Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.2. Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.2. Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Η Εσχάτη Στράτευση

 Και το ερώτημα είναι: από που βγαίνουν όλοι αυτοί οι τρομοκράτες; Από ποια σκοτάδια απελπισίας πέφτουν αυτοί οι πυροβολισμοί στην καρδιά του άτρωτου Λεβιάθαν που συντρίβει έναν-έναν τους μάταιους αντάρτες; Άθλιες και πονηρές φυλλάδες, ακάθαρτες και μίσθαρνες φυλλάδες θολώνουν τα νερά για να ψαρέψουν την εκδοχή που τις βολεύει: έτσι γεννήθηκε ο ερμαφρόδιτος όρος «αναρχοφασισμός». Μόνο που οι φασίστες δεν φτάνουνε ποτέ στα κελιά του Λευκού Θανάτου και στα εκτελεστικά αποσπάσματα των δημοκρατιών∙ φτάνουν μονάχα, το πολύ πολύ, μέχρι τους προθαλάμους των πταισματοδικείων, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που μπαίνουν ένδοξοι και λαμπροί στο ανάκτορο της Δημοκρατίας. Κι ενώ οι φασίστες παίζουνε το φασισμό που τους ζητάει να παίζουν η δημοκρατία, οι «τρομοκράτες» εξοντώνονται σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, σ’ όλα τα καθεστώτα και μ’ όλους τους τρόπους: δολοφονούνται, συκοφαντούνται, στραγγαλίζονται, φτύνονται, σκυλεύονται, χρησιμοποιούνται - απαγορεύονται στην ίδια μας τη σκέψη. Πεθαίνουν άδοξοι ή παραμορφωτικά ένδοξοι, μουγκοί ή γελοιοποιημένοι, «ήρωες» ή «κακοποιοί».

Ο Μπάιρον και το Μεσολόγγι του Μπάιρον πέρασαν στην Ιστορία. Η πετσοκομμένη Σουηδέζα που βρέθηκε ανάμεσα στους πολιορκημένους του Ελ Ζαατάρ ξεχάστηκε πριν ακόμη σαπίσουν τα κομμένα της μέλη. Το Ελ Ζαατάρ είναι από την αρχή καταδικασμένο στη λησμονιά. Γιατί είναι η τύψη ενός ολόκληρου πολιτισμού και πρέπει να σβήσει για να ζήσει αυτός ο πολιτισμός.

Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι μαυρισμένες ψυχές που καμιά εκκλησία, κανένα κόμμα δεν τις θέλει και καμιά ποίηση δεν τις χωράει; «Αναρχικοί» και «τρομοκράτες», κομμάτια μοναξιάς που σφαδάζουν μέσα σε σιδερένια δάχτυλα και σκοτώνουν εν αμύνη - μόνο που η άμυνά τους είναι παράνομη γιατί καμιά άμυνα δεν είναι νόμιμη εναντίον του Κράτους: Εφημερίδες, παπάδες, δημοκράτες και «κομμουνιστές» τους τσακίζουν τ’ ανυπάκουα κόκαλα. Κι αυτοί κάνουν το μόνο που τους απομένει. Σκοτώνουν - και σκοτώνονται. Ζωσμένοι χειροβομβίδες πέφτουν κάτω από τα αραβοσοσιαλιστικά τανκς, πυροβολούν φανατικούς ιεροεξεταστές του Ισλάμ και υπαλληλοποιημένους βασανιστές της ΕΟΚ, ανατινάζουν τα ανθρώπινα ρομπότ αλλά όχι και τη γενική αδιαφορία.

Είναι οι τελευταίοι, πριν από την έλευση του Παγκόσμιου Παραδείσου, όπου το Κράτος δεν θα χρειάζεται πλέον τη βία. Όσο το Κράτος είναι υποχρεωμένο να σκοτώνει, σημαίνει πώς υπάρχουν ακόμη άνθρωποι.


Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

γεράσιμος λυκιαρδόπουλος : για τόν βύρωνα λεοντάρη (περιοδικό «σημειωσεις», τεύχος 80, αφιέρωμα)

 


(άσεμνη) εισαγωγή σαν (σεμνότατη) προσωπική σημείωση :
όταν είσαι (οχι)οικειοθελώς και (ναι)ενσυνειδήτως αόρατη κι ανύπαρκτη για τή χώρα (όπου μοίρα κακιασμένη σ’ έρριξε για να σού κανει μόνο αντίδωρο τή γλώσσα τή μόνη που αγαπάς) η χώρα η δικιά σου τότε ελευθερώνεται ξεκαρφιτσώνεται απ’ τό χαρτί τού χάρτη και φεύγει στα αχαρτογράφητα νερά τής αδιανόητης χαράς και τής ελευθερίας – κι η χώρα σου τότε χαιρετά και χαίρεται τούς δέκα (τό πολύ) κατοίκους της – αυτό λέγεται βέβαια τότε (και είναι) υπερπληθυσμός –
μέσα σ’ αυτό τό καράβι τών αόρατων, στα πελάγη τά ορατά τών ελαχίστων, γνώρισα τότε κι εγώ ένα μεσημέρι (ελάχιστη και μικρότερη και δεν εννοώ ηλικιακά, θα ήταν άσχετο και αστείο) στη γέφυρα που λουζόταν σ’ ένα φως (σαν αθηναϊκό σαν ξεχασμένο) τόν βύρωνα λεοντάρη που ήξερα, ήξερα μέσ’ από τήν ιδρυτική ομάδα τού περιοδικού (ιδρυτική με κείνον και τόν γεράσιμο λυκιαρδόπουλο, τόν αντρέα κίτσο–μυλωνά τόν μάριο μαρκίδη τόν στέφανο ροζάνη) αλλ’ ήταν, αυτό τό υποψιαζόμουν ήδη, όχι και τόσο ιδρυτές ούτε κι ομάδα, και ούτε καν τόσο ή ποιητές ή και φιλόσοφοι, όσο φίλοι : αυτό κυριαρχούσε, στην κανονική ζωή, και αυτό τότε κι από τότε, στη γέφυρα και τά καταστρώματα για πολλές μέρες μέσ’ στην απόλυτη μοναξιά τού ταξιδιού τής χαράς είχα και τή χαρά και είδα
λεπτομέρειες θα ειπωθούνε (άπειρες) άλλη φορά, τό μόνο που ήθελα να επισημάνω τώρα είναι η απερίσκεπτη γενναιοδωρία και η άφοβη ευγένεια : ευγένεια που ερχότανε από μια στάση ζωής και λόγου (που λέει, επειδή μιλάει) ατίθασση αντισυμβατική και γι’ αυτό απέραντα επιεικής : πόσο να τόν ευχαριστήσω, αυτόν τόν μεγάλο άνθρωπο, ούτε μπορώ ούτε και μπόρεσα (όχι, ποτέ για τά μεγάλα του, τήν ποίηση ή τή σκέψη του σ’ εκείνα τά πεζά) αλλά για τά μικρά του επιεική και χαμηλόφωνα «μού άρεσε αυτό κι αυτό, ήταν καλά αυτά και θέλω κι άλλα» γιατί αυτή η χώρα η δικιά μου έτσι ταξίδευε και πάντοτε θα ταξιδεύει, (σαν) παρηγορημένη απ’ τήν ευγνωμοσύνη.
τό αφιέρωμα στον βύρωνα λεοντάρη (τού περιοδικού «σημειώσεις» τεύχος 80, που μόλις κυκλοφόρησε) αρχίζει λοιπόν και τελειώνει με κείμενο – πεζό στην αρχή και ποιητικό στο τέλος – τού γεράσιμου λυκιαρδόπουλου : αυτά θα παραθέσω σήμερα (άλλοτε θα ακολουθήσουν άλλα) :

 

 

Κι έτσι πηγαίναμε και βουή κι ανθόσκονη σήκωναν οι μιλιές μας
και μάς τύλιγαν
ωσότου κέκλινεν η ημέρα
κι εκεί ανάμεσα σε Φιλοθέη και Χαλάνδρι μ’ έπνιξαν τά δάκρυα
και χωρίσαμε
διέστην απ’ αυτών
ο δρόμος μου έστριβε για τό Amager. *

Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά»

 

Ανήμερα τής Μεταμόρφωσης τού Σωτήρα τού 2014 ο Βύρων Λεοντάρης διέστη αφ’ ημών παίρνοντας τόν δικό του δρόμο για τό Amager. Γι’ αυτό και τό παρόν τεύχος τών Σημειώσεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας φτωχός «οβολός» κι ένα ελάχιστο αντιχάρισμα στον άνθρωπο που καταστατικά, καθοριστικά, συστατικά και συνθετικά για πάνω από 40 χρόνια λάμπρυνε ανεξίτηλα τίς σελίδες αυτού τού περιοδικού με τόν κριτικό του στοχασμό και τήν ποιητική του πράξη.

Κάποια ερανίσματα από τό αρχείο του, ένα κείμενο τού Γιάννη Δάλλα και ένα τού Βασίλη Λαμπρόπουλου, και εφτά ποιήματα για τόν Βύρωνα είναι τά ταπεινά μας κτερίσματα και η φτωχική μας φερνή. Μαζί με αυτά, κάποιες παλαιότερες κριτικές που επιλέχθηκαν όχι αξιολογικά (υπάρχουν αρκετά άλλα σημαντικά κριτικά κείμενα, ανάμεσα στα – μάλλον – όχι και πολλά που γράφτηκαν για τό έργο του) αλλά, απλώς, υπακούοντας στην «οικονομία» τού τεύχους και στην προσπάθεια να καλυφθεί κατά τό δυνατόν όλο τό εύρος τής, έτσι κι αλλιώς λιτής και «οικονομικής», παραγωγής του.

