Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καζαντζής Τόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καζαντζής Τόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Τόλης Καζαντζής- «Ο Μπλες»


Ήρθαν και πιάσανε το διαμέρισμα στο τρίτο πάτωμα στο μεγαράκι της γουναρούς. Ο πατέρας ψηλός κι αφρόπλαστος, φόραγε άσπρο μεταξωτό πουκάμισο και παντελόνι μπλε-σαξ. Μαζί ήταν και μια γριά ξερακιανή και μαυροφορεμένη κι ένα παιδάκι καλοζωισμένο, στη δικιά μας ηλικία, που το ’χανε ντυμένο με μπλε ναυτικά ρούχα, καπέλο με κορδέλα που ’γραφε «αντιτορπιλλικόν Ασπίς», κι άσπρες, σοσόνια, κάλτσες. Ήρθαν λοιπόν και πιάσανε το διαμέρισμα στο τρίτο, εκεί που λίγο πριν, στην Κατοχή, καθόντανε ο «Περί-Νικολά» με τ’ όνομα, δοσίλογος, φόβος και τρόμος μες στη γειτονιά. Όσο ξεφόρτωναν απ’ τα κάρα τα πράγματά τους, ο μικρός καθόταν ήσυχα απάνω σ’ ένα μπόγο με ρούχα κι εμείς πήγαμε κοντά και βλέπαμε τα πράματά τους, όλα πλούσια, από καρυδιά, τέτοια που κανένας δεν είχε στη γειτονιά κι ούτε σε κανενός το σπίτι είχαμε δει, παρά μονάχα τότε που αδειάζανε τα σπίτια των Εβραίων, ή τα ζωγραφιστά στο υπαίθριο θέατρο «Μακεδονικόν».

Την άλλη μέρα μάθαμε πως ο κύριος, ο πατέρας, ήταν «ιατρός παθολόγος», έτσι έγραφε η μπρούντζινη ταμπελίτσα στην εξώπορτα, κι εκεί που παίζαμε η γριά έφερε το παιδί να παίξει μαζί μας. Σηκωθήκαμε και πήγαμε αλλού και παίζαμε τα πιο επικίνδυνα παιχνίδια μας. Ήτανε, βλέπεις, τα ναυτικά ολοκάθαρα ρούχα του παιδιού που τον κρατάγανε μακριά από μας με το καμποτένιο μας σώβρακο και τα πληγιασμένα ξυπόλητα πόδια. Ακόμη ακόμη το ότι ο πατέρας του ήταν γιατρός, κάτι δηλαδή παραπάνω απ’ τον δικό μας, του έδινε στα μάτια μας μιαν υπεροχή που ήταν αδύνατο να την υποφέρουμε. Δε θέλαμε, λοιπόν, καθόλου την παρέα του κι αυτός έκανε αρκετές μέρες να φανεί στη γειτονιά, κι ύστερα ένα απόγεμα ήρθε εκεί που καθόμασταν, στο πεζούλι του κυρ-Λεωνίδα του μπακάλη κι έκατσε αμίλητος παραπέρα. Τότε ήταν που ο Νώντας τον ρώτησε: «Πώς σε λένε, ρε Μπλε» κι εμείς δεν περιμέναμε το «Χρίστος» που μουρμούρισε εκείνος κι αμέσως του κολλήσαμε το «Μπλες». Εκείνο τ’ απόγεμα δε βρίσκαμε ησυχία. Φαγωμάρα και γκρίνια αναμεταξύ μας. Έτσι στο τέλος χωριστήκαμε και μείναμε μονάχα ο Νώντας, ο Μάριος και γω. Μαζί μας έμεινε κι ο Μπλες. Όμως κι αυτοί που μείναμε δε λέγαμε να συμφωνήσουμε στα παιχνίδια και βριζόμασταν τα χειρότερα. Στο τέλος τα βάλαμε με το Μπλε που ακολουθούσε αμίλητος κι αμίλητος σκούπισε το χέρι του όταν τον βάλαμε να πιάσει μια βέργα πασαλειμμένη με σκατά, τη «χρυσή βεργίτσα» όπως τη λέγαμε, και όταν του είπαμε πως θα κατεβάσουμε το φεγγάρι και τον βάλαμε να κοιτάει ψηλά κι εμείς του κατουρήσαμε κι οι τρεις τα πόδια. Αυτό το αμίλητος μας έκανε θηρία, μια και για την ώρα δε βρίσκαμε άλλα χειρότερα να του κάνουμε. Τότε ο Μάριος είπε να πάμε στην κρυψώνα. Ήταν το υπόγειο ενός βομβαρδισμένου κι ακατοίκητου σπιτιού όπου κρύβαμε ό,τι χρήσιμο βρίσκαμε κι ό,τι βουτούσαμε από δω κι από κει. Μες στο υπόγειο ήταν σκοτάδι πίσσα, κι ο Μπλες που δεν ήξερε τα κατατόπια παρά λίγο να φάει τα μούτρα του. Ανάψαμε μια λάμπα που ’χαμε κι εγώ άνοιξα ένα παλιό ντουλάπι κι έβγαλα τέσσερα τσιγάρα. Ο Μπλες δε θέλησε κι εμείς οι άλλοι τα καπνίσαμε μέχρι τέρμα. Έπειτα ο Νώντας έβαλε το Μπλε να κάτσει σε μια παλιοκαρέκλα, τάχατες για παιχνίδι, κι απότομα, στα κρυφά, του πέρασε απ’ το στήθος ένα σκοινί και στο τέλος τον έδεσε χεροπόδαρα. Ο Μάριος τον ρώτησε «βουβός είσαι ρε», κι ο Μπλες έκανε «όχι», κι ο Μάριος του ’δωσε μια καλαμιά κι ύστερα αρχίσανε και τον βαρούσανε αλύπητα. Ο Μπλες έκλαιγε ένα σιγανό κλάμα κι εκτός απ’ τα δάκρυα άρχισε να τρέχει αίμα απ’ τη μύτη του. Εγώ τους είπα να τον αφήσουνε κι ο Νώντας με τον Μάριο πήγαν πιο πέρα και κρυφομιλούσαν. Τότε βρήκα ευκαιρία και τον έλυσα, του ’σφιξα μ’ ένα πανί το μπράτσο και του ’πα να κρατάει ψηλά το κεφάλι του. Πήγα κοντά στους άλλους κι είπα «κρίμα είναι», κι ο Μάριος «είσαι να τον σκοτώσουμε;» με ρώτησε. Είπα «όχι» κι ο Νώντας «κανένας δεν μας είδε» επέμενε, κι εγώ πάλι «όχι» απάντησα, κι ο Μάριος «θα τον θάψουμε» μου είπε. Πήγα στον Μπλε και στάθηκα μπροστά του. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Μάριος κι ο Νώντας κάνανε τάχα τον αδιάφορο, μα σε μια στιγμή πέσανε απότομα απάνω μου κι οι δυο συνεννοημένοι, μ’ έριξαν κάτω και πέσανε απάνω μου βαρώντας. Τον Μάριο τον νικούσα, με τον Νώντα, ήμασταν ισόπαλοι, όμως και με τους δυο, το ήξερα, δεν θα τα κατάφερνα στο τέλος. Μπόρεσα ωστόσο και σηκώθηκα. Στην αρχή τα πήγαινα καλά. Εκείνοι όμως ξέρανε και προσπαθούσανε να με κουράσουν. Λίγο λίγο έβλεπα τις δυνάμεις μου να φεύγουν. Όταν μάλιστα ο Νώντας μού κατάφερε μια δυνατή στη μύτη και με πήρανε τα αίματα, ήμουνα έτοιμος ν’ αρπάξω τον Μπλε και να το σκάσουμε. Τότε όμως όρμησε εναντίον τους κι ο Μπλες. Δεν ήξερε κόλπα σαν και μας, όμως ήτανε θρεμμένος και δυνατός κι οι άλλοι αμέσως το κατάλαβαν και το ’βαλαν στα πόδια. Μείναμε μονάχοι μας. Ο Μπλες έλυσε το μπράτσο του και με το ίδιο πανί μου ’δεσε το δικό μου. «Κράτα ψηλά το κεφάλι», μου είπε.

