Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Λουντέμης Μενέλαος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Λουντέμης Μενέλαος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Μενέλαος Λουντέμης, «Ο Κονταρομάχος [Κώστας Βάρναλης]» (απόσπασμα)


[...] Μια μέρα πέρασα να τον δω απʼ την εφημερίδα. Ήταν όμως κάπως αργά και κείνη την ώρα κατέβαινε. Ήταν φορτωμένος με καμιά εικοσαριά τόμους ποιητικές συλλογές. Στην πραγματικότητα ήταν όλες δοκιμές, εξορμήσεις νέων στιχουργών, νεοσσών. Τʼ άφησε στο περβάζι του παραθυριού ενός άγνωστου σπιτιού κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πάντα το αιώνιο σακάκι του. Μεσημεράκι. Ο ήλιος έκαιε.

— Ζεματάει, μου λέει. Δεν πάμε για κανένα κατοσταράκι να δροσιστούμε;

Ο Καζαντζάκης —που ωστόσο δεν έπινε— θα τόλεγε να «δροσέψουμε». Ο Κοτζιούλας πάλι το ʽλεγε «θαραπαή».

— Και δεν πάμε; του λέω. Αλλά δώσʼ μου πρώτα το μισό σου βάρος.

Τʼ ανακάλυψε ξαφνικά και… αποφάσισε να θυμώσει. Και —πώς τα κατάφερε;— θύμωσε για καλά.

— Συλλογή «Συλλογών» κάνεις; τον ρώτησα.

— Τι θʼ απογίνω εγώ μʼ αυτούς τους… φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιω ένα ποτήρι. Να ʽστελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην εφημερίδα.

— Δεν ξέρεις… του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σʼ αυτούς νά ʽναι και καμιά μεγάλη δόξα.

— Να μου επιτρέψεις νʼ αμφιβάλλω. Για κοίτα… Μου ʽδειξε τη στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απʼ αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους».) Ξεφύλλα… Και θα δεις.

— Ε, τι είναι;

— Δεν τους βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρεμούρα είνʼ αυτή, βρε παιδί; Δε σου λέω; Και μεις «μεγαλοφυΐες» ήμασταν στην ηλικία τους, άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν κάνα-δυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώσουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής, αγαπητέ… Ο ποιητής… Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι.

— Εγώ;

— Ναι! ναι… Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.

— Θα μου πεις τώρα τι ʽναι ο ποιητής;

— Καλά. Άντε ας στο πω. Καλύτερα να γράψεις αυτό που ʽναι αλήθεια παρά να γράψεις κανένα ψεύτικο. Εξάλλου τι νομίζεις πώς είναι το γράψιμο; Κουτσομπολιό υψηλής ποιότητας. Ο ποιητής λοιπόν —δε θα ξανασταματήσω— ο ποιητής είναι κλώσα, δεν είναι κότα!

— Δηλαδή;

— Δηλαδή δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, τα κλωσάει, συμπληρώνει τα «τέρμενα»… Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και τα διαλαλεί. Τώρα το ʽχει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε έναν τόμο πουλάκια.

 Μενέλαος Λουντέμης, «Ο Κονταρομάχος [Κώστας Βάρναλης]», εκδ. Δωρικός 1974.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Μενέλαος Λουντέμης, Κάτω απ΄ τα κάστρα της ελπίδας (απόσπασμα)

 Τώρα βλέπει τις σπιταρόνες και ζαλίζεται. Πως δε ζαλίζονται κι οι ίδιες και δεν πέφτουν; Βλακείες. Ζαλίζονται ποτέ οι πέτρες κι οι ασβέστες; Εδώ δε ζαλίστηκαν κείνοι που τις έχτισαν ή κείνοι που τις κατοικούν! Μα τι στο καλό! Γεμάτη από ακροβάτες είναι αυτή η πόλη; Ορίστε… Ο ένας πατά –μαζί με το σπίτι του- απάνω στον άλλον. Αλλά…περίεργο! Δεν ξέρουν ο ένας τον άλλον –κι ούτε θέλουν να τον ξέρουν. Κι ούτε και τον χαιρετά. Μα αυτοί πια παιδί μου δεν είναι άνθρωποι. Αυτοί είν΄ αγρίμια! Και παραμονεύουν να ξεσκίσουν το ένα τ΄ άλλο! Τους βλέπεις; Να τους! Είναι σταματημένος τόσην ώρα σ΄ αυτόν τον πολυσύχναστο δρόμο… Πέρασαν, πέρασαν ο ένας μπρος απ΄ τον άλλον κάπου δυο χιλιάδες άνθρωποι. Ε, ούτε ένας μωρέ παιδί μου να μη σταματήσει να πει μια καλημέρα! «Καλημέρα, αδερφέ μου, τι κάνεις;» Πω πω…ρουμάνι! Αχ, Μέλιο, Μέλιο…Πως θα ζήσεις φτωχέ μου ανάμεσα σ΄ αυτά τ΄ άλαλα πλάσματα; Που θ΄ ακουμπήσεις; Να…νύχτωσε κι ως τώρα κανείς δε σε κοίταξε στα μάτια. Κανείς δε σταμάτησε να σου πει «Μην τρέμεις, παιδί μου, ησύχασε, βρίσκεσαι ανάμεσα σ΄ ανθρώπους…



Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης - Το κρασί των δειλών (απόσπασμα)