«Λόγια που λένε αλλά δε μιλούν», γράφει ο ίδιος στο Έως… Αν αυτό ισχύει για τούς ανθρώπους που θα πρέπει να παλέψουν πολύ για να ομιλούν (να εννοούν και να συνομιλούν) αυτό που λένε, λέγοντας αυτό που πιστεύουν και πιστεύοντας αυτό που λένε, σίγουρα ισχύει πολύ περισσότερο (και κατά κυριολεξία) για τά περιοδικά, μιας και αυτά έχουν γραφή και όχι φωνή.

Αν, λοιπόν, αυτή η σελίδα μπορούσε να πάρει «ανθρώπινη λαλίτσα» για να αποχαιρετήσει έναν άνθρωπο που με τήν παρουσία του «ομόρφυνε τή μοίρα» ετούτου τού περιοδικού, δεν θα ήταν άλλη από τήν (εδώ παραφρασμένη) φωνή ενός συναδέλφου τού Βύρωνα, ποιητή τού 13ου αιώνα, τού Γεωργίου Ακροπολίτου :

…ει και τά σπλάχνα τιτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τήν σήν ποίησιν δεξαμένη μεγαλύνω…

Μέρες τού Μάη τού 2015, ενώ τό ανοιξιάτικο αγέρι και τό (πάντα παρόν) αίσθημα τής απουσίας θροΐζουν τίς λυπημένες σελίδες…

 

*(σημείωση σημειωματάριου : για τό νόημα τής (μάλλον άγνωστης στον μέσο αναγνώστη) λέξης «Amager» βρίσκω χρήσιμο να παραθέσω τίς σχετικές αναφορές τού γιάννη δάλλα (στο δοκίμιο του για τόν λεοντάρη που βρίσκεται εν συνεχεία στο παρόν τεύχος τού περιοδικού) : ο δάλλας λοιπόν μιλώντας για τή σχέση τού λεοντάρη με τόν δανό φιλόσοφο σαίρεν κίρκεγκωρ λέει (σταχυολογώ) :
«Πιστεύω πως ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ υπήρξε ο φιλόσοφος τής ύπαρξης που ακούγεται πρώτη φορά ως σταθερά στη (…) συλλογή Εν γη αλμυρά (…) με τήν πρώτη ενότητά της να τιτλοφορείται “Amager” (τό όνομα ενός νησιού χοιροβοσκών και μικρομάγαζων ενός πορθμού κοντά στην Κοπεγχάγη) (…) (“Amager, Σύβοτα… Ουτοπίες σωτηρίες χαμοί ακρογιάλια δίχως θάλασσα”) (…) Ακολουθεί μια δειγματοληψία συγγενών απόψεων τού φιλοσόφου, όχι μόνον οι σχετικές με τή θυσία τού Αβραάμ ή τήν πορεία προς τό Amager που ασφαλώς θα είχε υπόψη του ο ποιητής…»
προσωπικά να προσθέσω ότι μ’ αρέσει πολύ αυτή η εσώτατη αλλά και οργανικότατη σχέση τού ύστερου λεοντάρη με τόν κίρκεγκωρ…)
(και μια διόρθωση τελευταία (σαν απντέϊτ…) ύστερα από πολύ ευγενική διευκρίνιση τού περιοδικού (και μέ χαροποιεί όσο και μέ τιμάει τό πως οι «σημειώσεις» διαβάζουνε με κατανόηση τό «σημειωματάριο») : τό κείμενο, τό «πεζό στην αρχή», που τό έθιμο τό ’χει, ως «ανυπόγραφο» στις «σημειώσεις» πάντα, να (υπο)γράφεται από τόν γεράσιμο λυκιαρδόπουλο, τή φορά αυτή γράφτηκε με τήν ενεργό συνεργασία τού φιλόλογου βασίλη αλεξίου, που επιμελήθηκε και τή δημοσίευση σ’ αυτό τό τεύχος τών, τόσο διαφωτιστικών, τόσο χρήσιμων, κειμένων από τό αρχείο τού ποιητή.)


 

τό θαύμα

μνήμη Βύρωνα Λεοντάρη

 

 

«Μην τόν πιστεύετε» μάς είπαν
«δεν είναι άγιος είναι μάγος»

Όμως εμείς
θαλασσοβάτες κάποτε
σφογγίσαμε με πίστη τά δάκρυα τής λαμαρίνας
τή σκουριά πολεμήσαμε με τόν άνεμο
με τόν άνεμο παλεύοντας
για μιαν ένδειξη θαύματος

(κι αν κλάψαμε κάποτε
ήταν μόνο στον ύπνο μας)

Δείξαμε στο τέλος τά ρέστα μας :
μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα
– τό δικό μας θαύμα

κι ας μην αγιάσαμε ποτέ

Αναδημοσίευση από: https://simiomatariokipon.wordpress.com/2015/06/26/leontaris2/

 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Η πολιτική ουσία του λαϊκισμού

 

Α΄

Διανοούμενος «είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται, για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει». Ο αφορισμός ανήκει στον στρατηγό Αϊζενχάουερ και αποδίδει με ακρίβεια όχι μόνο τα δικά του αισθήματα για τους «αυγοκέφαλους» της χώρας του, αλλά και την ενστικτώδη εχθρότητα της πολιτικής εξουσίας γενικά για μια κοινωνική ομάδα ηθικών αντιρρησιών. Τι είναι αυτό που κάνει τους ρεαλιστές πολιτικούς ν’ απεχθάνονται τους διανοούμενους ή πιο σωστά ένα ορισμένο είδος διανοουμένων; Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα η κοινότοπη θετικιστική καταγγελία του «απροσγείωτου ιδεαλισμού» και της «ανευθυνότητας» των διανοουμένων μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τους κατηγόρους παρά για τους κατηγορουμένους. Οι διανοούμενοι κατηγορούνται πως «βαδίζουν στα σύννεφα», όταν, και επειδή, αρνούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό λειτούργημα που τους αποδίδεται δεοντολογικά –όταν δεν είναι συνεργάσιμοι με την πολιτική πραγματικότητα.

 

Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε «λαϊκιστικό» αντιδιανοουμενισμό είναι μια διπλή αντίφαση: α) Ο «λαϊκισμός» είναι α ν τ ι λ α ϊ κ ό ς. β) Ο αντιδιανοουμενισμός, ακόμα και στις πιο «αριστερές» του εκδοχές ευνοεί (και ευνοείται από) διανοούμενους που έχουν ήδη μπει ή επιδιώκουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας, Αναλυτικότερα: Ο πολιτικός λαϊκισμός τείνει και ολοκληρώνεται στο φασισμό που είναι η αποθέωση της χυδαιότητας περιτυλιγμένης στο χρυσόχαρτο του Μύθου. Τα λεγόμενα «ποπουλίστικα» κινήματα έχουν έντονα τα εξής φασιστικά χαρακτηριστικά: 1) έναν εθνικισμό που στην «αριστερίζουσα» αστικοδημοκρατικής καταγωγής γλώσσα ονομάζεται «πατριωτισμός», 2) ένα πρακτικό αντικομμουνισμό και μια «σοσιαλιστική» ή και «μπολσεβίκικη» φρασεολογία, 3) μια ειδική σχέση μάζας και αρχηγού μέσα στην οποία απαλείφεται κάθε κριτικότητα, δηλ. κάθε παράγων διαταραχής του μαγνητικού ρευστού μεταξύ αρχηγού και μάζας. Έτσι η «κορυφή» έρχεται «άμεσα», χαρισματικά σ’ επαφή με τις μάζες. Το κωμικοτραγικό και σύντομο ειδύλλιο του ΠΑΣΟΚ με τον «σοσιαλισμό» και η γνωστή μοίρα των πιο προβληματισμένων (και προβληματικών για την κομματική ηγεσία) διανοούμενων του παρέχουν ένα τυπικό παράδειγμα για τις πραγματικές τάσεις και συνέπειες του αντιδιανοουμενισμού μέσα στον πολιτικό χώρο.

Στην πράξη ο αντιδιανοουμενισμός οδηγεί σε κάποια μορφή φασισμού: Περονικής, Νασερικής, Κανταφικής ή κάποιας άλλης μελλοντικής –για να μη μιλάμε αιωνίως για τους παρωχημένους φασισμούς αγνοώντας αυτόν που αναδύεται μπροστά στα μάτια μας. Εννοούμε βέβαια τον σύγχρονο αριστεροειδή φασισμό των ελληνοσοσιαλιστών και των εθνοκομμουνιστών που έχουν κοινό παρονομαστή την δογματική και δημαγωγική «λαϊκοεπαναστατική» γλώσσα. Πρόκειται γενικά για ένα πνεύμα στρατώνα, για τον ίδιο αντιδιανοουμενισμό που εκφράζεται σε μια μεγάλη γκάμα από το ενστικτώδες μίσος του μόνιμου καραβανά (του «παιδιού του λαού») για τον «διοπτροφόρο» νεοσύλλεκτο, μέχρι τον σταλινικό πρακτικισμό, που αντιπαραθέτει την «πειθαρχία» ενός κομματικά ευνουχισμένου εργάτη στην «μικροαστική» εξέγερση του διανοούμενου (ασχέτως αν ο ίδιος ο σταλινισμός αποτελεί την χυδαιότερη έκφραση ενός μικροαστισμού που φόρεσε εργατική φόρμα).

Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που διέπει κάθε «ποπουλίστικο» κίνημα στηρίζεται πάντα στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στην πολιτική αδράνεια του λαού ή, ακόμα χειρότερα, στην επί ποδοσφαιρικού επιπέδου πολιτικοποίησή του. Η πολιτική ουσία αυτού του αντιδιανοουμενισμού δεν συνεπάγεται μόνο τον κραυγαλέο διασυρμό και τη δημόσια καταγγελία του «διανοούμενου» ανθρώπου αλλά όπως και κάθε παρόμοια τελετουργία, αναπαράγει, καλλιεργεί και κολακεύει τις ταπεινές και υποδουλωτικές ανάγκες των μαζών· πίσω απ’ αυτό τον δημαγωγικό λαϊκισμό κρύβεται μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τις ίδιες τις μάζες, αφού ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο εξουσιαστικός λαϊκισμός (γιατί κάθε λαϊκισμός είναι ε ξ ο υ σ ι α σ τ ι κ ό ς), ο ρόλος που τους επιφυλάσσει το κράτος, η εκκλησία και το κόμμα δεν είναι ούτε να σ κ έ π τ ο ν τ α ι, ούτε ν’ α π ο φ α σ ί- ζ ο υ ν ούτε να δ ρ ο υ ν αλλά να υπακούνε –να λένε τραγουδάκια, να χειροκρατάνε ρυθμικά και κάπου κάπου να ψηφίζουν.

 

 

Σ΄αυτό το χώρο του λαϊκού πανηγυριού συναντιούνται οι πολιτικές βεντέτες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς και παίζουν το παιχνίδι τους χτυπώντας και ισοπεδώνοντας με το ρόπαλο της λαϊκιστικής συνθηματολογίας κάθε «ανωμαλία», (δηλ. κάθε ερωτηματικό) και κάθε πραγματικό πρόβλημα. Αυτή η επίκληση κι αυτή η χρησιμοποίηση του «λαϊκού» είναι ακριβώς ο φασισμός. Κι είναι καιρός πια να κόψουμε τα πονηρά δεσμά με τα οποία κακομοιριασμένοι φιλόσοφοι και κομπλεξικοί στρατοκράτες συνδέουν το Νίτσε με το Χίτλερ. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ούτε «νιτσεϊκός» ούτε «αριστοκρατικός» ούτε «αντικαπιταλιστικός»· ο φασισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στριμωγμένος στο τελευταίο του καταφύγιο –στην στραπατσαρισμένη, κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη ψυχή των ίδιων των θυμάτων του.

Μομφές και χαρακτηρισμοί κατά των διανοουμένων («ατομιστές», «απροσγείωτοι», «εγωιστές» κ.α.τ.) θ’ ακούγονται πάντα· και θ’ ακούγονται εν ονόματι του λαού από εκείνους που κυριαρχούν επάνω του και δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι τα κατεξοχήν «διανοουμενίστικα» αμαρτήματα όπως είναι η πνευματική ανησυχία, η κριτικότητα, ο ιδεαλισμός –δηλ. όλ’ αυτά που στην κομματική γλώσσα μεταφράζονται σε «μικροαστικό υπερεπαναστατισμό» ή «τυχοδιωκτική ανευθυνότητα»· γιατί αυτοί που αυτοχρίονται με το δικαίωμα να κάνουν τέτοιους χαρακτηρισμούς νιώθουν απόλυτα «υπεύθυνοι» -όχι βέβαια απέναντι στον συγκεκριμένο και παρόντα λαό αλλά απέναντι στην αφηρημένη ιδέα του «λαού» και απέναντι στην «ιστορία»· και νιώθουν «υπεύθυνοι», γιατί αυτοί δεν

α ρ ν ο ύ ν τ α ι αλλά ασκούν ή διεκδικούν («για τον λαό» και πάνω στη ράχη του λαού) την εξουσία.

Το περίεργο τώρα είναι πως οι διανοούμενοι γίνονται στόχος αυτών των «φίλων του λαού» στο βαθμό ακριβώς που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους (κι αυτό άλλωστε στοιχειοθετεί και την «ανευθυνότητά» τους) και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή, αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και την σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός «καθοδηγητής». Βέβαια, δεν αρνούνται όλοι οι διανοούμενοι την εξουσία· αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως ο στόχος των εξουσιών, όπως και ο στόχος τω μεσσιών, είναι, καθώς είπαμε, εκείνοι ακριβώς οι διανοούμενοι που δεν διεκδικούν την εξουσία –οι «ανεύθυνοι». Όλοι οι φασισμοί ήταν και είναι εναντίον του υποκειμενισμού, του αυθορμητισμού, της ατομικότητας και υπέρ του «λαού»· αλλά ενός λαού που χρειάζεται «μπροστάρηδες», «οδηγητές», «ταγούς», «φύρερ», «εθνοπατέρες» και κομματικούς παπάδες –δηλ. όλους αυτούς που αιώνες τώρα επιμένουν να «σώζουν» τον κόσμο, το σώμα του ή την ψυχή του, με την πυρά και με τον τρόμο, με το σταυρό και με το ξίφος, με το τσεκούρι και με την αυθεντία, με το Λόγο και με το Θαύμα. Κι από κοντά σ’ αυτούς τους σταυροφόρους που ρημάζουν τη ζωή όλος ο παρδαλός θίασος βάρδων και μεσσιών, πνευματικών τραμπούκων, μυσταγωγών και μουσικάντηδων κι όλο το εθνικορεμπέτικο ποιητικό φολκλόρ.

 

Β΄

Υποσημάναμε στα παραπάνω την διανοουμενίστικη πηγή του «αντιδιανοουμενισμού». Αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι μόνο η αντιφατική έκφραση μιας πραγματικότητας ανάλογης με τον αριστοκρατικό «λαϊκισμό». Είναι προβολή της ίδιας της εξουσίας πάνω στο αντικείμενό της. Όλη η έμφαση πέφτει στην προσπάθεια να στεγανοποιηθεί το «αγνό» λαϊκό στοιχείο, η Sancta Simplicitas, από τη σατανική διάβρωση του πνεύματος, από το μίασμα της κριτικής σκέψης. Δεν είναι ο λαός που επιβάλλει τον λαϊκισμό· ο λαός υ φ ί σ τ α τ α ι το λαϊκισμό όπως υφίσταται και τους παιδαγωγούς του –αυτούς που παρουσιάζουν πάντα το πνεύμα σαν την αρρώστια, σαν την «πανούκλα» που απειλεί το σώμα της υγιούς κοινωνίας. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός είναι έργο διανοουμένων –διανοουμένων στην υπηρεσία του κρατούντος, διανοουμένων εθνικιστών, διανοουμένων σταλινικών, διανοουμένων παπάδων, διανοουμένων λαϊκιστών, διανοουμένων φιλισταίων.

 

 

Στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης το φαινόμενο του διανοουμενίστικου αντιδιανοουμενισμού παρατηρείται εκεί όπου η «χαμένη παράδοση» φαίνεται να εισβάλλει μέσα στο «μοντέρνο» ή πιο σωστά το «μοντέρνο» προβάρει απανωτές «πρωτόγονες» μάσκες, οι οποίες δεν φτιάχνονται βέβαια από «πρωτόγονους» τεχνίτες αλλά παράγονται μαζικά στις βιομηχανίες τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα αυτής της νοθείας στην ποίηση είναι μια «ιδιωματική» γραφή συνδεδεμένη από τη μια μεριά με το σχολαστικό φολκλόρ της «ντοπιολαλιάς» και με το υπεριστορικά αδιατάρακτο «φως του Αιγαίου», κι από την άλλη με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» που ρέει από το εκκλησιαστικό μέλος και τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» και τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο μυθοποιημένος Παπαδιαμάντης και η εκλαϊκευμένη Βίβλος δεν είναι μόνο οι πιο κοντινοί μας σταθμοί για το διαρκώς αναγγελλόμενο τουριστικό ταξίδι προς τις «ρίζες», αλλά και οι πιο προσιτές «πηγές» απ’ όπου αντλείται όλη εκείνη η ψευδομεταφυσική σαβούρα, για να παραγεμιστούν όπως όπως τα κενά ενός εφευρεμένου «νεοελληνικού μύθου», που ωστόσο παραμένει πάντα μια έκθετη, διάτρυτη ιδεολογία, πότε απολογητική και πότε επιθετική και μνησίκακη σαν θρησκόληπτο γραΐδιο:

Κατά πρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:

ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!

Ο αναίσθητος

που όταν όλοι εμείς θρηνούμε

αυτός αγαλλιά

[…….]

Που όταν όλοι εμείς πενθούμε

αυτός ηλιοφορεί.

Και όταν όλοι σαρκάζουμε

ιδεοφορεί[1].

Καμιά φορά η «αφέλεια» είναι ιδεολογία· στον Ελύτη ήταν επιθετικότητα –η συσσωρευμένη επιθετικότητα της «αισιόδοξης» και «προοδευτικής» γενιάς του ’30 προς τον Καρυωτάκη. Όταν ο Ελύτης με τον «Άξιον εστί» αποφάσισε καθυστερημένα αλλά προκλητικά να «ιδεοφορήσει», δεν βρήκε τίποτ’ άλλο από τα «εθνικοαπελευθερωτικά» αποφόρια, που η πιο σκεπτικιστική μερίδα της αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσα από τα ουσιαστικότερα ποιητικά κείμενα της μεταπολεμικής γενιάς, φρόντιζε να ξεφορτωθεί μαζί με πολλές από τις ακριβοπληρωμένες αυταπάτες της. Ο ελληνικός μύθος του Ελύτη (αυτός ο δήθεν αντι-ιδεολογικός κόσμος των «Προσανατολισμών») γίνεται στο «Άξιον εστί» μύθος ελληνοχριστιανικός, επιπόλαιο άνθος πάνω στο χάσμα που δεν γεμίζει ούτε με την επίκληση στο Σολωμό και τους άλλους «πατέρες», ούτε με ξώπετσες αναφορές στη νεοελληνική περιπέτεια της οποίας δεν αποδίδεται όχι βέβαια ο βιωματικός κραδασμός αλλά ούτε καν η ιστορική της αλήθεια. Η βαθύτερη εμπειρία που ΄κανε τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς να χαράξουν τα λιγοστά τους ποιήματα και να σωπάσουν, προσηλωμένοι σε ένα συνταρακτικό βίωμα που ήταν συγχρόνως συλλογικό και προσωπικό, στο «Άξιον εστί» ταξινομείται, τακτοποιείται, και ενταφιάζεται μέσα στην ετοιμοπαράδοτη ιδεολογική εικόνα του «κακού ξένου». Ο διάβολος είναι πάντα ο «αλλοεθνής»· το σπέρμα του κακού εισάγεται από εξωελληνικούς χώρους, ενώ το ίδιο το ελληνικό τοπίο επιστρατεύοντας την εθνική αυτάρκεια και ιδιαιτερότητά του («ελληνικό φως» κ.α.τ.) αντιστέκεται στον κακό ξένο, γιατί (σύμφωνα και με την ιδεολογία του επίσημου κράτους που διακηρύσσει ότι «οι Έλληνες ηνωμένοι εμεγαλούργησαν») το «κακό» είναι πάντα ο «ξένος»:

Ήρθαν

ντυμένοι «φίλοι»

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους[2].