Την άλλη μέρα φόρεσε κι αυτός μαύρο καμποτένιο σώβρακο.  

[πηγή: Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση. Διηγήματα, Ερμής, Αθήνα 1976, σ. 58-60]

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Τόλης Καζαντζής -Ο ζωγράφος

Πολλά παιδιά απ’ την παρέα μας μετά την Κατοχή, μια μέρα δεν ερχόταν στο σχολείο ή ξαφνικά χανότανε απ’ τα παιχνίδια κι ύστερα δεν τους ξαναβλέπαμε. Ο Στέργιος, να πούμε, της κυρα-Ελπινίκης· ήταν το πιο αφρόπλαστο απ’ όλα τα παιδιά με σάπιο πάχος. Έλειπε συχνά πυκνά απ’ το σχολείο, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε. Κάτι είπανε πως νοίκιασαν δωμάτιο στ’ Ασβεστοχώρι, απέναντι απ’ το Σανατόριο, πως ο πατέρας του ο κυρ-Νίκος ξετινάχτηκε, ακόμη κι ένα χωράφι πατρικό στο Χαρμάνκιοϊ το πούλησε. Όμως το Στέργιο δεν τον ξανάδαμε. Ούτε ρωτήσαμε. Τι να ρωτήσουμε; Σάματις δε βλέπαμε τα μαύρα; Όμως, παιδιά, δε θέλαμε πολλά για να ξεχάσουμε και μόνον όταν βλέπαμε την κυρά-Ελπινίκη ή τον κυρ-Νίκο, τότε μονάχα τον θυμόμασταν και, ποιος ξέρει γιατί, εξαφανιζόμασταν από μπροστά τους. Όμως τον κυρ-Νίκο τον είχαμε μπροστά μας κάθε μέρα κι όσο να τον αποφεύγαμε, αυτός μας ξετρύπωνε, τάχα για να μας δώσει καραμέλες ή στραγάλια. Μια φορά πάλι, είχα αρρωστήσει. Απ’ τα πολλά ερύκια που είχα φάει μ’ έπιασε τσίρλα και πυρετός και δε μου ‘φτανε το χάλι μου, είχα από πάνω και τη μάνα μου, που κάθε τόσο θύμωνε με τα καμώματά μου και μου ‘φερνε κάτι ανάποδες ξεγυρισμένες. Το πρώτο κιόλας βράδυ που αρρώστησα, ήρθε ο κυρ-Νίκος να με δει και μου ‘φερε ένα πακετάκι καραμέλες ευκάλυπτο. Μα όσο καθότανε δίπλα στο κρεβάτι μου, εμένα μ’ έζωναν κάτι ανεξήγητοι φόβοι και γινόμουνα χειρότερα. Φαίνεται το κατάλαβε ο άνθρωπος κι έφυγε και δεν ξανάρθε μέχρι που γίνηκα καλά. Δεν έλεγε να ησυχάσει ο κυρ-Νίκος με το χαμό του Στέργιου. Κι αυτός κι η κυρα-Ελπινίκη, φιλενάδα της μάνας μου, είχανε ρέψει κι ήτανε πια, σαράντα χρονώ άνθρωποι, σωστοί γέροι. Δεν ήτανε να πεις μικρό πράμα. Είδανε και πάθανε όσο να τον στεργιώσουνε το Στέργιο κι αυτό αφού πρώτα χάσανε δυο κοριτσάκια, μηνών ακόμη. Μετά έγινε ο Στέργιος που τους τον κράτησε ο Θεός. Δόλιο κράτημα. Δεν πέρναγε σχεδόν μήνας που να μην πιάσει το παιδί το στρώμα. Πολλές φορές, έκανε ολόκληρες βδομάδες στο κρεβάτι. Εμείς πάλι πηγαίναμε να του πούμε τα μαθήματα κι η κυρα-Ελπινίκη προσπαθούσε να μας κρατήσει όσο γινόταν περισσότερο με κάτι κουλουράκια και με τέτοια. Μα πού να μας κρατήσεις μέσα εμάς. «Καλύτερα να το ‘χαναν μωρό κι αυτό». Βαριά κουβέντα. Θα πεις· τι δυο, τι τρία; Ό,τι και να ‘λεγες όμως, οι άνθρωποι ήτανε να τους κλαις. Μονάχα να ‘βλεπες πώς λαχταρούσανε και με τα ξένα τα παιδιά…
Εκείνο τον καιρό, κοντά στο «Ιωαννίδειο», στο σχολείο μας, ήρθαν και κάτσανε ανταρτόπληχτοι. Διωγμένοι απ’ τα χωριά τους, πιάσανε με τα χίλια ζόρια ένα παλιό παπαδίστικο χτίριο, σαράβαλο σωστό, που είχε ακόμα απέξω στους σουβάδες σημάδια από σφαίρες. Εκεί μέσα, έλεγε, ο πατέρας μου, ήταν κρυμμένοι το δεκατρία Βούλγαροι στρατιώτες κι απέξω οι δικοί μας τους ρίχνανε. Μάλιστα ο πατέρας μου θυμότανε πως μικρό παιδί τότε, στην ηλικία μου, πήγαινε νερό και ψωμί στους τσολιάδες. Εκεί λοιπόν, σ’ αυτό το σαράβαλο, ήρθαν και κάτσανε χωριά ολόκληρα κουβαλώντας ό,τι πρόλαβε ο καθένας και φέρανε τη γειτονιά άνω κάτω. Γιατί πώς να το συνηθίσουν; Πώς να το καταλάβουνε απ’ τη μια στην άλλη πως δεν ήτανε πια στο χωριό τους; Εμένα όμως, το μόνο που με πείραξε ήταν που ‘ρθε στο σχολείο μας εκείνος ο πόντιος ο Κώτσος. Στην τάξη μας ήμουνα ο καλύτερος στη ζωγραφική. Ήμουν καλός και στ’ άλλα μαθήματα· όμως το έβλεπα, απ’ όλα πιο πολύ μετρούσε η ζωγραφική. Δεν ήταν μόνο που οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από δικές μου ζωγραφιές, ήτανε τ’ άλλα τα παιδιά που με θαυμάζανε κι είχαν ξεχάσει το παλιό μου παρατσούκλι «μπίτζος» και με φωνάζανε «ζωγράφο». Το ίδιο κι οι δάσκαλοι και τ’ αδέρφια μου στο σπίτι, που σαν πιο μικρό, μ’ είχανε του κλότσου και του βρόντου.
Μόλις όμως ήρθε ο Κώτσος, τα πράματα αλλάξανε. Στ’ άλλα μαθήματα ήτανε σκράπα. Χαμπάρι δεν έπαιρνε η χοντροκεφάλα του. Αν πεις για τα γραψίματα, παιδί τρίτης δημοτικού και δεν ήξερε πού να βάλει τον τόνο. Μια μέρα ο δάσκαλός μας ο κύριος Τρυφωνίδης μάς διάβασε μια έκθεση του Κώτσου έτσι όπως ήτανε τονισμένες οι λέξεις.
«Το πρώι οτάν σηκωνομαί, πλυνόμαι, ντυνόμαι, τρωώ» και τα λοιπά κι από κάτω τ’ όνομά του. «Κωντάντινος Παντέλιδης».
Σκάσαμε όλοι στα γέλια και πιο πολύ απ’ όλους εγώ, γιατί εντωμεταξύ είχα δει πώς ζωγράφιζε. Κι αυτός άλλο δεν έκανε. Μόνο ζωγράφιζε. Όπου έβρισκε, μ’ ό,τι έπεφτε στα χέρια του: Μολύβια, μπογιές, κιμωλίες, ακόμη και με καρφιά, ακόμη και με πέτρες ή με τα δάχτυλα πάνω στο χώμα. Κι ήταν οι ζωγραφιές του άλλο πράμα. Φράγκο δεν πιάνανε οι δικές μου μπροστά τους, τόσο που ούτε μου πέρασε απ’ το νου να προσπαθήσω να τον φτάσω. Το ‘ριξα και γω στο κορόιδεμα για τα μαθήματα, για τους τόνους, όμως έμεινα μονάχα με την κακία μου γιατί το «ζωγράφος» μού το ‘φαγε ο Κώτσος απ’ την πρώτη κιόλας μέρα και μένα μου ξαναβγήκε το παλιό το «μπίτζος». Ώσπου είδα κι απόειδα πως δε γινότανε κι αλλιώς, τον παραδέχτηκα κι ησύχασα και γινήκαμε με τον Κώτσο φίλοι αχώριστοι. Μάλιστα τον βοηθούσα και στα μαθήματα κι αυτός καλυτέρεψε πολύ και μου χάριζε ωραίες ζωγραφιές, που έφτιαχνε απ’ αυτά που διάβαζε στην ιστορία και στα θρησκευτικά. Στο σπίτι μας πάλι, τον αγαπούσαν όλοι, γιατί ήταν πραγματικά καλό παιδί και το βραδάκι το συμμαζεύαμε για να διαβάσει στη ζέστα και να φάει ό,τι βρισκότανε. Τα μεσημέρια πάλι, πήγαινε στο Φρουραρχείο, εκεί στα Δικαστήρια και περίμενε να πάρουν οι φαντάροι το φαΐ τους κι ύστερα ο μάγειρας να μοιράσει στ’ ανταρτόπληχτα το περίσσεμα. Και μαζί με τ’ άλλα παιδιά περίμενε κι ο Κώτσος μ’ ένα ντενεκεδένιο κουτί από αλίπαστα, που του ‘χε κάνει και χερούλι από σύρμα για να μη ζεματιέται. Κι ύστερα πήγαινε και μοιραζόταν το φαΐ με τη θεια του, το μόνο δικό του άνθρωπο που μένανε μαζί. Αυτή η θεία, νέα ακόμη, μια μέρα εξαφανίστηκε απ’ το χτίριο κι ύστερα από καιρό την είδαμε με εμπριμέ και παπούτσια από φελλό. Κι έμεινε ο Κώτσος μόνος του σε μια γωνιά στο χτίριο. Μετά το σχολείο δούλευε λουστράκι. Έφτιαξε μονάχος του το κασελάκι του και το ζωγράφισε μερακλίδικα με κλαράκια και πουλάκια. Μ’ αυτό το κασελάκι γύρναγε παντού. Δεν είχε στέκι, γιατί τον κυνηγούσανε όπου τον πετυχαίνανε οι άλλοι, οι παλιοί οιμ λούστροι. Γύρναγε κι αυτός παντού, στο πάρκο και στα καφενεία της παραλίας και της Αγίου Δημητρίου και το βραδάκι ερχότανε στο σπίτι μας.
Εκείνο το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας η κυρα-Ελπινίκη και σαν είδε τον Κώτσο, τον ρώτησε πώς και τι κι ύστερα πήρε και του ‘δειχνε τα μαθήματα. Κι όταν πια νύχτωσε για καλά, σηκώθηκε να φύγει το παιδί και μαζί κι η κυρα-Ελπινίκη.
Περάσαν χρόνια για να μάθουμε τι έγινε από κει και πέρα. Λοιπόν, το βράδυ, η κυρα-Ελπινίκη πήρε στο σπίτι τους τον Κώτσο. Τον έπλυνε, τον καθάρισε και περιμένανε μαζί να ‘ρθει ο κυρ-Νίκος. Εκείνος πάντα πέρναγε τα βράδια απ’ τ’ αδερφού του, του μεγαλύτερου, το μαγαζί, «Οίνοι-Ποτά» στην Εγνατίας. Ήταν ένα βροχερό βράδυ κι εκεί στον μπάγκο του αδερφού του ήπιανε κάνα ούζο παραπάνω. Η κυρα-Ελπινίκη δεν έλεγε να ησυχάσει κι όταν άκουγε τα βήματα του αντρός της στη σκάλα έμεινε ακίνητη, βαστώντας την ανάσα της πλάι στο παιδί. Ο κυρ-Νίκος τους κοίταξε μονάχα και δεν είπε λέξη. Η γυναίκα του πήγε τον Κώτσο στου Στέργιου το δωμάτιο για ύπνο, κι ύστερα ψευτοφάγανε αμίλητοι με τον άντρα της. Δεν πήγε στην κρεβατοκάμαρα όλη νύχτα ο κυρ-Νίκος κι η κυρα-Ελπινίκη τον άκουγε άγρυπνη στο σκοτάδι να πηγαινοέρχεται συνέχεια στη σάλα καπνίζοντας το ‘να τσιγάρο απάνω στο άλλο. Μονάχα ο Κώτσος καλοκοιμήθηκε στο μαλακό στρώμα του Στέργιου και το πρωί χουχούλιαζε κάτω απ’ το λουλουδάτο πάπλωμα. Η κυρα-Ελπινίκη ήρθε και τον σήκωσε για το σχολείο. Τον έπλυνε και τον έβαλε να φάει. Ο κυρ-Νίκος, ντυμένος, έτοιμος να φύγει, έπινε τον καφέ του αμίλητος.
Η γυναίκα και το παιδί τον περιμένανε, με την καρδιά σφιγμένη, να πει έστω και μια μονάχα λέξη. Ύστερα ο κυρ-Νίκος έσβησε τη γόπα του και σήκωσε τα μάτια κουρασμένα απάνω στη γυναίκα του:
-Ο Στέργιος, είπε, είναι πολύ βαθιά χωμένος μες στο χώμα, Ελπινίκη…
Δεν είπαν άλλη λέξη. Η γυναίκα του έκρυψε απελπισμένη το πρόσωπό της στις παλάμες της. Ο Κώτσος κατάλαβε πως ως εδώ ήταν και σηκώθηκε. Πήρε τη σάκα του, πήρε το κασελάκι κι έκανε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε δισταχτικός. Ύστερα άφησε τη σάκα του σε μια καρέκλα και πήγε κι έστησε το κασελάκι μπρος στον κυρ-Νίκο. Αυτός έβαλε απάνω μηχανικά το πόδι του. Οι βούρτσες γρήγορες κι επιδέξιες διώξαν τις ξεραμένες λάσπες. Τα δαχτυλάκια του Κώτσου τυλίχτηκαν σφιχτά στο πανί κι απλώνανε παντού απάνω στο παπούτσι του κυρ-Νίκου το «τζιλά». Εκείνος κοίταξε μια το παιδί, μια τη γυναίκα του και,