Αύριο περιμένω δίκη, του λέει πατρικά.
Ποινή μου εκατό τα εκατό θα 'ναι ο θάνατος.
Θα μπορούσα να κάνω όχι ένα μέτρο πίσω, αλλά ένα εκατοστό... και θα γλίτωνα.
Αλλά τότε τι θα μου μείνει Βόβα;
Βόβα... αν το ιδανικό μας ήταν τόσο φτηνό που να μπορούσε να το εγκαταλείψει ο άνθρωπος τόσο εύκολα τότε τι ιδανικό θα ήταν;
Εδώ μια ποδοσφαιρική ομάδα εγκαταλείπεις και σε περιφρονούν.
Πώς μπορείς να εγκαταλείψεις ολόκληρο ''πιστεύω'';
Όχι, Βόβα. Θα πεθάνουμε και μεις γι' αυτό το ιδανικό, για να το κάνουμε ακόμη πιο ακριβό.
Τόσο ακριβό που να αποφασίσουν να πεθάνουν κι άλλοι άνθρωποι για χάρη του.
Και τότε θα γίνει τέλειο...

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Μενέλαος Λουντέμης - Ποιήματα (κι ένα πεζό)

    Ερωτικό Kάλεσμα

Έλα κοντά μου, δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι, δεν είμαι η φωτιά.
 
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.

Ο Σταχτύς Θάνατος

Θαρρούσα ως τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρρούσα ως τώρα...
πως όλα τα πράματα
βαδίζουν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η Χαρά άσπρη.
Η Θλίψη χλωμή.
Ο Έρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα...

Και περνούσα τις μέρες μου,
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα όνειρά μου συγυρισμένα.
Με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατί έτσι τα 'βλεπα.
Έτσι νόμιζα.

Μα μια μέρα...
Μιά μέρα -φίλοι μου καλοί-
ένα σταχτύ σύννεφο άφησε τον ουρανό του
κι έπεσε στη κάμαρά μου.
Και τότε... όλα... έχασαν το χρώμα τους.
Η Θλίψη έγινε σταχτιά.
Σταχτιά κι η χαρά.
Σταχτύς κι Έρωτας.
Και σταχτύς -αλίμονο- κι ο Θάνατος.
 
Ω Σειρήνα, εσύ...
Εσύ που τα 'βαψες όλα.
Που τ' άλλαξες όλα,
γιατί δεν άφηνες το Θάνατο
-τουλάχιστον αυτόν-
να με πάρει με τ' αληθινό του χρώμα;

Το Παραμύθι Ενός Ραγισμένου Έρωτα

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει το καημό του.

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.

"Έρωτα μη σε πλάνεψαν
  άλλων ματιών μεθύσια
  και μεσ' τα κυπαρίσια
  περνάς με μι' άλλη νιά;
  Έρωτ' αδικοθάνατε,
  Έρωτα χρυσομάλλη,
  αν σ' είδαν με μιάν άλλη,
  ήταν η Λησμονιά
".


Μιά φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μιά μισή πλάκα,
που 'λεγε το μισό της σκοπό:
"Έρωτα μη σε... Έρωτα μη σε...
  έρωτα μισέ... έρωτα μισέ
..."


Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
και ν' ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:

"Έρωτα μη σε σκότωσαν
  τα μαγεμένα βέλη;
  Έρωτα Μακιαβέλλι.
  Τα μάτια που σε λάβωσαν,
  με δάκρυα πικραμένα,
  καρφιά 'ταν πυρωμένα
  και μπήχτηκαν βαθιά
".

......................................................

Ποιός μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν' ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ' ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ' ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ ειν' ένα ξερό έντομο
σ' ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατος σου!

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!

Γι΄αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μή!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μια αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μια πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ' όνομά μου!


  Α ρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο  
  Ί σως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
  Γ ελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
  Λ ησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
  Η λίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη
                       
 (4 Ποιήματα από το: "Κάτω Απο Τα Κάστρα Της Ελπίδας")
..........................................................................

Οι κερασιές θ' ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουν μ' άνθια το παρτέρι.
Πικρή που ειν' η 'Ανοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι!
Πικρή που 'ν' η ζωή!

'Ανοιξε το παράθυρο στη πρωϊνή γιορτή,
για να 'μπουν οι μοσχοβολιές από το περιβόλι.
Αχ κάθε του τριαντάφυλλο και μια πλήγη από βόλι,
είναι για 'σε ποιητή!

Κουράστηκα να σε καρτερώ, Έρωτα και να λιώνω,
'πα στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος, μια ζωή.
Μ' αν ήτανε να 'ρχόσουνα για ένα έστω πρωΐ,
χίλια θε να 'δινα πρωϊνά, να ζήσω εκείνο μόνο.

 -------------------------------------------------              

Θρόμβοι αιματένιοι στου κλαβιέ, κυλήσαν τη καδένα.
Κόκκινη γύρη, που το δρόμο πήρε της νοτιάς.
Ψυχή, που θάλασσα έγινες, -μια θάλασσα φωτιάς-...
Μπαλάντα του Σοπέν Νούμερο Ένα.
............................................................................
Αντίο Γαλήνη τώρα πια. Αντίο σεμνή Ησυχία
κι αντίο 'συ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρά που στ' αποδείπνι σου δε βρήκα ούτε ψιχία
και καλώς ήρθες βιαστικέ και βίαιε Χαλασμέ!

Στάχτη η Αγάπη. Η Ελπίδα αβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αιμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι...
Μες στις ρωγμές ο Θάνατος, σα κρύος βοριας, τρυπώνει
κι οι άνθρωποι -σφάγια- τονε προσμένουν στα παχνιά!

Ορθή η Φοβέρα μοναχά και μοναχά η Οργή,
-κλάψτε μικροί, που για μεγάλοι 'χατε φτάσει-
Η Δόξα εφτερούγισε, λίγο να ξαποστάσει,
επάνω στα κεφάλια σας και μίσεψε γοργή!

Μικρέ Εαυτέ, που για αητός ανέβαινες κι από ψηλά,
τον ήλιο βάλθηκες, σα σύννεφο να 'σκιώσεις.
Γραμμένο σου ήτανε σα σύννεφο να λιώσεις
και σα βροχή να πέσεις χαμηλά.

Και τώρα από το χώμα αυτό, που ποτισμένο το 'χω 'γω
με των ματιών μου τη βροχή και με τον εαυτό μου,
ζητώ φωτιά, απ' τη στοργή του τελευταίου εντόμου,
ν' ανάψω, να πυρποληθώ και να φλεγώ!

Τους πράους δε κατάφερα να τους λατρέψω και να τους
παρηγορήσω που 'κλαιαν, πάνω στους άδειους μώλους.
Ειν' η καρδιά μ' ολόκλειστη για τους ουράνιους, δυνατούς.
Και για τους γήϊνους... και για όλους... και για όλους...

Στιγμή δε τη ξεδίψασα την άγρια 'παντοχή μου,
θλιμμένος κι όντας έκλαιγα και που τραγούδαγ' όντας...
Και το κοράκι, που απ' τα Ηλύσια μ' έφερε πετώντας,
για πληρωμή, μου πήρε τη ψυχή μου!
...................................................................................
Καλή μου τέλειωσε ο Σοπέν; Α πόσο υπέροχη ήσουν!
Κι εγώ δε μπόρεσα απλόν, ούτ' έναν έπαινο να βρώ.
Μα πως να σε παινέψουνε, πως να χειροκροτήσουν,
τα χέρια τούτα που τριάντα χρόνια, κάμαν στο σταυρό;

(2 Ποιήματα από το "Οι Κερασιές Θ' Ανθίσουν Και Φέτος")

Ο Εξάγγελος Των Περσών

Σαν έφτασε ο Εξάγγελος στα Σούσα

με καταξεσκισμένο αντερί
για ν’ αναγγείλει το χαμό της Σαλαμίνας…
Και πήρε η σύναξη να βογκά.
Και πέτρωσαν ολοσούσουμοι οι γέροι
κι η Άτοσσα απόμεινε μπρος την πύλη
σαν άγαλμα χρυσό…

Από ‘ναν μακρινό αμμοσωρό
ένας καταμόναχος σκύλος
-σαν πανάρχαιος χρησμός-
ένωσε το κλάμα του,
με τον ψυχοδαρμό των γέρων.
Και συνταράχτηκαν συθέμελα οι Ναοί
και τα χρυσά παλάτια της Περσίας.

Τότε η μεγάλη βασίλισσα,
δείχνοντας τ’ οδυρόμενο σκυλί
«Να σταματήσει!» πρόσταξε.
«Να σταματήσει να διηγάται ο Εξάγγελος
και να κοπούν οι οδυρμοί
και το θρηνολόι των γερόντων».

Τότε η σύναξη σα μαύρη κιονοστοιχία
πέτρωσαν στον τόπο της.
Και με βλέμμα ετοιμόσβηστο:
«Τι δηλοί;» ρώτησαν. «Μεγαλοδόξαστη βασίλισσα!
Τι δηλοί αυτή η σιωπή;»

Κι η Βασίλισσα
-μαδώντας την πλουσιόκομη κεφαλή της-
«Αλί!… είπε. Αλί. Εγώ
το πικρό το άγγελμα το έλαβα.
Σαν σταματήσει το κλάμα του σκυλιού
θ’ αρχίσει ο θρήνος της Περσίας!»

Το Αληθινό Μας Ρούχο

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.

Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους
που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.

Ας Μη Μετρήσουμε

Ας μη καθίσουμε να μετρήσουμε

ποιανού δάκρυα ήτανε πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ‘ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μη καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ‘ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που ‘χουνε τα δάκρυα.

Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)

Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.

Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μη κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.

Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!

     3 ποιήματα από "Το Σπαθί Και Το Φιλί"

                         Το Κορίτσι Με Το Φεγγάρι Στο χέρι

Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του― αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει ― όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…― και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».
Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.
Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.
Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, ― ά, ναι…― και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέψου… Αυτός κι εκείνη ― το Ολγάκι― με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» ― «Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο φεγγάρι…».
Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…
Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.
Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ‘πε ― κείνη έτρεμε…
― Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι, ― δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί― τότε μπορεί να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε ― γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.
Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…
Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.
Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…
Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε ― μέσα στα βαθιά έγκατα― έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της ― χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό. Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.
Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ο κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ‘φερε ο πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν. Κρίμα…
Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ‘ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο… Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ‘σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.
Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φως, και την εγκαρτέρηση.
Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες ― γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν― και τον πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε βγάζεις λέξη».
Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.
― Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;
― Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.
― Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.
― Αρχές Απρίλη.
― Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.
― Τέλη του Νοέμβρη;…
Εφτά μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…
Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.
― Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.
Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.
― Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον ξεπληρώσω…
― Ποιον παιδί μου; Λέγε…
― Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… ― ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι― εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…
― Άσε, ξέρω.
― Ξέρεις;
― Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.
― Ποιος; Το κορίτσι;
― Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό μήνες που το σπίτωσε.
― Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;
― Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;
― Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…
Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.
― Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…
― Τι;
― Δεν έχουμε λιανά.
Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.
― Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;
Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.
― Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;
― Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.
― Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.
― Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…
― Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.
― Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δω.
― Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;
Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.
― Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…
― Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).
Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ‘κλεισε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…
Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.
Και τότε… Τότε κατάλαβε… ― κι έμπηξε φωνή― κατάλαβε… πως στον τάφο που κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…

Πηγή: https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=371

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης - Αποσπάσματα


– “Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι το κλάμα.

Από ‘κει και πέρα, οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα, και κάνουν τους άλλους να κλαίνε”.

(Βιβλίο: “Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος”)

– “Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπονταν τα στόματα που τα ‘λεγαν”.

(Βιβλίο: “Οδός Αβύσσου αριθμός 0”)

– “Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;”

(Βιβλίο: “Αγέλαστη Άνοιξη”)

– “Χωρίζει η μοίρα τους ανθρώπους, τ’ αϊδόνια αλλάζουνε φωλιά, τα μάτια βλέπουν άλλους τόπους, μα δεν αλλάζει φως μου η καρδιά”.

(Βιβλίο: “Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα”)

– “Σ’ αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο, που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ΄τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούνε στη γη, η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα.

Ο κόσμος όλος είναι ξεχειλισμένος από ασκήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε το θάνατο.

Μα πάνω απ΄αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα λάμπουν και μερικές ομορφιές, οι λιγοστές ομορφιές που έκαναν κάποιοι άνθρωποι, οι μόνοι άνθρωποι που το ήξεραν πως θα πεθάνουν”.

(Βιβλίο: “Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος”)


  • «Πήχτωνε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαμπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα, γάλα λουλάκι και σπίθες. Το ποτάμι μουρμούριζε στον ύπνο του κρυφά παραμιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε.. ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύθι. Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει τ’ άστρα. Να τα μετρήσει όλα σιγά σιγά ένα ένα. Όλα!Και τα βρήκε σωστά».
  • «Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει. Κάποιοι άνθρωποι που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιό λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ΄ τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοί ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θέση του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις; Μήπως ο Θεός; Μα οι μεγάλοι, εξόν από τα άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φτιάξανε το Θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε Θεός για τα παιδιά. Του ήρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Και τότε, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο εαυτός του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας άλλος.»
Μενέλαος Λουντέμης: Ένα παιδί μετράει τ’άστρα (αποσπάσματα)

  • Εκείνο το βράδυ οι λύκοι σώπαιναν, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»
  • Τον νόμο τον φκιάχνουν κείνοι που αδικούν, για να μπορούνε ν' αδικούν με το νόμο.
  • Αν ήρθες σ' αυτόν τον κόσμο για να μετρήσεις τα χρόνια σου και να ζήσεις μιαν φρόνιμη ζωή, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε.Τους φρόνιμους δεν τους πειράζει κανείς. Μα αν είναι να χαθεί κάποτε ο κόσμος θα χαθεί από τους φρόνιμους. Γιατί αυτοί κάναν τους ισχυρούς, ισχυρότερους.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Μενέλαος Λουντέμης - Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους (απόσπασμα)

Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει… τρέχει… ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις “όχι” στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ` ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν` ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο”.

Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος. Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ` στ` αυτιά σου….τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου…Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους…Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται. Ακουμπάς στη ρίζα,αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ` τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος οινερατζιές…και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ`ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ`την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι…πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν… Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας…Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!… Αλίκη…Τ`ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζίας.Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος.
Τάρα (αγάπη μου…αγάπη μου..), τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου…Και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το `δε…. Αλίκη.. θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.
Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας….Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.
Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο ότν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν`την τραγούδια,ξενύχτια. Καν`την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς.Είναι σαν να την βρίζεις.Σαν να τη κλεινεις τον δρόμο να ξανάρθει. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δε στα δίνουν. Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;…


Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους, εκδόσεις Πατάκη

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Μενέλαος Λουντέμης - Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα (απόσπασμα)



—Μπρε! κάνει ο γέρος σα βρεθήκανε στο φως. Αμ, εσύ είσαι παλικαράκι. Πώς είπες πως σε λένε;
—Μέλιο...
—Να όνομα! Να το χαίρεσαι, φως μου. Εγώ είμαι ο μπάρμπας σου ο Ανέστης. Από δω είναι η θεια σου η Αρετή. Κάτσε. Εδώ, εδώ, στο σοφρά. Έτσι. Ωχ! Έτσι ντροπιάρης είσαι; Αμ, θα πεθάνεις της πείνας! […] Για το Γυμνάσιο δεν ήρτες; Το κατάλαβα. Είδες που σ’ το ’λεγα, γριά;... Λοιπόν;
—Θα δώσω εξετάσεις..., είπε το παιδί. Όλο το καλοκαίρι δούλευα, και το χειμώνα... Και τώρα ήρτα για τις εξετάσεις. Έβαλα στην άκρη λίγα για τα βιβλία μου, και για το νοίκι, θα τρώω λίγο, μια φορά τη μέρα.
—Πολύ ακριβά, μικρό μου, τ’ αγοράζεις τα γράμματα. Και τι έχεις σκοπό να τα κάνεις;
Ο Μέλιος εδώ τα ’χασε. Τι να τα κάνει; Ρωτάς; Να...Τα ήθελε! Δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτά. Να, τα λαχταρούσε, έτσι... σαν το ψωμί, πώς το λένε;
—Τα θέλω... για... να διαβάζω βιβλία, είπε μόνο.
—Ε, καλά, έμαθες να διαβάζεις. Ύστερα! Τι κέρδος θα έχεις;
—Θέλω να φύγω απ’ τα γελάδια. Να μπορώ να φορώ παστρικά ρούχα. Να γράφω και
γράμματα, στρογγυλά σαν του δασκάλου. Και να μπορώ να μιλώ καλά. Να μη με περιγελάνε... Ύστερα θέλω να μάθω και κάτι μυστικά που έχουνε τα βιβλία, για να μπορώ να τα λέω και στους άλλους.
—Γι’ αυτό μοναχά τα θέλεις;
—Λένε πως... άμα δεν ξέρεις γράμματα, είσαι στραβός.
—Ε, εσύ είσαι;
—Δεν ξέρω. Μπορεί και να είμαι...
—Δεν τα βλέπεις όλα όσα είναι μπροστά σου;
—Τα βλέπω. Μα μπορεί να είναι κι άλλα και να μην τα βλέπω. Και να τα δω μεθαύριο, που θα μάθω γράμματα.