Έτσι ο «αφελής περιηγητής του αιώνος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο Ελύτης, επαναλαμβάνει τον αριστοκρατικό λαϊκισμό του Σικελιανού. Ένα σημαντικό μέρος από τον «σοσιαλισμό» των καλλιεργημένων επτανησίων αρχόντων, που ανακάλυψαν κάποτε το λαό «τους», για να τον αντιτάξουν με μάταιη εκδικητικότητα στον κυρίαρχο πια αστισμό, κατέληξε στον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου ο Σικελιανός, στερνοπαίδι αλλά και υπέρβαση της ξεπεσμένης επτανησιακής αρχοντιάς, χύνει καινούριο αστικό αίμα στις στεγνές φλέβες της έννοιας της αριστοκρατικότητας, καθώς μιλάει για το χώμα «του» και τους χωριάτες «του» όχι πια με την ιδεολογία ενός ξεπεσμένου άρχοντα αλλά με τη συνείδηση ενός νεαρού θεού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυνατούς και ωραίους υπηκόους:

Παντού ο λαός· και λάτρεψα

και στη λαχτάρα μου είπα:

«Βάλε το αυτί στα χώματα»

και φάνει μου πως η καρδιά

της γης βαριά αντιχτύπα[3].

Αλλά το φυσικό συμβόλαιο ανάμεσα στον ποιητή-θεό και στον λαό, αυτή η χαρισματική «προς τα κάτω» διάχυση δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική επικοινωνία αλλά σε μια ιδεολογικοποίηση της χειραγώγησης και της εξουσίας. Η νεαρή αστική ιδεολογία, που είναι ομόλογη προς εκείνη του δημοτικιστικού κινήματος, θα μετατρέψει τον ανιδιοτελή Διόνυσο σε «εκπολιτιστή» Απόλλωνα και θα βάλει σε Τάξη, Αρμονία και Εργασία τον κόσμο. Πίσω από το μύθο και την ιδεολογία της ευεργετικής Αυθεντίας προετοιμάζεται ο Λόγος της αστικής δημοκρατίας:

Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή

που αρνιέστε να δουλέψτε,

σας έδεσα στ’ αλέτρια μου·

για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί

και λίγη γης να οργώστε

σας κέντησα τη ράχη σας

βαθιά με τη βουκέντρα[4]!

Η σημασία του «Αλαφροΐσκιωτου» δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις μεταγενέστερες βυθοσκοπήσεις του Σικελιανού στις διάφορες «Συνειδήσεις» του. Υπήρξε η τελευταία πλήρης ελληνική έκφραση της ενότητας Ηγέτη-Λαού-Γης. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ακόμα ένας θεός, ενώ ο Διόνυσος του Ελύτη («Προσανατολισμοί») είν’ ένας μεταμφιεσμένος αστός. Στην αίσθηση του Ελύτη υπάρχει περισσότερος τουρισμός και λιγότερες ψευδαισθήσεις· δεν υπάρχει καμιά τρέλα και καμιά παραφορά (η τρέλα της γνωστής «ροδιάς» του είναι καθαρά σουρεαλιστική, δηλ. ρηματική), δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο και καμιά γελοιότητα, κανένας «σικελιανισμός» -ο Ελύτης δεν ήταν λιγότερο «πονηρεμένος» από τον Σεφέρη. Γι’ αυτό όμως και η προσχώρησή του στην «εθνικοαπελευθερωτική» ιδεολογία είναι περισσότερο διαβλητή από εκείνη του Σικελιανού. Ο Ελύτης πέρασε με αρκετή καθυστέρηση και με ένα άτσαλο πήδημα σ’ ένα χώρο όπου ο Σικελιανός είχε μπει με μια κίνηση το ίδιο θεατρική, αλλά άνετη και μεγαλειώδη όπως στάθηκε ολόκληρη η ζωή του –η ζωή ενός ποιητή-εθνάρχη και μυσταγωγού. Εδώ ακριβώς, στην περιοχή της «εθνικοαπελευθερωτικής» ιδεολογίας που ευνόησε στον Ελύτη την ανάπτυξη μιας οραματικής ευφορίας (Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών[5]η ίδια η ποιητική μέθοδος παρεκτρέπεται σε «ιδεολογία», καθώς οι λέξεις «παίζουν» όχι μόνο την ποίηση αλλά και την επανάσταση φενακίζοντάς τες και τις δύο –όπως άλλωστε έκανε και ο σουρεαλισμός γενικότερα.

 

Γ΄

 

Πολύ κοντά στην πολιτική φιλολογία του λαϊκισμού ανθεί και η θεολογία του. Αυτή η θεολογία, όσο κι αν απωθεί την «πολιτική» και τις «ιδεολογίες», αποτελεί την έσχατη ιδεολογική μεταμόρφωση των πανανθρώπινων και διαρκών αιτημάτων, όταν πέφτουν στα χέρια των θεολόγων. Γιατί η θεολογία κάθε μορφής, όπως και η πολιτική, έρχεται να «τακτοποιήσει» το όραμα και την εξέγερση, τεμαχίζοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους σε δόγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι αυτοί που ρητορεύουν πιο κραυγαλέα απ’ όλους για τις «χαμένες μας ρίζες» χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα με τους υποτιθέμενους αντίποδές τους,  τους πολιτικάντηδες όλων των αποχρώσεων, εναντίον των «φθοροποιών ιδεών της Δύσης», εναντίον των «κακών ξένων» που απειλούν ν’ αφανίσουν την «εθνική μας ταυτότητα».

Αφήνουμε κατά μέρος τον κύριο κορμό της «ορθόδοξης παράδοσης» κι αναφερόμαστε κατευθείαν στις πιο επιπόλαιες σημερινές της εκβλαστήσεις, που φέρουν όλη την ευθύνη για τη χυδαιοποίηση κάθε αυθεντικής παραδοσιακής αξίας μέσα στον κρυπτοπολιτικό ψευδομυστικισμό της νεοελληνικής ιδεολογίας. Οι σύγχρονες sophisticated εκδοχές της χριστιανικής ελληνορθοδοξίας γελοιοποιούνται, τουριστικοποιούνται και αναιρούνται από τους ίδιους τους ανομολόγητα πολιτικοποιημένους φορείς τους.

Ένας νέος χριστιανός θεολόγος[6] νομίζει πως ανακαλύπτει το ιδανικό του σ’ εκείνον το γερο-ψαρά που είναι κομμουνιστής όχι από λογική πεποίθηση αλλά από υπαρξιακή ανάγκη (από «δίψα δικαιοσύνης»). Αλλά ενώ διαπιστώνει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην πολιτική των ηγεσιών και στην ηθική ποιότητα του γερο-ψαρά, ταυτόχρονα επιχειρεί να στριμώξει αυτή την ποιότητα (που την θεωρεί «έξω» από την πολιτική) μέσα σε μιαν άλλη στρούγκα. Μέμφεται μάλιστα την εκκλησιαστική ηγεσία που αφήνει, υποτίθεται, ανεκμετάλλευτο αυτό το πλούσιο λαϊκό κοίτασμα· και την μέμφεται με τη ρεφορμιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πεφωτισμένος σταλινικός Γκαρωντύ αντιπολιτευόμενος τον παραδοσιακό σταλινισμό. Γιατί κάθε «αντιπολίτευση» προϋποθέτει μια κατ’ αρχήν αποδοχή· κι ο «φωτισμένος» θεολόγος αποδέχεται κατ’ αρχήν τον δικό του «σταλινισμό», τον δικό του «φασισμό», το δικό του «κόμμα» –δηλ. την εκκλησία που την θεωρεί μάλιστα «μόνη που θα μπορούσε να μιλήσει τίμια και αφτιασίδωτα τη γλώσσα του ψαρά».

Έτσι ο «απλός ψαράς» χρειάζεται και στους μεν και στους δε και χρειάζεται έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τον θέλουν να είναι: «αγνός» και «ταπεινός». Τον χρειάζονται και οι μεν και οι δε σαν άγιο, δηλ. σαν θύμα, για να μεταφράζουνε τα πάθη του σε ψήφους ή να φτιάχνουν με το αίμα του μπογιά για κάθε λογής εικονίσματα. Σ’ αυτό συμπίπτουν πολιτικοί και θεολόγοι όσο κι αν ρητορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και οι δυο μαζί υπέρ ενός «λαού» που είναι η βάση κάθε εξουσιαστικού αντιδιανοουμενισμού. Η Sancta Simplicitas που έκανε κάποτε δυνατά τα οράματα ήταν ακόμα και τότε στην υπηρεσία μιας εξουσίας που έστελνε στην πυρά τους αιρετικούς. Αυτή η λαϊκή «απλοϊκότητα» πραγματοποιείται σήμερα στο χυδαίο επίπεδο μιας «πονηρεμένης» βαρβαρότητας, ευνοημένης από τις πολιτικές θεολογίες. Οι σύγχρονοι καθεδρικοί ναοί της Πίστεως είναι χτισμένοι στα Νταχάου και τις Σιβηρίες. Η «απλότητα» και η «αθωότητα» όπως τα εννοεί ο Έλιοτ στο «Δάντη» του οδηγούν, οδήγησαν ήδη, στον δεξιό και στον «αριστερό» αντιδιανοουμενισμό, δηλ. απ’ τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον φασιστικό λαϊκισμό.

