Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Woolf Virginia. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Woolf Virginia. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Κώστας Αρκουδέας - Για την Βιρτζίνια Γουλφ

 Η ζωή της Βιρτζίνια Γουλφ ήταν πλήρης αντιφάσεων. Από τη μια πλευρά βρίσκονταν τα όνειρα, από την άλλη η αβάσταχτη καθημερινότητα. Από τη μια η αγάπη για τον πατέρα της, από την άλλη το άσβεστο μίσος της γι’ αυτόν. Από τη μια η λατρεία για την αδελφή της, από την άλλη ο μέχρις εσχάτων ανταγωνισμός τους. Από τη μια ο κόσμος των ανδρών, από την άλλη των γυναικών. Μονάχα ο Λέναρντ Γουλφ, χάρη στην υπομονή και την αφοσίωσή του, έχτισε μια γέφυρα πάνω στην οποία κατόρθωσε να συγκεράσει τις αντιθέσεις της και να ισορροπήσει δημιουργώντας αληθινά έργα τέχνης.  

«Με το πέρασμα του χρόνου, η Γουλφ μαθαίνει ν’ αναγνωρίζει τα σημάδια-προάγγελους της δημιουργίας», υπογράμμισε η βιογράφος της Αλεξάνδρα Λεμασόν. «Κάθε καινούργιο βιβλίο ξεκινά από μια παρόρμηση, που πρέπει να περιμένει. Το γράψιμο έρχεται μετά, σαν νερό που αναβλύζει. Η αρχή έχει πάντα κάτι το δοξαστικό, αλλά οι επόμενες μέρες είναι εκεί για να θυμίζουν ότι “το γράψιμο είναι πάντα δύσκολο”. Παρεισφρέει η αμφιβολία. Η δουλειά παίρνει τότε τη σκυτάλη απ’ τον δημιουργικό αναβρασμό. Η εναλλαγή των στιγμών ευφορίας και αποθάρρυνσης αρχίζει τον κύκλο της. Εκείνη που σημειώνει στο ημερολόγιό της “όταν γράφω, δεν είμαι παρά μια  ευαισθησία”, φοβάται περισσότερο απ’  οτιδήποτε άλλο την περίοδο που ακολουθεί την καθαυτό δημιουργία».   

Διαλύοντας τις παραδεδεγμένες φόρμες, η Γουλφ αναρριχήθηκε σε μια θέση που την κατέταξε μαζί με τον Τζέιμς Τζόυς και τον Μαρσέλ Προυστ στους πρωτοπόρους της συγγραφικής τέχνης. Η Γουλφ δεν έμοιαζε με καμία. Αντίθετα, πολλές ήθελαν να της μοιάσουν στην ευφυία, στη διαφορετικότητα, στην παροιμιώδη ανεξαρτησία της. Καμία δεν τα κατάφερε. Η Γουλφ παρέμεινε μόνη στο πάνθεο των γυναικείων μορφών της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, όπως παρέμεινε μόνη και σε ολόκληρη τη ζωή της. Αν υπήρξε ένας άνθρωπος που κατόρθωσε να την προσεγγίσει και να συμβιώσει μαζί της –όσο μπορεί να συμβιώσει κανείς μ’ ένα τόσο ιδιαίτερο άτομο– ήταν ο Λέναρντ.  

"Και ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τα βουνά πέρα από τη θάλασσα σαν λάμες μαχαιριών, χρωματιστά, και τη θάλασσα ήρεμη. Κι ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να έξυσε ένα αμβλύ όργανο που υπήρχε μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να βρω κανένα ψεγάδι σ’ αυτή τη λυγερή, αθλητική ομορφιά, τη βουτηγμένη στο χρώμα χωρίς να ’ναι ψυχρή, χωρίς ίχνος χυδαιότητας, αλλά πανάρχαια από ανθρώπινη ζωή, γιατί κάθε σπιθαμή γης έχει το δικό της αγριολούλουδο, που θα μπορούσε να φυτρώσει και σ’ έναν εγγλέζικο κήπο, και οι χωρικοί είναι άνθρωποι καλοί και τα ρούχα τους, φθαρμένα και ξεβαμμένα απ’ τον ήλιο, έχουν λεπτούς χρωματισμούς όσο κι αν είναι χοντρά". 

Βιρτζίνια Γουλφ, Ελλάδα και Μάης μαζί - Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, Ύψιλον/βιβλία, 1996.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Virginia Woolf - Στον φαρό (απόσπασμα)

 Τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν. Γι’  αυτό έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τι ανασαίνεις μόλις πέσουν να κοιμηθούν. Γιατί τώρα δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί κανένα. Μπορούσε να είναι ο εαυτός της, μόνη της. Κι αυτή ήταν μια ανάγκη που τώρα ένιωθε συχνά – να σκεφτεί κι ούτε ακριβώς να σκεφτεί. Να μη μιλάει. Να είναι μόνη της. Όλα όσα πρέπει να είσαι και να κάνεις, η διάχυση, η λάμψη, ο λόγος εξατμίζονταν και αποτραβιόσουν με μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας στον εαυτό σου, γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι, κάτι αόρατο στους άλλους. Αν κι εξακολουθούσε να πλέκει και καθόταν με ολόισια ράχη, ένιωθε τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση κι αυτός ο εαυτός της έχοντας αποβάλει τους δεσμούς του ήταν ελεύθερος για τις πιο παράξενες περιπέτειες. Όταν η ζωή για μια στιγμή βούλιαζε, το πεδίο της εμπειρίας έμοιαζε να μην έχει όρια. Και για όλους υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση της απεριόριστης επινοητικότητας, υπέθετε. Ο ένας μετά τον άλλο, αυτή, η Λίλυ Μπρίσκο, ο Αγκούστους Καρμάικαλ, πρέπει να νιώθουν ότι ο εξωτερικός εαυτός μας δεν είναι παρά πράγματα παιδιάστικα. Πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται, είναι απύθμενα. Πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια κι έτσι μας βλέπετε. Ο ορίζοντας της τής φαινόταν πως δεν είχε όρια. Υπήρχαν όλοι οι τόποι που δεν είχε δει. Οι ινδικές πεδιάδες. Έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζει το βαρύ παραπέτασμα μιας εκκλησίας στη Ρώμη. Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας. Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ’ξερε από δική της εμπειρία, μα όταν γινόσουν μια σφήνα στο σκοτάδι. Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση. Κι εκεί της ανέβαινε πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτήν τη γαλήνη, αυτή την αίσθηση αιωνιότητας και σταματώντας εκεί γύρισε για να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του φάρου, τη μακριά σταθερή, φωτεινή ακτίνα, την τελευταία από τις τρεις που ήταν η δική της ακτίνα, γιατί όταν κοιτούσες με αυτήν τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μη δεθείς ιδιαίτερα μ’ ένα από τα πράγματα που έβλεπες, κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της. 