Πηγή: Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, εκδόσεις Δίφρος, 1956.

Αντλήθηκε από την Τράπεζα Θεμάτων Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

Μενέλαος Λουντέμης-Το ρολόϊ του Κόσμου χτυπά μεσάνυχτα (απόσπασμα)


«Ο πόλεμος τελείωσε μιαν άνοιξη που τα λουλούδια φοβήθηκαν να ξεμυτίσουν στην ώρα τους. Καπνοί ανέβαιναν από παντού και μουντζούρωναν τον ουρανό. Οι κακούργοι που άρχισαν τη σφαγή δεν έβρισκαν όρθιο σπίτι ούτε και για να κρυφτούν. Το αίμα που χύθηκε φώναζε σ' όλες τις γλώσσες, ζητούσε εκδίκηση. Να τιμωρηθούν οι ένοχοι, και σκληρά –μα ποιο το κέρδος για τους ζωντανούς; Οι δώδεκα αγχόνες της Νυρεμβέργης ήταν μια μινιατούρα μπροστά στα δάση από αγχόνες που σκόρπισαν κείνοι σ' όλη τη γη.
Η έκταση της καταστροφής αποκαλύφθηκε σαν σώπασε και η τελευταία τουφεκιά. Μόνο τότε μπόρεσε να ακουστεί ο μεγάλος θρήνος. Οι δρόμοι που άνθιζαν οι δεντροστοιχίες γέμισαν αίμα και καπνό. Στην αρχή σκότωναν από μίσος, ύστερα από καθήκον, πιο ύστερα από συνήθεια και στο τέλος από τρέλα. Σκότωναν από ιερή υποχρέωση, με αταραξία και φλέγμα. Σταματούσαν μόνο από κούραση ή από αφηρημάδα. Όταν λοιπόν σηκώθηκε ο καπνός και αποκαλύφθηκε σ' όλη του την έκταση το δράμα, οι φρένες πέρασαν την πιο μεγάλη τους δοκιμασία και χρειάστηκε πολλή πάλη για να μη λυθούν και σκορπίσουν.
Τα κορμιά που μαύριζαν και φούσκωναν κάτω απ' τη βροχή και τον ήλιο, οι πεσμένες στέγες που έχασκαν κάτω απ' τον ουρανό... τα λουλούδια που άνθισαν τούτο το καλοκαίρι έκπληκτα για την παράξενη δύναμη που είχαν οι ρίζες τους... οι τιναγμένες προκυμαίες, τα πηγμένα απ' τα ναυάγια λιμάνια, οι κολοβοί άνθρωποι... οι τρελές μητέρες... τα χλωμά και συλλογισμένα παιδάκια... όλα αυτά είναι τα μικρά επεισόδια μιας πελώριας τραγωδίας που κανείς τραγικός δε θα μπορέσει να την πει, γιατί θα τρελαθεί μόλις την αρχίσει. Και θα την αφήσει στη μέση...

Το ρολόϊ του Κόσμου χτυπά μεσάνυχτα (απόσπασμα)

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Μενέλαος Λουντέμης-Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα (απόσπασμα)


Σαν ξαναγύρισε σε λίγες μέρες στο σκολειό τρομάξαν όλοι να τον γνωρίσουν. Αυτό διευκόλυνε τούς ψηλομύτηδες της τάξης του που δε θέλαν έτσι κι’ αλλιώς να τον «γνωρίσουνε». Ο κύριος Σκαμβουράς, μόλις τον ανακάλυψε’ ανάμεσα απ’ τα κεφάλια των παιδιών, στύλωσε απάνω του τα μελιά του μάτια και ξεχάστηκε έτσι να τον κοιτά με απέραντη στοργή και πόνο.

-Περαστικά σου, Καδρά… του λέει, πώς είσαι, παιδί μου;

Λίγο αίμα ξεκίνησε ν’ ανηφορίζει κατά τα φρυγμένα μάγουλα του παιδιού, μα δεν πρόφτασε. Κάτι… «χι χι χι…» άρχισαν να σέρνονται σα φιδάκια από θρανίο σε θρανίο. Ο Σκαμβουράς έκανε πως δεν το πρόσεξε.

-Ανησυχήσαμε… είπε στο παιδί. Και δεν ξέραμε πού μένεις, για να στείλουμε να ρωτήσουμε. -Ευχαριστώ, κύριε καθηγητά… ψιθύρισε ο Μέλιος. Σας ευχαριστώ πολύ. -Είσαι καλά τώρα, παιδί μου…;

-Καλύτερα, κύριε καθηγητά… Ευχαριστώ.