 

Ο λαϊκισμός ήταν πάντα υπόθεση της εξουσίας, όχι των λαών. Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι καταχωνιασμένο βαθιά μέσα στην ψυχή της και συνοψίζεται στο πώς να σωθεί απ’ τους «σωτήρες» της, πώς ν’ απελευθερωθεί από τους «απελευθερωτές» της. Η ελευθερία μέσα στην ιστορία δεν ήταν ποτέ τίποτ’ άλλο απ’ την ελευθερία κάποιων να κυριαρχούν πάνω σε κάποιους. Η συσπείρωση κατά των ισχυρότερων μετέφερε απλώς το πρόβλημα απ’ το βιολογικό στο κοινωνικό επίπεδο. Αλλά η «πρόοδος» δηλ. η μεταβίβαση της κυριαρχίας από την «αριστοκρατία» στη «δημοκρατία» δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως δεν το ’λυσε κι η αντικατάσταση των καθαρόαιμων ευγενικών κτηνών από το άβουλο και περιοδικά μνησίκακο κοπάδι· γιατί απ’ αυτό το κοπάδι που μαντρώθηκε πια στην ιστορία παράγεται τόσο ο «ήρωας» ή ο «υπεράνθρωπος» όσο και το πολιτικό κατοικίδιο των δημοκρατιών –διχάζοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο σε δυο αποτρόπαιες μάσκες. Η «κριτική» στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος. Το παρόν είναι που κρίνει την εκλογή μας. Δεν θέλουμε ούτε αυτό που η ανθρωπότητα ονειρεύεται με φρίκη και σκοτεινή αγαλλίαση σαν «παρελθόν» της, ούτε αυτό που ευαγγελίζονται οι ψυχροί προφήτες της τεχνοκρατίας –γιατί δεν είμαστε ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον. Θέλουμε δεν θέλουμε, αποτελεσματικά ή ατελέσφορα, υπερασπιζόμαστε το τ ώ ρ α, το σκαλοπάτι που φτάσαμε μπουσουλώντας, σκαρφαλώνοντας, σκοτώνοντας, τραγουδώντας ή κλαίγοντας –υπερασπιζόμαστε πάντα αυτό που είμαστε.


[1] Οδ. Ελύτη, Το  Άξιον εστί, Ι

[2] Οδ. Ελύτη, ό.π., Ζ.

[3] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 266-70

[4] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 950-56

[5] Οδ. Ελύτη, Το Άξιον εστί, Προφητικόν

[6] Πολιτιστική παράδοση και πολιτιστική αλήθεια σήμερα. Μια συνέντευξη του Χρ. Γιανναρά στο περιοδ. ΑΝΤΙ 15/11/1975

 Η ‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού (εκδόσεις Έρασμος 1983)

Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/keimena/lykiardokimia/lykiardopopulism/

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Αποφθέγματα

Έχουμε δύσκολα μπροστά μας. Θα φάμε γερές θάλασσες, και δεν είμαστε μαθημένοι. Θα μάθουμε ή δεν θα μάθουμε. Το ζήτημα είναι να μη βρεθούμε μετανάστες σ’ ένα ξένο μέλλον – ας είναι φτωχό μα δικό μας. Η παγκόσμια χούντα του χρήματος «αναδιαμορφώνει» ισοπεδωτικά, μέσα σε άτεγκτα, αδιαπραγμάτευτα, προκρούστεια καλούπια τη ζωή και τα πρόσωπα των αιχμαλώτων της.

Έχουμε δύσκολα μπροστά μας. Να αλλάξουμε αλλά χωρίς να αλλοιωθούμε – «να ξηλώσουμε οι ίδιοι την κουλτούρα της σπατάλης» που μπαζώνει τη ζωή μας με σκουπίδια πολυτελείας, να ξαναδώσουμε αξία σε ό,τι αξίζει, Να διεκδικήσουμε την άμμο από το τσιμέντο, να ξαναμπούμε κάποτε σεβαστικά στο κύμα, να ξύσουμε την ψώρα από τη φύση. Έχουμε δύσκολα. Να διεκδικήσουμε την καρτερία από τη μιζέρια «να τραβήξουμε κουπί». Εντάξει. Μα μήπως πρέπει πρώτα να πετάξουμε κάποιους στη θάλασσα;


[...]

Ζητούνται πατριώτες! Πατριώτες; αστείον πράγμα, όλοι πατριώτες είμαστε τη σήμερον: εργολάβοι και υπεργολάβοι της πατρίδας, τσακάλια και αετονύχηδες, χωρομέτρες αιγιαλών, εκτιμητές κυμάτων, τουρίστες οραμάτων κι ερειπίων. Όλοι εδώ. Οικιστές. Με τη λάμψη του κέρδους και τη χαρά της αφθαρσίας στα μάτια έρχονται να μας “αναπτύξουν”. Όλοι εδώ· εκσυγχρονιστές κι ελληναράδες κοπροκρατούν τις “αμμουδιές του Ομήρου”. Κι εσύ, φωνή απόμακρη, αποσυρμένη μέσα στα ταπεινωμένα κόκαλα, πικραμένη εντροπαλή: “Να πεθάνουμε όρθιοι ή να ζήσουμε γονατισμένοι”. Παλαιά, πολύ παλαιά –“αρχαϊκά”!– διλλήματα. Πεθαίνουμε γονατισμένοι.

Μέρες του 2004 (αποσπάσματα)


Ετσι πάει το έθνος....

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, με νταούλια και βιολιά και μαντολίνα. Με μπουλντόζες και πυρκαγιές τακτικές και προγραμματισμένες, με βουνά ξεκοιλιασμένα από την πρόοδο, με την υποκρισία να καταζητεί τους εμπρηστές της Πεντέλης και συγχρόνως να ψηφίζει εμπρηστικούς νόμους, με την ξύλινη εθνικοφροσύνη και την ακκιζόμενη ελευθερία του κέρδους να ανασκαλεύουν τα αποκαΐδια του ανύπαρκτου κομμουνισμού για να μας αποκαλύψουν δήθεν το υπαρκτό κακό - που θα μπορούσαν να το δουν κοιτάζοντας απλώς μέσα στον καθρέφτη τους.

«H ένοχη σιωπή των διανοουμένων» απ' το βιβλίο O Κάντιος στα Βαλκάνια

..................................................................................................................................................................

Όταν οι άνθρωποι θυσιάζουν τη ζωή τους για μία καλύτερη ζωή δεν μπορούμε να λέμε πως το κάνουν για να επιλύσουν ένα συγκεκριμένο βιοτικό πρόβλημα τους. Κανείς δεν πάει να σκοτωθεί για μία φασολάδα. Όταν τα οικονομικά αιτήματα γίνονται αιτήματα ταξικής μάχης είναι ήδη ξεπερασμένα ως αιτήματα, και λειτουργούν μόνο ως σημεία αναγνωρίσεως ορισμένων συμπεριφορών που δίνουν ραντεβού στο χώρο της επανάστασης.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Αντλήθηκαν απ΄το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου



 


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ρωμιοσύνη – Ιδεολογία και αθλιότητα του νέου εθνικισμού




Ρωμιοσύνη – Ιδεολογία και αθλιότητα του νέου εθνικισμού


«Ρωμιοσύνη». Ιδεολογία και αθλιότητα του νέου εθνικισμού.

Όλα τα ΄χε η Μαργιορή, ο Ντεριντά της έλειπε [1]

Η κριτική του καπιταλιστικού καταναλωτισμού από μια σκοπιά που ταυτίζει την κούφια λουσομανία της λαϊκής εκείνης Μαργιορής με τα ταξίδια που πάντοτε έκανε η σκέψη κάθε έθνους έξω από τα χωρικά ύδατα της «ιθαγένειάς» της, αποπειράται σήμερα να περιχαρακώσει αυτά που εννοεί ως «αξίες» μέσα στα όρια της αυθαιρεσίας της λησμονώντας ότι η αποδημία και η περιπλάνηση υπήρξαν κατεξοχήν ιδιότητες της σκέψης – είτε «δυτικής» είτε «ανατολικής. Η ξενοφοβία και ο πνευματικός φτωχοπροδρομισμός δεν συνιστούν σώνει και καλά «καταγωγικότητα»· και αντίστροφα, η αποδημία δεν σημαίνει ούτε απουσία «ριζών» ούτε ιστορική ασυνειδησία. Όσοι το λησμονούν και καταγγέλλουν μηχανικά και μονότονα την «κατασκευή πνευματικών “προτύπων” με ξένα καλούπια», όσοι θεωρητικοποιούν τα συνθήματα της ημέρας ανταγωνιζόμενοι τον ποδοσφαιρικό εθνικισμό των κομμάτων, αποτελούν και οι ίδιοι ένα μέρος του στόχου εναντίον του οποίου νομίζουν ότι βάλλουν· γιατί τα καλούπια που αναπαράγουν την αθλιότητά μας μπορεί κάλλιστα να είναι ντόπια: η φιλοπρόοδη απομυθοποίηση του Παπαδιαμάντη και η φιλορθόδοξη αναμυθοποίησή του διεκδικούν τις ίδιες έδρες στα πανεπιστήμιά μας.

