Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Κόντογλου Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Κόντογλου Φώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Φώτης Κόντογλου - Παραμονὴ Χριστούγεννα


Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.

Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.

Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.

Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.

Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.

Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.

Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:

— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...

Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:

— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!

Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!

Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.

Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.

Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:

Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:

Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.

Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.

Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.

Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.

Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.

Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.

Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.

Καὶ εἰς ἔτη πολλά.

Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.

Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!

Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.

Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.

Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.

Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.

Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.

Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.

Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.

Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.

Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.

Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:

Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!

Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:

«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...

Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:

Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…

Καὶ δὲν ξαναμίλησε.

Φώτης Κόντογλου -Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου


Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον σταυρό ύστερ’ από τη λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου κι ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια κι ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη , ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κι οι πιο καλλίφωνοι και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα, που τρελαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό , όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια που ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια.
Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κι ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος!
Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στεριά και περιμένανε να πέσει ο σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα-δυο νοματαίοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι . Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θερία, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες , κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, ένα-δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα ‘ριχνε τον σταυρό ο δεσπότης.
Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατής ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, ο Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβο-Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου! Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντήλι κι ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κι ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριάψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος , σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβο-Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια, σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! Ο Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σκέδιο. Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κι έκανε και κάμποσα θεατρικά.
Σαν σίμωνε, λοιπόν, η συνοδεία στη θάλασσα κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κι οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος που θα ‘πεφτε ο σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε.
Τέλος, φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης κι έλεγε: «Γιολ βέριν εφεντι’ά!», δηλαδή «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κι οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…». Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κι έριχνε τον σταυρό στη θάλασσα.
Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο. Οι πλώρες χτυπούσανε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κι η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κι ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον σταυρό. Ήτανε ο παλαβο-Παρασκευάς. Με δυο-τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά . Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κι έδωσε τον σταυρό.
Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κι ύστερα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά.
Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κι έριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα, τα παλιά τα χρόνια, και οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.
Την ώρα που έπεφτε ο σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από ‘κεί που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Από το βιβλίο του Φ. Κ. «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», σελ. 140-143, Εκδ. Οίκος Αστήρ, Αλ. - Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1995 (ζ’ έκδ.)

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Φώτης Κόντογλου - Η Θάλασσα γαλήνια και φουρτουνιασμένη (απόσπασμα)



Όποτε δω θάλασσα ξεπετά η καρδιά μου. Θαρρείς πως δεν έχω βγει από την κοιλιά της μάνας μου αλλά από τη θάλασσα. Δεν ξέρω καλά καλά αν γεννήθηκα στη στεριά ή μέσα στο νερό. Ακούγω από μακριά τι βουή της και δροσίζεται η ψυχή μου πριν να την δω, Καταλαβαίνω πως με καλεί κοντά της σαν τη λιονταρίνα που ξυάζεται και γυρεύει τα λιονταρόπουλά της.
Καλά λέγω πως εβγήκα από τη θάλασσα. Γεννήθηκα σ΄ ένα ρημονήσι που χοχλακούσε η θάλασσα γύρω του. Την κούνια μου τη ράντιζε τ’ αρμυρό νερό. Με αλισάχνη πασπάλιζε τα μαλλιά μου. Πριν να πιάσω να περπατώ έμαθα να κολυμπώ. Με τα τέσσερα κατέβαινα στη ακροθαλασσιά και τραβούσα ολοΐσια μέσα στο νερό, όπως το καβούρι που τ΄ άφησε η ξέρα (άμπωτις) στη στεριά κοιμισμένο και σαν ξυπνήσει τρέχει γρήγορα κατά κει που μυρίζει η αρμυρή δροσιά της,
Όσο μεγάλωνα, άλλο τόσο μεγάλωνε κι η αγάπη μου για τη θάλασσα. Γνωρίστηκα με πολλούς θαλασσινούς και ψαράδες. Αλλά πολλές φορές εζούσα στο νησί μας επί μήνες ολομόναχος, λεύτερος σαν τον Ροβινσώνα, δίχως να φέρνω στο νου μου καθόλου τις πολιτείες, τους ανθρώπους και τις μικρολογίες τους. Το πελαγίσιο αγέρι μουρμούριζε γλυκά στ’ αυτιά μου. Οι γλάροι και τ’ άλλα θαλασσοπούλια πετούσανε από πάνω μου εκεί που τριγύριζα απάνω στα υγρά και μαύρα βράχια της ακροθαλασσιάς κι από κει πάνω βουτούσανε στα αφρισμένα κύματα, κράζοντας με τη βραχνή φωνή τους. Όπως τα κοίταζα μου φαινότανε πως πετούσα κι εγώ μαζί τους κι ύστερα έδινα μια βουτιά κατά το δροσερό πέλαγο.

(Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 10/7/1955)

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Φώτης Κόντογλου - Οἱ πέτρες


Πρώτη σύσταση, στερνὸ ἀπομεινάρι τῆς γῆς


Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.

Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του. Δὲν κουνιοῦνται ἀπὸ τὸν τόπο τους, δὲν μιλᾶνε. Μὰ θαρρῶ πὼς ἀκοῦνε καὶ πὼς βλέπουνε. Μᾶς βλέπουνε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κι ὅσα κάνουμε, ἀκοῦνε ὅσα λέμε ἐμεῖς οἱ λιγόζωοι, οἱ ψευτο-κανωμένοι, καὶ μᾶς ἐλεεινολογᾶνε γιὰ τὴν ἀνοησία μας, πὼς τάχα θὰ κυριέψουμε τὸν κόσμο! Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά. Ἀπὸ τότε τὶς πατήσανε χιλιάδες ἄνθρωποι, δίχως νὰ τὶς δώσουνε καμμιὰ προσοχή, κι ὅλοι τους γινήκανε κουρνιαχτός, σὰν νὰ μὴν ᾔρθανε ποτὲς στὸν κόσμο.

Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.

*

Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.

Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα. Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.

Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι. Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.

*

Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!

Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο... Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον... Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα...».

Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.

Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.

«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».


Φώτης Κόντογλου

από το Εὐλογημένο καταφύγιο

(συλλογή άρθρων στην εφημερίδα «Ελευθερία»  1948-1968)

Αναδημοσίευση από: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/ek-index.htm?fbclid=IwAR2-6cFmmF19OkMtR30skmBW_qXFH9ntKpfrxqfZh633A4hcoARX4jYd4Qg

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

Φώτης Κόντογλου-Ο αστρολάβος


Γης είναι η μητέρα μας, απ' αυτήνα βγήκαμε και πάλε σε δαύτη θα γυρίσουμε. Όλα τα ζωντανά πλάσματα τούτη τα θρέφει, κάθε σπέρμα τούτη το βλασταίνει στη στεριά και μέσα στη θάλασσα, στα ποτάμια και στις λίμνες. Στα σπλάχνα της πάλε βαστά άλλα τόσα άψυχα, λογής λογής πετράδια, ασήμια, μαλάματα*, σίδερα, αλάτια κι άλλα πράματα μυστικά, που δεν τα ξέρει κανένας.

Σαν ένα σπυρί θε να 'ναι ανάμεσα στ' άλλα τ' Άστρα, κι ας είναι το πιο μεγάλο πράμα που ξέρουμε. Απορεί άνθρωπος με τι τρόπο σηκώνει τα βαριά βουνά, τις θάλασσες, τις πολιτείες, και γυρίζει μέσα στ' απέραντο πέλαγο τ' ουρανού, για τούτο οι παλαιοί πιστεύανε πως στέκεται δίχως να σαλέψει, θεμελιωμένη στον αιώνα.

Οι πολλοί άνθρωποι δεν κάθουνται να στοχαστούνε ποτέ καλά τούτον τον κόσμο που μας τριγυρίζει κι απορώ πώς μπορούνε και ζούνε, μάλιστα λογαριάζουνε τον εαυτό τους φτυχισμένον στεκάμενοι διψασμένοι μακριά από τούτη τη χρυσή βρύση π' αναβρύζουνε όσα γλυκά αιστήματα αναπαύουνε τον άνθρωπο και τον κάνουνε να φχαριστά το Θεό, γιατί γεννήθηκε σ' αυτόν τον κόσμο. Όποιος δεν ήπιε από τούτο τ' αγιασμένο νερό του Μπαλουκλή*, να μη λέγει πως είναι φτυχισμένος, ας πάει να 'χει και τα πλούτη του Κροίσου.

Την πλάση οι αρχαίοι Έλληνες τη λέγανε Κόσμο, που θα πει στολίδι, μα ιδιαίτερα Κόσμο είπανε όσα βρίσκουνται απάνου στη Γης και τη στολίζουνε σα να 'ναι το πλουμισμένο ρούχο της. Τον παλιόν καιρό οι κοπέλες κεντούσανε στα ρούχα τους ξόμπλια* που παρασταίνανε αλλού τον Ουρανό με τ' άστρα, αλλού τη Γης με τα λουλούδια, αλλού τη Θάλασσα με τα ψάρια. Και τα πιο πολλά αγάλματα παρασταίνουνε αλληγορικά με πρόσωπα πότε τη Θάλασσα, πότε τον Ήλιο, πότε το Φεγγάρι κι άλλα.