Ο καθηγητής χτύπησε το μολύβι στην έδρα κι άρχισε να ξεφυλλίζει τον κατάλογο. Ξάφνου όμως σταμάτησε για να τους αναγγείλει ότι από τη Δευτέρα αρχίζουν τα γραπτά. -Είμαι υποχρεωμένος να σας ειδοποιήσω ότι oι συμπληρώσαντες σύνολον απουσιών πέραν του νομίμου ορίου μένουν στάσιμοι ανεξαρτήτως της επιδόσεως των στα μαθήματα. Στάθηκε λίγο και συνέχισε ταραγμένος.

-Δυστυχώς… ομολογώ ότι το μέτρον είναι σκληρό και άδικο. Ή εγκύκλιος όμως δεν αφήνει καμιά παρερμηνεία. Καδρά… Θα δούμε παιδί μου τί μπορεί να γίνει για την περίπτωσή σου. Η εγκύκλιος, ευτυχώς, έχει προβλέψει. Τα πρώτα θρανία σηκώθηκαν ξαφνικά στο πόδι. -Όχι χατιράκια, κύριε!

-Όλα για τον κουλουρτζή!

-Θα παραπονεθούμε!

-Είμαστε όλοι ίσοι!

-Όχι διακρίσεις!

Ό Σκαμβουράς σηκώθηκε στην έδρα του ορθός και πήρε — για πρώτη φορά — απειλητική στάση. -Αρκετά! φώναξε. Καθίστε αμέσως κάτω!

Κείνοι, αντί γι’ απάντηση, άρχισαν να χτυπούν φρενιασμένα τα πόδια τους . Άνοιξε η πόρτα.

Ο γυμνασιάρχης ανάστατος βρέθηκε μέσα.

-Τί συναγωγή είναι αυτή!…; ξεφώνισε.

-Κύριε γυμνασιάρχα… Εδώ μέσα γίνονται χατίρια! φωνάξανε δυο τρεις.

-Μας αδικούνε!

-Διαμαρτυρόμαστε! Ο γυμνασιάρχης χτυπούσε την απαλάμη του στην έδρα με όλη του τη δύναμη. -Σιωπή!… “Ύστερα στράφηκε στον καθηγητή:

-Τί σημαίνει αυτό; Πώς μετεβλήθη η τάξις εις θηριοτροφείον, κύριε Σκαμβουρά;

-Κύριε γυμνασιάρχα, απάντησε κομπιάζοντας ο καθηγητάκος είχα την απροσδόκητη έκπληξη να ευρεθώ προ μιας ομαδικής εκδηλώσεως εχθρότητος.

-Αυτό δα φαίνεται μόνο του, κύριε καθηγητά, αλλά εκ τίνος λόγου; -Ανέπτυσσα την νέαν εγκύκλιον περί απουσιών… Και εξήγησα το μέτρον, σημειώσας ότι εις την περίπτωσιν ασθενείας— και υπάρχει μία τοιαύτη περίπτωσις εις την τάξιν — θα ελαμβάνετο ειδική μέριμνα.

Ο γυμνασιάρχης έμεινε λίγο σκεφτικός.

-Ποία είναι αύτη η περίπτωσις; ρώτησε με πεσμένη φωνή.

-Ο Καδράς… Σήκω επάνω, Καδρά. Ορίστε. Η περίπτωσις είναι καταφανής.

-Μμμ… μούγκρισε ό γυμνασιάρχης, βλέποντας για ποιον πρόκειται. Και… έφερε σημείωμα των κηδεμόνων του;

-Όχι, κύριε γυμνασιάρχα.

-Όχι!… ξανανέβασε πάλι τη φωνή του ο γυμνασιάρχης. Και δίδετε πίστιν εις τάς προσωπικάς διαβεβαιώσεις ενός χαμινίου;

Ο κύριος Σκαμβουράς ξαναβρήκε για μια στιγμή την αταραξία του.

-Δεν εζήτησα και δεν έλαβα κανενός είδους διαβεβαίωσιν, κύριε γυμνασιάρχα. Η περίπτωσις είναι ανάγλυφος. Ομιλεί αφ’ εαυτής.

-Πάντως… τον διακόπτει με δυσαρέσκεια ό γυμνασιάρχης, οι τύποι απαιτούν σημείωμα των κηδεμόνων… -Ο Καδράς, κύριε γυμνασιάρχα… λέει με τρεμουλιαστή φωνή, ο Καδράς στερείται κηδεμόνων… -Πώς; Είναι αλήτης;

Σούσουρο σηκώθηκε απ’ τα θρανία. Ο Μέλιος μέσα σ’ ένα λεπτό μεγάλωσε κατά δέκα χρόνια. Προχώρησε με σφιγμένα δόντια κατά την έδρα. Ήταν βουρκωμένος, μα κάτι τον πύρωνε και τον γιγάντωνε. Προχώρησε αποφασιστικά και στάθηκε μπροστά στο γυμνασιάρχη, πρόσωπο με πρόσωπο.

-Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ’ αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Ότι περιφρονείτε την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα — σας ρωτώ — ξέρετε κανέναν, που να τα ‘χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα «βιβλία» μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σάς θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε!

«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», (απόσπασμα) του Μενέλαου Λουντέμη

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Μενέλαος Λουντέμης «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0» (απόσπασμα)

Με είχε σακατέψει η αφραγκία. Γύρναγα ξελιγωμένος. Ώσπου μια μέρα, έρχονται και μου λένε για δουλειά.

- «Μπορώ να μάθω, ρε παιδιά, σαν τι δουλειά θα κάνω;»

- «Πολύ εύκολη…» μου λένε. «Θα ρίχνεις ξύλο σε κάτι ρεμάλια.»

- «Στοπ!» τους λέω. «Με το χέρι θα βαράω ή με στειλιάρι;»

- «Με στειλιάρι» μου λένε.