Όσο για τη Μαργιορή της παροιμίας εκφράζει πάντα την εκάστοτε ελληνική πραγματικότητα –οπότε εμάς λόγος δεν μας πέφτει. Με αυτό δεν θέλουμε να εκφράσουμε την παραίτησή μας από την κριτική παρόμοιων νεοπλουτικών φαινομένων αλλά ίσα ίσα την υποψία μας για μια κριτική γλώσσα που περιέχει την αυτοαναίρεσή της, καθώς βιάζεται να εγκαταστήσει μια νέα θετικότητα εγκλωβίζοντας τα ερωτηματικά και τα κίνητρα της σκέψης στις αιώνιες σωτηριολογικές λύσεις της –γιατί επιμένει να προσφέρει «λύσεις» και εκεί ακόμη που λύσεις δεν υπάρχουν. Πίσω λοιπόν από τις παροιμίες για τους φερετζέδες της Μαργιορής δικαιούμαστε να υποψιαζόμαστε πάντα μιαν ορθοδοξία. Είναι παρατηρημένο πως πίσω από την καταφορά εναντίον του άμοιρου Καρτέσιου που του φορτώνουνε όλες τις αμαρτίες του ορθολογισμού και του καπιταλισμού (αυτά πάνε πάντα μαζί!), ακολουθεί με τελετουργική τάξη ο ενταφιασμός του Ντοστογιέβσκι[2] μέσα στο ίδιο ορθόδοξο θυμίαμα που έπνιξε και τον δικό μας Παπαδιαμάντη. Γιατί τελικά καλούμαστε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αποστρέψουμε το βλέμμα από το «αδιέξοδο της δυτικής σκέψης» και να εγκολπωθούμε την «άλλη στάση», αυτήν που «στην Ανατολή παραδίδεται σαν μέγιστη πνευματική κληρονομιά»: το «ορθόδοξο» βίωμα του Ντοστογιέβσκι ή του Παπαδιαμάντη.

Σαν να ΄ταν από κόσμους διαφορετικούς ο Νίτσε και ο Ντοστογιέβσκι ή σαν να μην ήταν η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης μια ιστορία των αδιεξόδων της.

Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι η «στηλιτευτική» αυτή παρέμβαση που ξεκινάει από εθνοκεντρική, λαϊκιστική και φιλορθόδοξη αφετηρία αναπτύσσεται κάποτε σε γοητευτική επιθετικότητα: «Νεολαίοι και δεσποινάρια κυκλοφορούν με ογκώδη βιβλία του Αλτουσέρ και του Λακάν, αναφομοίωτα και αυτά, όπως και τόσα άλλα, απόλυτα βέβαιοι ότι η οποιαδήποτε ενασχόληση με φουστανέλες, μελό και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας και ότι ο Βιζυηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι μέγας επαναστάτης της γραφής».[3]

Κατά την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου, την πρώτη απολαυστική γεύση ακολουθεί αμέσως η αίσθηση πως εδώ υπάρχει κάποιο τέχνασμα, πως η αλήθεια κάπου μπερδεύεται με το ψέμα. Γιατί, εντάξει: οι θλιβεροί «νεολαίοι» και τα γνωστά «δεσποινάρια», υπάρχουν γύρω μας. Το θέμα είναι τι αντιπροσωπεύουν, τι εκφράζουν για τον επικριτή τους. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η παγίδα: στο ότι τους αποδίδεται, δίκην κατηγορήματος, ένας τρόπος σκέψης που η ουσία της όχι μόνο δεν εκπροσωπείται απ’ αυτούς αλλά μάλλον συκοφαντείται στο πρόσωπό τους. Παραδείγματος χάριν: Η φράση που προαναφέραμε μας λέει ότι αυτοί οι εκ προοιμίου ρηχοί και ανόητοι και μαϊμουδίζοντες «νεολαίοι» είναι «απόλυτα βέβαιοι ότι η ενασχόληση με φουστανέλες και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας».

Δεν θα συζητήσουμε τώρα τη γνώμη που φέρονται ότι έχουν οι μοντερνίζοντες νεαροί περί «φουστανέλας» κλπ. Το θέμα είναι ποιος ο πραγματικός στόχος –γιατί βέβαια στόχος δεν είναι οι αναγνώστες του Λακάν αλλά αυτός που ήταν και θα είναι πάντα: η κριτική σκέψη, αυτή η κακορίζικη, αρνητική, «αρρωστημένη» διάθεση που δεν αφήνει κανένα αστό στη χώνεψή του, κανένα φασισμό στην ευτυχία του, κανένα πιστό στην ησυχία του ύπνου του. Αυτή η διάθεση είναι που πρέπει να χτυπηθεί παντού.

Η γνώμη λοιπόν για την «ενασχόληση με τις φουστανέλες» δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν· αποτελεί το σύμβολο μιας στάσης που καλούμαστε να απορρίψουμε. Κι αυτό που καλούμαστε να απορρίψουμε δεν είναι απαραιτήτως κάτι ανόητο· το κάνουμε όμως να φανεί τέτοιο, όταν το «εκθέτουμε» σε χείλη ανοήτων. Το τέχνασμα ολοκληρώνεται στο κλείσιμο της φράσης: «…και [είναι απόλυτα βέβαιοι] ότι ο Βιζυνηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι ένας μέγας επαναστάτης της γραφής». Το έμμεσο –και αθέμιτο –κέρδος που προσπορίζεται ο χρήστης αυτής της λογικής είναι διπλό:

1. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες είναι, υποτίθεται, υποχρεωμένος να κάνει το ίδιο και για το Βιζυηνό. Του απαγορεύεται η επιλογή – ή Βιζυηνός συν φουστανέλα ή τίποτα.

2. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες θεωρείται υποχρεωμένος να δέχεται τον Γιάντσο σαν «μέγα επαναστάτη της γραφής».

Συμπέρασμα α.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει απόρριψη και του Βιζυηνού.

Συμπέρασμα β.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει αποδοχή του «μοντερνισμού» -όπερ έδει δείξαι.

Από το σημείο αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει μια σειρά αντιρρήσεων εναντίον των συμπερασμάτων αυτής της μεθόδου με την απλή υπενθύμιση του μονίμως αποσιωπούμενου γεγονότος ότι ακριβώς η ιδεολογία της «ιθαγένειας» και της «ελληνικότητας», δηλ. η ιδεολογία του αστικού εθνικισμού, είναι αυτή που παραμέρισε τον Βιζυηνό. Ο ισχυρισμός μας αυτός παύει να ηχεί τόσο παράδοξα, άμα αναλογιστεί κανείς σε τι εθνικιστικά αγκωνάρια θεμελιώθηκε η γλωσσική και πολιτική «προοδευτικότητα» του ψυχαρισμού. Γιατί η ιδεολογία της «ανακαίνισης» ή της «αλλαγής» και η –πολιτική –«αξιοποίηση των γηγενών δυνάμεων», η εκμετάλλευση της «αγιασμένης» λαϊκής μας παράδοσης και ο βενιζελικός εθνικισμός φτάσανε χέρι χέρι την πρόοδο της «ψωροκώσταινας» εκεί που τελικά τη φτάσανε. Θέλουμε να πούμε δηλαδή ότι πράγματι χρειάστηκε η Μαργιορή τον Ντεριντά της, όπως χρειάστηκε κάποτε και τον Βενιζέλο της ή τον Μεταξά της.

Καλό θα είναι μάλιστα να μην ξεχνάμε ότι ο Μεταξάς είναι αυτός που αναδείχτηκε ο αξιότερος ιδεολογικός χρήστης της παροιμίας της Μαργιορής, όταν ανάμεσα στους παγκόσμιους εθνικισμούς καλλιεργούσε κι αυτός το περιβολάκι του «Γ΄Ελληνικού Πολιτισμού» κόντρα στους «Εβραίους καπιταλιστές», στους «μπολσεβίκους» και στους παρακμασμένους «Φραγκολεβαντίνους». Πάει βέβαια καιρός που το περιβολάκι εκείνο δόθηκε αντιπαροχή, ωστόσο το μεσοπολεμικό σύνδρομο της «ελληνικότητας» ανθοβολάει ακόμα κάπου ανάμεσα στα κλαρίνα της φαντασίας και τα κλαρίνα της Ομόνοιας: «Επιστροφή στις ρίζες» του μπετόν, εκεί που η ιδεολογία του «νέου ελληνισμού» συναντάει την ελληνική πραγματικότητα. Ο εθνικός μας Καραγκιόζης, ο «Χόμο καταφέρτζικους[4]» της μετεμφυλιοπολεμικής ανοικοδόμησης, αποθεώνεται σκαρφαλωμένος στον ένατο όροφο της Ρωμιοσύνης.

Κι από κοντά και το «πνεύμα». Φυλλάδες «κουλτούρας» και φυλλάδες πολιτικής ύπνωσης αναμασάνε τα ιδεολογήματα της «παράδοσης» και της «ιθαγένειας», παπάδες και «κομμουνιστές» ξορκίζουνε τα «ξενόφερτα» καλούπια, κι ενώ όλοι μαζί τρώμε, δουλεύουμε και ονειρευόμαστε αμερικάνικα μας φταίει (πάλι!) η … «δυτική σκέψη» -ο Καντ, ο Νίτσε και ο Μαρξ. Αυτό μας μάρανε! Εδώ πέφτουνε σφαλιάρες απανωτές κι εμείς φιλοσοφούμε πατριωτικά: Τουλάχιστον οι καρπαζιές που τρώμε να είναι από το χέρι του δικού μας αφεντός, για να μπορούμε να τις δεχόμαστε με εθνική υπερηφάνεια. Αυτό είναι το ζήτημα.

