Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Yesenin Sergei. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Yesenin Sergei. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Sergei Yesenin - Γράμμα στη μητέρα μου


Ακόμα ζεις, καλή μου εσύ, γριά μου μητέρα,
να μαι, λοιπόν… σε χαιρετώ από καρδιάς.
Πάνω απ’ τη στέγη σου να λάμπει κάθε εσπέρα
η χρυσαφένια εκείνη αχτίνα της σπλαχνιάς.
Μου γράφουν, λέει, πως μου πικραίνεσαι, – έλα, πες το,
για με σαράκι την καρδιά σου ροκανά.
Με το παλιό, ξεθωριασμένο σου ζακέτο
έξω στη στράτα βγαίνεις, λέει, συχνά πυκνά.
Μες στο σκοτάδι μοναχή σου, λένε μου ότι
καυγάδες σκέφτεσαι, φωνές στα καπηλειά,
ότι καρφώνουν στην καρδιά κάποιου προδότη
μακρύ μαχαίρι με λεπίδα θαλασσιά.
Τίποτα τέτοιο… Μη μου σκας. Γαλήνια κοίμου.
Ένας κακός βραχνάς μονάχα ειν’ αυτό,
λες νάχω γίνει τόσο μέθυσος, καλή μου,
που να πεθάνω δίχως νάρθω να σε δω;
Όχι, μητέρα, ίδια στοργή με δένει ακόμα
και σαν γιατρειά μου, όλο ονειρεύομαι ναρθώ
στο πατρικό, το χαμηλό, παλιό μας δώμα
να σ’ ανταμώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ.
Όταν θ’ ανθίσουνε στον κήπο μας, κει πέρα,
αλαφροσάλευτα κλωνάρια εαρινά,
θα ξαναρθώ. Μα να προσέχεις πια, μητέρα,
μη με ξυπνάς τόσο νωρίς τα πρωινά.
Για ό, τι ανεκπλήρωτο έχει μείνει, ας είναι ειρήνη,
ειρήνη στα όνειρα που χάθηκαν, αλοί.
Τώρα, μητέρα, μοναχά τη λησμοσύνη
ζητάει ο γιος σου που απελπίστη νέος πολύ.
Κι ω, μη ζητήσεις να μου μάθεις τώρα πάλι
την προσευχή που δε χωράει μου στην καρδιά,
φέγγος για μένα και βοήθεια δεν ειν’ άλλη
εξόν, μητέρα, απ’ τη δικιά σου τη ματιά.
Αυτά, λοιπόν, κι απ’ την καρδιά σου πέταξέ τον
τον κρύφιο σάρακα για με, που σε πονά,
με το παλιό σου το ίδιο εκείνο το ζακέτο
έξω στη στράτα μην πετιέσαι έτσι συχνά.
Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα, μτφ. Γ. Ρίτσος, Κέδρος

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Sergei Yesenin - [άτιτλο]


( Не жалею, не зову, не плачу...) 1921
''Καμιά μετάνοια, δάκρυ κανένα...''
Δεν μετανιώνω, δεν κλαίω, δεν γκρινιάζω,
Σαν την αχλή απ' τις μηλιές όλα περνούν,
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω,
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν.
Σάμπως αλλιώτικα χτυπάς καρδιά μου τώρα,
Μια ψύχρα σ' άδραξε που σέρνονταν ξοπίσω
Και το χαλί που οι λεύκες στρώσαν από ώρα
Δεν με καλεί ξυπόλητος να σεργιανίσω.
Πνεύμα αλήτικο! πιο λίγο ολοένα, δίχως βιάση,
Δαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά.
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση,
Γίναν στάχτη τα πάθη κι η άγρια ματιά!
Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα,
Ζωή, μήπως σε όνειρο έχεις κουρνιάσει;
Μη και σε ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας άνοιξης αχνόφωτης έχω καλπάσει;
Αργά η φθορά στο καταπόδι μας σκορπίζει,
Χάλκινα φύλλα απ' του σφεντάμου την κορφή...
Ευλογημένο ας είναι ό,τι ανθίζει
Πάνω στο χώμα μια φορά πριν μαραθεί.
μτφρ-απόδοση: Δημήτρης Νικηφόρου, 2013

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Sergeu Yesenin - Γράμμα στη μητέρα


Είσ’ ακόμα στη ζωή γλυκιά μητέρα
ζω κι εγώ, γριούλα μου, έχε γεια
ας φωτίζει το καλύβι σου εκεί πέρα
μ’ ένα φως ανέσπερο η βραδιά.

Μου ’παν για την έγνοια που σε δέρνει
και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό
παίρνεις, λένε, τα σοκάκια τυλιγμένη
στο φτενό, παλιομοδίτικο παλτό.

Και φαντάζεσαι συχνά μέσα στο γκρίζο
το σκοτάδι, κάποιο θέαμα τρομερό
στην ταβέρνα μεθυσμένος καυγαδίζω
και μου μπήγουνε μια κάμα στο πλευρό.

Έλα, ησύχασε και βγάλε απ’ το κεφάλι
τις ιδέες τις κακές του εξαποδώ
δε θα γίνω τόσο πότης και ρεμάλι
για να φύγω απ’ τη ζωή προτού σε δω.

Έχω μείνει τρυφερός και θέλω μόνο
ν’ αληθεύει τ’ όνειρό μου το παλιό
να ξεφύγω απ’ το φιλόνικό μου πόνο
και στο σπίτι μας να ’ρθω το ταπεινό.

Θα γυρίσω, όταν του κήπου μας τα κλώνια
ανοιξιάτικα μυρίσουνε στη γη
μόνο μην έρθεις σαν άλλα χρόνια
στοργικά να με ξυπνήσεις την αυγή.

Μη ξυπνάς αυτό που ’χει περάσει
μη σκαλίζεις τους ανίατους καημούς
η ζωή μου έχει πρόωρα χορτάσει
από κούραση και πίκρες και χαμούς.

Δε θα κάνω πως ζητάς την προσευχή μου
είν’ ανέφικτος στο χτες ο γυρισμός
μόνο εσένα έχω ακόμα δύναμή μου
μόνο εσύ το ασύγκριτο είσαι φως.

Κι έτσι, αψήφησε την έγνοια που σε δέρνει
και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό
και μη παίρνεις τα σοκάκια τυλιγμένη
στο φτενό, παλιομοδίτικο παλτό.

(Μετάφραση: Αλέξης Πάρνης)



Ο Αλέξης Πάρνης διαβάζει Σεργκέι Γεσένιν



Aλέξης Πάρνης - Μεταφράσεις

 ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΟΥΡΕΒΙΤΣ ΛΕΡΜΟΝΤΟΦ

Βγήκα μόνος στου γκρεμού τα μονοπάτια,
μες στην πάχνη της νυχτιάς φέγγουν θολά…
Στο Θεό γυρίζει η έρημος τα μάτια,
άστρο μ’ άστρο κουβεντιάζει εκεί ψηλά.

Ουρανός θριαμβικός και μαγεμένος!
Στο γαλάζιο το βαθύ κοιμάται η γη…
Γιατί νιώθω τάχα τόσο πικραμένος;
Τι μου πήραν, τι προσμένω απ’ τη ζωή;

Δε ζητάω πια τίποτ’ από κείνη,
για το χτες δεν έχω λύπη και καημό.
Λευτεριά θέλω μονάχα και γαλήνη,
ύπνο μόνο λησμονιάς κι αναπαμό.

Όχι αυτόν μέσα σε τάφο παγωμένο…
Θα ’θελα ν’ αναπαυθώ παντοτινά,
όμως στη ζωή κοντά να μένω
με το στήθος ν’ ανασαίνει ζωντανά.

Για ν’ ακούω στο βαθύ μου καταφύγι
της αγάπης τη φωνή να τραγουδά,
κι από πάνω μου ολοπράσινη να σκύβει
μια βαθύσκια θαλερή βελανιδιά.

1841

~•~

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Χτύπησε τέσσερις.
Βαριές σαν βαριά.
«Του Θεού στο Θεό – τα Καίσαρος τω Καίσαρι».
Όμως ένας όπως εγώ
Σε ποια ν’ απαγκειάσει μεριά
μια κρυψώνα βρίσκοντας εύκαιρη;

Αν ήμουν μικρός
όσο κι ο Μεγάλος Ωκεανός,
στις μύτες θα στεκόμουν των κυμάτων,
θ’ άλλαζα χάδια στην παλίρροια με τη σελήνη.
Πού να βρω μια γυναίκα
στα μέτρα μου εδώ κάτω;
Δυστυχώς
στον ουρανό μας το μικρό δε θα χωρούσε εκείνη.

Ω, και να ’μουν φτωχός
σαν κροίσος στη γη!
Τι σημαίνουν τα λεφτά για την ψυχή μας;
Κλέφτες που την κλέβουν μακροχρόνια.
Τα όνειρά μου δυνατά τρέχουνε σαν ορδή,
δεν τα χορταίνει ούτε ο χρυσός της Καλιφόρνια.