Τα πιο μεγαλόπρεπα στολίδια της Γης είναι τα Βουνά, που πολλά από δαύτα φτάνουνε σ' ένα ψήλος να ζαλιστεί άνθρωπος, τέσσερις χιλιάδες μπόγια και παραπόνου, θεμελιωμένα στον αιώνα. Απάν' απάνου οι κορφές τους είναι καπλαντισμένες* μ' ατσαλένια βράχια, φαγωμένα από τα δρολάπια* κι απ' τ' αστροπελέκια. Δεν έχουμε εδώ στον τόπο μας βουνά τόσο ψηλά, όσο είναι σε άλλες χώρες, και μολαταύτα τα βουνά της Ελλάδας πολλές φορές φαντάζουνε σαν πιο μεγαλόπρεπα και πιο αψηλά παρά κείνα τα θεόρατα Ιμαλάγια της Ιντίας, επειδής τον περισσότερον καιρό ο αγέρας είναι καθαρός και κρουσταλλιασμένος και τα δείχνει καθαρά, που θαρρείς πως είναι πέτρες κειτάμενες* στον κάμπο, να τις αγγίξεις με το χέρι σου. Ενώ τα μεγάλα Βουνά τα ζώνουνε αντάρες και σύννεφα και τα κρύβουνε ολοχρονίς από τα μάτια μας, κι έχουνε πολύ μάκρος και πολλές κορφές, που δεν είναι πια βουνά μονοκόμματα, παρά ένα χάος αληθινό. Γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος να μπορεί να νιώσει ό,τι πράμα είναι στα μέτρα του και στις δυνάμεις του, πιο πολύ παρά ό,τι είναι όξω απ' όσο φτάνει το μάτι του κι απ' όσο αισθάνεται η καρδιά του. Το ίδιο είναι κι ο μέρμηγκας, τριγυρίζει γύρω από μια πέτρα και θαμάζεται* και λέει μέσα του τι θεόρατο βουνό είναι τούτο, γιατί κείνη η πέτρα είναι σε αναλογία με το μπόι του, ενώ η Γκιόνα και τ' Άγραφα είναι γι' αυτόν ακατανόητα, επειδής δεν ημπορεί να τα τηράξει* και να τα θαμάξει.

Ένα τέτοιο πράμα γίνεται και στη Θάλασσα, μονάχα πως ο ταξιδευτής τραβώντας με το καράβι του πολλά μερόνυχτα δίχως να βρει στεριά, τα χάνει κι απορεί πού βρίσκεται τόσο νερό που λες και δεν έχει άκρια και πάτο, επειδής στη θάλασσα δεν είναι μονάχα το μάτι που τον κάνει να θαμάζει, μα κι ο καιρός που περνά ώσπου να βρει στεριά. Έχουνε να πούνε πως οι Έλληνες τραγουδήσανε κι ιστορήσανε με πιότερο αίστημα απ' άλλους τα φυσικά χτίσματα και δεν αφήσανε τίποτα να μην το στολίσουνε με τη φαντασία τους, είτε Βουνό, είτε Θάλασσα, Ποτάμια, Νησιά, Βρύσες, επειδής με το να 'ναι μικρή η χώρα τους κι η θάλασσά τους γιομάτη μπουγάζια* και κόρφους*, και πλουμισμένη* από πλήθος νησιά, λες κι ήτανε επιταυτού* καμωμένα όλα τα φυσικά για τον άνθρωπο κι αγαπημένα από δαύτον, κι όχι φοβερά κι απέραντα που να τον τρομάζουνε και να τον βουβαίνουνε. Και τα παραστήσανε όλα τα φυσικά με σκέδιο ανθρωπινό, τις Θάλασσες, τα Ποτάμια, τα Βουνά, τις Βρύσες, τους Ανέμους και τ' άλλα της Γης.

Η θάλασσα η δική μας είναι μικρή γούρνα* μπροστά στον Ωκεανό, θέλω να πω για τ' Αρχιπέλαγο* και για τη Μαύρη Θάλασσα. Μα κι η λεγόμενη Μεσόγεια Θάλασσα, που 'ναι το μεγάλο πέλαγο για τα καράβια μας, είναι κι εκείνη μια μικρή λίμνη, αν τη βάλεις κοντά στον Ωκεανό. Για τούτο ο σοφός Πλάτωνας λέγει πως η θάλασσα που βρίσκεται μέσα από τις Κολόνες του Ηρακλέα* φαίνεται σα λιμάνι με μια στενή μπούκα* κι οι άνθρωποι πουζούνε γύρω της είναι ίδια μερμήγκια ή βαθρακοί* γύρω από 'ναν* βάλτο.