Βιρτζίνια Γουλφ: Στον φάρο / μτφρ. Άρης Μπερλής


Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Virginia Woolf - Τα κύματα (απόσπασμα)

 Και μέσα μου το κύμα φουσκώνει∙ σηκώνεται∙ λυγίζει τη ράχη του. Για άλλη μια φορά νιώθω μια επιθυμία να φουντώνει, να ορθώνεται σαν το περήφανο άλογο που ο καβαλάρης του το κεντρίζει κι ύστερα το συγκρατεί. Ποιον εχθρό βλέπουμε τώρα να προχωράει καταπάνω μας, εγώ κι εσύ άλογό μου, καθώς στεκόμαστε και χτυπάμε την οπλή στο πεζοδρόμιο; Το θάνατο. Ο θάνατος είναι ο εχθρός. Ενάντια στο θάνατο καλπάζω με το ακόντιο μπροστά και τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν, σαν νέο παιδί, σαν τον Πάρσιφαλ που κάλπαζε στην Ινδία. Χώνω βαθιά τα σπιρούνια στ’ άλογό μου. Καταπάνω σου θα ορμήσω, ανένδοτος κι ανυποχώρητος, Θάνατε! 

Τα κύματα έσπαγαν στην αμμουδιά. 

Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, μτφρ. Άρης Μπερλής

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Απόσπασμα από επιστολή της Βιρτζίνια Γουλφ στην Έθελ Σμάιθ


Ως εμπειρία, η τρέλα είναι φανταστική, σε διαβεβαιώνω, και δεν το λέω αφ’ υψηλού· και στη λάβα της ανακαλύπτω ακόμη πολλά από τα πράγματα για τα οποία γράφω. Εμφανίζεται ξαφνικά μέσα από κάθε τι στέρεα σχηματισμένο, οριστικό, όχι σε ασήμαντες δόσεις, όπως η ψυχική υγεία. Και οι έξι μήνες −όχι τρεις− που είμαι κλινήρης μού έμαθαν για τα καλά ποια είμαι. Πράγματι, ήμουν σχεδόν σακατεμένη όταν επέστρεψα στον κόσμο, ανήμπορη να κινηθώ έστω μισό μέτρο, μέσα στον τρόμο, έπειτα από τέτοια πειθαρχία. Σκέψου − ούτε στιγμή ελευθερίας από τον Δρα Πειθαρχία − εντελώς παράξενοι − συμβατικοί άντρες: «Δεν θα διαβάσεις αυτό», και «δεν θα γράψεις λέξη», και «θα κάτσεις ήσυχη και θα πίνεις γάλα» − για έξι μήνες.

[Μτφρ.: Λαμπριάνα Οικονόμου]

Περί τρέλας, 2016

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Virginia Woolf-Σκοτώνοντας τον άγγελο του σπιτιού

 Δύο από τις περιπέτειες της επαγγελματικής μου ζωής. Την πρώτη —το να σκοτώσω τον Άγγελο του Σπιτιού— νομίζω ότι την έφερα σε πέρας. Πέθανε. Στη δεύτερη, όμως, στο να πω την αλήθεια για τις εμπειρίες μου ως σώμα, δεν νομίζω ότι τα κατάφερα ακόμα. Τα εμπόδια εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ισχυρά — κι όμως είναι τόσο δύσκολο να προσδιοριστούν. Εξωτερικά, τι πιο εύκολο από το να γράφεις βιβλία; Εξωτερικά, ποια εμπόδια παραπάνω έχει μια γυναίκα από έναν άντρα; Εσωτερικά, πιστεύω, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η γυναίκα έχει ακόμα να παλέψει με πολλά φαντάσματα, να ξεπεράσει πολλές προκαταλήψεις. Και θα περάσει ακόμα πολύς καιρός, νομίζω, προτού μπορέσουν οι γυναίκες να κάτσουν και να γράψουν ένα βιβλίο δίχως να συναντήσουν ένα φάντασμα που θα πρέπει να σκοτώσουν, ένα βράχο πάνω στον οποίο θα πέσουν με όλη τους την ορμή. Και αν αυτό συμβαίνει με τη λογοτεχνία, που είναι το πιο ελεύθερο επάγγελμα για τις γυναίκες, πώς να είναι η κατάσταση με τα νέα επαγγέλματα στα οποία τώρα για πρώτη φορά μπαίνετε εσείς.

Mετάφραση: Τατιάνα Κωνσταντινίδου

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

VIRGINIA WOOLF -΄΄Ορλάντο΄΄ (απόσπασμα)

΄Ένας άνθρωπος που έχει την ικανότητα να διαλύει τις ψευδαισθήσεις, είναι άγριο θηρίο και βαθύς ωκεανός μαζί. Οι ψευδαισθήσεις είναι για την ψυχή ό,τι είναι ο αέρας για τη γη. Αφαίρεσε αυτόν τον ευεργετικό αέρα και τα φυτά μαραίνονται, τα χρώματα ξεθωριάζουν. Η γη πάνω στην οποία περπατάμε γίνεται ένα καμένο απομεινάρι. Βαδίζουμε πάνω σε αργιλάσβεστο και πύρινα βότσαλα καίνε τα πόδια μας. Η αλήθεια μας αφανίζει. Η ζωή είναι ένα όνειρο. Το ξύπνημα είναι αυτό που μας σκοτώνει. Αυτός που κλέβει τα όνειρα μας, κλέβει και τη ζωή μας… ΄΄

Virginia Woolf / Ορλάντο / εκδόσεις Κέδρος

Mετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019


1) Έτσι λοιπόν εμείς οι άνθρωποι επιμένουμε πως το σώμα
πρέπει να κρατιέται στη ζωή έστω και από μια κλωστή.

Virginia Woolf, Δοκίμια
Mτφ: Αργυρώ Μαντόγλου
Scripta, 1999

2) Αυτό που έχει σημασία είναι τούτο ακριβώς: το ανείπωτο στην κόψη του ειπωμένου.


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος

Virginia Woolf, Τα Κύματα (αποσπάσματα)

Σχετική εικόναΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ( ΥΨΙΛΟΝ )

«Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει. Δέν ξεχώριζαν θάλασσα κι ουρανός· μόνο πού η θάλασσα ήταν ελαφρά ρυτιδωμένη, σάν πανί ζαρωμένο. Σιγά σιγά, καθώς ο ουρανός άρχισε ν' ασπρίζει, μιά σκούρα γραμμή σχηματίστηκε στόν ορίζοντα, χωρίζοντας θάλασσα καί ουρανό, καί τό γκρίζο πανί άρχισε νά ριγώνεται - χοντρές κοντυλιές πού έτρεχαν, η μιά μετά τήν άλλη, κάτω απ' τήν επιφάνεια, η μιά ξοπίσω της άλλης, κυνηγώντας η μιά τήν άλλη αδιάκοπα»...
..................................................................................................................................................................
«Τούτο το ζεστό απόγευμα» είπε η Σούζαν, «σε τούτο τον κήπο, σε τούτο το χωράφι, όπου περπατώ με τον γιό μου, έφτασα στο απόγειο της εκπλήρωσης των επιθυμιών μου. Ο μεντεσές της αυλόπορτας είναι σκουριασμένος, ο γιος μου την ανοίγει. Τα βίαια πάθη των παιδικών μου χρόνων, τα δάκρυα στον κήπο όταν η Τζίννυ φίλησε τον Λούις, ο θυμός μου στην τάξη που μύριζε πεύκο, η μοναξιά μου σε ξένα μέρη, όπου τα μουλάρια περνούσαν κι οι μυτερές τους οπλές κροτάλιζαν κι οι Ιταλίδες φλυαρούσαν στη βρύση, με μπόλιες και γαρίφαλα στ’ αυτί, τώρα εξαγοράζονται με αισθήματα σιγουριάς, κατοχής, οικειότητας. Έζησα χρόνια ήρεμα, δημιουργικά. Ό,τι βλέπω γύρω μου το κατέχω. Σπόροι που φύτεψα γίνανε δέντρα. Έφτιαξα λίμνες που με χρυσόψαρα που κρύβονται στα πλατιά φύλλα των νούφαρων, παρτέρια με φράουλες και μαρούλια που σκέπασα με δικτυωτά. Έβαλα αχλάδια και δαμάσκηνα σε άσπρα σακκούλια και τα ‘ραψα, για να τα φυλάξω τις σφήκες. Είδα τους γιούς μου και τις κόρες μου, που κάποτε ήσαν στην κούνια, σαν φρούτα μ’ απλωμένο από πάνω τους το τούλι, να σχίζουν τις θηλιές, να σηκώνονται και να περπατούν μαζί μου, ψηλότερα από μένα, ρίχνοντας σκιές στο γρασίδι. Είμαι περιφραγμένη, φυτεμένη εδώ όπως τα δέντρα μου…»
..................................................................................................................................................................
«Κι όπως στέκομαι με το κλαδευτήρι ανάμεσα στα λουλούδια μου, αναρωτιέμαι, Από που μπορεί να μπει η σκιά; Τι μπορεί να απειλήσει τη ζωή μου, που φτιάχτηκε με τόσο μόχθο, περιμαντρώθηκε τόσο αμείλικτα; Κι ωστόσο, υπάρχουν φορές που μπουχτίζω από τη φυσική ευτυχία, και τους καρπούς που ωριμάζουν, και τα παιδιά που έχουν γεμίσει το σπίτι με κουπιά και όπλα και κρανία και βιβλία, βραβεία που τους απονεμήθηκαν και άλλα τρόπαια. Βαρέθηκα να ‘μαι χρυσοχέρα και προκομμένη και καπάτσα, βαρέθηκα όλα όσα σκαρφίζεται η μάνα, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για να προστατέψει, να μαζέψει γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα της, τα παιδιά της, τα δικά της παιδιά πάντα.»
...................................................................................................................................................................
«Κι όταν έρχεται η άνοιξη, με ψύχρα και ξαφνικές μπόρες, κι απρόσμενα κίτρινα λουλούδια, τότε καθώς κοιτάζω το κρέας που κρέμεται στη γαλάζια σκιά και ζουλάω τις βαριές ασημένιες σακούλες με το τσάι, με τις σταφίδες, θυμάμαι πώς έβγαινε ο ήλιος και τα χελιδόνια πετούσαν ξυστά πάνω απ’ τη χλόη, θυμάμαι τις φράσεις που έφτιαχνε ο Μπέρναρντ όταν είμαστε παιδιά, και τα φύλλα που σάλευαν από πάνω μας, πυκνά, ανάλαφρα κι έσπαζαν το γαλάζιο τ’ ουρανού και σκόρπιζαν το φως πάνω στις σκελετωμένες ρίζες της οξιάς όπου καθόμουν κι έκλαιγα. Το περιστέρι πέταξε. Πήδηξε πάνω κι έτρεξα πίσω από λέξεις που γλιστρούσαν και ξέφευγαν αν την κλωστή που κρέμεται από ένα μπαλόνι, κι όλο κι ανέβαιναν, όλο και πιο ψηλά, από κλαδί σε κλαδί, και χάνονταν. Και τότε , σαν ραγισμένο βάζο, η συμπάγεια του πρωινού μου έσπασε, και απιθώνοντας χάμω τα σακούλια με το αλεύρι, σκέφτηκα, Η ζωή γύρω μου είναι σαν το γυαλί γύρω από τη φυλακισμένη καλαμιά»
................................................................................................................................................................
«Γιατί μια μέρα, καθώς ακούμπησα στην ξύλινη πόρτα ενός φράχτη, που έβγαζε σ’ ένα χωράφι, ο ρυθμός σταμάτησε, οι ρίμες που μουρμούριζα, η ποίηση και η μπουρδολογία, σταμάτησαν. Το μυαλό μου ξαφνικά καθάρισε. Είδα μέσα απ’ τα πυκνά φύλλα της συνήθειας. Ακουμπώντας στην πόρτα του φράχτη, λυπήθηκα για τόσα άχρηστα εν τέλει πράγματα, λυπήθηκα για όσα έμειναν απραγματοποίητα, λυπήθηκα για την αποξένωση, γιατί δεν μπορείς να πας στην άλλη άκρη του Λονδίνου να δεις ένα φίλο, γιατί δεν έχεις καιρό. Γιατί δεν μπορείς να πάρεις το καράβι για την Ινδία και να δεις εκεί γυμνούς άντρες να καμακώνουν ψάρια στα γαλάζια νερά. Είπα πως η ζωή μου δεν ήταν πλήρης, ήταν μια φράση αφημένη στη μέση. Ήταν αδύνατο για μένα, που παίρνω τσιγάρο από οποιονδήποτε πλασιέ τυχαίνει να συναντήσω στο τραίνο, να κρατήσω συνοχή και συνέχεια – εκείνη των γενεών, των γυναικών που κουβαλούνε κόκκινα σταμνιά στο Νείλο, του αηδονιού που κελαηδεί στις κατακτήσεις και τις αποδημίες. Ήταν τεράστιο το εγχείρημα, είπα, και πώς μπορώ πάντα να σηκώνω το πόδι για ν’ ανέβω τη σκάλα;

Μιλούσα σ’ εκείνο το εγώ που δεν με αποχωρίστηκε σε πολλές φοβερές περιπέτειες. Στον πιστό σύντροφο που κάθεται μπροστά στη φωτιά όταν όλοι έχουν πάει για ύπνο, και σκαλίζει με τη μασιά τις στάχτες. Σ’ εκείνον που διαμορφώθηκε τόσο μυστηριωδώς, με αιφνίδιες αναπτύξεις, σ’ ένα δάσος με οξιές, καθισμένος σε μια ιτιά στην όχθη, ακουμπώντας στο παραπέτο του Χάμπτον Κώρτ . Σ’ εκείνον που συνερχόταν όταν η ανάγκη το επέβαλλε, και βρόνταγε το κουτάλι στο τραπέζι, λέγοντας «Δεν θα ενδώσω.

Αυτό το εγώ, καθώς ακουμπούσα στην πόρτα του φράχτη και κοίταζα τους αγρούς να κυματίζουν πέρα μακριά κυματισμούς χρωμάτων, δεν αποκρίθηκε. Δεν έφερε αντίσταση. Δεν προσπάθησε να αρθρώσει λόγο. Δεν έσφιξε τη γροθιά του. Περίμενα. Περίμενα ν’ ακούσω. Τίποτα δεν ακούστηκε. Τίποτα. Φώναξα τότε, πεπεισμένος πια για την πλήρη εγκατάλειψη. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Κανένα πτερύγιο δεν χαράζει τα νερά αυτής της απέραντης θάλασσας. Η ζωή μ’ αφάνισε. Καμιά ηχώ δεν έρχεται όταν μιλάω, καμιά λέξη δεν αντηχεί παραλλαγμένη. Ναι, αυτό δα κι αν είναι θάνατος, πιο θάνατος κι από το θάνατο των φίλων μας, το θάνατο της νιότης.»
...................................................................................................................................................................

«Βλέπω ξανά μπροστά μου τον συνήθη δρόμο. Ο θόλος του πολιτισμού κάηκε. Ο ουρανός είναι σκοτεινός σαν γυαλισμένη μπαλένα. Αλλά κάτι κρυφοκαίει στον ουρανό, φλόγα μιας λάμπας ή της αυγής. Κάτι αναδεύει – σπουργίτια που τιτιβίζουν στα πλατάνια. Μια αίσθηση πως χαράζει. Δεν θα την πω αυγή. Τι είναι η αυγή στην πόλη για ένα γέρο άνθρωπο που στέκεται στο δρόμο και κοιτάζει σαστισμένος τον ουρανό; Η αυγή είναι ο λευκασμός του ουρανού. Μια ανανέωση. Άλλη μια μέρα, άλλη μια Παρασκευή, άλλη μια εικοστή του μηνός, Μαρτίου, Ιανουαρίου ή Σεπτεμβρίου. Άλλη μια γενική αφύπνιση. Τ’ αστέρια χάνονται, σβήνουν. Τα κύματα βαθαίνουν. Το πούσι πέφτει πυκνό στους αγρούς. Τα τριαντάφυλλα ροδίζουν, ακόμη και το χλωμό τριαντάφυλλο στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Ένα πουλί τιτιβίζει. Οι χωρικοί ανάβουν το πρωινό τους κερί. Ναι, αυτή είναι η αιώνια ανανέωση, η χωρίς τελειωμό έγερση και πτώση, και πτώση και έγερση.»

«Και μέσα μου το κύμα φουσκώνει, σηκώνεται, λυγίζει τη ράχη του. Για άλλη μια φορά νιώθω μια καινούργια επιθυμία να φουντώνει, να ορθώνεται σαν το περήφανο άλογο που ο καβαλάρης του το κεντρίζει κι ύστερα το συγκρατεί. Ποιόν εχθρό βλέπουμε τώρα να προχωράει κατά πάνω μας, εγώ και συ άλογό μου, καθώς στεκόμαστε και χτυπάμε, την οπλή στο πεζοδρόμιο; Το θάνατο. Ο Θάνατος είναι ο εχθρός. Ενάντια στο θάνατο καλπάζω με το ακόντιο μπροστά και τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν, σαν το νέο παιδί, σαν τον Πάρσιφαλ που κάλπαζε στην Ινδία. Χώνω βαθιά τα σπιρούνια στ΄ άλογο μου. Καταπάνω σου θα ορμίσω, ανένδοτος κι ανυποχώρητος, Θάνατε! Τα κύματα έσπαζαν στην αμμουδιά.»

