Ἄν σ᾿ ἐπισκεφτεῖ ξανά γαλάζιος ἄνεμος,
ἄν τρίξει καπνοδόχος γλυκά στό ἄγγιγμα χεριοῦ
πού ταξιδεύει στήν ὁμίχλη
καί θάναι αὐτό τρελή χαρά σου,
ἄν κελαηδήσει τό δωμάτιο καθώς ξυπνᾶς,
ὅλα θά εἶναι μάταια παιχνίδια τῆς στιγμῆς.
Πικρή φωνή μου σῶπα.
Πιό πέρα
κάτι τό ἀνείπωτα φριχτό παραμονεύει
τά χρώματα τοῦ παιδικοῦ μας ὕπνου νά προλάβει:
Τό Θαλασσί
πού κάλπαζε καβάλα σέ τριαντάφυλλα,
τά μάτια τοῦ σταριοῦ
πού κλαίγανε γιατί τά εἶχαν ντύσει πράσινη βροχή,
τό γκρίζο
πού τά οὐράνια ἔκλεινε τό σπίτι
κι αὐτά μᾶς λέγαν λυπημένες ἱστορίες,
τό κίτρινο
πού φόραγε τήν ψάθα μιᾶς Κινέζας καί γελοῦσε,
τό χρυσαφί
πού ἅρπαζε στή θάλασσα εὐτυχισμένο
τή χαίτη βιαστικοῦ ἱππόκαμπου.
Φθινόπωρο περνοῦσε ὀνειρεμένο·
τά τεράγωνα τοῦ σκακιοῦ ἐμελετοῦσες,
ὡραῖες καί θελκτικές στιγμές
δέν ἔνιωθες πώς φεύγουν...
Τό ἐκκρεμές σοῦ ἔκανε ἀπελπισίας νοήματα.
Ἔλεγες πώς ὅλα ἔτσι θά μείνουν!
Τῆς Μπατερφλάυ ὁ δίσκος,
τά χρυσάνθεμα στά βάζα καί τ᾿ ἄστρο
πού ἐρχόταν νά πλανέψει τήν καρδιά μας
πάνω σέ τρυφερό καί ἀσημένιο φόντο Κυριακῆς.
Τότε δέν ἔνιωθες τό ἥσκιο
πίσω ἀπ᾿ τό λαιμό σου πιστόλι νά κρατᾶ·
-τί κρύο εἶναι τό φύσημα ἑνός ἥσκιου!-,
τῶν φίλων σου οἱ φωνές κυλοῦσαν χαρωπά
μέ τοῦ ἑσπερινοῦ τίς χάντρες.
Τῶν φίλων σου οἱ φωνές
τώρα βαθύνανε καί δίνουν
τή φρίκη πηγαδιῶν στή νύχτα πού σέ παγιδεύουν.
Ἤμαστε κάτι φίλοι μιά φορά
καί τώρα τί ἔχουμε γίνει;
Μαζί μέ τά κομμένα πόδια μας
θάψαμε γιά πάντα τήν ἐμπιστοσύνη.
Μέ τό μπαστούνι πού κροτεῖ στά πεζοδρόμια
βαδίζει καί ἡ τραχύτητα
τοῦ Κάιν τοῦ ἀδερφοῦ, τοῦ ἀθλίου...
Φρίξος Τζιόβας, «Στόν ἀδερφό μου Κάιν», ἀπό τή συλλογή «Αἶμα καί φῶς», Γιάννινα 1954, σσ. 10-11.