Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Beckett Samuel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Beckett Samuel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Samuel Beckett - Το Ηρεμιστικό

 Κι αν έχω φτάσει εδώ (στην ιστορία μου) χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει,
γιατί αν κάτι είχε αλλάξει νομίζω ότι θα το ’ξερα,
γεγονός είναι ότι έφτασα, είναι κάτι κι αυτό,
και δίχως τίποτα να έχει αλλάξει, κι αυτό είναι επίσης κάτι.
Και δεν αποτελεί δικαιολογία για να βιάζουμε τα πράγματα.
Όχι,
απαλά, πρέπει να σταματήσει
απαλά, όπως σβήνουν στη σκάλα τα βήματα εκείνου που αγαπήσαμε,
εκείνου που δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει,
και δε θα ξανάρθει πια, το λένε τα βήματά του,
πως δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει και δε θα ξανάρθει πια.

Μετάφραση: Εριφύλλη Μαρωνίτη

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Samuel Beckett-[άτιτλο]


Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν σε αγαπούν

Samuel Beckett 13 Απριλίου 1906 - 22 Δεκεμβρίου 1989

Πηγή: Cascando (1936), Breath, 5 μικρά έργα, μτφρ.: Δήμητρα Πετροπούλου, εκδόσεις Αιγόκερως,
(εξαντλημένο στον εκδότη).

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Σάμιουελ Μπέκετ, Επιλεγμένα Ποιήματα 1930-1989


 Ζεύγος Ελευθερίας
Τα γεμάτα επιθυμία χείλη της είναι γκρι
και χωρισμένα σαν μια μεταξωτή θηλειά
απειλώντας
ένα μικρό, παράξενο τραύμα.
Αρπάζεται νωχελικά πάνω
σε ευαίσθητα κι άγρια πράγματα
περήφανη που τα έχει αποσυνθέσει
από τη θανατηφόρα σκιά της ομορφιάς της.
Αλλά θα πεθάνει και η παγίδα της ομορφιάς της
που τόσο υπομονετικά προσφέρεται
στην εξημερωμένη άγρυπνη θλίψη μου
θα σπάσει και θα κρεμαστεί
σ’ ένα θλιβερό μισοφέγγαρο.
Άτιτλα
Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους
η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της
Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη
όταν ίσως παύσω να περπατώ
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει
*
Τι θα έκανα χωρίς αυτή την απρόσωπη αδιαφορία του κόσμου
όπου το να βρίσκεσαι διαρκεί παρά μια στιγμή, όταν η κάθε στιγμή
ρίχνει μέσα στο κενό την άγνοια του να έχεις υπάρξει
Χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
το σώμα και η σκιά του καταπίνονται
Τι θα έκανα χωρίς αυτή την σιωπή
όπου τα μουρμουρίσματα πεθαίνουν
τα λαχανιάσματα, οι φρενίτιδες οδεύουν προς την αγάπη
Χωρίς αυτό τον ουρανό που ίπταται
πάνω απ’ τη σαβουριασμένη σκόνη του
Τι θα έκανα που δεν έχω ήδη κάνει χθες και προχθές
περιεργαζόμενος το σκοτεινό μου φως
και ψάχνοντας για κάποιο άλλο
περιπλανώμενος μέσα στη δίνη μακριά από καθετί ζωντανό
μέσα σ’ ένα σπασμωδικό μέρος
άφωνος μέσα σε φωνές χιλιάδες
που συνωστίζονται στην κρυψώνα μου
*
Θα ήθελα η αγάπη μου να πεθάνει
και η βροχή να πέφτει πάνω στον τάφο της
και σε μένα καθώς θα περπατώ στους δρόμους
πενθώντας την που σκέφτηκε να με αγαπήσει
Συνδεδεμένος
1.
Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες  δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές
2.
Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν
Μεταφράζει η Κατερίνα Καντσού

Samuel Beckett-[θα’ θελα η αγάπη μου να πέθαινε]


θα’ θελα η αγάπη μου να πέθαινε
θα’ θελα να ‘βρεχε στο κοιμητήρι
και στα δρομάκια που διαβαίνω
κλαίγοντας αυτήν που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε
κρανίο μονάχο έξω και μέσα
κάπου ενίοτε
σαν κάτι
κρανίο καταφύγιο τελευταίο
δοσμένος απ’ έξω
φτυστός Bocca μες στον καθρέφτη
το μάτι στον έσχατο φόβο
ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει
μην έχοντας πια τίποτα
έτσι ενίοτε
σαν κάτι
απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά
κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες
τίποτα μηδαμινό
δεν θα’ χε υπάρξει
για το τίποτα
τόσο υπαρκτό
τίποτα
μηδαμινό
βήμα το βήμα
πουθενά
κανένας μόνος
δεν ξέρει πώς
μικρά βήματα
πουθενά
επίμονα.