Virginia Woolf ( 25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941)
Virginia Woolf, Τα Κύματα, Μετάφραση: Άρης Μπερλής. Ύψιλον/Βιβλία Αθήνα: 1994.
 
Πηγή:https://thegreekshorts.eu/5-
%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%83%CF%80%CE%AC%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%B9%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AF/

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Virginia Woolf- Εργοβιογραφικό Σημείωμα






H Virginia Woolf γεννήθηκε το 1882 στο Λονδίνο. Ο πατέρας της, Sir Leslie Stephen, ήταν κριτικός λογοτεχνίας, και η μητέρα της Julia Jackson Duckworth, μέλος της οικογένειας του ομώνυμου εκδοτικού οίκου. Ο θάνατος της μητέρας της και της ετεροθαλούς αδελφής της κατά τη διάρκεια της εφηβείας της, τη σημάδεψαν, προκαλώντας της περιοδικές κρίσεις κατάθλιψης. Το 1912 παντρεύτηκε τον Leonard Woolf και ίδρυσε μαζί του το 1917 τις εκδόσεις Hogart, όπου δημοσιεύτηκαν τα έργα των Τ.Σ. Έλιοτ, Ε.Μ. Φόρστερ και Κάθριν Μάνσφιλντ, καθώς και οι πρώτες μεταφράσεις του Φρόιντ. Έζησε ανάμεσα στο Λονδίνο και στο Rodmell του Sussex, παραμένοντας πάντα στο κέντρο της λογοτεχνικής σκηνής. Ανέπτυξε δημιουργική δραστηριότητα στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής ομάδας του Bloomsbury, με πολλούς από τους καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοούμενους της εποχής της, και το συγγραφικό της έργο την καθιέρωσε ως κεντρική μορφή του φεμινισμού και του μοντερνισμού. Ο φόβος μιας υποτροπής της ψυχασθένειας την οδήγησε το 1941 στην αυτοκτονία.


Η Virginia Woolf υπήρξε λαμπρή μυθιστοριογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος. Τα λογοτεχνικά και κοινωνικά δοκίμιά της αναδεικνύουν ένα διεισδυτικό κριτικό πνεύμα. Στα μυθιστορήματά της περιλαμβάνονται: «Το ταξίδι» (1915), «Μέρα και νύχτα» (1919), «Το δωμάτιο του Ιάκωβου» (1922), «Η κυρία Ντάλογουεη» (1925), «Στο φάρο» (1927), «Ορλάντο» (1928), «Τα κύματα» (1931), «Τα χρόνια» (1937). Ως δοκιμιογράφος και λογοτεχνική κριτικός έφερε στο φως ελάσσονες συγγραφείς των περασμένων αιώνων, αλλά και κλασικούς. Τα κυριότερα έργα λογοτεχνικής κριτικής συγκεντρώθηκαν σε δύο τόμους με τίτλο «Common Reader» (1925-1932). Από τα φεμινιστικά και άλλα δοκίμιά της ξεχωρίζουν τα «A Room of One’s Own» (1929), «Three Guineas» (1938), «Between the Acts» (1941), και «The Death of the Moth» (1942). Όλα τα -περισσότερα από 500- δοκίμια της Virginia Woolf συγκεντρώθηκαν στο έργο: «Collected Essays» (α’ έκδοση: 1967, σε επιμέλεια Leonard Woolf).


Ο μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας Άρης Μπερλής σημειώνει:


«Η Βιρτζίνια Γουλφ βρίσκεται μέσα στη μεγάλη παράδοση της δυτικής λογοτεχνίας και συναριθμείται με τον Προυστ και τον Τζόυς στην τριάδα των μεγάλων καινοτόμων πεζογράφων που άνοιξαν νέους δρόμους στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Από τους κύριους και πιο μαχητικούς πρωταγωνιστές του «μοντερνισμού» (της σημαντικότερης μεταστροφής που έγινε, μετά το ρομαντισμό, στο ύφος και την ευαισθησία), είχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η επανάσταση στο ύφος ήταν αναγκαία συνέπεια μιας αλλαγής στάσης και προοπτικής. Ωστόσο, δεν της διέφευγε πως τελικά «ο ιστορικός της λογοτεχνίας θ’ αποφασίσει· αυτός θα πει αν αρχίζουμε τώρα, αν τελειώνουμε, ή αν βρισκόμαστε στο μέσον μιας μεγάλης περιόδου της πεζογραφίας». […] Η Γουλφ άνοιξε και πορεύτηκε το δρόμο της, αδιάφορη για τα δικαιώματα του θεσμοθετημένου γούστου, παίζοντας τα επικίνδυνα παιχνίδια της, ακολουθώντας με πείσμα και άκρα συνέπεια το όραμά της. Το ιερό πάθος της για τη μορφή και την τεχνική – ένα πάθος που εκδηλώθηκε με συνεχείς (και ολέθριους για την ψυχική της υγεία) πειραματισμούς, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα – δεν ήταν συγκάλυψη ανεπαρκειών του συγγραφικού της τάλαντου, ούτε εμμονή και ιδεοληπτική επιδίωξη του «καινοφανούς». Το κυνήγι της μορφής ήταν κυνήγι της πραγματικότητας – μιας νέας πραγματικότητας που οι παλαιοί τύποι του μυθιστορήματος δεν μπορούσαν να παραστήσουν και να παραδώσουν. Το μυθιστόρημα για τη Γουλφ δεν είναι κριτική της ζωής, ούτε διασκευή και συμμάζεμα των δεδομένων της, αλλά αναπαραγωγή της πολλαπλότητας της εμπειρίας. Η ζωή είναι πρωτεϊκή και ρευστή, πολυσύνθετη και αλλοιότροπη. Δουλειά του μυθιστοριογράφου είναι να δώσει, να αναπαραγάγει τις μυριάδες παραλλαγές και φωτοσκιάσεις, τις αναρίθμητες αποχρώσεις της εμπειρίας, στη μόνη έγκυρη πραγματικότητά τους: στη συνειδησιακή ροή τους.»