Αν χειριζόμουν άσχημα λόγια και γραφίδα
σαν τον Δάντη
και τον Πετράρχη
θα μπορούσα να λατρέψω τη μοναδική.
Με στίχους την ψυχή της να λιώνω…
Τα λόγια}κι η αγάπη μου
θα ’ταν θριάμβου αψίδα.
Γαι αν διαβούν και να χαθούν εν τάχει
οι ερωμένες όλων των αιώνων.

Ω, και να ’χα την ευχέρεια
να γίνω αθόρυβος
όπως τ’ αστροποκέραυνα.
Θα τράνταζα του κ΄σομου τις ετοιμόρροπες σκήτες.
Αν δυνατά εγώ τα ’ριχνα
με πάταγο απ’ τον ουρανό,
τα χέρια θα ’σπαγαν οι κομήτες
κι από την πλήξη θα πέφταν στο κενό.

Θα μπορούσα το σκοτάδι να ροκανίσω
αν ήμουν θαμπός
σαν τον ήλιο.
Θέλω πολύ
με τη λάμψη μου να ποτίσω
της γης το μαραμένο βασίλειο.

Σβαρνίζοντας
την αγάπη μου θα βγω στο σεργιάνι.
Σε ποιο βαθιονύχτι
θεότρελο
κι άρρωστο
ποιοι Γολιάθ μ’ έχουν κάνει
τόσο μεγάλο
κι άχρηστο;

1916

~•~

ΣΕΡΓΕΪ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΓΕΣΕΝΙΝ

Φεύγουμε σιγά σιγά για πέρα,
όπου απλώνεται η μακάρια σιωπή.
Ίσως και για μένα φτάνει η μέρα
να ‘τοιμάσω τα μπαγκάζια μου για κει.

Οι χαρούμενες σημύδες, το ρουμάνι,
οι κοιλάδες, τα χωράφια, η αμμουδιά…
σάμπως όνειρα μακραίνουνε και πάνε
πλημμυρώντας νοσταλγία την καρδιά.

Γιατί λάτρεψα όλα κείνα που τυλίγουν
την ψυχή μας με της σάρκας τα φτερά.
Βλογημένες οι νερόλευκες που σκύβουν
καθρεφτίζοντας τα κλώνια στα νερά.

Έχω πίσω μου πολλά τραγούδια αφήσει,
συλλογίστηκα πολύ στη σιωπή
κι είμαι τυχερός γιατί έχω ζήσει
και χαρεί σ’ αυτή τη γη τη σκυθρωπή.

Γιατί φίλησα γυναίκες στην αράδα,
πάτησα τα χόρτα στις βραγιές
και τ’ αδέλφια μου τους σκύλους με σκληράδα
στο κεφάλι δεν τα χτύπησα ποτές.

Ξέρω πως εκεί δεν έχει δάση
και το στάχυ σαν τον κύκνο δεν σκιρτά…
Την ψυχή που τόσα θαύματα θα χάσει
ένα ρίγος την παγώνει δυνατά.

Ξέρω πως εκεί δε θ’ αντικρίζω
της ιτιάς τη βραδινή μαρμαρυγή.
Και γι’ αυτό τόσο πολύ για μένα αξίζουν
όσοι ζούνε κι αναπνέουν σ’ αυτή τη γη.

1924

~•~

Η ζωή μας είναι απάτη, όμως ωραία.
και γι’ αυτό έχει τόση δύναμη θαρρώ.
Γράφει πάντα κάτι γράμματα μοιραία
μ’ ένα χέρι αλύπητα σκληρό.

Ξεκουράζω κάποτε το βλέμμα
και μιλάω στην καρδιά μου σοβαρά.
«Είναι απάτη!» – λέω. «Όμως το ψέμα
γίνεται συχνά τρανή χαρά.

Μάντεψε το μέλλον στη σελήνη,
στον ουράνιο θόλο τον σταχτί.
μη ρωτάς για την αλήθεια… Υπάρχει εκείνη
που δεν πρέπει να ξέρουν οι θνητοί».

Είναι ωραία σε καιρούς ανθοφορίας
να βρεθείς – κι όλα να ’ναι ιδανικά…
Ας προδόθηκα από φίλους ευκαιρίας
κι ας με γέλασαν τυχαία θηλυκά.

με το φθόνο ας με χτυπάνε και τα μίση
ή με λόγο ας με χαϊδεύουν τρυφερό.
Έχω αγόγγυστα τα πάντα συνηθίσει
και πανέτοιμος τα πάντα καρτερώ.

Οι κορφές αυτού του κόσμου με παγώνουν
κι είναι κρύα των άστρων η φωτιά.
Όσους λάτρεψα πολύ μ’ αφήσαν μόνο,
όσους έθρεψα μ’ έχουν ξεχάσει τώρα πια.

Όμως έτσι σα φυγάδας και δεσμώτης,
χαμογελώντας κάθε πρωινό,
σ’ αυτή τη γη και σ’ ό,τι είναι δικό της
για πάντα τη ζωή θα ευγνωμονώ.

Αύγουστος 1925

~•~

ΜΑΡΙΝΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ ΤΣΒΕΤΑΕΒΑ

Δεν θέλω δόξες κι έρωτες –
αυτά σε κάνουν μεθυσο.
Εγώ δεν πόθησα ποτές
μήλο να πιάσω ολόχρυσο.

Κάτι με κυνηγάει ωστόσο,
αστροπελέκια ακούω πολλά…

Θα ’θελα τόσο,
θα ’θελα τόσο –
να πεθάνω αθόρυβα κι απλά.

Ιούλιος 1920

~•~

Εγώ το χάραξα σε πλάκες ιερές,
στην άμμο – πλάι στο γιαλό και στα ποτάμια.
Στις πτυχωτές βεντάλιες τις τεφρές,
στα παγοδρόμια και τα τζάμια.

Και στους εκατόχρονους κορμούς – κι εκεί…
Και τελικά παντού για να το δείξω,
πως είσαι αγάπη, αγάπη, αγάπη μου μοναδική,
έβαλα σαν υπογραφή το ουράνιο τόξο.

Ήθελα κι άλλοι ν’ άνθιζαν εκλεκτοί
μες στη σκιά μου, σαν τους αθανάτους…
Αλίμονο! Διέγραψα σκυφτή
απ’ τα χαρτιά μου για πάντα τ’ όνομά τους.

Όμως εσύ, που μου σπαράζεις την καρδιά,
που δε σε πρόδωσε ο γραφιάς ο πουλημένος,
στη βέρα μου και στα βιβλία τα ιερά
παντοτινά θα μείνεις χαραγμένος.

18 Μαΐου 1920

~•~

Οι στίχοι αυτοί, που βγήκαν μάνι μάνι
πριν νιώσω ακόμα ποιητής,
που τιναχτήκανε ψηλά σα σιντριβάνι
και σαν φως της αστραπής,

που σαν δαιμόνια σταλμένα από τον Άδη
μπήκαν σε χώρους θυμιατού και προσευχής,
τα ποιήματά μου για το φως και το σκοτάδι
που δεν αξιωθήκαν προσοχής,

που σκονισμένα στέκονται στο ράφι,
σε μαγαζιών αζήτητο σωρό,
καθάριο θα λογιάζονται χρυσάφι
–σαν τα παλιά κρασιά– με τον καιρό.

Κοκτεμπέλ, 13 Μαΐου 1913

~•~

Σαν δυο χέρια –το δεξί κι αριστερό–
οι ψυχές μας πλάι πλάι στον καιρό.

Μας ταιριάξαν η χαρά κι η θαλπωρή.
Δυο φτερούγες – δεξιά κι αριστερή.

Και μια θύελλα γεννάει τη συμφορά
και σαν άβυσσος χωρίζει τα φτερά.

10 Ιουλίου 1918

~•~

ΑΝΝΑ ΑΝΤΡΕΕΒΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Στο τελωνείο μια σημαία ξεβαμμένη,
η κίτρινη πάνω απ’ την πόλη καταχνιά.
Νιώθω την καρδιά μου να πεθαίνει
κι η κάθε ανάσα με πονά.

Της ακτής το κορίτσι να γινόμουν πάλι,
στα ξυπόλυτα πόδια σαντάλια να φορώ,
να ’χω τον κότσο κορόνα στο κεφάλι,
να τραγουδάω με πάθος φλογερό.

Απ’ το σπίτι να βλέπω το θόλο
του ναού της Χερσώνας μακριά.
Να μην ξέρω προσώρας καθόλου
πόσο μας φθείρει η δόξα κι η χαρά.

Φθινόπωρο 1913

~•~

Απόσπασμα )

Γλυκιά η φωνή με σημασία
μου ’λεγε ενδόμυχα: «Έλα δω!
Άσε για πάντα τη Ρωσία,
τη σκοτεινιά και το κακό.

Τα γαίματα και τ’ όνειδός σου
θα τα ξεπλύνω για καλά
κι όνομα νέο θα σου δώσω
σβήνοντας βάσανα παλιά».

Τ’ αυτιά μου εγώ τα ’κλεισα ωστόσο
στο κήρυγμα το δολερό.
Δεν ήθελα να κηλιδώσω
τον πόνο μου τον ιερό.

Φθινόπωρο 1917

~•~

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

Ο δίκαιος εβάδιζε στον άγγελό του πλάι
πελώριος κι ολόφωτος στη σκοτεινή βουνοπλαγιά.
Κι άκουγεν η γυναίκα του τον πανικό της να μιλάει:
«Γύρνα και πίσω αγνάντεψε όσο δεν είναι αργά.

τα κάστρα τα κοκκινωπά κοίταξε των Σοδόμων,
τα μέρη που τραγούδαγες κι έδρεπες τη σοδειά,
το σπίτι σου με τ’ αδειανά παράθυρα στο δρόμο,
εκεί που τόσα γέννησες παιδιά…»

Εκοίταξε και πάγωσε μεμιάς πόνο γεμάτη,
στέρεψε των ματιών της η πηγή
και το κορμί της έγινε διαφανές αλάτι,
όταν τα πόδια της ριζώσανε στη γη.

Ποιος θα την κλάψει τάχα; Έχουν πληθύνει
οι απώλειες κι άλλοι νεκροί έχουν πρωτιά…
Κι όμως εγώ θυμάμαι τη γυναίκα εκείνη
που τη ζωή της έδωσε για μια ματιά.

24 Φεβρουαρίου 1924

~•~

ΡΕΚΒΙΕΜ
Αποσπάσματα )

Όχι σε ξένους ουρανούς από κάτω
κι ούτε κρυμμένη στα ξένα φτερά.
Ζούσα με το λαό μου κοντά του
όταν παράδερνε στη συμφορά

1961

[ … ]

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Τα λυγίζει τα βουνά μια πίκρα τέτοια
κι ο μεγάλος δεν κυλάει ποταμός.
Δυνατά της φυλακής μας τα λουκέτα
και πιο πίσω του κελιού μας η κουκέτα
και ο θανάσιμος της νοσταλγίας καημός.
Για τους άλλους δροσερό φυσάει τ’ αγέρι
και το δείλι τούς χαϊδεύει τρυφερά.
Η δική μας η ψυχή σ’ αυτά τα μέρη
πώς στριγκλίζει η κλειδαριά μονάχα ξέρει
και το βήμα το βαρύ που ’χει η φρουρά.
Απ’ τον όρθρο μάς ξυπνούσανε και βάδην
στης πρωτεύουσας την άγρια ερημιά
σμίγαμε πιο ξέπνοες κι απ’ τον Άδη,
πιο θαμπές απ’ της ομίχλης το μαγνάδι,
μοναχά με την ελπίδα συντροφιά.
Καταδίκη… Κι είσαι απ’ όλους ξεκομμένη
και τα δάκρυα κυλάνε σα βροχή.
Η καρδιά σου απ ‘τη ζωή ξεριζωμένη,
λες την έχουν στο χαντάκι πεταγμένη,
Και πορεύεται… Σκοντάφτει… Μοναχή…
Πώς περνάτε, σκλαβωμένες φίλες, τώρα,
Αδελφές στο δίχρονό μου κολασμό;
Τι σας λέει της Σιβηρίας η άγρια μπόρα;
Τι θυμίζει το φεγγάρι αυτή την ώρα;
Το στερνό μου σας μηνάω χαιρετισμό.

Μάρτιος 1940

[ … ]

Την αυγή σε πήραν συνοδεία,
κλαίγαν στο σπίτι τα παιδιά.
Σ’ ακολούθαγα σα να πήγαινα σε κηδεία,
της Παναγιάς τσιρίζαν τα κεριά.
Τα χείλια σου σαν την εικόνα της παγωμένα.
Το θανάσιμο ιδρώτα δεν ξεχνώ.
Στο Κρεμλίνο θα με δούνε κι εμένα
σαν τις γυναίκες των Στρέλτσι να θρηνώ.

Μόσχα, 1935

[ … ]

Δεκάξι μήνες σε καλώ
στο σπίτι μας και τρέμω,
χάρη απ’ το δήμιο ζητώ,
γιε μου και σπαραγμέ μου.
Μπερδεύτηκα για πάντα, πια
δεν ξέρω ποιο ’ναι το θεριό,
ποιος έχει μέσα του ανθρωπιά,
τι τέλος φτάνει φοβερό…
Λουλούδια μες στον κουρνιαχτό
κι ήχος από το θυμιατό
κι αχνάρια για το πουθενά.
Κι ίσια στα μάτια με θεωρεί
το Μέγα Αστέρι που μπορεί
το τέλος μου να προμηνά.

1939

[ … ]

Χτυπιόταν η Μαγδαληνή για το θάνατο
κι ο λατρεμένος του πέτρωσε μαθητής.
Όμως εκεί που στεκόταν η μάνα του
δεν τόλμησε να κοιτάξει κανείς.

Φοντάνι Ντομ, 1940

[ … ]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα πρόσωπα έχω δει πως βαθουλώνουν
σαν ο τρόμος στα μάτια τους χωρά.
Και πώς τα κλινικά δελτία του πόνου
στην όψη καταγράφει η συμφορά.
Έχω δει να γίνονται χιονένια
τα μαλλιά τα μαύρα ή τα πυρά
κι αγέλαστα τα χείλη τα σκιαγμένα –
το γέλιο τους μόνο τον τρόμο μαρτυρά.
όμως για μένα δεν προσεύχομαι τη μόνη.
Ήταν πολλές με παρόμοια τύχη,
στου Γιούλη την κάψα, στου χειμώνα το χιόνι,
κάτω απ’ τα κόκκινα θεότυφλα τείχη.

[ … ]

~•~

ΜΠΟΡΙΣ ΛΕΟΝΙΝΤΟΒΙΤΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

Δεν έχει η δόξα σημασία,
δε σε ψηλώνει η προβολή.
Για τα βραβεία και τ’ αρχεία
μη νοιάζεσαι τόσο πολύ.

Το πλέριο δόσιμο σκοπό σου
να ’χεις στην τέχνη. Είναι ντροπή
όταν χωρίς ν’ αξίζεις τόσο
γίνεσαι θρύλος και βουή.

Άσε τους κομπασμούς και στάσου,
έτσι που να ’ρθει μια στιγμή
να δεις τα σύμπαντα κοντά σου,
ν’ ακούσεις τ’ Αύριο τη φωνή.

Να βρεις τον τρόπο ν’ αναπλάσεις
τη μοίρα κι όχι το χαρτί,
κεφάλαια ολόκληρα και φράσεις
διαλέγοντας απ’ τη ζωή.

Και στην αφάνεια τυλιγμένος
από τον κόσμο να περνάς
σαν ένας κάμπος σκεπασμένος
από το γκρίζο της καταχνιάς.

Τ’ αχνάρια, τους δικούς σου δρόμους
κάποτε ο κόσμος θα διαβεί.
Εσύ μην ξεχωρίζεις όμως
τη νίκη από τη συντριβή.

Και μην υποχωρείς καθόλου,
μείνε στο είναι σου πιστός.
Και ζήσε, ζήσε – αυτό είναι όλο.
Ζήσε ως το τέλος ζωντανός.

1956

~•~

Αν ήξερα τι θα μου τύχει
σαν αρχινούσα το στρατί.
Σκοτώνουν κάποτε οι στίχοι
όταν με γαίμα έχουν γραφτεί.

Δε θα ’κανα ποτές αστεία
σε τέτοιο θέμα σοβαρό.
Φαινόταν εύκολη η θητεία
στης νιότης τον παλιό καιρό.

Το γήρας μοιάζει με τη Ρώμη.
Γι’ αυτήν τα λόγια είναι φθηνά.
Ζητάει θέαμα… Κι ακόμη
να σκοτωθείς στ’ αληθινά.

Όταν οι στίχοι γίνουν πόνοι,
στέλνουν το σκλάβο στη σκηνή…
Κι η τέχνη τότε πια τελειώνει,
αρχίζει η μοίρα κι η ζωή.

1932

~•~

ΣΥΜΕΩΝ ΙΣΑΑΚΟΒΙΤΣ ΚΙΡΣΑΝΟΦ

Θρόισε ο κήπος και μούσκεψε τα φύλλα η βροχή,
έγινε ο κόσμος Εδέμ πλασμένος απ’ την αρχή.

Πέφτει το φως απ’ τα νέφη στον καθρέφτη του λιβαδιού.
Έλατα βλέπω, σκαθάρια, την αστραπή του φιδιού.

Ω εσείς κλωστές κρυστάλλινες, βροχή μανιταριού,
δώσε στα δέντρα, στους θάμνους τη χαρά του νερού.

Χάρισέ τους τα φώτα, το ρεύμα μυριάδων κεριών.
Φτάσε ως τη γη και τη ρίζα τη βαθιά των καιρών.

Κοίταξε εντός μου, ηλιαχτίδα, και δείξε μου πώς
της ψυχής μου θα φύγει το σκότος κι η σκόνη κι ο ρύπος.

Παύει η βροχή και χάνεται στο δάσος ο κεραυνός.
Τρέχουν στα τζάμια τα δάκρυα του σπιτιού σαν κρουνός.

1962

~•~

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΤΡΙΦΟΝΟΒΙΤΣ ΤΒΑΡΝΤΟΦΣΚΙ

Στις προσβολές, στις αδικίες, στα βάσανά σου,
συμπαραστάτες μη ζητάς εσύ.
Ζήσε όπως έμαθες, στητός κι άγρυπνος στάσου
δίχως εκπτώσεις κι «όμφακες εισίν».

Απ’ τη δική σου μην ξεφεύγεις στράτα,
να μένεις ίδιος στις ενάντιες εποχές,
τη μοίρα σου να την ορίζεις όπως θες…
Μ’ αυτή τη μοίρα του πλησίον τη μοίρα κράτα,
με την ψυχή σου ζέστανε κι άλλες ψυχές.

1968

~•~

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΣΙΜΟΝΟΦ

Περίμενέ με και θα ’ρθώ.
Αλλά περίμενε πολύ,
όταν στης θλίψης το βυθό
σε ρίχνει η κίτρινη βροχή.
Καρτέρα με στην παγωνιά
είτε σε κάψα πνιγερή,
όταν μονάχα η λησμονιά
για κάποιους άλλους καρτερεί.
Περίμενέ με όταν καιρό
δε σου ‘γραφα από κει,
όταν το βρίσκουν ανιαρό
να καρτεράς πολύ.

Περίμενέ με και θα ’ρθώ,
μην έχεις έλεος κι ανθρωπιά
σ’ όσους σφυρίζουν σα σκοπό
το «ξέχασέ τον πια”.
Ας με λένε πια νεκρό
μάνα και παιδί,
ας με κλαίνε ένα σωρό
φίλοι γκαρδιακοί
πίνοντας κρασί
πλάι στη φωτιά…
Μη βιαστείς να πιεις κι εσύ
για παρηγοριά.

Περίμενέ με και θα ’ρθώ.
Κι ας είναι χάρος ο καιρός…
Πολλοί σα θα με δουν ορθό
θα πουν πως ήμουν «τυχερός».
Αυτοί δεν πρόσμεναν πιστά,
δεν ξέρουν μιαν αλήθεια απλή:
Βγήκα γερός απ’ τη φωτιά
γιατί με πρόσμενες πολύ.
Πως ξέφυγα της συμφοράς
το ξέρουμε μονάχα εμείς.
Μπόρεσες να με καρτεράς
όσο δεν μπόρεσε κανείς.

1941

~•~

ΓΙΟΥΡΙ ΓΚΕΟΡΓΚΙΕΒΙΤΣ ΡΑΖΟΥΜΟΦΣΚΙ

ΜΟΝΑΞΙΑ

Στη δουλειά θα ριχτώ δίχως άγχος –
σιωπή και τσιγάρου μυρωδιά…
Τη χαρά να μένεις μονάχος
δεν την ξέρουν τα νέα παιδιά.

Την αστρόφωτη ο Πήγασος βάρδια
κάνει αβίαστα χωρίς βουρδουλιές.
Τα τετράστιχα μοιάζουν σημάδια
από τέσσερις σβέλτες οπές.

Τι μεγάλο κι ωραίο προνόμιο
με το στίχο να φωτίζεις το στρατί.
Η μοναξιά δεν είναι το κώνειο,
είναι το νέκταρ του ποιητή.

Μέχρις ότου το σύνορο περάσει
και φανεί το τίμημα βαρύ…
Των συγγενών αραιώνουν τα δάση
και των φίλων η φυλλωσιά φυλλορροεί…

Κι ως να δεις, ερήμωσε το σπίτι:
ούτε γιος ούτε γυναίκα ούτε μιλιά.
Τίποτα δεν έχω στην πλανήτη
έξω απ’ της σιωπής την αγκαλιά.

Και στο εαυτό μου λέω: Κρατήσου!
Με τ’ αφόρητο χτυπιέμαι ριζικό.
Αχ, πώς στάθηκε σκληρή η ζωή μαζί σου,
τι παιχνίδι σου ’παιξε κακό!

Κι είναι οδυνηρή λαβή πλοκάμου
στην καρδιά μου η θλίψη η δυνατή.
Κάθε μέρα κυνηγάω τη σκιά μου,
κάθε νύχτα κυνηγιέμαι εγώ απ’ αυτή.

Είναι η σιωπή πέλαγος άγχους,
το τηλέφωνο σιωπά όλη τη βραδιά.
Το μαρτύριο να μένεις μονάχος
δεν το ξέρουν τα νέα παιδιά.

~•~

ΝΤΜΙΤΡΙ ΜΙΖΓΚΟΥΛΙΝ

(Άγγελος εωθινός, Καστανιώτης, Αθήνα 2016, 2η έκδοση)

Κρατάει πολύ ο καιρός της κρίσης!
Μας ξέχασε ο Θεός ξανά;
Βλέπεις τα ίδια όπου γυρίσεις,
τα χιόνια, η λίμνη, η θημωνιά…

Κρώζει πετώντας το κοπάδι
στου κήπου τη φεγγοβολιά.
Κι είναι τόσο βουβό το βράδυ
όπως τα χρόνια τα παλιά.

Τράβα της Ιστορίας το νήμα,
ζακόνια κοίταξε του χτες,
της αλλαγής θα βρεις το νόημα
μες στις πληγές τις ανοιχτές,

λέγοντας σα δικαιοκρίτης:
«Δε βλέπαν τόσο καθαρά».
Μιλάς σα βλάκας ή προφήτης;
Καμιά δεν έχει διαφορά…

~•~

Δαρμένοι απ’ την παγκόσμια πλημμύρα
όνειρα κάναμε τρανταχτά.
Μιαν ευρωπαϊκή ποθώντας μοίρα
με στόματα χαζεύαμε ανοιχτά.

Δεν έγινε όμως το τσιμούσι,
τα ’φερε αλλιώς η εποχή:
οι πλούσιοι γίνανε πιο πλούσιοι
και πιο φτωχότεροι οι φτωχοί.

Αλήθεψε μες στην πορεία
η πείρα η λαϊκή του χτες:
ισότητα κι ελευθερία
έννοιες μοιάζουνε φτιαχτές.

Τάχα για μας τους μυγοχάφτες
οι Γάλλοι να μοιρολογάν;
Σε κάποιες άλλες τώρα στράτες
τραβάει το κάρο μας αργά.

Διώξε της θλίψης το σκοτάδι,
τους φταίχτες μη χτυπάς σκληρά.
Δε θ’ αφήσει ο θεός το κοπάδι
αφύλακτο στη συμφορά.

~•~

Το θέμα για την πρόοδο δεν έχει απόψε βάση.
Απ ‘του μεσονυκτίου τη ζώνη μακριά
ο καπνός της σόμπας τρέχει στα δάση
κι η καταχνιά στον κάμπο σέρνεται βαριά.

τι μοίρα κι αυτή τ’ ανθρώπινου γένους –
νιώθοντας τις νοσταλγίες περιττές,
δίχως θλίψη για χρόνους περασμένους,
τις μνήμες κουρελιάζεις του χτες.

Ποιοι είμαστε, τι θέλουμε επιτέλους;
Όλοι τρέχουμε κι όλο τρέχουμε στο πουθενά.
Κάποιο θαύμα προσμένοντας κι έλεος
δίχως μάχη παραδίνουμε τα στενά.

Μια ζωή για τα λεφτά και το καμάρι.
Άδικα το ρολόι κοιτάς. Σιγεί!
Έχει ποτίσει τ’ αψηλό χορτάρι
με σταγόνες σμαραγδένιες τη γη.

~•~

Της ζωής απλό το νόημα:
το αιώνιο είναι στιγμή.
Απ’ το λίκνο ως το μνήμα,
σα λεωφορείου γραμμή.

όντα, μοίρα, χρόνος – όμοια!
Της ζωής ένας σωρός.
Σχολειά, δουλειές, νοσοκομεία…
και να, του τάφου ήρθε ο καιρός.

Σ’ όλους η χαρά της ζήσης
μια φορά έχει χαριστεί.
Εδώ θα πρέπει να ρωτήσεις
το σοφό εκκλησιαστή.

Όταν έρθει ο γερο-χάρος
γίνεται ο λογαριασμός.
Είναι μάταιο το θάρρος,
ματαιότης ο σωσμός.

Τ’ αστέρια σβήνουν ολογύρα
κι έχει γίνει η γη στενή.
Δεν είναι αργά! Χτύπα τη θύρα,
θα την ανοίξουν οι ουρανοί.

~•~


Πηγή: https://neoplanodion.gr/2023/03/12/alexis-parnis-korphologema/?fbclid=IwAR39yC5xAReAh0OwMlXrITxZ98F54LVrkDoHFSdonug1ANDgVzj7aLsEeIE

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Sergei Yesenin-Κoυράστηκα να ζω…


Κουράστηκα να ζω στη πατρική μου γη,

με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού∙

θ’ αφήσω την καλύβα μου,

θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…


Θα γυρίσω στο πατρικό σπίτι

να χαρώ τη χαρά του άλλου.

Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,

με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.


Ασημένιες ιτιές δίπλα στο φράχτη

θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.

Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,

θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.


Το φεγγάρι θα συνεχίζει να κωπηλατεί στον ουρανό,

χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών∙

κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,

χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.


Σεργκέι Γιεσένιν ( 1895 – 1925 )


Μετάφραση : Γιάννης Σουλιώτης

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Sergei Yesenin-[άτιτλο]

 Δε λυπούμαι, δεν κλαίω, δε φωνάζω,

Όλα θα περάσουν, σαν απ’ τις μηλιές άσπρη καπνιά.

Μες στο χρυσάφι της φθοράς όλο βουλιάζω,

Δε θα ‘μαι νέος πια ποτέ ξανά.

 

Αλλιώτικα πια θα χτυπάς, καρδιά μου, τώρα,

Που το κύμα σε αγγίζει της κρύας παγωνιάς,

Κι η στρωμένη με της λεύκας το βαμβάκι χώρα

Δε θα σε προκαλεί ξυπόλυτος να τριγυρνάς.

 

Αλήτικη διάθεση, όλο και πιο αραιά

Ταράζεις για λίγο στα χείλη τη φωτιά.

Ω, για πάντα χαμένη μου φρεσκάδα,

Αίσθημα του πάθους, του ματιού αγριάδα.

 

Τώρα πια οι επιθυμίες έχουν στερέψει.

Ζωή μου, ή μήπως σ’ έχω ονειρευτεί;

Σάμπως σε ροζ άλογο να έχω τρέξει

Μέσα από την άνοιξη ένα πρωί.

 

Στον κόσμο αυτό είμαστε όλοι περαστικοί,

Απ’ του σφένδαμνου τα φύλλα ο χαλκός αργά κυλά…

Ας είναι, λοιπόν, ευλογημένο το καθετί,

Που του έλαχε ν’ ανθίσει και να πεθάνει μια φορά.

 

[Μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης]

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/33879

Sergei Yesenin-Ποιήματα

 Οι σταγόνες


Όμορφες είναι οι μαργαριταρένιες σταγόνες σε μια ηλιόλουστη μέρα

Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα

Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,

Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.



Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι στην λήθη ∙ (Μου είπαν)

Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων

Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.

(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)



Οι σταγόνες του φθινόπωρου πλημμυρίζουν τις καρδιές , τις φλέβες,

Και τις ψυχές με θλίψη ∙ περιπλανιούνται

Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,

Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …



Δυστυχισμένοι άνθρωποι, συντριμμένοι από τη ζωή, συχνά γεμάτο

Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,

Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,

Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;

1912

`


Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα


Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα,

Αυτά τα δάκρυα στα μάτια σου, δεν κρύβονταν,

Ήμουν τόσο λυπημένος και τόσο θλιμμένος μέσα μου,

Και όμως δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε την παρεξήγηση.

Τώρα έφυγες , είμαι εδώ, μονάχος,

Τα όνειρά μου ξεθώριασαν, χάνοντας χρώμα κι απόχρωση,

Με άφησες ,και είμαι πάλι εντελώς μονάχος,

Χωρίς τρυφερότητα και χάδια , στο σαλόνι μου.

Όταν η νύχτα έρχεται ,συχνά, στεφανωμένος με αρωματικά λουλούδια

Έρχομαι εδώ στο μέρος της συνάντησής μας,

Και στα όνειρά μου βλέπω την όψη σου

Και σ’ ακούω να κλαις πικρά, αγάπη μου.

1912-1913


`


Τα δάκρυα


Τα δάκρυα … και πάλι αυτά τα πικρά δάκρυα,

Για σπασμένα όνειρα που πέταξαν μακριά,

Για φοβερές θλίψεις που τίποτα δεν χαροποιούν ,

Για νέα σκοτάδια, που τίποτα δεν τα εμποδίζει στον κόλπο.

Τι είναι να έρθει; Περισσότερα τέτοια βάσανα;

Όχι, αρκετά … Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν, ας πάει,

Και να ξεχάσουμε τους ήχους του θρήνου,

Μια καρδιά είναι γεμάτη και δεν μπορεί να το ανεχθεί πια.

Ποιος τραγουδάει στη σκιά του δέντρου της σημύδας;

Οι ήχοι είναι γνωστοί -τα δάκρυα πάλι …

Αυτά τα δάκρυα είναι για την πατρίδα μου και για μένα

Είναι γεμάτα λαχτάρα, ανησυχία και πόνο.

Είμαι στην αγαπημένη μου χώρα ∙ ναι, στον τάφο μου

Η καρδιά μαραζώνει από δάκρυα, κλαίω …

Τώρα φαίνεται ότι μόνο σε ένα κρύο τάφο

Θα είμαι σε θέση να ξεχάσω και να βρω λίγο ύπνο.


1914


`


Πιστεύω στην ευτυχία!

Πιστεύω στην ευτυχία!

Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία,

Ω φύσηξε άνεμε, χωρίς σταματημό!

Ευλογημένος ας είναι αυτός που γιορτάζει

Τη λύπη του βοσκού σου, την μάταιη ελπίδα.

Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία.



Λατρεύω τα άγρια ορμητικά ρεύματα,

Τη λάμψη των αστεριών πάνω από το νερό.

Την ευλογημένη θλίψη, τον τρίμηνο θρήνο,

Τους ευλογημένους ανθρώπους και τους τελευταίους

Βρυχηθμούς από τα άγρια ορμητικά ρεύματα.


1917


`


Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου

Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου.

Αν και σ’ αυτή η σκουριά της θλίψης πέφτει σαν ιτιά.

Μου δίνουν γλύκα, το βρώμικο μούτρο των γουρουνιών

Και στην ηρεμία της νύχτας η ηχηρή φωνή των βατράχων.

Είμαι τρυφερά άρρωστος από τα ενθύμια της παιδικής μου ηλικίας.

Η αποχαύνωση, η υγρασία από τα βράδια του Απρίλη στοιχειώνουν τα όνειρά μου.



Θα έλεγα ότι το σφεντάμι μας για να ζεσταθεί

Σκύβει μπροστά στη φωτιά της αυγής.

Ω πόσες φορές σκαρφαλωμένος στα κλαριά περίμενα

Να ξετρυπώσω ή την καρακάξα ή την μάινα!

Κι η φλούδα του όπως άλλοτε ήταν σκληρή;



Κι εσύ, φίλε μου,

Πιστέ μου φίλε σκύλε με τις βούλες;

Τα γεράματα σ’ έκαναν να ουρλιάζεις, τυφλός,

Και σέρνεσαι στην αυλή, τραβώντας την κρεμασμένη ουρά σου

Και η όσφρηση από τις πόρτες και το στάβλο λησμονημένη.



Ω! πόσο αγαπητά μού είναι τα παιδικά μας παιγνίδια:

Από τη μητέρα μου έκλεβα ένα κομμάτι ψωμί

Που δαγκώναμε κι οι δυο με τη σειρά μας.

Χωρίς ποτέ να σιχαθεί ο ένας τον άλλο!



Δεν άλλαξα.

Σαν καρδιά δεν άλλαξα

Σαν μπλε λουλούδια στα στάρια τα μάτια μου ανθίζουν στο πρόσωπό μου

Απλώνοντας, χρυσή ψάθα ,την πλεξίδα των ποιημάτων μου…

(Από την Εξομολόγηση ενός αλήτη)

1921


`


Μια φορά και για πάντα


Μια φορά και για πάντα ας χωρίσουμε-

ναι, φεύγω, γη της πατρίδας μου!

Μακριά είναι τα φτερωτά φύλλα από τις λεύκες μου,

κανένα δεν αντηχεί μέσα μου ούτε χτυπάει.



Σκύλε πιστέ, μένεις από πολύ καιρό κάτω από το χορτάρι.

Εσύ σπίτι μου-ακατοίκητο ,στέγη κατεστραμμένη.

Επίσης εδώ, στη Μόσχα, στη μέση αυτών των δρόμων ∙

εκπνέω την ψυχή ,στη χάρη του Θεού.



Ναι, την αγαπώ, την αγαπώ αυτή την πόλη, εξογκωμένη και βαλτώδη,

τώρα ναι, και χλωμή.

Ασία, εσύ μισοκοιμισμένη και χρυσή,

βρήκες τρούλους και ήσυχα μέρη.



Και πηγαίνω, πηγαίνω σύντομα, κάτω από το φεγγάρι,

πηγαίνω στη λάμψη του φεγγαριού, πηγαίνω κάτω από τη λάμψη του διαβόλου,

τρικλίζω στους δρόμους, τους γνωστούς,

και ξαναγυρίζω πάλι στο μπιστρό μου.