Στα σημερινά τα χρόνια οι ανθρώποι πετάνε στον ουρανό με τ' αεροπλάνα και ταξιδεύουνε με μεγάλη γληγοράδα, ώστε να 'ρχεται η μια χώρα κοντά στην άλλη και φαίνεται η Γης ίσα μ' ένα πορτοκάλι. Με τούτο δεν πάει να πει πως ο κόσμος μίκρυνε. Πολλά μυστήρια είναι ακόμα, πλήθος τόποι κρυμμένοι και μυστικοί. Κι οι χώρες οι αρχαίες έχουνε πράματα που δεν ιστορηθήκανε, γιατί χιλιάδες χρόνια πατιούνται από ανθρώπους που χτίζουνε ολοένα χτίρια, φτιάνουνε καράβια κι άλλα χειροτεχνήματα, πλέκουνε ιστορίες, που κάθε άνθρωπος μερακλής και περίεργος θέλει να τα μάθει και να τα σπουδάξει. Άλλη γνώση φχάριστη κι αισθηματική για τον άνθρωπο σαν την ιστορία της Γης, λέγω να μην υπάρχει.

Φώτη Κόντογλου, Ζώα (Οι Έλληνες ζωγράφοι, εκδ. Μέλισσα)

* αστρολάβος: όργανο που χρησίμευε παλιά στη ναυσιπλοΐα για τον προσδιορισμό του ύψους των αστεριών πάνω από τον ορίζοντα * μαλάματα (το μάλαμα = το χρυσάφι): ποσότητες χρυσού * τ' αγιασμένο νερό του Μπαλουκλή: πρόκειται για τη Ζωοδόχο Πηγή του Μπαλουκλή, που είναι χριστιανικό αγίασμα στην Κωνσταντινούπολη * ξόμπλια (το ξόμπλι): η διακόσμηση, σχέδια πάνω σε κέντημα * καπλαντισμένες (καπλαντίζω): ντυμένες, καλυμμένες, σκεπασμένες * τα δρολάπια (το δρολάπι): τα ανεμοβρόχια, οι νεροποντές * κειτάμενες (κείτομαι): πεσμένες, ξαπλωμένες * θαμάζεται (θαμάζομαι): αισθάνεται θαυμασμό * να τα τηράξει (τηράζω): να τα κοιτάξει, να τα αντικρίσει * μπουγάζια (το μπουγάζι): στενά θαλάσσια περάσματα * κόρφους (ο κόρφος): θαλάσσιους κόλπους * πλουμισμένη (πλουμίζω): στολισμένη * επιταυτού: επίτηδες, ειδικά * (η) γούρνα: κοίλωμα με νερό, όμοιο με λεκάνη * το Αρχιπέλαγο: το Αιγαίο πέλαγος * Κολόνες του Ηρακλέα: ο πορθμός του Γιβραλτάρ * (η) μπούκα: στόμιο λιμανιού * βαθρακοί (ο βαθρακός): το βατράχι * γύρω

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Φώτης Κόντογλου-Ευλογημένο καταφύγιο (απόσπασμα)


Κοιτάζω αντίκρυ μου και χαίρουμαι, ενώ ακούγω τη θάλασσα ν’ αλαφροκυματίζει και τα κυματάκια να μουρμουρίζουνε στα φύκια της ακρογιαλιάς. Αντίκρυ βλέπω δυο νησιά, το 'να πισ' απ' τ' άλλο. Το πιο κοντινό φαίνεται καθαρώτατα, μ’ όλα τα καθέκαστα. Το άλλο που κρύβεται από πίσω του, γαλανιάζει, έχει ένα δροσερό χρώμα, το χρώμα του νερού. [...]
Δυο - τρία πανάκια, βολτατζάρουνε στο πέλαγο. Το ένα είναι μεγάλο, ένα τρεχαντήρι μ’ ένα λατίνι. Το καθένα τραβά το μάτι μου. Το κοιτάζω ως που κουράζομαι. Μικραίνει, μικραίνει, ως που σβήνει μέσα στην άχνα του πελάγου και χάνεται μέσα στη θολούρα. Μια ψυχή είναι αυτό το πανί που έσβησε, ένα άνθρωπος. Άραγε ποιο είναι; Έχε γεια, αδελφέ μου, που δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ’ εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου.
Κάθουμαι και κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ' έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη και βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να 'ναι ψέμμα, ένας βραχνάς που έσβησε και χάθηκε. Δεν έχω έγνοιες, μηδέ φιλοδοξίες. Ο πελαγίσιος αγέρας σκόρπισε το σμάρι τις σφήκες που ζαλίσανε το κεφάλι μου. Εδώ σε μια ώρα μέσα, ζης όσο δε ζη αληθινά ούτε μέσα σ’ ένα χρόνο ο αεικίνητος άνθρωπος της μηχανής και του παρά. Τι λέγω; Κ' εκατό, και διακόσια χρόνια να ζήσει ένας τέτοιος σε τούτον τον κόσμο, δεν θα καταλάβει ό,τι νοιώθει σε μια ώρα ο απομέσα άνθρωπος από το βαθύ μυστήριο του κόσμου!
Δυστυχισμένοι! Εσείς που έχετε την ιδέα πως είσαστε ζωντανοί, γιατί στριφογυρίζετε μέρα - νύχτα, σαν τις μηχανές που προσκυνάτε! Όσο ζωντανές είναι αυτές οι μηχανές άλλο τόσο ζωντανοί είσαστε και σεις.