(απόσπασμα από το δοκίμιο: «Η Βιρτζίνια Γουλφ και το μυθιστόρημα», από το επίμετρο του βιβλίου «Στο φάρο» των εκδόσεων Ύψιλον).



Αποχαιρετιστήρια επιστολή στον συζυγό της 

Τρίτη, 18 Μαρτίου 1941

Αγαπημένε

Έχω τη βεβαιότητα πως παραφρονώ ξανά. Νιώθω ότι δεν μπορούμε να υπομείνουμε κι άλλες από αυτές τις δεινές ώρες. Και δεν θα γιατρευτώ αυτή τη φορά. Αρχίζω να ακούω φωνές, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι, κάνω αυτό που μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο. Μού 'δωσες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι κανείς. Δεν πίστευα ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που ήρθε αυτή η φριχτή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω κι άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να εργασθείς. Και θα το κάνεις, το ξέρω. Βλέπεις ούτε κι αυτό το γράμμα δεν μπορώ να γράψω σωστά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σου οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου. Υπήρξες άκρως υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός. Θέλω να το δηλώσω αυτό - όλοι το ξέρουν. Αν κάποιος μπορούσε να με σώσει, θα ήσουν εσύ. Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου καταστρέφω κι άλλο τη ζωή.

Δεν πιστεύω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο υπήρξαμε εμείς.

Β.

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου


Virginia Woolf (1882-1941)

Στις 28 Mαρτίου, ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ, στο Ρόντμελ
του Σάσσεξ, έχοντας γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες.

Πηγή:https://www.culturenow.gr/ta-kymata-virtzinia-goylf/

Virginia Woolf - Αποσπάσματα




1) Η Ορλάντο τώρα έκανε νοερά (γιατί όλα συμβαίνουν μόνο στο νου) μια βαθιά υπόκλιση στο πνεύμα της εποχής, όπως ακριβώς - για να συγκρίνουμε τα σπουδαία μα τ’ ασήμαντα πράγματα – ένας ταξιδιώτης, ξέροντας ότι έχει κρύψει ένα δέμα πούρα στον πάτο της βαλίτσας του, υποκλίνεται στον τελωνειακό που μόλις έχει σημειώσει βιαστικά με μια άσπρη κιμωλία πάνω στο σκέπασμά της ότι είναι εντάξει. Γιατί η Ορλάντο αμφέβαλλε πολύ κατά πόσο, αν το πνεύμα της εποχής έλεγχε προσεκτικά το περιεχόμενο των σκέψεων της, δε θα έβρισκε κάτι λαθραίο, για το οποίο θα έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο. Είχε γλιτώσει παρά τρίχα. Είχε καταφέρει, με μερικές επιδέξιες υποχωρήσεις στο πνεύμα της εποχής, με το να φορέσει ένα δαχτυλίδι και να βρει έναν σύζυγο σ΄ ένα χερσότοπο, με το ν’ αγαπάει τη φύση και να μην είναι σατιρική, κυνική ή ψυχολόγος – οποιοδήποτε απ΄’ αυτά τα εμπορεύματα κινδύνευε ν’ ανακαλυφθεί αμέσως – είχε καταφέρει να περάσει με επιτυχία την εξέταση του. Και άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς, πραγματικά, δικαιούταν να το κάνει, γιατί η συναλλαγή ενός συγγραφέα με το πνεύμα της εποχής είναι κάτι το πολύ ευαίσθητο και η τύχη των έργων του εξαρτάται από την καλή αμοιβαία συμφωνία τους. Η Ορλάντο είχε ρυθμίσει έτσι το θέμα, ώστε να νιώθει τώρα πολύ ευτυχισμένη΄ δε χρειαζόταν να πολεμήσει την εποχή της, ούτε να υποκύψει σ’ αυτή΄ ήταν με το μέρος της, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε ο εαυτός της. Επομένως τώρα, μπορούσε να γράψει, κι αυτό έκανε. Έγραψε. Έγραψε. Έγραψε.


Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο, εκδ. Αστάρτη


Πηγή:http://umhomemgrego.blogspot.com/2006/09/no-342.html



2) «Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει. Δέν ξεχώριζαν θάλασσα κι ουρανός· μόνο πού η θάλασσα ήταν ελαφρά ρυτιδωμένη, σάν πανί ζαρωμένο. Σιγά σιγά, καθώς ο ουρανός άρχισε ν’ ασπρίζει, μιά σκούρα γραμμή σχηματίστηκε στόν ορίζοντα, χωρίζοντας θάλασσα καί ουρανό, καί τό γκρίζο πανί άρχισε νά ριγώνεται – χοντρές κοντυλιές πού έτρεχαν, η μιά μετά τήν άλλη, κάτω απ’ τήν επιφάνεια, η μιά ξοπίσω της άλλης, κυνηγώντας η μιά τήν άλλη αδιάκοπα»…

Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, μετάφραση: Άρης Μπερλής. Εκδ. Ύψιλον

3) "Στο μεταξύ οι σκιές μάκραιναν στην αμμουδιά· το σκοτάδι βάθαινε. Το μαύρο παπούτσι έγινε βαθυγάλαζος λεκές. Τα βράχια χάσανε τη σκληράδα τους. Το νερό, που λίμναζε γύρω απ' την παλιά βάρκα, σκούρυνε, σαν να κολυμπούσαν μέσα του μύδια. Ο αφρός χλώμιασε κι άφηνε εδώ κι εκεί μαργαριτάρια, μια λευκή μαρμαρυγή στην αχλύ της άμμου".
Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, μετάφραση: Άρης Μπερλής. Εκδ. Ύψιλον

4)"Αφού είμαστε μια αποτυχημένη φυλή, αλυσοδεμένη σε ένα βυθισμένο πλοίο (οι αγαπημένοι της συγγραφείς όταν ήταν μικρή, ήταν ο Χάξλεϋ και ο Τιντλ που αγαπούσαν πολύ αυτές τις μεταφορικές έννοιες με τη θάλασσα), αφού λοιπόν όλη αυτή η ιστορία με τη ζωή είναι ένα κακό αστείο, ας κάνουμε τέλος πάντων ό, τι περνάει από το χέρι μας, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ας μετριάσουμε τον πόνο των άλλων που είναι φυλακισμένοι σαν και μας (πάλι ο Χάξλεϋ). Ας στολίσουμε τη σκοτεινή φυλακή με λουλούδια και με μπαλόνια. Ας είμαστε ευγενείς όσο γίνεται να είμαστε. Αυτοί οι κακούργοι, οι Θεοί, δεν πρόκειται να τα έχουν όλα με το μέρος τους."