Στο μπιστρό μου φόβος και μουγκρητό,

αλλά όλη τη νύχτα, μέχρι να ‘ρθει το πρωί,

απαγγέλω στις πουτάνες ,ότι έχω γράψει,

και με τους κατεργάρηδες μοιράζομαι την ουσία.



Καρδιά, χτυπάς ,χτυπάς πιο γρήγορα ακόμη, χτυπάς μέχρι να χαθείς,

και έτσι μιλάω, μιλάω χάρη στην καλή τύχη ∙

«Όπως είστε, είμαι κι εγώ: ανίδεος,

όπως είμαι, δεν υπάρχει επιστροφή.»



Σκύλε πιστέ, μένεις από πολύ καιρό κάτω από το χορτάρι.

Εσύ σπίτι μου-ακατοίκητο ,στέγη κατεστραμμένη.

Επίσης εδώ, στη Μόσχα, στη μέση αυτών των δρόμων ∙

εκπνέω την ψυχή ,στη χάρη του Θεού.


1922


`


Είναι λυπηρό να σε κοιτάζω

Είναι λυπηρό να σε κοιτάζω, αγάπη μου.

Και τόσο οδυνηρό να θυμάμαι!

Φαίνεται, το μόνο πράγμα που έχουμε

Είναι το χρώμα της ιτιάς τον Σεπτέμβρη.



Κάποιου τα χείλη έχουν φθείρει

Τη ζεστασιά και την τρεμούλα του σώματος σου ,

Σαν η βροχή να ψιλόβρεχε κάτω

Την ψυχή, που σκληραίνει σε συμφόρηση.

Λοιπόν, ας είναι! Δεν φοβάμαι.

Έχω κάποια άλλη χαρούμενη γιορτή.

Δεν έχει μείνει τίποτα για μένα, εκτός από

Καφέ σκόνη και σταχτί χρώμα.



Δεν μπόρεσα , στον θρήνο μου,

Να σώσω τον εαυτό μου, για χαμόγελα ή οτιδήποτε άλλο.

Οι περπατημένοι δρόμοι είναι λίγοι

Τα λάθη που έγιναν πολλά.



Με αστεία ζωή και αστεία διάσπαση

Έτσι ήταν και θα είναι πάντα..

Το άλσος με τα οστά του δέντρου της σημύδας σ’ αυτό

Είναι σαν νεκροταφείο, αλλά εγώ ποτέ!



Το ίδιο , θα πάμε στην καταδίκη μας

Και στο ξεθώριασμα , όπως αυτοί που φωνάζουν από τον κήπο.

Το χειμώνα τα λουλούδια ποτέ δεν ανθίζουν,

Και γι ‘αυτό δεν πρέπει να τα θρηνούμε.



1923



`


Κουράστηκα να ζω…



Κουράστηκα να ζω στη πατρική μου γη,

με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού ∙

θ’ αφήσω την καλύβα μου,

θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…



Θα γυρίσω στο πατρικό σπίτι

να χαρώ τη χαρά του άλλου.

Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,

με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.



Ασημένιες ιτιές δίπλα στο φράχτη

θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.

Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,

θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.



Το φεγγάρι θα συνεχίζει να κωπηλατεί στον ουρανό,

χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών ∙

κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,

χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.

.



Γράμμα στη μητέρα μου

Είσαι ακόμη ζωντανή ,αγαπητή μανούλα μου;

Κι εγώ είμαι ζωντανός επίσης .Γεια! Γεια!

Ας έχεις πάντα από πάνω σου μέλι,

Και την απίστευτη λάμψη του βραδινού φωτός.



Μου είπαν ότι κρύβοντας την ανησυχία σου,

Στεναχωριέσαι πολύ για μένα,

Πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου κάθε βράδυ

Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.



Στο σκοτάδι της νύχτας, πολύ συχνά,

Βλέπεις την παλιά σκηνή του αίματος:

Ένα είδος καυγά με κάποιο τυχοδιώκτη

Που μου χώνει ένα Φινλανδικό μαχαίρι στην καρδιά.



Ηρέμησε τώρα ,μανούλα! Και μη λυπάσαι!

Όλα είναι επώδυνη φαντασία απ’ άκρη σ’ άκρη.

Δεν είμαι ,πραγματικά, τόσο κακός μέθυσος,

Ώστε να πεθάνω χωρίς να σε δω.



Δεν είναι τίποτα, να είσαι βέβαιη, αγάπη μου,

Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας εφιάλτης.

Η ψυχή μου δεν είναι τόσο σάπια

Που να μπορώ να πεθάνω χωρίς να σε δω!



Είμαι, όπως πάντα ,ο τρυφερός σου γιος, αγαπημένη μου,

Και το μόνο πράγμα που ονειρεύομαι τώρα

Είναι ν’ αφήσω αυτή τη ζοφερή πλήξη εδώ

Και να ξαναγυρίσω στο μικρό μας σπίτι. Και πώς!



Θα γυρίσω την άνοιξη χωρίς προειδοποίηση

Όταν ο κήπος θα είναι ανθισμένος ,λευκός σαν χιόνι.

Σε παρακαλώ μη με ξυπνήσεις νωρίς το πρωί,

Όπως έκανες πρώτα, εδώ κι οκτώ χρόνια .



Μην ενοχλείς τα όνειρα που τώρα πέταξαν,

Μη ταράζεις την μάταιη και ανώφελη πάλη μου

Γιατί πολύ νωρίς γνώρισα εξαιτίας της

Βαριές απώλειες κι ανησυχίες στη ζωή.



.

Σε παρακαλώ μη μου μαθαίνεις πώς να λέω την προσευχή!

Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής σε ότι έφυγε.

Είσαι η μόνη μου χαρά ,στήριγμα και έπαινος

Και η μόνη μου δάδα που λάμπει πάνω μου.



Παρακαλώ ξέχασε τον πόνο και τους φόβους σου,

Και μη στεναχωριέσαι τόσο πολύ για μένα

Μη πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου, αγαπημένη μου,

Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.



1924

.

`


*************


* ΣΕΡΓΚΕΙ ΓΕΣΕΝΙΝ , O KATAΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, Εισαγωγή, Επιμέλεια, Μετάφραση, Γιάννης Σουλιώτης, υπό έκδοση, Εκδ. ΚΑΠΑ

Πηγή: https://charade.rssing.com/chan-1037695/all_p84.html

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Sergei Yesenin-[Καμιά Μετάνοια, Δάκρυ Κανένα]



Καμιά μετάνοια, δάκρυ κανένα δεν στάζω,
Σαν αραιή αχλύ απ’ τις μηλιές όλα περνούν,
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω,
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν.
Σάμπως χτυπάς αλλιώτικα καρδιά μου τώρα,
Μια ψύχρα σ’ άδραξε που σέρνονταν ξοπίσω.
Στρώνουν οι λεύκες το χαλί τους μα μπονώρα
Δεν με καλούν ξυπόλητος να σεργιανίσω.
Πνεύμα αλήτικο! Λιγότερο ολοένα, δίχως βιάση,
Συδαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά.
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση,
Στάχτη γίναν τα πάθη και η άγρια ματιά!
Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα,
Ζωή, μη μέσα στ’ όνειρο έχεις κουρνιάσει;
Μη και με ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας χαραυγής αχνόφεγγης έχω καλπάσει;
Αργά η φθορά στο καταπόδι μας σκορπίζει,
Χάλκινα φύλλα απ’ του σφεντάμου την κορφή…
Ας είναι πάντα ευλογημένο που ανθίζει,
Στο χώμα επάνω μια φορά πριν μαραθεί.
Σεργκέι Γιεσένιν [Απόδοση : Δημήτρης Νικηφόρου]

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Δημήτρης Νικηφόρου-Ποιήματα

Ξεμεθώντας

Ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης.
Θρηνείς· μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις.

Μετά απ' ολονύχτιο μεθοκόπι
σεργιανώ στον κήπο του Ζαππείου.
έκλυτου βίου ραθυμία
παίρνει το πιώμα μου κατόπι
ώσπου το πρώτο φως της μέρας
στου μπαρ σκαλώνει τις κουρτίνες.
Η πείνα μέσα μου βαρά νταούλια,
ψάχνω για μια μπουκιά στο πόδι.
Τρώω κι απόκοντα ταΐζω
τις πάπιες και τ'αγριοπούλια
κάτω από έναν ήλιο που τρεκλίζει
έχοντας πιει τη νύχτα μονορούφι.
Δυο κύκνοι εκπάγλου ομορφιάς
παίζουν στο πρωινό λουτρό τους.
Εκείνος λιγωμένα την κοιτά -
κρατήσου μην ξοδεύεσαι με μιας -
λίγο σουσάμι του πετώ - το αρπά,
με αγνοεί κι όλο την κυνηγά.
Γαλίφικα το μερτικό του την τρατάρει
μα η καλή του απρόσμενα αρνιέται.
Βιολί που χάνει το δοξάρι,
χορδή που τέντωσε και σπάει,
βυθίζει το κεφάλι της αργά -
βαρκούλα στο νερό χωρίς κουπιά.

Ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης.
Θρηνείς· μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις.

Στην όχθη ένα παγώνι χασμουριέται
και μια βεντάλια διάπλατη αστράφτει.
Ραγίζει η χολή μου στον κρωγμό του
εκ των υστέρων ο οιωνός πλανιέται
με φόβο στην καρδιά σαν έρωτας
αμάθητος σε θάνατο κι αγάπη.
Το νεκρομάντη διώχνω με φωνές,
ιδρώνω, ξεφυσάω, αφρίζω.
Την πλάτη στον ήλιο γυρίζω
που δειλά παραμονεύει σαν χαφιές.

Της λατρείας ο βωμός μ' ανατριχιάζει.
Ξεμακραίνω γοργά· σταλιά δεν με νοιάζει.

Πίσω, ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της σφιχτά·
με φτάνει το τραγούδι το στερνό σου
με τις παλάμες μου κλείνω τ' αφτιά.

Οι νύχτες των ρηχών ερώτων - 1982


                                           

Ευδόκιμο Παραμύθι


Αφηγούμαι το άγος της Ευδοκίας.
Που με σάπια μήτρα ξύπνησε ένα πρωί γκαστρωμένη.
Και σαστισμένη στο απερινόητο θάμα ξόρκισε το θεό
Και το διάβολο. Μετά έκρυψε τη κοιλιά της στα φαρδιά
Αποφόρια της πεθαμένης μάνας της ωσότου γέννησε
Κρυφά ένα μπάσταρδο όνειρο. Χωρίς φύλο.
Με δυο σάρκινες πτέρυγες.
Έναν δύσμορφο άγγελο
Ένα λιπόβαρο βρέφος
Ένα στόμα φαφούτικο
Που τσίριζε διαρκώς σα στρουθί.

Αφηγούμαι της Ευδοκίας την άτη.
Που αγάπησε το αλλόκοτο γέννημα της. Για λίγο.
Ώσπου αποστρέφοντας το πρόσωπο του' στριψε το
Το λαρύγγι. Με δαγκαμένα χείλη και δάχτυλα άτρεμα.
Για να το ρίξει τη νύχτα στο στερεμένο Πηγάδι. Σαν
Πέτρα. Σαν δόντι που έσπασε στους υπερήχους ενός
Βωβού ουρλιαχτού.

Αφηγούμαι το απροσήγορο ποίημα.
Για μια στέρφα γη που κατάπιε τον καρπό τον αδόκητο.
Και που παντρεύτηκε μετά από έρωτα ένα μόρτη γαμιά
Που την όργωνε μεθυσμένος με πέτρινο αλέτρι.
Και ούτε πια που σκεφτόταν το που' κανε. Κι' όπως δεν
ξανάπιανε Σπόρο ο ζευγάς γρήγορα τη βαρέθηκε.
Και τη ξαπόστειλε στο σπίτι που μάνα δεν τη περίμενε.
Στο δρόμο με το κρίμα ζωντανό στο κατόπι της.
Να καταριέται την ώρα που το πέταξε σα σκυλί.
Να ξεριζώνει τα μαλλιά της.
Να γδέρνει το πρόσωπό της ολοφυρόμενη.
Να ζητιανεύει μ' ένα τσίγκινο πιάτο την τιμωρία
Και να εισπράττει συμπόνια σε κέρματα.

Μου αφηγείται η κοιλιά του άρρητου λόγου.
Πως σάλεψε ο νους της και ρίχτηκε στο πηγάδι
Να τό βρει. Πως την περίμενε άλιωτο μοσχοβολώντας
Ανθόγαλα. Πως τώρα στις πτέρυγες του θρόιζε ένα
Στιλπνό φτέρωμα στο χρώμα του αχάτη. Και πως
Τρέχανε τα μάτια της νερό γλυφό. Χωρίς σταματημό.
Με τα φτερά του στραγγαλισμένου ονείρου
Να διυλίζουν τα υφάλμυρα δάκρυα. Μέχρι που γιόμισε
Η τρύπα ως απάνω. Κι έγινε το ξεροπήγαδο μια
Κρουσταλλοπηγή αστείρευτη που ξεδιψούν
Τα ονειροβλάσταρα τ' αγέννητα ακόμα.

6 - 7 - 2013






Όπως τα τρυγόνια

Παλίρροιες ρηχών ακτών
μου γλείφουν τ' αχαμνά ίσαμε τη γούβα του αφαλού
κι' αποτραβιούνται αφήνοντας την καρδιά μου στεγνή.

Στα βαθιά σα βρεθώ γίνομαι ξύλινο σκαρί
που γλιστρά με κερωμένη καρίνα
στο νόστο της εργένικης εστίας.

Στα ριζά μιας μονόχνωτης φτιάξης ενδημώ
ρουφώντας την υγρασία χωμάτινων δακρύων.

Όρτσα στους έρωτες ταξιδεύω
με τα πανιά να τσιτώνουν στους αληγείς
ως να κουρελιαστούν και να γίνουν αθύρματα.
Κάβο δεν πιάνω.
Ανάστροφα τη πρώρα γυρνώ κι' αλαργεύω
προτού με προφτάσει η πλήξη της άπνοιας.

Από τη μητρική γαστέρα
ένα κακότυχο παιδί παρασιτεί εντός μου
σαν καλοήθης όγκος που δεν μεγαλώνει
και εγώ γονιός αμέριμνος
το παραμελώ
το ξεχνώ στα μαγαζιά
στους δρόμους
σε ξένα κρεβάτια
στις αγκαλιές που κλέβω και το τιμωρούν
μα δεν παραπονιέται μήτε με παρατά
για τίποτα στον κόσμο.

Άγρυπνο με καρτερά τα κρύα βράδια
με παραστέκει να ξεντυθώ
κουρνιάζει δίπλα μου ώσπου με παίρνει ο ύπνος.

Εκείνο δεν κοιμάται ποτέ
γιατί φοβάται μήπως ξυπνήσει γέρος
και πεθάνει πριν από μένα.
Πιστεύει πως μόνος δεν θα τα βγάλω πέρα
και θα σκορπίσω όπως τα τρυγόνια
στην πρώτη γερή ντουφεκιά.

Οι νύχτες των ρηχών ερώτων, 1982


Ήταν ένα μικρό καράβι...

Δε ταξιδεύω πια πουθενά.
Παροπλίστηκα...
Στέκω ασάλευτος
σφηνωμένος σε δυο υφάλους
οι κλειδώσεις μου τρίζουν
η κοιλιά μου έχει ανοίξει
και τα σπλάχνα μου χύνονται στον βυθό.
Παίρνω αργά το ερυθροκίτρινο της σκουριάς.
Ένα - ένα τα μέλη μου
ξεκολλάνε και πέφτουν
η ανέλκυσή μου ασύμφορη
καθώς το κόστος της αποθαρρύνει
τους επίδοξους κυνηγούς ναυαγίων.
Με αγαπούν όμως πολύ
οι υποθαλάσσιοι σύντροφοί μου.
Τα ψάρια, τα κοχύλια, τα φύκια
όλα τα πλάσματα που ζουν στα νερά μου.
Μαζί με τη σαβούρα
που αφήνουνε πίσω τους
όσοι αρμενίζουν ακόμα
μαζεύονται γύρω μου
κολλάνε πάνω μου σαν τσιρότα
φωλιάζουν μέσα μου
με τρώνε και με θρέφει η πείνα τους
βουβοί συνδαιτυμόνες ενός μυστικού δείπνου
με την προδοσία απούσα.

Harefield 2010






Χαρταετοί

Ψηλά όσο μπορεί να φτάσει,
πέταξε τον χαρταετό σου κι' ύστερα,
όταν στα σύννεφα απ' τα μάτια σου χαθεί,
κόψε του το σχοινί κι' αμόλα τον,
ψηλότερα να πάει μονάχος.

Μα σαν του ανήφορου οι πνοές σωθούν,
και τονε δεις σε ίλιγγο τρελό να πέφτει,
μη τονε ψάξεις·
κι' αν τύχει στα γυμνά καλώδια,
καρβουνιασμένο σκελετό τον αντικρίσεις,
μη λυπηθείς.

Προτού ξανά τα χελιδόνια,
στήσουνε δίπλα του φωλιές,

εσύ καινούργιο αετό θα φτιάχνεις.

18 - 3 - 2013

Νάρκισσος


Ήμουν ο Narcissus Purum.
Στης Fata Morgana
τη κρυστάλλινη σφαίρα
τρεμόπαιξε η εικόνα μου
καθώς έσκυβα στο νερό της λίμνης.

Πριν ακόμη καθαρίσει το θάμπος
βλέποντας με ανέμελα
να ριγώ στο είδωλό μου
πέταξε με λύσσα το γυάλινο μάτι της
στον υγρό καθρέφτη
και σκόρπισε την ομορφιά σε θρύψαλα.

Ήμουν ο Narcissus Purum.
Που του είπε ξέπνοη
πως ο έρωτας δεν χαραμίζεται στην όψη του.
Αυτός που ξέχασε τον εαυτό του
στα λόγια της πιάστηκε
και βούλιαξε αργά
ώσπου πνίγηκε
όχι στη ματαιοδοξία του
αλλά σε μια ρηχή λακούβα χιόνι.

Ήμουν ο Narcissus Purum.
Τώρα με λεν ασφοδέλι και φυτρώνω στον Άδη.

Συλλογή ''απο μυθο ποίηση'', 1984


Αποδόσεις στα Ελληνικά του Δημήτρη Νικηφόρου

Vladimir Vysotsky : My Hamlet

Δυο λόγια μόνο θα ιστορήσω εδώ με στίχους
Τι το ελεύθερο δεν έχω σε όλα ν' ανοιχτώ.
Στη μήτρα πιάστηκα μες σε κατάρας ήχους
Της γαμήλιας νύχτας. Στης αγωνίας τον ιδρώ.

Έβλεπα πως όσο πιο ψηλώνουμε απ' τη γης
Τόσο πιο άκαρδοι γινόμαστε στα πάνου.
Αγέρωχα προχώρησα για να στεφτώ ευθύς
Και να ασκήσω του αίματος τα δικαιώματά μου.

Πίστευα όλα θα γενούν κατά πως είχαν οριστεί.
Μάχη καμιά δεν έχασα και τα μερίδια ίσα δοσμένα.
Οι σύντροφοι απ' το σχολειό και στο σπαθί πιστοί
Όπως οι πατεράδες τους που υπάκουαν στο στέμμα.

Τα λόγια μου δε μέτραγα μες στην ανεμελιά.
Φιλίες κι' εύνοιες χάριζα δω κείθε ολημερίς
Των ευγενών οι γόνοι με μπιστεύονταν τυφλά
Την πρωτοκαθεδρία μου δεν πρόσβαλε κανείς.

Σκιάζαμε τους φρουρούς τα βράδια με χουνέρια,
Μαζί μας, σαν απ' οστρακιά, ο χρόνος αρρωστούσε.
Έγυρα σε τομάρια, κοψίδια δάγκωσα από μαχαίρια
Δάμασα άτια ατίθασα άλλος που δε κοντούσε.

Αργά ή γρήγορα θα μου ανήκε η εξουσία.
Μ' αλί στο μέτωπο με σφράγισε η μοίρα.
Στα χρυσοσκάλιστα σαμάρια η προδοσία,
Κι' όλα που μου αράδιαζαν ήτανε φύρα.

Στα χείλια χάραζα ένα χαμόγελο βαθιά ουλή,
Που πίσω του πύρωνε το βλέμμα πα στ' αμόνι.
Τέχνη που μου' μαθε ο παλιάτσος στην αυλή.
Αμήν! Φτωχέ μου Γιόρικ! Καιρό είσαι σκόνη.

Σε ονόρες και απολαβές το μερτικό αρνιόμουν,
Σε λάφυρα, προνόμια, σε δόξες και οφίκια.
Μ' έπιασε ξάφνου ο καημός για ό,τι δε νοιαζόμουν
Κι' έγινα άβουλο αρνί που σεργιανά στα ρείκια.

Ο ζήλος μου για το κυνήγι έσβησε - τάχα δειλία;
Τα κυνηγόσκυλα και τα γεράκια αντιπαθούσα.
Το άλογο κράταγα μακριά από λαβωμένη λεία
Μα κλέφτες, σπιούνους και τραμπούκους τιμωρούσα.

Θωρούσα τα καζάντια μας μέρα τη μέρα,
Όλο και πλιό να γίνουνται ντροπή και σιχαμός.
Μες στα ποτάμια τη βρωμιά ξέπλενα και τη λέρα
Στα σκότια τα αφέγγαρα της νύχτας σα τρελός.

Ένιωθα, όσο μου το νου μαράζωνε η πλήξη,
Πως απ' του σπιτικού μου ξέκοβα τα πράματα.
Με τους ανθρώπους γύρω μου είχα ξεσμίξει,
Και στα βιβλία κρύφτηκα πίσω απ' τα γράμματα.

Άπληστο για γνώση το μυαλό, αράχνης μοιάζει,
Π' όλα τ' αδράχνει : Ακινησιά και κίνηση.
Μ' άραγες ωφελεί η εξυπνάδα όπου λιμνάζει;
Μη και σε όλα δε λοχεύει η αντίφαση;

Δεσμούς με φίλους έκοψα κι αποτραβήχτηκα.
Της Αριάδνης η κλωστή μια κασκαρίκα
«Να ζει κανείς ή να μη ζει» αναρωτήθηκα
Μα την απάντηση στο δίλημμα δεν βρήκα.

Μια θάλασσα απλώνεται η θλίψη ως πέρα.
Αντιστεκόμαστε μα την ομίχλη κοσκινάμε.
Κι' όλο διυλίζουμε θολό νερό μαζί κι' αγέρα
Του γρίφου ανόητα τη λύση αποζητάμε.

Άκουσα του γονιού μου τη φωνή που με καλούσε.
Την ακολούθησα μα δισταγμοί με τυραγνούσαν.
Βουνό οι σύχυσες που κατά πάνω με τραβούσε,
Ενώ της σάρκας τα φτερά στο χώμα με βυθούσαν.

Σε κράμα αδύναμο έλιωνα αργά μες στο καμίνι,
Κι' ίσα που κρύωνε αποσκορπούσε σαν τ' αλάτι.
Και σαν τους άλλους αίμα έχυσα κι' όπως εκείνοι
Στάθηκ' αμπόρετο στο γδικιωμό να στρέψω πλάτη.

Μια τελευταία αναλαμπή πριν τον χαμό μου!
Αχ Οφηλία! Άγουρο το κορμί θα λιώσει...
Είμαι φονιάς και δε λογάω πια τον εαυτό μου,
Καλύτερο απ' αυτόν που' χω σκοτώσει.

Είμαι ο Άμλετ, εγώ που τ' άδικο απεχθανόμουν!
Που δυάρα δεν έδινα για της Δανίας το στέμμα!
Κι' όμως με κατηγόρησαν για δόξα πως κοφτόμουν.
Του θρόνου τους αντίζηλους πως έπνιξα στο αίμα.

Ω πόσο φέρνει η έλλαμψη στη τρέλα αν θες!
Ο θάνατος στη κούνια μας λοξά κοιτάζει.
Κι' όσο εμείς γυρεύουμε λύσεις απατηλές
Το ερώτημα αθέατο σκληρά σαρκάζει.

Απόδοση : Δημήτρης Νικηφόρου




Σεργκέι Γιεσένιν : Αντίο ωραίες περιπλανήσεις μου



Καμιά μετάνοια, δάκρυ κανένα δεν στάζω
Σαν αραιή αχλή απ' τις μηλιές όλα περνούν
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν

Σαν να χτυπάς αλλιώτικα καρδιά μου τώρα
Μια ψύχρα σ' άδραξε που σέρνοταν ξοπίσω
Στρώνουν οι λεύκες το χαλί τους μα μπονώρα
Δεν με καλούν ξυπόλητος να σεργιανίσω

Πνεύμα αλήτικο! Λιγότερο ολοένα, δίχως βιάση
Συδαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση
Γίναν στάχτη τα πάθη και η άγρια ματιά

Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα
Ζωή μου, μη και σε όνειρο έχεις πλαγιάσει;
Μη και σε ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας χαραυγής αχνόφεγγης έχω καλπάσει;

Μας παίρνει καταπόδι η φθορά που σκόρπισε
Χάλκινα φύλλα απ' του σφενταμιού τη ράχη
Ας είναι πάντα ευλογημένο το που άνθισε
Στο χώμα πάνω μια φορά και εμαράθη.

Απόδοση : Δ. Νικηφόρου
24 - 6 - 2013


Δημήτρης Νικηφόρου


Ο Δημήτρης Νικηφόρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην πρώην ΑΣΟΕΕ. Έφυγε στο εξωτερικό πριν αποκτήσει το πτυχίο του. Ζώντας σε μια διαρκή σχεδόν περιπλάνηση, Γερμανία (Αμβούργο, 1985 - τέλη του '89), Αμερική (Νόρφολκ, Βιρτζίνια και Πασαντίνα, Καλιφόρνια, τέλη του 1990 - '95) και Καναδά (Κεμπέκ, 1995 - '97), με διακοπή ενός έτους, όταν επέστρεψε από την Γερμανία στην Ελλάδα για να φύγει μετέπειτα στις Η.Π.Α., έκανε πολλά περιστασιακά αλλά και μονιμότερα επαγγέλματα με την ποίηση να είναι πάντα το ... άμισθο έργο στο οποίο ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά.
 Γύρισε στην Ελλάδα στα μέσα του 1997 και, εκτός από ένα διάλειμμα τριών χρόνων, που βρέθηκε στην Αγγλία, ζει στην Αθήνα παρέα με την μοναδική ερωμένη που της έμεινε πιστός. Την ποίηση.


Αναδημοσίευση από: http://kirithres.blogspot.com/2014/03/blog-post_26.html