-Ας φάει κι αυτό ένα κομμάτι ψωμί, είπε αναστενάζοντας.

Διήγημα του Τόλη Καζαντζή (1938-1991) από τη συλλογή διηγημάτων «Η παρέλαση» (εκδ. Νεφέλη, γ’ έκδοση, 1995)

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Τόλης Καζαντής- Μια μέρα με τον Σκαρίμπα

 «- Φελλοί, έλεγα μέσα μου, επιπλέουν στο ύδωρ λόγω αυξημένης πυκνότητός του απ’ τις λέρες. Ύστερα, εμένα αδελφέ, μου έχει χαριστεί επί γης η Βασιλεία των ουρανών· δε θα ήμουνα λοιπόν, αγνώμων και καταπλεονέκτης αν αποζήταγα εγκόσμιες προίκες και πανωπροίκια; Αστεία, αστειότατα πράματα. Αυτά είναι για κείνους που ζούνε μέχρι να πεθάνουνε και γι’ αυτό φοβούνται τόσο, εν ζωή, το θάνατό τους, μ’ αποτέλεσμα να πεθαίνουν κάθε μέρα χίλιες φορές απ’ το φόβο τους. Ενώ εγώ, ποιόν θάνατο να φοβηθώ, που κάθε μέρα ξαναγεννιέμαι, πεθαίνω κι ανασταίνομαι, γερνάω εν σοφία κι ανασταίνομαι εν ευφροσύνη. Αφήνω που έχω πάρει και παράταση, πέντε; δέκα χρόνια θες; μετά την εκφορά μου. Ενώ αυτοί, απ’ τα εξήντα, εξήντα πέντε είναι πια πεθαμένοι. Εγώ, περιμένω πως και πώς να πάρω την ψωροσύνταξή μου για ν’ αρχίσω να ζω όπως θέλω· να χωθώ, να κλειδαμπαρωθώ μέσα στις ιστορίες μου, να παλεύω σαν γίγαντας μαζί τους, να τις χαρίζω ζωή απ’ τη δικιά μου και να παίρνω δύναμη από ελόγου τους, να τις ζω και να τις δοκιμάζω πάνω στις μπαλάντζες των κυρίων κυρίων αγνώστων Χι αναγνωστών μου, που τους φαντάζομαι κατά τα γούστα μου και φτιάχνω τα σουσούμια μου κατά τα δικά τους γούστα. Αλλά, πρόσεξέ με τώρα· αυτά ακριβώς τα νιώθανε κι ας μην το εννοούνε. Γιατ’ είναι άνθρωποι κι αυτοί κι ας μην το εννοούνε. Γιατ’ είναι άνθρωποι κι αυτοί κι αυτό το χάρισμα τους το ‘δωσε ο Θεός· άλλο τώρα κι εξεταστέον το “τις πταίει”, που δεν μπήκανε ποτέ στον κόπο να εννοήσουνε αυτά που αισθάνονται. Πάντως το αισθάνονται, κι επειδή δεν έμαθαν πώς να εννοούν, σκυλιάζουνε και φέρνονται σαν τα οικόσιτα εντόπια ζώα μας. Μιας εξαρχής εξοργίστηκα κι αγριεύτηκα μαζί τους κι αγανάκτησα με την ανθρώπινη κατάντια τους. Γίνηκα κι εγώ ζούδιο του βουνού, το κόκκινο πανί της εντόπιας αρένας, που δίνει οργισμένη και φαρμακερή ζωή στο ψόφιο και νερόβραστο αίμα αυτής της πόλης. Φτωχός εγώ, ανιδιοτελής, αυτάρκης, πιο μόνος και … γι’ αυτό ευτυχέστατος· πλούσιοι αυτοί, μπουκωμένοι μ’ όλου του κόσμου τ’ αγαθά, κοσμογυρισμένοι, κοσμοπεριτριγυρισμένοι, χορτάτοι κι άπληστοι από κάθε λογής χρεία ανθρώπινη και … δυστυχείς· ακούς εκεί οξύμορα σχήματα; που να τις καταπιούν οι άνθρωποι τέτοιες εκπλήξεις; τέτοιες προσβολές; Δόστου, λοιπόν, λύσσα με τη σέσουλα…».


ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1985, 108-109.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Τόλης Καζαντζής «Η Κατίνα» (απόσπασμα)


Είχε ξεμείνει εντελώς η Κατίνα. Έλεγε πως είναι στα τριάντα. Τι τριάντα όμως; Οι φιλενάδες της είχανε κοτζάμ παιδιά, σαν και μας και πιο μεγάλα. “Δε λες τριάντα πέντε και βάλε”, λέγανε όταν γινότανε λόγος γι’ αυτήνα. Όμως ήταν καλή, νοικοκυρά και πάντα με το γλυκό το λόγο κι οι δικοί της το ίδιο· ήσυχη κι αγαπημένη οικογένεια. Γι’ αυτό κι όλοι τη νοιαζότανε και πήγαιναν κι έρχονταν τα προξενιά, όμως θες η τύχη, θες που το πράμα δεν κολλούσε μιας εξαρχής, ξέμενε η Κατίνα και σε λιγάκι θα ‘μπαινε, στα σίγουρα, στο ράφι.

Κάθε φορά, λοιπόν, που θα της φέρνανε προξενιό, τη στολίζανε οι δικοί της όλο και περισσότερο κι απ’ το πολύ το στόλισμα την κάμνανε στο τέλος σωστή λατέρνα, κι ενώ πρωτύτερα δεν τις πρόσεχες τις ζάρες, ας πούμε, στο λαιμό, τώρα με τα κραγιόνια και τους κολιέδες, εκεί θαρρείς πως πήγαινε, ευθεία, το μάτι σου. Και να ‘ταν καμιά πονηρή; Καμιά καταφερτζού να ξέρει απ’ αυτά; Τίποτε. Ίσιος κι ειλικρινής άνθρωπος. Όπως εκείνη τη φορά που φέρανε στο σπίτι το Σωτήρη το ζωέμπορα κι ανοίξανε κουβέντα, καλοκαίρι ήτανε, για τα μπάνια κι ο άνθρωπος είπε πως “καμιά φορά, όταν το επιτρέπει η εργασία μου πάω στο Μπαξέ Τσιφλίκι”. Τότε η προξενήτρα ρώτησε και την Κατίνα, να έτσι, για να γίνει κουβέντα, κι αυτή,

- Τώρα τελευταία δεν πάμε, είπε μα πριν πηγαίναμε στο Μπεχ-Τσινάρι. Παγώσαν όλοι. Στο Μπεχ-Τσινάρι πήγαινε ο κόσμος πριν από είκοσι χρόνια. Και το πράμα, φυσικά, χάλασε.

Άσε πια τον αδερφό της τον Τάσο. Καλός, χρυσός ο χριστιανός, αλλά μονοκόμματος, ντουβάρι σκέτο, είχε χαλάσει προξενιά και προξενιά. Όπως τότε που φέρανε εκείνον το σιδηροδρομικό - “μεγαλούτσικος, μα καλοστεκούμενος και φαίνονταν γερός κι εργατικός”. Μόλις τον είδε ο Τάσος, ρώτησε:

Και τι δουλειά κάνεις, κυρ-Στέργιο; κι η προξενήτρα πετάχτηκε για να προλάβει και,

-Ανώτερος υπάλληλος των σιδηροδρόμων, είπε.

Ο Τάσος τον ζύγιασε καλά και “βίρα” έκανε με τον ώμο του σα να σκούνταγε βαγόνι και γέλασε καλοκάγαθα με τ’ αστείο. Σκέψου...

Ώσπου, την τελευταία φορά που ήτανε να έρθει προξενιό, είπανε να ‘ρθουνε τ’ απόγευμα νωρίς με το γαμπρό, που θα ‘λειπε ο Τάσος στη δουλειά. Όμως θαρρείς η ατυχία την κυνηγούσε τη φουκαριάρα την Κατίνα κι ο Τάσος εκείνη τη μέρα βρήκε να σχολάσει νωρίτερα. Έτρεξε η κυρα-Φανούλα, η αδερφή του, και του είπε να μην το κουνήσει απ’ την κουζίνα, ώσπου να φύγουν οι άνθρωποι, και ξαναπήγε στη σάλα.

Ο Τάσος πλύθηκε κι έβαλε κατιτίς να φάει, μα τ’ αυτί του το ‘χε στημένο μέσα. Τότε ήταν που ρώτησε η προξενήτρα:

- Πόσω χρονώ είναι η Κατινούλα μας; κι η κυρα-Φανούλα,

- Είκοσι οχτώ στα είκοσι εννιά, απάντησε, μα πριν προλάβει να το γυρίσει κάπου αλλού, ο Τάσος μέσα απ’ την κουζίνα,

- Ποια; είπε κι ύστερα, τριάντα οχτώ σωστά, κι οι άνθρωποι σηκώθηκαν και φύγανε άρον άρον. Πέσανε να τον φάνε το φουκαρά τον Τάσο, σα να ‘τανε όλα τελειωμένα κι αυτός ήρθε και τα χάλασε την ώρα που ήταν να περάσουνε τις βέρες.

Έμενε, λοιπόν, η Κατίνα κι όσο περνούσε ο καιρός τα προξενιά αραίωναν. Ώσπου ήρθανε και τα εγγλέζικα στρατεύματα και γέμισε ο τόπος με χίλιες καρυδιές καρύδια:

Εγγλέζους κι Αυστραλέζους και Ινδούς και κάτι άλλους μαυροκίτρινους που τους φωνάζαμε “αμίκους” και που φεύγαμε μακριά όταν περνούσανε, γιατί λέγανε πως άμα τύχει, μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο ακόμη. Και μεις που περιμέναμε να ‘ρθουνε πώς και πώς... Οι μεγάλοι λέγανε ότι στον πρώτο πόλεμο μοιράζαν στα παιδιά πλάκες τις σοκολάτες κι είχανε τις καντίνες τους ανοιχτές, βουνά οι κονσέρβες, τα βούτυρα κι οι ζάχαρες, κι έμπαινε ο κόσμος κι αγόραζε, με το τίποτε, και του πουλιού το γάλα. Όμως όταν ήρθανε, μονάχα φασαρίες φέρανε και τίποτ’ άλλο. Προπαντός όταν μεθούσανε, και πότε, θα πεις, ήταν ξεμέθυστοι; Μαλώνανε και τα σπάζανε στις ταβέρνες και δε λογάριαζαν κανένα· σα να ‘ταν του παππού τους το τσιφλίκι. Κι ύστερα βγαίνανε στο δρόμο και πειράζαν τα κορίτσια άγαρμπα και πέφτανε απάνω τους κι οι δικοί μας και γινότανε μαλλιά κουβάρια, όσο να έρθει η αστυνομία τους, κάτι θηρία ως εκεί απάνω, που βαράγανε όπου φτάνανε κι ύστερα τους πετάγανε στα φορτηγά αναίσθητους, σα να μην ήταν άνθρωποι, σα να ‘τανε σφαχτάρια.

Εκτός όμως απ’ αυτούς, είχε και κάτι άλλους, που παρασταίνανε τον δεν ξέρω ποιον.

Σιδερωμένοι, του κουτιού κι ορθοκατέβατοι, σουλατσάρανε ασταμάτητα στις γειτονιές και ρίχνανε ματιές και σπόντες στα κορίτσια. Κι αυτές, οι χαμένες, τάχα γελούσαν με τα “γκλυκιά μου” και τα “κρυσό μου” που τις πετάγανε, τάχα δεν τα θέλανε και λιώνανε τις σόλες τους στα σύρε κι έλα και βγάζανε κάλους οι αγκώνες τους με το να τους τρώνε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Κι άρχισε η Κατίνα να ντύνεται και να στολίζεται και να βγαίνει έξω κάθε τόσο, τάχα για ψώνια, τάχα για επισκέψεις και σε λιγάκι σταμπάραμε κι έναν ψηλό λοχία μ’ έναν άλλο φίλο του αλλήθωρο, που όλο περνάγανε μπρος απ’ το σπίτι της Κατίνας και λοξοκοιτάγανε. Κι ύστερα μαθεύτηκε πως πήγε σπίτι και τη γύρεψε. Καθίσαν, λέει, ένα γύρω στο σαλόνι και χαμογελούσαν και λέγανε κάτι “γκουτ” και τέτοια κι ο Φρεντ, έτσι τον λέγανε το γαμπρό, τον αλλήθωρο, μίλησε κάτι γαλλικά με την κυρα-Φανούλα που κάτι σκάμπαζε από παλιά κι όταν είδε το γιο της τον Κωστάκη,

Τρε ζολί ανφάν, είπε ο Φρεντ. Κι ο Κωστάκης ήρθε και μας τα έλεγε με το νι και με το σίγμα και μεις “ζολί, ζολί” φωνάζαμε κι από τότε του ‘μεινε το “ζολί”, παρατσούκλι του Κωστάκη. Ύστερα από κάνα μήνα, γίνανε τα επίσημα του αρραβώνα της Κατίνας κι όλοι στη γειτονιά καταχαρήκανε κι είπανε, “η καλή η πίτα, καλό μουσαφίρη περιμένει” και κάτι άλλα που λένε στην περίσταση. Και το πράμα αποφασίστηκε. Θα πήγαιναν στο Μάντζεστερ, στην πατρίδα του Φρεντ, γιατί εκεί είχε ο άνθρωπος τις δουλειές του. Κι ο Φρεντ ξεκίνησε πρώτος, να πάρει και τ’ απολυτήριο, να ‘τοιμάσει και τα χαρτιά του για το γάμο και να ξανάρθει, σ’ ένα μήνα το πολύ, να παντρευτούνε και να φύγουνε μαζί.

Άρχισε κι η Κατίνα τις ετοιμασίες· ραψίματα, και “μέθοδο αγγλικά” κι οι γείτονες πηγαίνανε και τα δώρα για το γάμο, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Πέρασε όμως μήνας κι ο Φρεντ δε φάνηκε. Ο άλλος πάλι ο ψηλός, ο φίλος, έλεγε πως ίσως κάπου σκόνταψε το πράμα αλλά, να μην ανησυχούν, όλα θα σιάξουν. Πέρασε όμως και δεύτερος και τρίτος μήνας κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο Φρεντ. Όσο για τον ψηλό, άφαντος κι αυτός. Κι η Κατίνα κλείστηκε και δε φαινόταν πουθενά. Ούτε, όμως, ξανάγινε λόγος στη γειτονιά γι’ αυτό το ζήτημα. Μόνον εμείς ρωτήσαμε τον Κωστάκη, να μάθουμε κι αυτός μας είπε πως, τάχα, το καράβι που έφερνε το Φρεντ, χτύπησε πάνω σε νάρκα και πνίγηκαν όλοι.


Πηγή: Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση | Ενηλικίωση. Διηγήματα. Εκδόσεις Ροές. Αθήνα 1988.

Τόλης Καζαντζής- Η παρέλαση



                Περιμέναμε πως όπου να ΄ναι φεύγουνε οι Γερμανοί. Η κίνηση στα τρία μέγαρα της γειτονιάς δεν έλεγε να σταματήσει νύχτα μέρα. Κι αυτό γινότανε ολόκληρες βδομάδες. Ώσπου ένα πρωί, χαράματα πες, μπήκαν στη γραμμή κανονικά και φύγανε με τα κάρα τους και τα φορτηγά τους φορτωμένα μέχρι τα μπούνια. Τότε χυμήξαμε όλοι στα τρία μέγαρα και δεν αφήσαμε καρφίτσα, που λέει ο λόγος. Δεν πέρασε μια ώρα και διαδόθηκε πως έρχονταν οι δικοί μας. Τρέξαμε και μεις, μικρά παιδιά, να δούμε την παρέλαση.


                Απ΄ το Ιπποδρόμιο κατέβαιναν χαρούμενες παρέες με σημαίες, άλλες ελληνικές κι άλλες ρώσικες με σφυροδρέπανα, και σε λιγάκι ο δρόμος προς τον Πύργο και τα πεζοδρόμια πήξανε στον κόσμο που ανυπομονούσε. Βγήκανε δυο με το χουνί και φώναξαν πως «ο απελευθερωτικός στρατός, ο τιμημένος ΕΛΑΣ βρίσκεται στο Βαρδάρι». Ο κόσμος ζητωκραύγασε και μεις καταφέραμε να σκαρφαλώσουμε στη μαρκίζα του σινεμά «Ηλύσια» κι από κει τα βλέπαμε όλα. Από παντού αντηχούσαν τραγούδια, στα μπαλκόνια απλώσανε ο κόσμος τις σημαίες. Τραγουδούσαμε και μεις:

Τα χρυσά σπαθιά των Άγγλων


θα τα κάνουμε σφυριά,


θα τα κάνουμε δρεπάνια


να θερίζει η αγροτιά.


                Ήτανε ωραία τραγούδια. Θυμάμαι, αργότερα, πόσο μου είχε αρέσει ένας σκοπός όταν μια μέρα μαζεύτηκε κόσμος και ντουνιάς στην πλατεία Αγίας Σοφίας και τον τραγουδούσε γονατιστός. Πήγαμε κι εμείς και γονατίσαμε.


Αιωνία η μνήμη σε σας, αδελφοί,


στον τίμιο που πέσατε αγώνα.

                Ύστερα αρχίσανε να βγάζουνε λόγους, μα εμείς δεν καταλαβαίναμε λέξη, βαρεθήκαμε και φύγαμε. Και καλά που φύγαμε, γιατί μετά πέσανε μπιστολιές, όπως μάθαμε. Εκείνη όμως τη μέρα λέγανε άλλα τραγούδια, πιο χαρούμενα.

Τα τανκς και τα κανόνια,


Βουλγάροι, Γερμανοί,


κι αυτοί οι Παοτζήδες


μας πήραν το ψωμί.          

                Ο ενθουσιασμός του κόσμου φούντωνε. Και τα χουνιά ανάγγειλαν πως «ο στρατός μας μπήκε στην Τσιμισκή». Ο κόσμος άρχισε τα «ζήτω» κι άλλοι αγκαλιάζονταν και χοροπηδούσαν και μεις απάνω στη μαρκίζα πιο πολύ απ΄ όλους. Ώσπου άρχισε η παρέλαση: Μπροστά πηγαίνανε καμιά κατοσταριά καβαλαραίοι, αρματωμένοι σαν αστακοί, με γενειάδες κι αυτόματα και φυσεκλίκια χιαστί στο στήθος. Ύστερα έρχονταν οι πεζοί, κι αυτοί το ίδιο αρματωμένοι, και πιο πίσω καμιά πεντακοσαριά παιδιά που κουβαλούσανε καμμένα γερμανικά όπλα, απ΄ αυτά που μέρες πριν καίγανε οι Γερμανοί αβέρτα. Αυτούς, δεν ξέρω ποιος τους πρωτοείπε «η καμμένη μεραρχία» και σε λιγάκι έτσι τους φώναζε όλος ο κόσμος. Μετά ακολουθούσε μπουλούκι ο κόσμος. Εκεί να δεις σημαίες ελληνικές και ρώσικες, και σηκωμένη τη γροθιά απάνω στα μπαλκόνια, και «Θα σας κατεβάσουμε» φωνάζανε σ΄ όσους παρακολουθούσαν από κει. Στο μεταξύ ο κόσμος που περίμενε στα πεζοδρόμια μπουκάρησε στο δρόμο κι αγκάλιαζε τους αντάρτες. Μερικοί είχανε φέρει και γλυκά και τους κερνούσανε, άλλοι μπαίνανε μες στις γραμμές των ανταρτών και τραγουδούσαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι.