 Βιρτζίνια Γουλφ, κυρία Νταλλογοουέη


5) Όποια ώρα και να ξυπνούσες, έκλεινε και μια πόρτα. Πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο, χέρι χέρι, σηκώνοντας εδώ, ανοίγοντας εκεί, να σιγουρευτούν-ένα ζευγάρι-φάντασμα.
«Εδώ το αφήσαμε», είπε εκέινη. Κι εκείνος πρόσθεσε: «Ω! Κι εδώ επίσης». «Βρίσκεται επάνω», μουρμούρισε εκείνη. «Και στον κήπο», ψιθύρισε αυτός.
«Ήσυχα!» είπαν. «Αλλιώς θα τους ξυπνήσουμε».
Μα δεν πείραζε που μας ξυπνήσατε. Ω όχι! «Το ψάχνουν· τραβούν την κουρτίνα», θα ‘λεγε κάποιος και θα συνέχιζε να διαβάζει μια δυο σελίδες. «Τώρα το βρήκαν», θα ‘λεγε κάποιος με σιγουριά, σταματώντας το μολύβι στο περιθώριο της σελίδας. Κι έπειτα, κουρασμένος απ’ το διάβασμα, θα σηκωνόταν και θα ‘βλεπε και μόνος του, όλο το σπίτι άδειο, οι πόρτες ορθάνοιχτες, μόνο οι φάσες που γουργουρίζουν με ευχαρίστηση, και ο θόρυβος της αλωνιστικής μηχανής να ακούγεται απ’ το αγρόκτημα. «Για ποιο λόγο μπήκα εδώ μέσα; Τι ήθελα να βρω;». Τα χέρια μου ήταν άδεια. «Μήπως τότε είναι επάνω;». Τα μήλα βρίσκονταν στη σοφίτα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά κάτω, ο κήπος γαλήνιος όπως πάντα, μόνο το βιβλίο είχε γλιστρήσει στο γρασίδι. […] «Εδώ κοιμηθήκαμε», λέει εκείνη. Κι εκείνος προσθέτει, «Αναρίθμητα φιλιά», «Ξυπνώντας το πρωί», «Ασήμι ανάμεσα στα δέντρα», «Το πάνω πάτωμα», «Στον κήπο», «Όταν ήρθε το καλοκαίρι», «Ο χιονιάς το χειμώνα». Οι πόρτες κλείνουν, χτυπώντας μαλακά όπως ο σφυγμός του σπιτιού μακριά στο βάθος.

Βιρτζίνια Γουλφ, Στοιχειωμένο σπίτι, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, τχ.93/2018

Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/2019/01/03/%CE%B2%CE%B9%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AF%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%86-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B9%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9/?fbclid=IwAR0jssPxs-ao6qMEkIga7PWmoHBy2H-Lr6bszBuHbYUNfiWUkclS_CfSnR0

6) Όταν είσαι μόνος, στηρίζεσαι στα πράγματα, στα άψυχα· δέντρα, ρυάκια, λουλούδια· νιώθεις ότι σε εκφράζουν, ότι γίνεσαι ένα μαζί τους· νιώθεις ότι σε γνωρίζουν, πως κατά κάποιο τρόπο είναι εσύ· νιώθεις μια παράλογη τρυφερότητα έτσι όπως για τον εαυτό σου.

Βιρτζίνια Γουλφ, Μέχρι το φάρο. Εεκδόσεις Οδυσσέας, 1981.

Πηγή:https://www.vintagestories.gr/mexri-to-faro-virginia-woolf/

7) Οι συμβάσεις στη συγγραφή δεν είναι πολύ διαφορετικές από τις συμβάσεις στους κανόνες συμπεριφοράς. Τόσο στη ζωή, όσο και στη λογοτεχνία είναι απαραίτητο, με κάποιο τρόπο, να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην οικοδέσποινα και σε κάποιον άγνωστο επισκέπτη της από τη μια, ανάμεσα στον συγγραφέα και στον άγνωστο αναγνώστη του από την άλλη. Η οικοδέσποινα υιοθετεί το θέμα του καιρού, καθώς γενιές από οικοδέσποινες έχουν επαναλάβει αυτό το κοινό για όλους  θέμα, ένα θέμα που αφορά τους πάντες. Αρχίζει λέγοντας πως είχαμε έναν άθλιο Μάιο και, έχοντας έτσι έρθει σε επαφή με τον άγνωστο επισκέπτη της, προχωράει σε σημαντικότερα θέματα. Το ίδιο ισχύει και με τη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας πρέπει να δημιουργήσει πρώτα την επαφή με τον αναγνώστη του θέτοντας ενώπιόν του κάτι που εκείνος αναγνωρίζει, προκειμένου να ερεθίσει τη φαντασία του, και να τον καταστήσει πρόθυμο να συνεργαστεί ώστε να προχωρήσουν στο πολύ πιο δύσκολο στάδιο, αυτό της  εξοικείωσης. Και έχει μεγάλη σημασία αυτό το κοινό σημείο συνάντησης να έρθει αβίαστα, ενστικτωδώς, στα σκοτεινά, με κλειστά μάτια σχεδόν.