Εν τω μεταξύ εφημεριδοβιομήχανοι (εντόπιοι, εντοπιότατοι) με το ιδεαλιστικό ρύγχος τους μέσα στη λάσπη του κέρδους (εθνικού, εθνικότατου) και της εξουσίας (ελληνικής, ελληνικότατης) ρεύονται τα «αντιδυτικά» τους συνθήματα και βάζουν διανοούμενούς τους να μας θυμίζουνε πόσο αμαρτωλή είναι η δυτική σκέψη· λες και όλη όλη η ουσία της επικατάρατης αυτής «δυτικής σκέψης» συμποσούται στο εμπράγματο σκατό της που είναι ο καπιταλισμός –γιατί αυτό λίγο πολύ καταλήγουν να μας λένε οι νέοι μυθολόγοι της «ιθαγένειας»: «Είναι κοινός τόπος πια ότι η επιβαλλόμενη ισοπέδωση του καπιταλισμού στην παρούσα υπερκαταναλωτική του φάση συνεπάγεται και την επιβολή μιας κουλτούρας που «συμπίπτει» με τα κέντρα όπου λαμβάνονται οι γενικότερα αφορώσες τον οικονομικό και πολιτικό βίο αποφάσεις[5]». Ήτοι: ο Χέγκελ και ο Μαρξ όργανα της CIA!

Βέβαια το τι ισοπέδωση σημαίνει η πρόοδος του καπιταλισμού το νιώθουμε σ’ αυτό που χάνεται, σ’ αυτό που χλωμιάζει, ψευτίζει ή πεθαίνει κάθε μέρα γύρω μας και μέσα μας. Εκείνο που δεν ξέραμε ήταν ότι μπορούμε τάχα να ξεφύγουμε αυτή την ισοπέδωση φτωχαίνοντας τη ζωή μας ακόμη περισσότερο, κουτσουρεύοντας από το σύνολο της σκέψης την «κακή» πλευρά της, που ανήκει στη «Δύση» και κρατώντας το άλλο μισό της, την παραμυθένια και τρισένδοξη Ανατολία μας, αγνή και αμόλυντη από τη δυτική σκέψη, από τον καπιταλιστικό καταναλωτισμό και το «λογοκρατικό αδιέξοδο» -χιλιοκουρελιασμένη και παρθένα.

Αλλά πού βρίσκεται σήμερα η «Δύση» και πού η «Ανατολή»; Το περιβόητο δίλημμα του νεοελληνισμού (που επανήλθε επί κωμικοτραγικού επιπέδου με το «ανήκομεν εις την Δύσιν») καταλήγει μοιραία σε φιλολογικό καβγά χωρίζοντας στα δύο το κοινό σάπιο σανίδι που πάνω του σκιαμαχούν οι αντίπαλοι: από τη μια ο προοδευτισμός με όλους τους φροϋδομαρξοσημειολόγους επισκόπους του και από την άλλη μια «αριστερή» λαϊκίζουσα ορθοδοξία που ποδοπατάει μονομανιακά το χιλιοτρυπημένο πτώμα της «δυτικής λογοκρατίας» -φαντάσματα που κυνηγάνε το ΄να τ’ άλλο γυρεύοντας λίγο αίμα εκεί που δεν υπάρχει πια ούτε σταγόνα.

Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν, από τη θέση της «παράδοσης» θα μπορούσανε ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα από τους άλλους, τους «προοδευτικούς» τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε –όσοι πράγματι έχουνε- και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούνε απέναντι σε μια «πρόοδο» που αλέθει τα πάντα. Φοβάμαι όμως πως η υπεροχή τους και το δίκιο τους βαστάει τόσο μόνο όσο οι ίδιοι κρατιούνται στην κριτική τους, δηλαδή στη στάση που οφείλουν τελικά να εγκαταλείψουν, και εγκαταλείπουν, για να μετατρέψουν το «αδιέξοδο» σε «διέξοδο» και την άρνηση σε θέση ξεχνώντας ότι γι’ αυτά τα πράγματα που λένε και υποστηρίζουν δεν μπορεί να υπάρχει καμιά θέση στον κόσμο –πως το «ξαναζωντάνεμα» της παράδοσης είναι πάντα το καραγκιοζιλίκι της παράδοσης. Γιατί, τελικά, όσο και αν το αρνούνται θεωρητικά, στην πράξη αυτό είναι, αυτό μόνο μπορεί να είναι η «ζωντανή» παράδοση, η «ζωντανή» ορθοδοξία, η «ζωντανή» τέχνη: ρεμπετολογία, μακρυγιαννισμός και ψειρολογία –καραγκιοζιλίκια. Αν μπορούσαν να το δουν αυτό οι φιλορθόδοξοι, τότε θα έβλεπαν και τούτο: ότι οι ίδιοι νεολαίοι και τα ίδια δεσποινάρια που κρατάνε στο ένα χέρι τον Λακάν θα μπορούσαν κάλλιστα να κρατάνε στο άλλο τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.

Γιατί, αν η ψευδολόγια φανφάρα της ως τώρα επίσημης γλώσσας του κράτους ξεχαρβαλώθηκε από την επταετή (1967-1974) παρά φύσιν χρήση της, η ίδια η εξουσία δεν απέμεινε βέβαια άλαλη. Η φανφάρα της περνάει τώρα ανακαινισμένη και βελτιωμένη σε άλλα χέρια. Μόνο που ο ήχος δεν αλλάζει. Έτσι μέσα στην ιδεολαγνεία μιας πολιτικής αλλαγής που δεν αλλάζει τίποτα, η λαϊκίστικη χοντροκοπιά της σημερινής εξουσίας συνοδεύει αρμονικά την κομψή υποκρισία και τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό της δεξιάς που υποδύεται την αντιπολίτευση.



[1] Βλ. Γιώργη Καρυπίδη: «Το αδιέξοδο του λογοκρατικού ανθρώπου», Καθημερινή 5.4.1981


[2] Βλ. περιοδ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ: «Γιατί είδαμε τον Ντοστογιέφσκυ ως μαρτυρία Ορθοδοξίας; Μα διότι τούτο πρωτίστως είναι. Είτε μας αρέσει είτε όχι» (Δεκ. 1981 σ.1130).


[3] Γ. Καρυπίδης, ό.π.


[4] Η έκφραση ανήκει στον Άρη Αλεξάνδρου που την χρησιμοποίησε μεταφράζοντας τον «Κοριό» του Μαγιακόβσκι.


[5] Γ. Καρυπίδης, ό.π.


Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/keimena/lykiardokimia/lykiardromiosyni/

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ο Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια (απόσπασμα)

   Πάνε κι έρχονται τα λύματα τής «πληροφόρησης» κατά τούς ανέμους των προγραμμάτων και κατά τις ανάγκες των προγραμματιστών. Όσο για τις πραγματικές ανάγκες, σκάβουν αλλού τα λαγούμια τους μεταθέτοντας τις εκρήξεις τους στο μέλλον. Άλλοι θα πληρώσουν τις φανφάρες τής εθνικής οπερέτας, άλλες κλάσεις θα κληθούν να αιμοδοτήσουν αυτά τα υπό μεγέθυνση μικρόβια οράματα.

   Πάνε κι έρχονται τα λύματα. Η αμηχανία των πωλητών «ειδήσεων» ανακυκλώνει τα «γεγονότα» και τα «θέματα» στην αγορά, ανακατεύει απ’ την αρχή τα χαρτιά τής τράπουλας σε μια προσπάθεια να ξαναζωντανέψει το παιχνίδι – αλλά τα ψάρια είναι λιγότερα απ’ τα δολώματα στα κανάλια. Ο ανταγωνισμός εξαγριώνει τούς ψαράδες και τούς μετατρέπει σε κυνηγούς κεφαλών. Το παιχνίδι χοντραίνει σε πόλεμο κι ο πόλεμος σε θέαμα. Σκανδαλοτρόφοι και σκανδαλοθρεμμένοι ανατέλλουν κάθε βράδυ στα «παράθυρα» τής ενημέρωσής μας απ’ όπου ωρύεται κερδαλέος και ξετσίπωτος ο λόγος τού Τίποτα. Και μέσ’ απ’ αυτόν τον παρδαλό ορυμαγδό εκτοξεύεται και το εμβριθές ερώτημα : «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;»

   Το ερώτημα, έτσι όπως τίθεται συνήθως, δεν είναι απλώς κούφιο, υποκριτικό, λαϊκιστικό και εισαγγελικό. Είναι προπάντων ψεύτικο, αφού δεν είναι δα και λίγοι οι διανοούμενοι που παίζουν το παιχνίδι τού δημοκρατικού διαλόγου με τους ενημερωτές τού λαού – οπότε θα μπορούσε ίσως κανείς να πει στους ερωτώντες : «Μη φτύνετε κόντρα στον άνεμο! Γιατί εσείς είστε οι διανοούμενοι».

Πηγή Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Κάντιος και τά Βαλκάνια / ασκήσεις λογικής, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 2002.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Της στιγμής (απόσπασμα)

 

Κάποτε ἡ κραυγή «ἄνθρωπος στή θάλασσα!» ὑποχρέωνε τήν κοινότητα ἐνός καραβιοῦ νά ἐπιστρατεύσει ὅλες τίς ὑλικές καί ἠθικές δυνάμεις της γιά νά σώσει αὐτόν πού βρισκόταν σέ κίνδυνο. Ἡ ἐπιστράτευση τῆς κοινότητας ἦταν ὁλοκληρωτική, ἐσωτερική, ἐνστικτώδης, δηλαδή ἀνάλογη σέ δύναμη καί ὁμόλογη σέ ποιότητα πρός τά φυσικά στοιχεῖα πού ἀπειλοῦσαν τό κινδυνεῦον μέλος της. Γιατί ἀλίμονο στό σκάφος ἐκεῖνο πού θά μποροῦσε νά ἀδιαφορήσει σέ μιά τέτοια κραυγή. Θά ἦταν ἕνα σκάφος καταδικασμένο καί τό ἴδιο σέ χαμό, ἕνα σκάφος καταραμένο, ἄρρωστο, ταμένο τοῦ Διαόλου.

