—Μπρε! κάνει ο γέρος σα βρεθήκανε στο φως. Αμ, εσύ είσαι παλικαράκι. Πώς είπες πως σε λένε;
—Μέλιο...
—Να όνομα! Να το χαίρεσαι, φως μου. Εγώ είμαι ο μπάρμπας σου ο Ανέστης. Από δω είναι η θεια σου η Αρετή. Κάτσε. Εδώ, εδώ, στο σοφρά. Έτσι. Ωχ! Έτσι ντροπιάρης είσαι; Αμ, θα πεθάνεις της πείνας! […] Για το Γυμνάσιο δεν ήρτες; Το κατάλαβα. Είδες που σ’ το ’λεγα, γριά;... Λοιπόν;
—Θα δώσω εξετάσεις..., είπε το παιδί. Όλο το καλοκαίρι δούλευα, και το χειμώνα... Και τώρα ήρτα για τις εξετάσεις. Έβαλα στην άκρη λίγα για τα βιβλία μου, και για το νοίκι, θα τρώω λίγο, μια φορά τη μέρα.
—Πολύ ακριβά, μικρό μου, τ’ αγοράζεις τα γράμματα. Και τι έχεις σκοπό να τα κάνεις;
Ο Μέλιος εδώ τα ’χασε. Τι να τα κάνει; Ρωτάς; Να...Τα ήθελε! Δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτά. Να, τα λαχταρούσε, έτσι... σαν το ψωμί, πώς το λένε;
—Τα θέλω... για... να διαβάζω βιβλία, είπε μόνο.
—Ε, καλά, έμαθες να διαβάζεις. Ύστερα! Τι κέρδος θα έχεις;
—Θέλω να φύγω απ’ τα γελάδια. Να μπορώ να φορώ παστρικά ρούχα. Να γράφω και
γράμματα, στρογγυλά σαν του δασκάλου. Και να μπορώ να μιλώ καλά. Να μη με περιγελάνε... Ύστερα θέλω να μάθω και κάτι μυστικά που έχουνε τα βιβλία, για να μπορώ να τα λέω και στους άλλους.
—Γι’ αυτό μοναχά τα θέλεις;
—Λένε πως... άμα δεν ξέρεις γράμματα, είσαι στραβός.
—Ε, εσύ είσαι;
—Δεν ξέρω. Μπορεί και να είμαι...
—Δεν τα βλέπεις όλα όσα είναι μπροστά σου;
—Τα βλέπω. Μα μπορεί να είναι κι άλλα και να μην τα βλέπω. Και να τα δω μεθαύριο, που θα μάθω γράμματα.
Πηγή: Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, εκδόσεις Δίφρος, 1956.
Αντλήθηκε από την Τράπεζα Θεμάτων Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου