Κάποτε ἡ κραυγή «ἄνθρωπος στή θάλασσα!» ὑποχρέωνε τήν κοινότητα ἐνός καραβιοῦ νά ἐπιστρατεύσει ὅλες τίς ὑλικές καί ἠθικές δυνάμεις της γιά νά σώσει αὐτόν πού βρισκόταν σέ κίνδυνο. Ἡ ἐπιστράτευση τῆς κοινότητας ἦταν ὁλοκληρωτική, ἐσωτερική, ἐνστικτώδης, δηλαδή ἀνάλογη σέ δύναμη καί ὁμόλογη σέ ποιότητα πρός τά φυσικά στοιχεῖα πού ἀπειλοῦσαν τό κινδυνεῦον μέλος της. Γιατί ἀλίμονο στό σκάφος ἐκεῖνο πού θά μποροῦσε νά ἀδιαφορήσει σέ μιά τέτοια κραυγή. Θά ἦταν ἕνα σκάφος καταδικασμένο καί τό ἴδιο σέ χαμό, ἕνα σκάφος καταραμένο, ἄρρωστο, ταμένο τοῦ Διαόλου.
Τί συμβαίνει, λοιπόν, στό δικό μας σαστισμένο ταξίδι; Ὁλόφωτο πλέει τό καράβι μας στά κύματα τῶν πνιγμένων πού κανείς δέν τούς ἄκουσε ποτέ. Μά ἄν δέν ξυπνήσουμε στήν ὥρα μας, θά ξυπνήσουμε αὔριο πεθαμένοι – σπασμωδικά, δουλευτάδικα φαντάσματα πάνω σέ τοῦτο τό ἄσκοπο πλεούμενο. Μέ ὅλους τούς νόμους καί τούς προφῆτες νά σαπίζουνε στό ἀμπάρι. Μέ τήν παντιέρα κουρέλι καί τή χολέρα νά κόβει βόλτες ἐκεῖ πού ἠχοῦσαν κάποτε τραγούδια. Γιατί παρατήσαμε τό τιμόνι στήν Ἀδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε ἀπό ἀνία τό ἐρημικό πουλί πού κάθησε κάποτε στήν πρύμη μας.
Πηγή: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Της στιγμής, εκδ. Πανοπτικόν, 2002, σελ. 46-47
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου