Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τζιόβας Φρίξος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τζιόβας Φρίξος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Φρίξος Τζιόβας - Νοσταλγία


Μου αρέσει νάρχεται η παλιά ρωμαντική βροχή
και σε μια κάμαρη εγώ να μένω καθώς τώρα.
Να μην πονώ, να κάθουμαι χωρίς απαντοχή,
μόνο ν' ακούω στη σκεπή και στην αυλή τη μπόρα.
Να παίζει μελαγχολικά μια μουσική δωματίου
και να θυμάμαι τα γλυκά παιδικά μου χρόνια:
κήπους υγρούς, ευκάλυπτους, χρυσούς καρπούς στα δένδρα
κι εκείνα τ' αυγουστιάτικα νυχτερινά τρυζόνια.
Αχ! η βροχή στο γαλανό το δάσος, στις σκεπές
τα ρόδα και τα σύννεφα στην απαλήν εσπέρα,
που κάνανε την παιδική ψυχή μου να ξεχύνει
κάτι σαν από φλάουτο γλυκό στην ατμοσφαίρα.

Πηγή: https://izagori.gr/people/biographies/499-%CF%86%CF%81%CE%B9%CE%BE%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CE%B2%CE%B1%CF%83-1919.html

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Φρίξος Τζιόβας-Άτιτλο

Δε θα βρεις ξανά τη χαμένη όραση·
κανείς δε θα τολμήσει να στο πει, μα συ το ξέρεις.
Όλα έχουν μια λύπη μα καθώς ο δύτης στο βυθό
ανακαλύπτει πράματα εξαίσια, έτσι κι εσύ
βουλιάζοντας χαμογελάς στις μνήμες σου.
Η όψη σου γλυκά χλωμή και τα μαλλιά σου άταχτα.
Πήδησες άταφα κορμιά παιδιών,
το δέρμα σου κρατάει τη χαρακιά της Μοίρας.
Σε δάγκωσε ο πόνος, μα του ξέφυγες.
Και τώρα! Πήδησε τα δεμάτια του σανού,
μέχρι την ξαστεριά να φτάσεις.
Δυο παπαρούνες δέσε στου ψαθιού σου το φιλέτο
κι ανέβα με τη ρίγανη στου λόφου μας τ' αστέρια.
τράβα το κομποσκοίνι της σελήνης που σου ρίχνει
τα σήμαντρα της Οικουμένης να σημάνεις.
Οι γρύλλοι του βραδιού με βελουδένια κάπα
σε βίλλα πάνε για να κάνουν σερενάτες.
Βγάλε τη φυσαρμόνικα και παίξε στα πουλιά,
ώσπου η τρίχα της φωλιάς τους να χορέψει.
Μάζευε, μάζευε· κουρσάροι δε θα βρουν το θησαυρό σου.
Την πίκρα που σε παίδεψε σκόρπα την στα νερά.
Να χαμογελάς στα σύννεφα, είσαι μονάχος....
Να χαμογελάς στα όνειρα , είσαι μονάχος....
Να χαμογελάς στον άνθρωπο, είσαι μαζί του...


Φρίξος Τζιόβας, Αίμα και φως, Γιάννινα 1954.


Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Φρίξος Τζιόβας-Μέσα σ᾿ ὅλα καί τοῦτο



Ἄν σ᾿ ἐπισκεφτεῖ ξανά γαλάζιος ἄνεμος,

ἄν τρίξει καπνοδόχος γλυκά στό ἄγγιγμα χεριοῦ

πού ταξιδεύει στήν ὁμίχλη

καί θάναι αὐτό τρελή χαρά σου,

ἄν κελαηδήσει τό δωμάτιο καθώς ξυπνᾶς,

ὅλα θά εἶναι μάταια παιχνίδια τῆς στιγμῆς.

Πικρή φωνή μου σῶπα.

Πιό πέρα

κάτι τό ἀνείπωτα φριχτό παραμονεύει

τά χρώματα τοῦ παιδικοῦ μας ὕπνου νά προλάβει:

Τό Θαλασσί

πού κάλπαζε καβάλα σέ τριαντάφυλλα,

τά μάτια τοῦ σταριοῦ

πού κλαίγανε γιατί τά εἶχαν ντύσει πράσινη βροχή,

τό γκρίζο

πού τά οὐράνια ἔκλεινε τό σπίτι

κι αὐτά μᾶς λέγαν λυπημένες ἱστορίες,

τό κίτρινο

πού φόραγε τήν ψάθα μιᾶς Κινέζας καί γελοῦσε,

τό χρυσαφί

πού ἅρπαζε στή θάλασσα εὐτυχισμένο

τή χαίτη βιαστικοῦ ἱππόκαμπου.

Φθινόπωρο περνοῦσε ὀνειρεμένο·

τά τεράγωνα τοῦ σκακιοῦ ἐμελετοῦσες,

ὡραῖες καί θελκτικές στιγμές

δέν ἔνιωθες πώς φεύγουν...

Τό ἐκκρεμές σοῦ ἔκανε ἀπελπισίας νοήματα.

Ἔλεγες πώς ὅλα ἔτσι θά μείνουν!

Τῆς Μπατερφλάυ ὁ δίσκος,

τά χρυσάνθεμα στά βάζα καί τ᾿ ἄστρο

πού ἐρχόταν νά πλανέψει τήν καρδιά μας

πάνω σέ τρυφερό καί ἀσημένιο φόντο Κυριακῆς.


Τότε δέν ἔνιωθες τό ἥσκιο

πίσω ἀπ᾿ τό λαιμό σου πιστόλι νά κρατᾶ·

-τί κρύο εἶναι τό φύσημα ἑνός ἥσκιου!-,

τῶν φίλων σου οἱ φωνές κυλοῦσαν χαρωπά

μέ τοῦ ἑσπερινοῦ τίς χάντρες.

Τῶν φίλων σου οἱ φωνές

τώρα βαθύνανε καί δίνουν

τή φρίκη πηγαδιῶν στή νύχτα πού σέ παγιδεύουν.


Ἤμαστε κάτι φίλοι μιά φορά

καί τώρα τί ἔχουμε γίνει;

Μαζί μέ τά κομμένα πόδια μας

θάψαμε γιά πάντα τήν ἐμπιστοσύνη.

Μέ τό μπαστούνι πού κροτεῖ στά πεζοδρόμια

βαδίζει καί ἡ τραχύτητα

τοῦ Κάιν τοῦ ἀδερφοῦ, τοῦ ἀθλίου...


Φρίξος Τζιόβας, «Στόν ἀδερφό μου Κάιν», ἀπό τή συλλογή «Αἶμα καί φῶς», Γιάννινα 1954, σσ. 10-11.