχι πλέον δια της αφής.
Να χαϊδεύεις και τα δάκτυλά σου
ν’ αφήνουν πίσω τους χρώμα,
μια επιδερμίδα - ινδιάνου αρχηγού,
το υπερκίτρινο της ζαφοράς
και πώς τρίβουν το πιπέρι.
Μια όραση κλούβια
να βλέπει μόνο τη λακκούβα
το σπασμένο κράσπεδο
το μηχανάκι που κάνει
ζιγκ – ζαγκ στον πεζόδρομο
ανίκανη να μετουσιώσει.
Η ακοή σου να βγαίνει περίπατο
σαν το τελευταίο στερεοφωνικό
του αυτοκινήτου όταν το σετάρεις,
ν’ ακούς όλους τους σταθμούς από λίγο,
δίχως συγκίνηση,
σαν να περπατάς αγκαζέ - με την ακοή μου
στην Ευριπίδου. Στην Ευριπίδου
με τις οσμές απ’ τα μπαχαρικά,
μια παλιά γεύση αμαρτίας - στο στόμα,
μια πολύχρωμη αφή,
μια κλούβια όραση
και μια ακράδαντη πίστη στα έκτα:
τα Ταρώ, τους καφέδες, τα ωροσκόπια.
Σαν να περπατάω στην Ευριπίδου
μαζί σου γυμνός. Γυμνός και μόνος.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Χρήστος Μπράβος - Ποιήματα


Οικογενειακό νεκροταφείο

Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά

η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους

Γενέθλιος τόπος

Πατρίδα των απόντων.

Οι φράχτες
κι οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.

Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.

Μήκος χρόνου
Στον Μιχάλη Γκανά

Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.

Εκείνος θα ‘ρχεται απ΄’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά-
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.

Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης

Άστρα

Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.

Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος

(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).

(Από την ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο”, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1983)


Νανούρισμα

Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.

Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.

Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.

Του λυπημένου

Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.

Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.

Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.

(Από την ποιητική του συλλογή “Με των αλόγων τα φαντάσματα, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1985)

Πένα που ξύνει το χαρτί
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Αλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει.
Πραματευτής κατέβαινε μεσ’ από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε

φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου!με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ

Αντιλαλώ σαν τρίκλιτη βασιλική
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος-θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του

(Από την ποιητική συλλογη του Μιχάλη Γκανά, “Παραλογή”, εκδ. Καστανιώτη, 1993)

ΜΝΗΜΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ

Η ποίηση είναι γερόντισσα της υπαίθρου.
Έχει ρυτιδωμένο, μελανιασμένο δέρμα
Και πεντακάθαρα σπλάχνα. Το μικρό της
Κεφάλι ξεπροβάλλει μες από το δάσος:
Πεύκα, κυπαρίσσια, κλαδάκια φορτωμένα με χιόνι.
Μας φέρνει ένα δεμάτι ξύλα.
Λίγοι την βλέπουν κι αυτοί πάλι δεν ξέρουν
Σε ποιανού την πολυκατοικία θα ʽρθει να τʼ αποθέσει.

(Από την ποιητική συλλογή του Σωτήρη Παστάκα, “Η μάθηση της αναπνοής…σε τρεις κινήσεις”, εκδόσεις Μελάνι, 2006)


Πηγή: http://www.poiein.gr/2007/04/20/nthooio-idhnuaio-aeo-iithic-20-nuiea-iaou-adheeiath-odhynio-anaaaitho-adhssiaoni-eaiuoco-ianeudhioeuo-aiaaciiossaooc/

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Σωτήρης Παστάκας-Ελλάδα παπάκι

Η Ελλάδα ταξιδεύει με σαράντα
Σαν το παπάκι στην παραλιακή.
Η μεγίστη δυνατή ταχύτητα
Συμπίπτει με τη δυνατότητα
Του ερωτευμένου βλέμματος:
Να καταγράφει, να χορταίνει,
Να θυμάται. Το φως στις ελάχιστες
Αποκλίσεις του, τον κυματισμό
Της θάλασσας και τη φορά του ανέμου.

Η Ελλάδα κι ο συνεπιβάτης της
Που την αγκαλιάζει, κλείνουν
Τα μάτια τους ταυτοχρόνως:
Δεν θα μάθει ποτέ τι ήταν
Αυτός για κείνη, ούτε κείνη
Πόσα πολλά της χρωστάει.

Χάρη στις χαμηλές ταχύτητες
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα
Όπου το σούρουπο
Προς το Σούνιο, ή στην επιστροφή,
Μπορεί να διαρκέσει ολόκληρη ζωή.

Σωτήρης Παστάκας

Ο κοινωνός των αποστάσεων, Νεφέλη, 1997

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Σωτήρης Παστάκας-[ Για να φτάσω εδώ ψηλά που έφτασα]

 


Για να φτάσω εδώ ψηλά που έφτασα,

έπρεπε να πετάξω το σακάκι μου στον πρώτο

τη σαμσονάιτ από τον δεύτερο

τη γραβάτα μου από τον τρίτο

τις καταθέσεις μου στον τέταρτο

την ταυτότητά μου στον πέμπτο

στον έκτο να ξεπλύνω την αγάπη σου από πάνω μου,

για να μπορέσω να βρω τον εαυτό μου

στον έβδομο

γυμνό.




Σωτήρης Παστάκας, Όρος Αιγάλεω, Ενδυμίων, 2009.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Σωτήρης Παστάκας-Ενδυματολογική Προσέγγιση



Χθες βράδυ, ήρθε και με βρήκε
ο πατέρας μου, κι ήταν είκοσι χρονών
με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω,
με το κουστούμι του φοιτητή
και με το βλέμμα, εκείνο το αισιόδοξο
βλέμμα για τη ζωή και τον κόσμο.

Όχι, το σταυρωτό σακάκι και την γραβάτα
δεν τα παράτησε, μέσα στον ίδιο χρόνο,
από πρωτοετής της Νομικής ζωέμπορος
με πλαστή ταυτότητα, το ρεβόλβερ
στον κόρφο του και το ΕΑΜ στους λόγους του,
σε βουνά και πλατείες της Θεσσαλίας.

Μες στο δικό μου κουστούμι τριακοντούτης,
σκέφτομαι πόσο πάλεψα να το αποδεχτώ
και τη γραβάτα μου κι αυτόν.
Τώρα, που όλοι γίναμε ο εαυτός μας,
πού ‘ναι η επανάσταση να μας χαρίσει
μια πλαστή ταυτότητα, πατέρα;

     Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990

Αναδημοσίευση από: https://poets.gr/el/poihtes/pastakas-sotiris/873-endymatologiki-proseggisi