Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2.Pilinszky János. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2.Pilinszky János. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

«Το Ψάρι, η Μυγαλή, ο Λύκος: Συνανάγνωση Bishop, Egan, Pilinszky»

 Το Ψάρι

Έπιασα ένα τρομερό ψάρι
και το κρατούσα στην πλευρά της βάρκας,
το μισό έξω απ’ το νερό, τ’ αγκίστρι μου
φυτεμένο στο ακρόχειλό του.
Δεν αντιστάθηκε.
Δεν είχε αντισταθεί καθόλου.
Κρεμιόταν απ’ το βάρος τού στεναγμού του,
στραπατσαρισμένο, σεβάσμιο,
ελεεινό. Εδώ κι εκεί,
η καφετιά του πέτσα κρεμιόταν σε λουρίδες
σαν αρχαία ταπετσαρία,
και το μοτίβο με το σκουρότερο καφέ
θύμιζε πράγματι ταπετσαρία:
σχήματα σαν ολάνθιστα ρόδα,
λερωμένα, που χάθηκαν με τον καιρό.
Ήταν κατάστικτο με βαλανόστρακα,
λεπτούς, ασβεστωμένους ρόδακες,
ήταν και μολυσμένο
με μικρές-μικρές άσπρες καλιγίδες·
από κάτω κρέμονταν δύο ή τρία
κουρέλια πράσινα φύκια.
Εισέπνεε απ’ τα βράγχια
απαίσιο οξυγόνο
—τρομακτικά βράγχια,
φρέσκα με αίμα αχνιστό,
βράγχια που σε κόβουν βαθιά—
και πήγε το μυαλό μου στην τραχιά λευκή του σάρκα,
σφιχτοδεμένη σαν τα πούπουλα,
σκέφτηκα κόκαλα και κοκαλάκια,
το δραματικό κόκκινο και το μαύρο
απ’ τα στιπλνά του σωθικά,
τη ροδαλή κύστη αέρα
όμοια με μεγάλη παιωνία.
Το κοίταξα κατάματα,
τα μάτια του πολύ μεγαλύτερα απ’ τα δικά μου
αλλά πιο ξέβαθα, κιτρινισμένα,
οι ίριδες βαθουλωμένες, σκεπασμένες
με γανιασμένο αλουμινόχαρτο
όπως μέσα από φακούς
παλιάς, γδαρμένης ζελατίνας.
Σαν να κουνήθηκαν λίγο, αλλά όχι
για ν’ ανταποδώσουν το βλέμμα μου.
—Ήταν πιο πολύ η ροπή
του πράγματος προς το φως.
Θαύμασα το σκυθρωπό του πρόσωπο,
τον μηχανισμό της σιαγόνας,
ώσπου πρόσεξα
ότι απ’ το κάτω χείλος του
—αν δηλαδή μπορείς να το πεις χείλος—
δυσοίωνo, βρεγμένο κι ετοιμοπόλεμο,
κρέμονταν πέντε κομμάτια πολυκαιρισμένης πετονιάς,
ή μάλλον τέσσερα συν μια παραμάνα
με το στριφτάρι της,
και πέντε αδρά αγκίστρια
φυτρωμένα βαθιά στο στόμα του.
Ένα πράσινο νήμα, ξεφτισμένο στην άκρια,
εκεί που το έκοψε, άλλα δύο πιο παχιά,
και μια λεπτή μαύρη κλωστή
τσακισμένη απ’ το τράβηγμα και την τριβή,
τόσο που κόπηκε στα δυο και γλίτωσε.
Σαν μετάλλια με τις κορδέλες τους,
ξεφτισμένα και τρεμάμενα,
ένα πεντάτριχο υπογένειο σοφίας
κάτω απ’ το πληγιασμένο του σαγόνι.
Έμεινα να κοιτώ, να κοιτώ
και νίκη πλημμύρισε
τη νοικιασμένη βαρκούλα,
απ’ τα σεντινόνερα
όπου τα λάδια είχαν απλώσει ουράνιο τόξο
γύρω απ’ τη σκουριασμένη μηχανή
μέχρι τον πορτοκαλή κουβά,
τα σκαμνάκια που είχε αυλακώσει ο ήλιος,
τους σκαρμούς στους σπάγγους,
τις κουπαστές—ώσπου όλα μα όλα
ήρθαν κι έγιναν ουράνιο τόξο, ουράνιο τόξο πέρα ως πέρα!
Το άφησα να φύγει.

 Ελίζαμπεθ Μπίσοπ 

 Μυγαλή


Εδώ την είδες καθαρά, εκεί πιο φευγαλέα,
σκιά κάτω απ’ την τηλεόραση.
Τι να την τράβηξε στο σπίτι μες στην κάψα του Αυγούστου;
Από πείνα να μπήκε, απίθανο· μπορεί από περιέργεια.
Ήταν ανάγκη να μας ξεσηκώσει;
Πάλι να στήνω φάκες με δύσοσμο τσένταρ
ν’ αφουγκράζομαι πότε θ’ακουστεί ο αδυσώπητος κρότος
να τις τοποθετώ επιμελώς εδώ κι εκεί
Το άλλο πρωί, η φάκα κοντά στον νεροχύτη
αναποδογυρισμένη· κι άδεια, αν είναι δυνατόν!
Πόσο επιδέξια άγγιξε
για να τραβήξει το τυρί
Μα να, κάτω απ’ τη δεύτερη, μια ουρά,
και με διερευνητική μουσούδα, η μυγαλή.
Σχεδόν χώραγε στην άκρη του δαχτύλου μου,
μαστιγωμένη διαγώνια στην κοιλιά.
Πόνος, πόνος και μυρωδιά θανάτου.
Πόση ζωή ξοδεύτηκε για ένα ψίχουλο!
Ούτε καν οι Κινέζοι μπόρεσαν ν’ αναπλάσουν
τον εγκέφαλο, τα ματάκια, τη σβελτάδα της.
Γιατί να χαλούμε αυτό που ευχαρίστως θ’ αγαπούσαμε;
Κρίμα κι άδικο, μόνο να ζήσει ήθελε.
Τα βάζω με τον εαυτό μου καθώς ελευθερώνω το κορμάκι της
απ’ το βαρύ ελατήριο και το σπρώχνω
έξω στο χαντάκι που,
όπως και η ζωή,
καταδέχεται τα πάντα.

Ντέσμοντ Ήγκαν (1936)


Μύθευμα


Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας λύκος μοναξιασμένος,
πιο μοναξιασμένος κι απ’ τους αγγέλους.
Έτυχε να βρεθεί σε ένα χωριό,
κι εκεί ερωτεύτηκε το πρώτο σπίτι που είδε.
Αγάπησε μεμιάς τους τοίχους του,
τα χάδια που είχαν ακουμπήσει πάνω του οι χτίστες.
Μα τo παράθυρo τού έκοψε τη φόρα.
Μέσα στην κάμαρα, κάθονταν κάτι άνθρωποι.
Αν εξαιρέσεις τον Θεό, ποτέ κανείς
δεν τους βρήκε τόσο όμορφους
όσο αυτό το καλοκάγαθο θηρίο.
Περίμενε να νυχτώσει για να μπει.
Σταμάτησε στη μέση της κάμαρας
κι έμεινε εκεί ασάλευτος.
Όλη νύχτα στεκόταν όρθιος, με μάτια διάπλατα,
όρθιος ως το χάραμα που μπήκαν και τον σκότωσαν στο ξύλο.


Γιάνος Πιλίνσκι (1921-1981)



Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή

Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2022/09/28/%CF%84%CE%BF-%CF%88%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CE%B7-%CE%BC%CF%85%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%AE-%CE%BF-%CE%BB%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-bis/?fbclid=IwY2xjawMo3SRleHRuA2FlbQIxMABicmlkETEzR1FFblhEV1JpR2J4OE5hAR4nker4sY8NE-msXV253NBqPW8aC5VoOFdi8R_HuZfKhY9IzLIB_Lr4FgPr4A_aem_bswsIqEA8jZvKqOjfVOXsw