Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μελισσάνθη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μελισσάνθη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Μελισσάνθη - Κυκλικό


Ρωτάω το νερό—τι είμαι; 

Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει


Ρωτάω το χώμα—τι είμαι;

Χώμα που κρύβει τ ̓ απογυμνωμένα οστά


Ρωτάω τον αέρα—τι είμαι;

Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται

με τη σιωπή και με το χιόνι


Ρωτάω τη φωτιά τι είμαι;

Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβύνει


Ρωτάω τον ουρανό τι είμαι;

Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.


Πηγή: Το φράγμα της σιωπής, Αθήνα, Δίφρος 1965.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Κατερίνας Μαρδακιούπη

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Μελλισάνθη ( Ήβη Σκανδαλάκη) - πάνω σε γρήγορο φαρί





Φεύγω  πάνω σε γρήγορο φαρί

που βέλος δεν μπορεί να με προφτάσει

μέσα στα ελεύθερα της σκέψεως δάση

κανείς να με συλλάβει δεν μπορεί



Αιχμάλωτη κανείς δεν θα με πιάσει

στα χέρια  -ζωντανή  μήτε νεκρή-

Δεν χάλκεψεν ακόμα το σφυρί

την αλυσίδα που θα μ΄εξουσιάσει



Μ΄από τη μοίρα να μου δεθούν τα χέρια

θα τραγουδώ κοιτάζοντας  τ΄ αστέρια

κι ελεύθερη θα μείνω στη σκλαβιά μου!

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Μελισσάνθη - Μονάχα ένα τραγούδι


Ξερίζωσε ο σεισμός τα σπίτια μας

πήρε τα υπάρχοντά μας το νερό,

η θάλασσα

ναυάγησε όλα τα καράβια μας

έπνιξε τα παιδιά μας

– μέδουσες και θαλάσσιες ανεμώνες

κοράλλια κόκκινα άγγιξαν τα χείλη τους –


Η λάβα ρέει ακόμα χοχλαστή στην επιφάνεια

Γρήγορα ξαναχτίζουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους

κάτω απ’ των ηφαιστείων το βρουχηθμό

Στήνουν τους γκρεμισμένους φράχτες

βάζουν νέα σύνορα, μέσα στον τρόμο

άλλα παιδιά γεννοβολάνε

Στέλνουνε δύτες στο βυθό τ’ ωκεανού

για καταποντισμένα μυστικά

Όπλα χαλκεύουνε για τη ζωή καινούργια.


Αν όλη η γη είναι το σπίτι μας

αν ο ουρανός είναι η μεγάλη σκέπη

μπορώ σήμερα να’ μαι εδώ κι αύριο εκεί

όπου με πάει η πιο μικρή πνοή του ανέμου.

Αν βρέχει επί δικαίους και αδίκους

τότε, έχω όλα όσα μου χρειάζονται

Αν είναι η Θάλασσα η μεγάλη μάνα μας

στην αγκαλιά της που κοιμίζει την επιστροφή μας

δεν θα διακόψω το νανούρισμά της.

Αν όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια μου

δεν μου χρειάζονται να με βαραίνουν όπλα.


Ένα χαμόγελο μόνο χρειάζεται, να κοιταζόμαστε

να γνωριζόμαστε μ’ αυτό, να χαιρετούμε

αυγή και νύχτωμα – ένα τραγούδι

χρειάζεται μονάχα – ένα τραγούδι

για να ζήσουμε και να πεθάνουμε.


Από τη συλλογή Ανθρώπινο Σχήμα, 1961

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Μελισσάνθη - "Το φράγμα της σιωπής"

ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ

Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
−κανείς δε ξέρει πότε κι από πού ξεκινά−
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο −να πει μια τρίλλια του
στη νύχτα που έρχεται− ένα πουλί.





Ο ΜΑΚΡΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ


Κάποτε κλείδωσε το άδειο του σπίτι
Με τις στοιχειωμένες του κάμαρες
κι έριξε το κλειδί του μες στο ποτάμι
(σε κάθε παράθυρο υπήρχε
ένα σιωπηλό παράπονο αρρώστου
που τον εγκαταλείπουν ολομόναχον)
Κανείς δεν τονε πρόσεξε όταν έφευγε
πίσω από το παραπέτασμα της φθινοπωρινής βροχής
Τώρα πήρε να φυσά το ξεροβόρι
ένας ξέθωρος ήλιος χειμωνιάτικος τον ζεσταίνει
δεν ξέρει πού θα τον βρει το βράδυ
ούτε ρωτά πού τελειώνει η οδοιπορία του

Καιρούς ανάσανε νοτισμένο χώμα
δεντρίσια μοναξιά και σιωπή
κατάπιε πάχνα και νυχτερινό αγιάζι
άφινε τη βροχή να τον περονιάζει ως το κόκκαλο.
Ύστερα τον έπιανε μι’ αβάσταχτη πείνα
για την ανθρώπινη ομιλία
για τα κοινά ζεστά, ανθρώπινα λόγια
Μια «Καλημέρα» ή μια «Καλησπέρα» στο χωραφόδρομο
είναι σαν μια γενναία φέτα ψωμί
γλυκό, σιταρίσιο, χωριάτικο ψωμί.

Ξαναγύριζε σε μέρη πολυσύχναστα
άνοιγαν πόρτες ξεχύνονταν κύματα από φωνές
τον έπαιρνε η ζέστα στο πρόσωπο
οι γνώριμες σπιτικές μυρουδιές
Τόσα παράθυρα ολοφώτιστα, τόσοι καινούργιοι άνθρωποι
που ξαναζούσαν από την αρχή, όσα έζησε

Κοντοστεκόταν λίγο και ύστερα πάλι
συνέχιζε την περιπλάνηση
μες στη νυχτερινή διαπεραστική παγωνιά.





ΚΥΚΛΙΚΟ


Ρωτάω το νερό – τι είμαι;
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει

Ρωτάω το χώμα – τι είμαι;
Χώμα που κρύβει τ’ απογυμνωμένα οστά

Ρωτάω τον αέρα – τι είμαι;
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι

Ρωτάω τη φωτιά – τι είμαι;
Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβύνει

Ρωτάω τον ουρανό – τι είμαι;
Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.





Ο ΞΕΝΟΣ


Απ’ το παράθυρο που ανοίγεται στη νύχτα
κυλάει μ’ ενάργεια στον καθρέφτη μέσα
το φως του φεγγαριού
ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος.
Ποιος είναι αυτός που μ’ ατενίζει
μέσα από το κρύσταλλο
με τα δικά μου μάτια;
Καιρούς το πρόσωπό μου είχα αποστρέψει
φεύγοντας τούτο το βλέμμα
Έσκυβα πάνω από νερά βαθιά κι αφώτιστα
θολά από τις βροχές ποτάμια
Έβλεπα πίσω από τζάμια του ύπνου θαμπά
που ράγιζαν χίλια ραγίσματα
Κι ακροαζόμουν τα ίδια βήματά μου
σαν βήματα άλλου, να με καταφτάνουν
πάλι και πάλι
Όταν σ’ ονείρων λαβυρίνθους κυκλοδίωκτη
από νύχτα σε νύχτα κι από ύπνο σε ύπνο
έφερνα αλαφιασμένους γύρους.

Τώρα, το φως του φεγγαριού αναβλύζει
κυλώντας αργυρόηχα στον καθρέφτη μέσα
Καθώς ο ξένος αναδύεται ολοένα
κι ολοένα, μέσα από το κρύσταλλο.




Από τη συλλογή «Το φράγμα της σιωπής» (1965).