Κουτρουμπάκο, λέω, σου ΄φεξε, αδερφέ μου. Εμ, κορόιδο ήμουνα να μη δεχτώ; Συσσίτιο, μισθό, κι από πάνω στειλιάρι σε ξένη πλάτη. Γιατί όχι; Σάματις θα τις μαζεύω εγώ; δέχτηκα και έκανα και έναν τεμενά.

Πρώτον, γλίτωσα.

Δεύτερον, υπηρετώ την Πατρίδα, που λένε.

Τρίτον, χαρτζιλικώνομαι!

Θα μου πείτε τώρα… Για στάσου λιγάκι, ρε Κουτρουμπά, το βαστάει η ψυχή σου να βαρείς άνθρωπο που δεν σου ΄φταιξε; 

«Δεν είναι τίποτις, ρε παιδιά – ναι, μα το Θεό! Στην αρχή είναι λιγάκι δύσκολο, αλλά κατόπι το συνηθίζεις και αρχίζει να το γυρεύει ο οργανισμός σου…»

Μενέλαος Λουντέμης, Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Μενέλαος Λουντέμης-Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια


Λυκαβηττός! Δυο ουρανοί, πάνω και κάτω αστέρια κι' εγώ μετέωρος, εγώ ο αφαλός της νύχτας. Αν μπορούσα να 'βρισκα το νήμα της ζωής, θα δενόμουνα μ' αυτό χεροπόδαρα να παραδοθώ στο μηδέν... Αστέρια πάνω και κάτω και γύρω' κοπάδια που βόσκουνε μαυρίλα...

Ποιος να 'ναι ο απάνω ουρανός και ποιος ο κάτω: Να 'ναι πίσω απ΄τη φλυαρία αυτή των αστεριών κόσμος και άνθρωποι; Πότε έγινε η μυστική αυτή μετοικεσία;

Γιατί είναι σφαγμένο το φεγγάρι; Ποιος το 'σφαξε το φεγγάρι; Χα, χα! το φεγγάρι σφάχτηκε μόνο του. Νάτο το δρεπάνι! Χε - χε! και το φεγγάρι γελάει και το ίδιο. Τρελλέ! Χε - χε! γίνομαι δρεπάνι και σφάζομαι! Γίνομαι στόμα και γελάω! Γίνομ' ό,τι θέλω.

Το φεγγάρι... Μια παρένθεση χωρίς τέλος και χωρίς νόημα στο κρέπινο κατεβατό του απείρου... Μέσα στην καμπύλη του ακινητούνε αραδιασμένα χιλιάδες μικρά φωτεινά αποσιωπητικά...

Μενέλαος Λουντέμης, Νέα Εστία, τχ. 189.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Μενέλαος Λουντέμης-Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα (απόσπασμα)

 Τι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μάζευε γνώση και φαρμάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε. Ήθελε να γυρέψει το Μάικωβο μα τον γέλασαν οι δρόμοι. Τι λοιπόν να κάνει; Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι “παππούδες” που κάθονται στα γόνατα σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.

Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και που-λούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, “σε παρακαλώ”, του λέει “αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως...”

Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. “Πάρτα, του λέει. Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια., μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...” Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... “Αιντε, άιντε... Σύχασε... είπε. Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;”

Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. “Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο εσύ, μην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε.”

Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. “Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού” έλεγε το ξωφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.

Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.

δάσκαλος: - Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;

παιδί: - Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.

δάσκαλος: - Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν'αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;

Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν' αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί

Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.

Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.

δάσκαλος: - Τ' είν' αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.

Μέλιος: - Χρήματα.

δάσκαλος: - Πού τα 'βρες;

Μέλιος: - Τα κέρδισα.

δάσκαλος: - Και γιατί τα κουνάς;

Μέλιος: - Είναι για γράμματα.Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;

δάσκαλος: - Αν μπορεί;...

Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.

δάσκαλος: - Λοιπόν... πήγε να του πει.

Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.

δάσκαλος: - Άστα... Άστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.

Μέλιος: - Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια

δάσκαλος: - Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;

Μέλιος: - Μέλιος.

δάσκαλος: - Όχι, Μέλιο.

Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.

Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει.

Απ' τ' άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σαν συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγαριζότανε, έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι του δασκάλου. Τα 'χανε συμφωνήσει οι δυο τους, να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά.

Μα μια νύχτα, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του αχερώνα, να βγει στο πατάρι για να κοιμηθεί, είδε το λυχνάρι του αναμμένο. Ποιος ήταν; Το παιδί βάδισε στα νύχια. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά...

- Έλα δω, ακούει μια χοντρή φωνή.

Πριονιά πέρασε απ' τα γόνατα του Μελιού. Εκεί στο κατωμέντερο, με τα πόδια σταυρωτά και την τσιμπούκα χωμένη στα μουστάκια, τον καρτερούσε τ' αφεντικό του.

- Έλα δω... του ξανακάνει. Για ζύγωσε. Κάτσε. Πού τριγυρίζεις εσύ, νυχτιάτικα;

Το παιδί έτρεμε.

- Κι αφήνεις και την πόρτα του αχουριού ανοιχτή. Γιατί το κάνεις;

Μέλιος: - Για να μη... Για να μην κάνω σαματά και ξυπνάτε, του λέει το παιδί.

- Κι αν μας κλέψουνε τα ζα; Ε; Μπορείς να μου απαντήσεις εδώ; Αν έρθουν, προκομμένε μου, και μας κλέψουν τα ζα, από ποιον θα τα γυρέψω; Ε;

Μέλιος: - Εγώ... κάνει το παιδί.

- Εσύ; Να ένας πλούσιος! Και με τι θα τα πλερώσεις; Ε; Μπορείς, μια στιγμούλα, να μας το πεις κι αυτό;

Μέλιος: - Δεν τα κλέβουνε... Τόλμησε να πει το παιδί.

- Να τα... Και πώς το ξέρεις εσύ; Συμπεθεριά με τους αλογοσούρτηδες έχεις; Α, έτσι το λοιπόν, ε; Εκεί φαίνεται ότι ρεμπελεύεις. Ε; Μ' αυτούς κάνεις κονάκι! Σώπα συ και αύριο τα λέμε. Αύριο, που θα σε παραδώσω στο χωροφύλακα, τα λέμε.

Μέλιος: -Όχι!... λέει το παιδί κι η φωνή του τρέμει. Όχι, δεν πάω μ' αυτούς που λες. Εγώ...

- Ε, τότε πού στον αγύριστο πας;

Μέλιος: - Εγώ πάω στο σκολειό.

- Στο σκολειό; Να τα! Στο σκολειό είπες; Ε, χάλασ' ο κόσμος. Και καλά, βρε κουτάβι... δηλαδή, δεν μπορούνε,δηλαδή, να κάνουνε τα γράμματα δίχως τη μούρη σου; Δηλαδή, να πούμε, αν δεν τα μάθεις εσύ, αγύρευτα θα μείνουνε τα γράμματα; Ε; Λυτό ήθελα να μου πεις. Λοιπόν. Άκου τώρα. Λίγα λόγια: Απ' αύριο κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, δε σε πήρα για γραμματικό! Εξηγηθήκαμε; Άντε, πέσε τώρα να κοιμηθείς κι αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι...

Το παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε στ' άχερα και τα μούσκευε ως το πρωί.

Απ' την άλλη μέρα τα 'κοψε όλα, πέταξε τα βιβλία μες στην κοπριά και δεν τα ξανασήκωσε πια. Το πήρε απόφαση. Αυτό ήταν το γραφτό του. Να κάνει χωριό με τα δαμάλια.

Έτσι του πέρασε απ' το νου. Μα γελάστηκε. Την τρίτη μέρα, καθώς γύριζε απ' τη βοσκή, τον σταμάτησε ο δάσκαλος.

δάσκαλος: - Τα 'μαθα κακόμοιρο μου! του λέει. Μα δε θα σ' αφήσω να χαθείς. Άκου δω. θα στο δώσω γω, ό,τι βιβλίο χρειαστείς. Να διαβάσεις, λοιπόν, ώσπου να τις περάσεις όλες τις τάξεις. Κι άμα βγάλεις το Δημοτικό κι έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, προχώρα! Δώσ' του αφέντη σου μια τύφλα, και τράβα! Πάρε, τώρα, τούτο το σακούλι. Είναι μέσα τα βιβλία. Έλα, άσε τα κλάματα. Καλή πρόοδο!...

Ο δάσκαλος έφυγε. Τα μάτια του παιδιού τον ακολουθούσαν να ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ' τη σκόνη που σήκωνε η αγέλη.

Όπως το 'πε ο δάσκαλος, έτσι κι έγινε. Κείνα τα βιβλία που του 'δωσε, τα ξεκοκάλισε όλα. Τα ’μαθε νεράκι.

Το καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα τσαΐρια.

δάσκαλος: -Ήρθα να δω την πρόοδο σου, του λέει.

Καθίσανε, εκεί, κάτου από μια γκόρτσα, και τα είπανε. Ξεφυλλίσανε και τα βιβλία. Είπανε και τα σχέδια τους. Μια σπίθα ήταν εκείνο το παιδί. Ο δάσκαλος πήγε να χάσει το νου του. Σαν χωρίσανε όλα ήταν κανονισμένα. Το φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις. Ο δάσκαλος ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι άκουσε όλα τα μαθήματα, “όλη την ύλην”, όπως του 'λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Κι ότι “έτυχε του βαθμού άριστα”.

Έλα πιάστον, εσύ, το φιλαράκο!

Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυποκάρδια κι αναβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρθε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μοσκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του. Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι -όσο να πεις καινούργιο ήταν- έδωσε και στο μπαλωματή να του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές του. Καθάρισε και με τ' αφεντικό. Όλα ήταν εντάξει. Ο δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώσανε τα χέρια... μα τουδασκάλου το χέρι κάτι είχε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει.

Μέλιος: - Τι είναι δάσκαλε; ρώτησε ο Μέλιος.

δάσκαλος: - Πάρ' τα. Είναι το χρήμα σου. Να 'χεις, εκεί στην πόλη, λίγο χαρτζιλίκι. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέλεις για νοίκι, για φαΐ, για τετράδια. Πάρ' τα.

Του ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το έβρισκε, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει.


Μενέλαος, Λουντέμης, Ενα παιδί μετράει τ' άστρα, Πρώτο Κεφάλαιο (απόσπασμα) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1999.


Μενέλαος Λουντέμης-Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα (απόσπασμα)

O αέρας φύσαγε σα γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’ ανά­ψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτι αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην ποδιά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωσαν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη.

Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη; Για να λέμε όμως την αλήθεια, το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο Καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν ταποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονταιαυτά τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Μυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους,πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.

Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Τ’ όνομά του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Είναι καλοφκιαγμένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσκοβολάει δυνατά απ’ τη δεντροστοιχία και τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ’ ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ’ ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή συνήθεια...Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς κορίτσια.