Φώτης Κόντογλου (8 Νοεμβρίου 1895 - 13 Ιουλίου 1965)
Ευλογημένο Καταφύγιο, εκδόσεις Άγκυρα

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Φώτης Κόντογλου- Πέδρο Καζάς (απόσπασμα)






Είκοσι τέσσερις ώρες ήμουν αναίσθητος από το μεθύσι… Ήπια όλη τη μέρα μαζί με τον αράπη. Στην παρέα μας ήτανε κι ένας καπετάνιος που, χωρίς άλλο, όπως κατάλαβα, χρωστούσε το κορμί του στο νέγκρο, όπως χρωστούσε την ψυχή του στο διάολο. Κρατούσε τα μάτια του ολοένα κλειστά σα να μην του χρειαζόντανε, το στόμα του ήτανε στραβό. Όταν μιλούσε, έκανε σαν νεροπρίονο από τη σβράχνα.

Εγώ όλο αυτό το διάστημα βρισκόμουν μέσα σε πυκνό καπνό, όπου δεν έβλεπα άλλο τίποτα, όξω απ’ το κεφάλι του Τιν Τιν, που γυάλιζε σαν μποτίλια. Θυμάμαι ακόμα πως έβαλα το χέρι μου κι άρπαξα ένα πλατύ μαχαίρι που είχε ο αράπης στο κίτρινο ζουνάρι του… Γιατί τώρα κάθουμαι κι ιστορώ πράματα έτσι τιποτένια;…

Μα μήπως χρωστώ και σε κανέναν τίποτα; Αρμόζει να γελάσω με την κουταμάρα που έκανα, γράφοντας έναν πρόλογο μπρος από την ιστορία μου, για να με συμπαθήσουν, αν τυχόν χάνομαι κάποτε σε πράματα που δεν είναι καμιά βία… Γιατί τάχα; Είναι εύκολο να πάρεις το μαχαίρι απ’ τη μέση ενός μεθυσμένου; … Κι έπειτα μου περνά μια ιδέα: θέλω να δείξω πως δε μου πάει να κρύψω με τι λογής πρόσωπα είχα να κάνω, και πως δε ντρέπουμαι για ό,τι έκανα. Κι ακόμα, μπορείτε να μάθετε πως τ’ όνομά μου είναι Βάκα Γκάβρο. Στ’ ανάθεμα η τρέλα που με βαστά, μη τυχόν πει ο κόσμος πως είμαι ματαιόδοξος… Μήπως δεν είμαι; Κι έπειτα, για ποια αιτία να κρύβω τ’ όνομά μου, αφού δε μένει απ’ το σόι μου κανένας πίσω μου για να ντροπιαστεί;… Το κάτου κάτου, τ’ όνομά μου δεν έχει να κερδίσει τίποτα· η ιστορία μου φαίνεται πως είναι γραμμένη από ένα χοντρό κεφάλι, αν βγάλει κανείς όξω τον πρόλογο, που μοιάζει πως μαστορεύτηκε από χέρι συνηθισμένο να γράφει βιβλία. Ο Θεός ξέρει πόσο κόπιασα να τον φέρω σε τέλος και, μα την αλήθεια, δεν είχα πει τέτοια πράματα ποτές μου, ούτε τότε που σπούδαζα στη Μπομπάη. Τόσο, που δεν πάει το χέρι μου να τον ξεσκίσω…, λες πως μιλά ένας άνθρωπος πολύ καλοαναθρεμμένος, με άσπρα και μαλακά χέρια…

Μια βδομάδα έπινα ακατάπαυστα. Την άλλη μέρα ήμουν σαν πεθαμένος… Κούραση και ατονία… Ο κόσμος αυτός με πνίγει. Δουλεύουν σαν μανιακοί και τσιρομαχούν όλη τη μέρα σαν κότες μέσα σε κοτέτσι…

Με πειράζουν, με πιάνουν τα νεύρα μου, μου φαίνεται σα να μου ζητούν να στήσω μάτι σε ό,τι κάνουν, και φωνάζω: Να σας πάρει ο διάολος!… Έπειτα ησυχάζω, το μυαλό μου βουτά σ’ ένα δροσερό φως, κι η καρδιά μου κολυμπά μέσα σε μια βαθειά πράσινη λίμνη…

Ξαπλώνουμαι στο χώμα και κοιτάζω τα ζωύφια που κουβαλούν μικρά κομμάτια άχυρο… Κατόπι σηκώνουμαι, βλέπω την ατελείωτη θάλασσα και δακρύζω απ’ τη χαρά μου που είμαι μοναχός… Ο Όσο με το μακρύ ξύλο του έρχεται συχνά στο νου μου, σα να θέλει να τον συνηθίσω και να μη γελώ μαζί του.

Σκαλίζω μέσα στις τσέπες μου και κάτι μου δροσίζει το λαρύγγι. Ανοίγω το χέρι μου και βλέπω μέσα. Συλλογίζουμαι: τι τάχα με μποδίζει να περάσω όσες μέρες μου απομένουν απάνου στο Ζάτο;… Αυτό που έχω μέσ’ στην απαλάμη μου είναι χρυσάφι…

Πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα πόσο άθλιος θα ’μουν αν μου έλειπε… Ο καημένος ο Όσο δεν μπορεί να μείνει περσότερο από μια βδομάδα στο Ζάτο, κι ίσως τις μισές μέρες κάθεται πεινασμένος… Σίγουρα εκεί που σταμάτησα, σιμά στο ρηχό ακρογιάλι, σκεδιάζει κι εκείνος το σπιτάκι του απαράλλαχτo με το δικό μου, με δυο παραθυράκια που βλέπουν στη θάλασσα και με μια καμινάδα που καπνίζει μέσα στην ερημιά…

Τον πέτυχα στην παλιά αποθήκη που καθόταν. Να πάρει η οργή! Τι παράξενος άνθρωπος!… Με κοίταξε αδιάφορος, σα να περίμενε ένα τέτοιο ανέλπιστο πράμα… Πού να περιμένει κανένας ένα τέτοιο θάμα! Ένας άλλος δε θα πίστευε στ’ αυτιά του, θα πηδούσε από χαρά, ύστερ’ από τέτοιον έρωτα με τ’ άσπρα ξερόνησα του Ζάτο. Του είπα: Έχω όσα λεφτά θέλεις, για να ζήσουμε μονάχοι, τα χρόνια που μάς απομένουν… Κρύφτηκε ο μισός πίσω απ’ το κλειστό φύλλο της πόρτας, και με δυο λόγια μου έδωσε να καταλάβω πως δέχεται να μοιραστεί με μένα την ερημιά απάνου στο Ζάτο…

Πως δέχεται!… Από κείνη τη μέρα δε μου ’ρχεται να γελάσω, όταν περνά απ’ το μυαλό μου, φορτωμένος με το μακρύ ξύλο που συνήθιζε…

Όλος ο κόσμος στο Φαγκούα απόρησε για την τρέλα μας.

Κόψαμε πέτρες απ’ το βουνό. Ο Όσο με πήρε να μου δείξει μια φλέβα π’ ανάβρυζε καμιά πεντακοσαριά μέτρα απάνου κάτου μακριά από το καλύβι μας. Το σπιτάκι ήτανε σα ζωγραφιά. Τι όμορφα!… Ήμουν σαν πιωμένος. Ευλογημένα να ’ναι τα θεμέλια σου! Η ειρήνη σε χαϊδεύει. Εδώ κοντά σου θαν αναπαυτώ μια μέρα.