Μτφρ: Γιώργος Βἰλλιος
(Από τα «Ποιήματα συνοδευόμενα από Σαχλοκουβέντες»)

Samuel Beckett- Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει



Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει

ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο

η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου

πάνω σ’ εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με

καταδιώκει

και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε

αγαπημένη στιγμή σε βλέπω

μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται

όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά

κινούμενα κατώφλια

και θα ζήσω

όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα

Samuel Beckett: «ΠΟΙΗΜΑΤΑ συνοδευόμενα από ΣΑΧΛΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ», Εκδόσεις Ερατώ, Εισαγωγή-Μετάφραση: Γιώργος Βίλλιος

Samuel Beckett (13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989)

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Samuel Beckett, «Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες»

Samuel Beckett
extrait de «Poèmes, suivi de
Mirlitonnades», Minuit éd.1978
*
Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου
*
Dieppe
Ακόμα η τελευταία άμπωτις
Το νεκρό βότσαλο
Στροφή βάδην μετά
Προς την φωτισμένη πόλη
*
Έρχονται
διαφορετικές και ίδιες
Με καθεμιά τους είναι διαφορετικά και είναι ίδια
Με καθεμιά η απουσία έρωτα είναι διαφορετική
Με καθεμιά η απουσία έρωτα είναι ίδια
*
μουσική της αδιαφορίας
καρδιά χρόνος αέρας φωτιά άμμος
της σιωπής καθίζηση ερώτων
κάλυψε τις φωνές τους και μη
με ξανακούσω πλέον
να σιωπώ
*
Η μύγα
Ανάμεσα στο σκηνικό κι εμένα
Το τζάμι
Κενό εκτός από εκείνη
Μπρούμητα ξαπλωμένη
μαγγωμένη μες στα μελανά της έντερα
Κεραίες τρελαμένες πτερύγια ενωμένα
Πόδια πλεγμένα στόμα θηλάζον στο κενό
Σπαθίζοντας το κυανό συνθλίβεται στο αόρατο
Κάτω από τον ανίσχυρό μου αντίχειρα ανατρέπει
Τη θάλασσα και τον γαλήνιο ουρανό
*
Ακολουθώ τη ροή της άμμου που γλιστρά
Ανάμεσα αμμόλοφο και βότσαλο
Η θερινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
Εμένα τη ζωή μου που μου διαφεύγει με καταδιώκει
Απʼ όταν άρχισε μέχρι που να τελειώσει
Σε βλέπω αγαπημένη στιγμή
Μέσα σʼ αυτό το παραπέτασμα ομίχλης που διαλύεται
Όπου θα σταματήσω να πατώ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια
Θα ζήσω τόσο όσο διαρκεί το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας
*
Θαʼθελα να πεθάνει η αγάπη μου
Και η βροχή να πέφτει στο νεκροταφείο
Και στα δρομάκια όπου βαδίζω
Χύνοντας δάκρυα βροχή για κείνη που πίστεψε ότι μʼ αγάπησε

(μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου)

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Samuel Beckett-[Τι θα γινόμουν σ’ αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες]


Τι θα γινόμουν σ’ αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θα γινόμουν δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει απ’ τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Χωρίς τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θα γινόμουν τι θα γινόμουν σαν χθες σαν σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι ν’ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που με γεμίζει πλήξη
ανάμεσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου

Μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου
..................................................................................................................................................................


Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο χωρίς πρόσωπο χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό στη λησμονιά της αλλοτινής της ύπαρξης
χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
κορμί και σκιά καταβροχθίζονται
τι θα ‘κανα χωρίς αυτή τη σιωπηλή δίνη των ψιθύρων
που ασθμαίνει μανιασμένη για βοήθεια γι’ αγάπη
χωρίς αυτόν τον ουρανό που υψώνεται
πάνω απ’ τη σκόνη της σαβούρας του

τι θα ‘κανα θα ‘κανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
αγναντεύοντας απ’ το φεγγίτη μου μπας και δεν είμαι μόνος
να πλανιέμαι και να φεύγω μακριά απ’ όλη ετούτη τη ζωή
σ’ ένα χώρο μπερδεμένο
χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές
που είν’ έγκλειστες μαζί μου

(Από τη συλλογή «Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες», μτφρ: Γιώργος Βίλλιος, εκδ: Ερατώ, 1989)