                Ξαφνικά έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. Απ΄ την Τσιμισκή ακούστηκε το μουγκρητό μιας μοτοσυκλέτας κι ένας Γερμανός μοτοσυκλετιστής, με τ΄ αυτόματο στο στήθος, πέρασε σα σαΐτα.


                — Γυρνάνε πίσω, ακούστηκαν φωνές κι ο κόσμος σκόρπισε απ΄ το δρόμο μαζί με τους αντάρτες κι οι καβαλαραίοι κρατάγανε με το ζόρι τ΄ άλογά τους. Ύστερα τα χουνιά ξαναφώναξαν: «Ένας ήταν, ένας ήταν», και το πανηγύρι σιγά σιγά ξανάρχισε. Μονάχα που μερικοί αρχίσανε να φεύγουνε κατά την απάνω πόλη. Ωστόσο η παρέλαση ανασυντάχτηκε και, μόλο που το πράμα είχε κρυώσει κάπως, δεν πάψανε τ΄ αγκαλιάσματα και τα τραγούδια. Κι ύστερα ακούστηκε ξανά το μουγκρητό της μοτοσυκλέτας να ΄ρχεται απ΄ τη μεριά του Πύργου αυτή τη φορά, και σε λιγάκι φάνηκε σίφουνας ο ίδιος Γερμανός, να ΄χει απάνω στο ντεπόζιτο της μηχανής του μια βαλίτσα.


                — Ρίχτε του, ρίχτε του, ακούστηκαν φωνές, μα κανένας δεν του έριξε. Δυο τρία άλογα ρίξανε κάτω τους καβαλαραίους τους. Ο κόσμος διαλύθηκε με μιας. Οι πιο πολλοί πήρανε τους δρόμους κατά πάνω. Ούτε τραγούδια ούτε αγκαλιάσματα. Μονάχα τις σημαίες κρατάγανε διπλωμένες στους ώμους τους και τα σιγολέγανε παρέες παρέες.

                Εμείς σαλτάραμε απ΄ τη μαρκίζα των «Ηλυσίων» και ξαναγυρίσαμε στη γειτονιά.- 


Τόλης Καζαντζής (1938-1991)  

Από τη συλλογή διηγημάτων «Η παρέλαση» (Ερμής 1976), σελίδες 15-17.

Πηγή:https://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kazantzhs_parelash.html

Τόλης Καζαντζής-Ο λάκκος


 Απέναντι στο σπίτι μας ήταν ο λάκκος. Ήταν για τα θεμέλια του σπιτιού που δεν το χτίσανε γιατί ήρθε η κατοχή. Έτσι απόμεινε μονάχα ο λάκκος, σκαμμένος κανονικά απ' τις δυο μεριές, κατηφορικός από τις άλλες, προς το σταυροδρόμι, για να κατεβαίνουνε, ως φαίνεται, τα φορτηγά που κουβαλούσανε τα μπάζα. Στο λάκκο κάναμε τα πιο πολλά παιχνίδια μας. Παίρναμε λαμαρίνες και τις γυρνούσαμε κατά πάνω σαν έλκηθρο, ανεβαίναμε απάνω και γλιστρούσαμε στην κατηφόρα μέχρι τον πάτο του λάκκου, όπου φυτρώνανε τσουκνίδες ανάμεσα σε σκουριασμένα ντενεκέδια, παλιοσιδερικά και λογιώ λογιώ βρωμιές. Οι τσουκνίδες τσιμπούσανε και φέρνανε φαγούρα. Μάλιστα, εκεί που τσιμπιόσουνα πρηζότανε το δέρμα σα να του είχανε περάσει από κάτω κουμπί. Έπρεπε τότε να το τρίψεις με φύλλο από μολόχα κι η φαγούρα κοβότανε μαχαίρι. Αν πάλι δεν έβρισκες μολόχα —πού να τη βρεις;— έκανες ένα σταυρό με το νύχι απάνω στο πρήξιμο και μονομιάς ο πόνος έδιωχνε τη φαγούρα.


Ο λάκκος ήταν παγίδα πλάι στο σκοτεινό δρόμο. Ήτανε, βλέπεις, κι η συσκότιση, κι αυτοί οι «πεταλάδες»* που μόλις βράδιαζε κάνανε περιπολία κι άμα βλέπανε καμιά φωτεινή χαραμάδα στο παράθυρο στήνονταν από κάτω και φώναζαν «φως φως» με τις αγριοφωνάρες τους, όσο να ταιριάσεις την κουβέρτα και να μη φέγγει καθόλου. Έτσι τη νύχτα η γειτονιά ήτανε θεοσκότεινη, κι άμα δεν ήξερες τους δρόμους και προπάντων άμα ήσουνα μεθυσμένος μπορούσες να βρεθείς σούμπιτος* οχτώ μέτρα μες στο λάκκο.


Έτσι μεθυσμένος βρέθηκε ο Ζάκας, ο δικηγόρος στη γειτονιά εκείνο το βράδυ, έπεσε μες στο λάκκο και τσάκισε το πόδι του. Βγήκαμε να τον σηκώσουμε μ' όλο που ήταν απαγορευμένη η κυκλοφορία κι αυτός αντίς για «ευχαριστώ» μας σκυλόβριζε «κομμούνες» κι άλλα· κι αυτό γιατί; Γιατί, λέει, ήθελε καλά και σώνει να κοιμηθεί απόψε στο σπίτι μας κι αύριο έβλεπε. Μα ο πατέρας είδε το χάλι που 'χε το ποδάρι του κι έτρεξε και τηλεφώνησε στον Ερυθρό Σταυρό, κι ήρθανε και τον πήρανε.


Έτσι επικίνδυνος ήταν ο λάκκος κι εμείς τον κάναμε ακόμη πιο επικίνδυνο με τ' ακροβατικά μας στην άκρα του και το ψαχτήρι μας μες στο σκουπιδαριό που πέταγαν οι Γερμανοί απ' το Φρουραρχείο. Εκεί μες στο βουνό απ' τα σκουπίδια βρίσκαμε καμιά φορά πράγματα χρήσιμα για το σπίτι, κι ακόμα σφαίρες και βλήματα αχρηστεμένα. Το Μάριο το ζηλεύαμε όλοι, γιατί είχε βρει μια άδεια δεσμίδα από πολυβόλο, δυο μέτρα, και μονοκόμματη, και την κουβαλούσε συνέχεια μαζί του, χιαστί στο στήθος και δυο κάτια στη μέση. Όμως δεν άργησε να γίνει το κακό. Μια μέρα που ψάχναμε με τον Ευθυμάκο στο λάκκο, ο Ευθυμάκος βρήκε μια ιταλικιά χειροβομβίδα απ' αυτές που ήτανε ένας κύλινδρος που ξεβίδωνε στη μέση. Εγώ ήξερα πως είναι χειροβομβίδα γιατί είχα δει μια ίδια στης θείας μου που την είχε για τσιγαροθήκη. Του είπα να μη την πειράξει, μα αυτός σημασία δε μου 'δωσε, ήτανε βλέπεις μεγαλύτερος και τη χτυπούσε απάνω σε μια πέτρα γιατί στο βίδωμα είχε πιάσει σκουριά και δεν άνοιγε. Μ' έπιασε φόβος ξαφνικός κι ανεξήγητος κι έτρεξα προς τα πάνω και τότε ακούστηκε το «μπαμ» κι ούτε που το κατάλαβα για πότε βρέθηκα τιναγμένος εκεί που βρέθηκα και παραζαλισμένος. Είδα τους μεγάλους να κατηφορίζουνε στο λάκκο, άλλοι με ψάχνανε στο σώμα να δουν τι έπαθα κι άλλοι κουβαλούσαν τον Ευθυμάκο με καταματωμένα τα μούτρα του, αναίσθητο κι η κυρά Λισάβετ με πήρε αγκαλιά στο σπίτι μας, μου 'δωσε να πιω νερό με ζάχαρη και μ' έβαλε να κατουρήσω μια κι η μάνα μου τα 'χε χαμένα κι έτρεμε ολόκληρη απ' τη λαχτάρα της. Σε κάνα μήνα φέραν τον Ευθυμάκο απ' το νοσοκομείο μ' έναν επίδεσμο γύρω στα μάτια κι από τότε είναι τυφλός.


Εκεί στο λάκκο έφερνε την πελατεία της τα βράδια κι η «Μοναξιά», έτσι τη φωνάζαμε μια και δεν ξέραμε τίποτα γι' αυτήν. Ούτε τ' όνομά της. Μονάχα ξέραμε πως είχε νταβατζή τον Αλέκο τον ταγματαλήτη με τη μοτοσυκλέτα. Αυτός, ο Αλέκος, έφερνε τους πελάτες, όλοι των ταγμάτων ασφαλείας*, κι η Μοναξιά έστρωνε μια κουρελού στην πιο σκοτεινή γωνιά του λάκκου και περνιόταν νουμεράδα από δέκα δώδεκα νοματαίους. Κι ο Αλέκος έπιανε κουβέντα μ' όσους περίμεναν τη σειρά τους και τότε εμείς βρίσκαμε ευκαιρία να βγάλουμε κεφάλι πάνω από το λάκκο και βλέπαμε. Όλοι τον φοβόντανε στη γειτονιά τον Αλέκο. Λέγανε πως είχε σκοτώσει απάνω από δέκα. Ήτανε ένα «κάθαρμα», όπως έλεγε ο πατέρας μου. Γύριζε με τη μοτοσυκλέτα και δε λογάριαζε κανένα. Πείραζε με χοντράδες τα κορίτσια, άστραφτε μπάτσους σ' όσους τόλμαγαν να τον κοιτάξουν κι έκανε «ντου» στα μαγαζιά, κι άρπαζε ό,τι έφτανε. Μόνον ο Κώστας τα 'βαλε μαζί του. Και τι κατάλαβε; Ο Κώστας δούλευε εργάτης στο ΦΙΞ μαζί με τον πατέρα του, τον κυρ-Αναστάση. Το σπίτι το κράταγε η αδερφή του η Δαφνούλα, προκομμένο κι όμορφο κορίτσι. Μια Κυριακή απόγευμα κατέβαιναν ο Κώστας κι η Δαφνούλα βόλτα για την παραλία. Από κάτω ερχόταν ο Αλέκος με τη μηχανή. Όταν έφτασε μπροστά τους φρενάρησε, τι είπε τι δεν είπε της Δαφνούλας, κι ο Κώστας τ' ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άστραψε δυο χαστούκια, μα τι χαστούκια του Αλέκου, που για μια στιγμή έμεινε σύξυλος. Ύστερα ψαχούλεψε το πιστόλι του, μα το άφησε κι έπιασε να γελάει, ένα γέλιο αφύσικο, μαρσάρησε και χάθηκε κατά το Ιπποδρόμιο. Τρεις μέρες μετά βρήκανε τον Κώστα σκοτωμένο μες στο λάκκο, τρεις σφαίρες, οι δυο στο στήθος, η άλλη στην κοιλιά κι όλοι το φόρτωσαν στον Αλέκο. Γιατί, ποιος ήθελε το κακό του Κώστα; Αυτός πουθενά δεν ανακατευότανε. Δουλειά και σπίτι μόνον ήξερε ή το πολύ πολύ σε κάνα ματς ή καμιά βόλτα με την αδερφή του. Ύστερα γιατί εξαφανίστηκε ο Αλέκος μια βδομάδα, αυτός που άλλοτε αλώνιζε τη γειτονιά με τη μοτοσυκλέτα μέρα νύχτα; Σαν όμως πέρασε βδομάδα ακούσαμε, μεσάνυχτα, τη μηχανή του να μουγγρίζει πάνω κάτω κι όλοι το ξέραμε πως αυτός ήταν, μα ποιος κοιτούσε να ξεμυτίσει. Ξαφνικά, καθώς περνούσε απ' το λάκκο ακούστηκε ένας κρότος δυνατός κι ύστερα η μηχανή που κατρακυλούσε στο λάκκο κι ύστερα τίποτα. Ο πατέρας έκανε να πάει να δει. Η μάνα μου του έφραξε την πόρτα.


«Έχεις μικρά παιδιά», του είπε, κι εγώ μ' όλο που δεν πολυκατάλαβα βρήκα πως είχε δίκιο η μητέρα μου κι απόμεινα να κοιτάζω μαζί με τους άλλους από τις γρίλιες. Τα ξημερώματα άρχισαν ένας ένας οι γειτόνοι και βγαίνανε και πήγαιναν στο λάκκο αμίλητοι. Πήγαμε και εμείς κι είδα τον Αλέκο ανάσκελα, πεθαμένο μες στο λάκκο, κι από πάνω πλακωμένο με τη μηχανή. Ύστερα ακούστηκε τ' αυτοκίνητο των ταγμάτων κι η γειτονιά σκόρπισε.



Λίγο καιρό μετά, ο πόλεμος τελείωσε· κι άρχισαν τα δικά μας τα χειρότερα. Όταν όλα ησύχασαν, εκεί που ήταν ο λάκκος χτίστηκε μια καινούργια πολυκατοικία, που ήταν γεμάτη καλοντυμένους κυρίους, αφράτες γυναίκες και πεντακάθαρα μίζερα παιδάκια.

......................................................................................................................................................................

«πεταλάδες»: Έτσι αποκαλούσαν, στην Κατοχή, οι Έλληνες στη Θεσσαλονίκη τους Γερμανούς της ειδικής στρατιωτικής αστυνομίας, επειδή έφεραν στο στήθος μεταλλικό σήμα (πέταλο).

σούμπιτος: α) ξαφνικός β) ολόκληρος, ολόσωμος.

Τάγματα Ασφαλείας: Ειδικά αστυνομικά σώματα που είχαν συγκροτηθεί κατά την Κατοχή. Συνεργάστηκαν με τους γερμανούς κατακτητές.


Το Αφηγημα Ανηκει στη συλλογή Η παρέλαση, 1976.

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_b_27_01.html