Φτιάξαμε ένα μεγάλο καλύβι κι ένα μικρό κελάρι, κολλημένο από κει που βασίλευε ο ήλιος. Απ’ το μέρος του βουνού ο τοίχος ήτανε τόσο χαμηλός, που η σκεπή τον έκρυβε κάτου απ’ το φτερό της, καθώς άγγιζε σχεδόν στο χώμα. Από τη θάλασσα ήτανε ψηλός ως τρία μέτρα, με δυο μονόφυλλα παραθυράκια. Η πόρτα έπιανε το κομμάτι του τοίχου που άφηνε όξω η αποθήκη, όπως έφραζε μονάχα τον μισόν, σχηματίζοντας μια γωνιά προς το μέρος του βουνού. Η αποθήκη είχε και κείνη μια μικρή πόρτα απάνω στη θάλασσα. Μέσα, το μεγάλο καλύβι το χωρίσαμε σε δυο, το κάθε μέρος μ’ ένα παράθυρο. Στο ένα βρίσκουνταν η οξώπορτα που ανάφερα, και μια άλλη μικρούτσικη που μπαίναμε στην αποθήκη. Το δεύτερο χώρισμα ήτανε το σαλόνι μας. Ψηλά μαύριζαν τα χοντρά δοκάρια της σκεπής. Κάτου, το πάτωμα το ’στρωσα μ’ ένα ταπέτο ολόμαυρο, κι έπειτα έριξα από πάνω πολλά τομάρια που τ’ άφηναν να φαίνεται μονάχα κάπου κάπου. Μπροστά στο ξύλινο κρεβάτι μου είχα στρωμένη μια μαύρη αρκούδα της Γιαπωνίας, που διατηρούσε το κεφάλι και τα νύχια. Κάτου απ’ το παράθυρο βρισκότανε ένας μικρός καναπές και μπροστά του ένα στρογγυλό τραπεζάκι, που χανότανε μέσα στο βυσσινί τραπεζομάντιλό του, όπως άπλωνε σαν μεγάλη μέδουσα ένα γύρο, απάνου στο πάτωμα. Στη γωνιά στερέωσα μια μαύρη θέση με κάμποσα βιβλία, που δεν τα διάβαζα ποτές, και πλάγι ένα τραπέζι, κι απάνου σ’ αυτό μπορούσε να δει κανένας ένα μπρούντζινο καλαμάρι κλεισμένο και λίγα φύλλα χαρτί πλακωμένα μ’ ένα κομμάτι από κείνο το είδος του ανδαλουσίτη, που τον ονομάζουν οι γεωλόγοι χιαστόλιθον.

Μάζευα ό,τι εύρισκα στην ακροθαλασσιά, έναν κόσμο κοχύλια και τσόφλια, είτε χρωματιστές πέτρες. Όλα αυτά τα στόλιζα εκεί μέσα. Μού ’καναν μια βαθειά εντύπωση, όσο τίποτα στον κόσμο… Έστεκα ώρες και τα κοίταζα, σηκωνόμουν κι έβλεπα απ’ το παραθυράκι τα βουνά και τη θάλασσα, κι άκουγα σκεφτικός το ξύλινο ρολόγι, που το ’βαζα να δουλεύει μόνο για τικ τακ, χωρίς να δείχνει την ώρα.

Πολλές φορές μου φαινότανε πως ερχόμουν κείνη τη στιγμή στον κόσμο· σα να περνούσε ένα φως μπροστά απ’ την ψυχή μου κι απορούσα, λες κι έβλεπα πρώτη φορά τα βουνά και τη θάλασσα. Έριχνα τότε μια ματιά απάνου στους τοίχους, σα να μετρούσα με το μάτι δυο ζωγραφιές, ένα πιστόλι, ένα τουφέκι κι ένα βαρόμετρο με σκαλιστό ξύλο κρεμασμένο απάνου απ’ το τραπέζι μου. Έτριβα τα χέρια μου από ευτυχία και κούμπωνα το σακάκι μου, σα να ’θελα να την κλείσω μέσα στο ρούχο μου… Οι γλάροι πετούσαν απ’ όξου, κολυμπώντας με τα λευκά φτερά τους μέσα στο φως της καθαρής μέρας.

Νότα. – Από δω και πέρα η ιστορία μου κόβεται απ’ ένα δυο κομμάτια τραβηγμένα μέσα απ’ ένα ημερολόγιο, που κρατούσα τις μέρες που η ζωή μου ήτανε ήσυχη. Αυτές οι μέρες έμειναν οι πιο χρυσές της ζωής μου. Έτσι, κοντά στο ότι οι σημειώσεις τούτες δείχνουν την κατάσταση που βρίσκουνταν τότε η ψυχή μου, τώρα που τις ξεσηκώνω σα να γλυκαίνουν ακόμα μια φορά τις πικρές μέρες που περνώ, γέρος και τριγυρισμένος από πρόστυχα πρόσωπα.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019



Σήμερα βρίσκει κανένας συχνά μπροστά του ἀνθρώπους ποὺ εἶναι τόσο κούφιοι ἀπὸ κάθε τι, ποὺ νὰ ἀπορεῖ, γιατί δὲν πίστευε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο τόση ἀνοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια καὶ μικρολογία.