Τί συμβαίνει, λοιπόν, στό δικό μας σαστισμένο ταξίδι; Ὁλόφωτο πλέει τό καράβι μας στά κύματα τῶν πνιγμένων πού κανείς δέν τούς ἄκουσε ποτέ. Μά ἄν δέν ξυπνήσουμε στήν ὥρα μας, θά ξυπνήσουμε αὔριο πεθαμένοι – σπασμωδικά, δουλευτάδικα φαντάσματα πάνω σέ τοῦτο τό ἄσκοπο πλεούμενο. Μέ ὅλους τούς νόμους καί τούς προφῆτες νά σαπίζουνε στό ἀμπάρι. Μέ τήν παντιέρα κουρέλι καί τή χολέρα νά κόβει βόλτες ἐκεῖ πού ἠχοῦσαν κάποτε τραγούδια. Γιατί παρατήσαμε τό τιμόνι στήν Ἀδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε ἀπό ἀνία τό ἐρημικό πουλί πού κάθησε κάποτε στήν πρύμη μας.


Πηγή: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Της στιγμής, εκδ. Πανοπτικόν, 2002, σελ. 46-47

Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Άνθρωπος στην Θάλασσα


Κάποτε η κραυγή “άνθρωπος στη θάλασσα!” υποχρέωνε την κοινότητα ενός καραβιού να επιστρατεύσει όλες τις υλικές και ηθικές δυνάμεις της για να σώσει αυτόν που βρισκόταν σε κίνδυνο. Η επιστράτευση της κοινότητας ήταν ολοκληρωτική, εσωτερική, ενστικτώδης, δηλαδή ανάλογη σε δύναμη και ομόλογη σε ποιότητα προς τα φυσικά στοιχεία που απειλούσαν το κινδυνεύον μέλος της. Γιατί αλίμονο στο σκάφος εκείνο που θα μπορούσε να αδιαφορήσει σε μια τέτοια κραυγή. Θα ήταν ένα σκάφος καταδικασμένο και το ίδιο σε χαμό, ένα σκάφος καταραμένο, άρρωστο, ταμένο του Διαόλου. Τι συμβαίνει, λοιπόν, στο δικό μας σαστισμένο ταξίδι; Ολόφωτο πλέει το καράβι μας στα κύματα των πνιγμένων που κανείς δεν τους άκουσε ποτέ. Μα αν δεν ξυπνήσουμε στην ώρα μας, θα ξυπνήσουμε αύριο πεθαμένοι-σπασμωδικά, δουλευτάδικα φαντάσματα πάνω σε τούτο το άσκοπο πλεούμενο. Με όλους τους νόμους και τους προφήτες να σαπίζουνε στο αμπάρι. Με την παντιέρα κουρέλι και τη χολέρα να κόβει βόλτες εκεί που ηχούσαν κάποτε τραγούδια. Γιατί παρατήσαμε το τιμόνι στην Αδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε από ανία το ερημικό πουλί που κάθησε κάποτε στην πρύμη μας.

Πηγή: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Άνθρωπος στην Θάλασσα, 1992.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Νόστιμον ήμαρ [VI]


[αφιέρωμα σε αρχαίο κινέζο ποιητή]
Οι δρόμοι όλοι κλείσανε και βρέχει
σ' ένα μακρόσυρτο σκοτάδι ταξιδεύει η ζωή
από νησάκι σε νησάκι κι από ταβέρνα σε ταβέρνα
κανείς δεν ξέρει πού τραβάει τούτο το ποτάμι
Κάθησε τώρα στο παράθυρο
κι άσε το ραδιόφωνο να παίζει
-γνωστές ηλεκτρικές φωνές
μιμούνται τ' άγνωστα τραγούδια μας
παίρνουν ό,τι πετάμε και πλουτίζουν
Κάθησε τώρα στο παράθυρο
κι άσε το ραδιόφωνο να παίζει
η μουσική δεν λέει ψέματα κι ας θέλει
κάθησε στο παράθυρο παλιέ μου φίλε
οι δρόμοι όλοι κλείσανε και βρέχει
κανείς δεν είναι να φανεί ούτε κι απόψε
περ. Σημειώσεις, τ. 31, Μάϊος 1988

Aναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος-Υποκειμενικό σχόλιο στον διάλογο των ορθοδοξιών


Ας μην ανησυχούν λοιπόν οι αδιάλλακτοι δογματοφύλακες της "αριστεράς" για την "παλινδρόμηση" κάποιων μοντέρνων μελωδών και φιλοσόφων που ο λανθάνων σταλινισμός τους τούς οδήγηση -μέσω Παρισίων- στο Άγιο Όρος· κι ας μην ολοφύρονται κι οι "άλλοι", οι στυλοβάτες της ελληνορθοδοξίας, επειδή κάποιοι απο τους αμνούς του ποιμνίου άνοιξαν διάλογο με τους "λύκους του μπολσεβικισμού". Ας ξαναμετρήσουν κι οι δυο πλευρές τα προβατάκια τους - κανένα δεν έφυγε απ'την στρούγκα του. Άλλωστε στον ίδιο δρόμο περπατάνε όλα τους και θα συναντηθούνε κάποτε μέσα στην "αγαπητική" ταυτότητα Κόμματος και Εκκλησίας: Όσο περισσότερο είναι "καλοί κομμουνιστές" τοσο περισσότερο είναι χριστιανοί ορθόδοξοι

1984

Η έσχατη στράτευση, 1985

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος-Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς του

 Η σημασία των γεγονότων του Πολυτεχνείου θάφτηκε επισήμως πριν από λίγες μέρες. Εφημερίδες, έμποροι βιβλίων δίσκων και λουλουδιών, θεατρίνοι, κόμματα, κράτος, σωματεία και κακοί ποιητές ήταν οι νεκροθάφτες. Εβδομαδιαίο περιοδικό με τίτλους μεγάλους στο εξώφυλλό του περιχαράκωνε το νόημα της εξέγερσης ως εξής: 1973, Ο ΛΑΟΣ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ – 1974, Ο ΛΑΟΣ ΨΗΦΙΖΕΙ. Σάμπως εκείνα τα παιδιά να σκοτώθηκαν μόνο και μόνο για να μπορούμε εμείς κάθε τέσσερα χρόνια να δίνουμε το τυπικό χρίσμα (που στο κάτω-κάτω δεν το χρειάζονται πάντα) σ’ αυτούς που κυβερνούν τη χώρα ενάμιση αιώνα τώρα δίχως καμιά διακοπή.

Όλοι μετέχουν σήμερα στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Αλλά τότε εναντίον τίνος έγινε η εξέγερση; Εναντίον του φασισμού; Μα τι άλλο επιτέλους είναι ο φασισμός παρά το «κακό» πρόσωπο του συστήματος; Τώρα μας δείχνει το «καλό» του πρόσωπο χαμογελώντας με συγκατάβαση όσο οι λαϊκές εκδηλώσεις δεν ξεφεύγουν από τα όρια του παραδεδεγμένου τελετουργικού: Μνημόσυνα, τρισάγια, λιβάνια.

Μα οι νεκροί δεν αγωνίστηκαν γι’ αυτά. Δεν ήθελαν να γίνουν «εθνικοί» ήρωες. Δεν ανήκουν στο έθνος. Στο έθνος ανήκουν οι παπάδες και τα λάβαρα, οι λόγοι και τα στεφάνια των επισήμων.

Στο έθνος ανήκουν οι δολοφόνοι των παιδιών. Τα παιδιά δεν ανήκουν πουθενά. Το νόημα της εξέγερσής τους δεν χωράει στα εθνικά αστικοδημοκρατικά πλαίσια που θέλουν να το στριμώξουν. Ο αγώνας του Νοέμβρη δεν ήταν αγώνας «εθνικός», δεν ήταν καν αγώνας «πολιτικός» – ήταν η επανάσταση. Το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στο «έθνος»· αυτή την αλήθεια εξέφραζε ένα σημείωμα αφιερωμένο στους νεκρούς: «Ο ελληνικός λαός ήταν ανάξιος της θυσίας σας». Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς – μόνο σ’ αυτούς.

Σήμερα πίσω από τα πανηγύρια και τα μνημόσυνα, πίσω από τη νερουλή συνθηματολογία των πολιτικών κομμάτων διακρίνεται η αιώνια επιθυμία των νοικοκυραίων. Το «ποτέ πια άλλο Πολυτεχνείο!» δεν σημαίνει «ποτέ πια άλλος φασισμός!» αλλά: «ο αγών εστέφθη υπό επιτυχίας» ή «καθίστε τώρα φρόνιμα». Μα πάνω από τις νουθεσίες ή τις διαταγές εθναρχών, κομισάριων, μεσιών και τραμπούκων ακούγονται κάποιες άλλες φωνές στο πεζοδρόμιο: «Ένα, δυο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία!».

Η σπουδαστική εξέγερση κηδεύτηκε προχθές. Πέρασε ήδη στις εθνικές επετείους – κρατικοποιήθηκε. Οι νεκροί του Πολυτεχνείου χάθηκαν μέσα στην εικόνα του αγνώστου στρατιώτου.

Το Πολυτεχνείο πέθανε – Ζήτω το Πολυτεχνείο.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, περιοδικό Σημειώσεις, 26-11-1974
(αναδημοσιευμένο στο Πανοπτικόν 20)

Πηγή: https://www.provo.gr/to-polytexneio-anikei-stous-nekrous-tou/?fbclid=IwAR3pE51SIuRDJj34Insh_2v2fLXHCQx1QYDHHi1acMweqwuSLXwOVkcsNDg