Πηγή: Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Virginia Woolf-«Δοκίμια» (αποσπάσματα)

Αποτέλεσμα εικόνας για woolf

Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι καταχτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλα τους, τα στέμματα τους, τις δάφνες τους, και τα ονόματα τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, «Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα».
...................................................................................................................................................................
...το φάντασμα ήταν μια γυναίκα που όταν άρχισα να την γνωρίζω καλύτερα της έδωσα το όνομα της ηρωίδας από ένα γνωστό ποίημα, ο Άγγελος του Σπιτιού. Αυτή ήταν που συνήθιζε να μπαίνει ανάμεσα σε μένα και στο χαρτί όταν έγραφα κριτικές, αυτή ήταν που με ενοχλούσε, σπαταλούσε τον χρόνο μου και με βασάνιζε τόσο πολύ που στο τέλος τη σκότωσα. Εσείς που προέρχεστε από μια νεώτερη και πιο ευτυχισμένη γενιά μπορεί να μην την έχετε ακούσει, ίσως να μην γνωρίζετε τι εννοώ με το ποίημα ο Άγγελος του Σπιτιού. Θα σας την περιγράψω όσο πιο σύντομα μπορώ. Ήταν εξαιρετικά συμπαθητική. Απέραντα γοητευτική. Απεριόριστα ανιδιοτελής. Διακρινόταν για τον τρόπο που επέλυνε τα δύσκολα οικογενειακά προβλήματα. Θυσιαζόταν καθημερινά. Αν υπήρχε κοτόπουλο, έτρωγε το πόδι. Αν υπήρχε ρεύμα, εκεί θα καθόταν. Με λίγα λόγια, ήταν έτσι καμωμένη που ούτε δικές της απόψεις, ούτε δικές της επιθυμίες είχε, αλλά προτιμούσε πάντοτε να συμπάσχει και να ακολουθεί τις σκέψεις και τις επιθυμίες των άλλων. Πάνω από όλα, και αυτό δεν χρειάζεται να το αναφέρω, ήταν αγνή. Η αγνότητα της, ήταν το κύριο χάρισμα της, η συστολή της ήταν η μεγαλύτερη χάρη της. Εκείνες τις μέρες, τις τελευταίες μέρες της βασίλισσας Βικτωρίας, κάθε σπίτι είχε τον δικό του Άγγελο. Και όταν ήρθε η στιγμή να γράψω ήρθα αντιμέτωπη μ' αυτή από τις πρώτες μου λέξεις. Η σκιά των φτερών της έπεσε στην σελίδα μου. Άκουσα το θρόισμα του φουστανιού της στο δωμάτιο. Για να είμαι πιο ακριβής, όταν πήρα στο χέρι την πένα για να γράψω την κριτική για το μυθιστόρημα κάποιου φημισμένου άντρα, αυτή γλίστρησε πίσω μου και ψιθύρισε. «Αγαπητή μου, εσύ είσαι μια νέα κοπέλα και γράφεις για ένα βιβλίο που έγραψε ένας άντρας. Να είσαι συμπονετική, τρυφερή, να κολακεύεις, να εξαπατάς, χρησιμοποίησε όλη τη δεξιοτεχνία σου και τα τεχνάσματα του φύλου μας. Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να μαντέψει πως έχεις τη δική σου σκέψη. Πάνω από όλα να είσαι αγνή». Και πήγε να κατευθύνει την πένα μου. Τώρα φέρνω στη μνήμη μου μια πράξη για την οποία επαινώ τον εαυτό μου, αν και ο έπαινος ανήκει σε κάποιον εξαιρετικό προγονό μου που μου κληροδότησε ένα συγκεκριμένο χρηματικό πόσο —ας πούμε πεντακόσιες λίρες τον χρόνο— έτσι δεν ήταν απαραίτητο για μένα να εξαρτώμαι αποκλειστικά από τη γοητεία μου για την επιβίωση μου. Στράφηκα και την άρπαξα από τον λαιμό. Έκανα ότι μπορούσα για να τη σκοτώσω. Η δικαιολογία μου, αν επρόκειτο να δικαστώ για αυτό, θα ήταν ότι βρισκόμουνα σε άμυνα. Αν δεν τη σκότωνα εγώ θα με σκότωνε εκείνη.
................................................................................................................................................................
Το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια της κοπέλας. Η φαντασίωση της απομακρύνθηκε. Έψαχνε να βρει τις λίμνες και τα βάθη όπου κοιμούνται τα μεγαλύτερα ψάρια κι εκεί κάτι έσπασε. Και έγινε μια έκρηξη. Υπήρχαν αφροί και σύγχυση. Η φαντασία της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό. Η κοπέλα ξύπνησε από το όνειρό της. Βρισκόταν πράγματι σε μια κατάσταση έντονης και οδυνηρής αγωνίας. Και για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, είχε σκεφτεί κάτι σχετικό με το σώμα, κάτι για τον πόθο που ήταν ανάρμοστο για να εκφραστεί από μια γυναίκα. Οι άντρες, την προειδοποιούσε η λογική της, θα την αποδοκίμαζαν. Η συνειδητοποίηση του πως θα χαρακτήριζαν οι άντρες μια γυναίκα που λέει την αλήθεια για τα πάθη της, την έβγαλε από την αφηρημένη κατάσταση του δημιουργού. Δεν μπορούσε πια να γράψει. Η έκσταση τελείωσε. Η φαντασία της δεν λειτουργούσε πια. Αυτή πιστεύω πως είναι μια πάρα πολύ συνηθι­σμένη εμπειρία για τις γυναίκες συγγραφείς. Εμποδίζονται από τον ακραίο συντηρητισμό του άλλου φύλου. Διότι αν και οι άντρες λογικά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μεγάλη ελευθερία σ' αυτά τα θέματα, αμφιβάλλω αν κατανοούν ή αν μπορούν να ελέγξουν την υπερβολική σκληρότητα με την οποία καταδικάζουν τέτοιου είδους ελευθερία στις γυναίκες.
..................................................................................................................................................................
Έτσι λοιπόν εμείς —οι άνθρωποι— επιμένουμε πως το σώμα πρέπει να κρατιέται στη ζωή έστω και από μια κλωστή. Αφαιρούμε τα αυτιά και τα μάτια και την κρατούμε εκεί, με ένα μπουκάλι φάρμακο, μια κούπα τσάι, μια τρεμάμενη φωτιά που σιγοσβήνει σαν μια κουρούνα στην πόρτα του στάβλου. Μια κουρούνα που επιμένει να ζει παρ' ότι πληγωμένη.

Virginia Woolf, (25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941)

από το βιβλίο Virginia Woolf, Δοκίμια, εκδ. Scripta, 1999

μτφ: Αργυρώ Μάντογλου


Πηγή:http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2009/02/26.html