Σ' αὐτὲς τὶς στεγνὲς ψυχὲς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ σὲ ζεστάνει, ἂς εἶναι καὶ τὸ παραμικρό. Δὲν μιλῶ γιὰ ἐξαιρετικὰ αἰσθήματα, γιὰ κάποια σπάνια εὐαισθησία. Ὄχι! Μιλῶ γιὰ τὰ συνηθισμένα αἰσθήματα, ποὺ ἄλλη φορὰ βρισκόντανε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους.

Ναί, σήμερα δὲν ὑπάρχουνε. Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι περνᾶνε τὴ ζωὴ τους ξεπλυμένοι ἀπὸ κάθε οὐσία, δίχως κανέναν ἀληθινὸν σκοπό, δίχως ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δίχως καμμιὰ πίστη, καὶ γιὰ τοῦτο, δίχως ἐλπίδα. Εἶναι γαντζωμένοι ἀπάνω σὲ κάποια πράγματα, ποὺ θέλουνε νὰ τὰ παραστήσουνε γιὰ σπουδαῖα, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα. Κι οἱ χαρές τους κι οἱ εὐτυχίες τους καὶ τὰ γλέντια τους, κι οἱ διασκεδάσεις τους, κι οἱ κουβέντες τους καὶ τὰ ἀστεῖα τους, εἶναι ὅλα ἄνοστα καὶ ψεύτικα. Γιατί λείπει τὸ ἁλάτι ποὺ τὰ ἄρτυζε ἄλλη φορά.

Καὶ τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ πίστη πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦρθε στὸν κόσμο κατὰ τύχη, ἀλλὰ πὼς ἔχει νὰ κάνει, σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ἕνα ἔργο, μικρὸ ἢ μεγάλο, καὶ πὼς δὲν ξοφλᾶ μὲ τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ πὼς ὑπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατὰ τὴν ὁποία ἀνοίγει μία ἄλλη πόρτα, σὰν κλείσει ἡ πόρτα τούτης τῆς ζωῆς. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ ἐλπίδα, κι ὅσο δυνατώτερη εἶναι ἡ πίστη, ἄλλο τόσο βεβαιότερη εἶναι ἡ ἐλπίδα. Χωρὶς ἐλπίδα, δὲν γίνεται μήτε εὐτυχία, μήτε εἰρήνη μέσα στὸν ἄνθρωπο.

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Φώτης Κόντογλου-Μέσα μας είναι η ευτυχία


Αποτέλεσμα εικόνας για κόντογλου
Φώτης Κόντογλου ,1937

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΑΧΟΡΤΑΓΟΣ. Θέλει να απολαύσει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάσει όλα. Και βασανίζεται. Όποιος όμως φτάσει σε μια κατάσταση που να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μην θέλει πολλά, έστω κι αν μπορεί να τα αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος.

 ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΑΠΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, είτε γιατί έχει την ιδέα πως τα πολλά τον βλάπτουν στην ψυχή ή στο σώμα. Αλλά γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει πιο αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απ' όλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΠΟΥΘΕΝΑ ΗΣΥΧΙΑ γιατί επιχειρούν να ζήσουν χωρίς τον εαυτό τους. Τρέχουν από δω κι από κει να βρούνε την ευτυχία, μα ευτυχία δεν υπάρχει έξω από τον εαυτό μας. Μέσα μας είναι ο θησαυρός».

O Φώτης Κόντογλου (8 Νοεμβρίου 1895 – 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. [Πηγή: www.doctv.gr]

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Φώτης Κόντογλου


(Αϊβαλί, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965)



Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι᾿ ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα.

Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, ποὺ καὶ στὸν τόπο τους εἶνε ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ᾿ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», ποὺ εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», π᾿ ἀνάθεμά την, ποὺ ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πρᾶγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι᾿ ἀσυμπάθιστο. Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.

Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!

Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια ποὺ στέκουνται σὰν τοὺς κρατῆρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο ποὺ τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρὶς νὰ τὰ γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε γεμᾶτα κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνῃ τὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου.

Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι᾿ ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα.

Κι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νἄχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἀπ᾿ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια.

Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι᾿ οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπῃ ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πὼς δὲν θἄχῃ πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα ποὺ τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ πάλιωσε πιὰ σήμερα.

Λένε πὼς ἡμεῖς ἤμαστε τοῦ παλιοῦ καιροῦ, καὶ πὼς δὲ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴ σύγχρονη ζωή. Αὐτὸ δὲν τὸ κρύβουμε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοῦτα ποὺ γράφω. Ἀλλά, γι᾿ αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤμαστε πολὺ καλά. Πάρα πολὺ καλὰ μάλιστα!