Αναδημοσίευση από:https://ppirinas.blogspot.com/2021/09/blog-post_26.html

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Μελισσάνθη - Κοιτάζουμε ένα διάφορο ουρανό


Τα δέντρα ονειρεύονται μ’ όλα τα φύλλα τους
το βίαιο άνεμο που θα τους φέρει
την αλλαγή. Τα βλέπουμε δέσμια στη γη
ενώ αυτά πορεύονται σ’ ένα ουρανό μέσα
σ’ ένα άλλο χρόνο – όπου η δική μας κίνηση
μπορεί να μοιάζει ακινησία –
Στ’ αλήθεια, για τ’ ακίνητα βουνά, τα δέντρα
για το σιωπηλό κόσμο που μας περιέχει
– όπως η θάλασσα τα κοχύλια –
μπορεί Κίνηση, Χρόνος, να σημαίνει
μια αναπνοή πλατειά μες στο διάστημα
δίχως το βάρος του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Ένα άλλο αίμα ρέει στις φλέβες μας
μι’ άλλη φέρνουμε μοίρα
Κοιτάζουμε ένα διάφορο ουρανό.

Ανθρώπινο σχήμα», 1961
Από την έκδοση: Μελισσάνθη, Οδοιπορικό, Ποιήματα 1930-1984, εκδόσεις Καστανιώτη, φροντίδα Θ. Φωσκαρίνη, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 2000, σ. 232.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Μελισσάνθη - Γράμμα


Με τη ψυχή σε περιμένω. Με το σώμα μου
όλο, στον πόθο τεντωμένο σαν χορδή
Τις νύχτες οι αναμνήσεις κάτω από το δώμα μου
νοσταλγικοί διαβαίνουνε κιθαρωδοί
Κι όλο πληθαίνουνε τα δάκρυα στο άγρυπνο όμμα μου
που πλάθει τ’ όραμά σου πάλι, ως να σε δει
Με το παράπονο μικρού παιδιού στο στόμα μου
πουλί κουρνιάζω, σ’ ανεμόδαρτο κλαδί
Πλάι στο τραπέζι μένει ανέγγιχτο το δείπνο μου
του αγνώστου οι τρόμοι μπαίνουνε στην κάμαρά μου
κι όλοι οι άγριοι εφιάλτες μέσ’ τον απροστάτευτο ύπνο μου
μα τη χαρά, μα τον καημό του γυρισμού
και μα την πίκρα ενός καινούργιου χωρισμού
ω μην αργήσεις περισσότερο μακριά μου

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Μελισσάνθη - Ποιητής


Την ώρα που κατάματα κοιτάζω, εγώ, τον ήλιο
το λούλουδο και το πουλί, το δέντρο, το φεγγάρι
το σχήμα τους κι η φευγαλέα ψυχή μου πάει να πάρει
Την ώρα που κατάματα κοιτάζω, εγώ, τον ήλιο
φωτίζεται το σκοτεινό του είναι μου, ώς μέσα, σπήλιο
και ξεχωρίζω δαίμονα γραμμένο τότε αχνάρι
Την ώρα που κατάματα κοιτάζω, εγώ, τον ήλιο
γίνομαι κι ήλιος και πουλί και δέντρο και φεγγάρι.

Ενότητα: «Τριολέτα» [14], Οδοιπορικό - ποιήματα 1930-1984, Καστανιώτης 1986.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Μελισσάνθη - Επτά ποιήματα


Ας...


Σε τούτο το μεταξύ,

ας παίζουμε με τις λέξεις,

ας παίζουμε της ομιλίας το θείο παιγνίδι

ανύποπτοι ποιητές

που κλέψανε το μυστικό

να βλέπουνε και ν' ακούνε,

ν' αγγίζουνε και να γνωρίζουνε τα πράγματα,

την εικόνα του Κόσμου ξαναπλάθοντας

μ' αστραφτερές λέξεις ας παίζουμε

καθώς παιδιά μ' αθώα χοχλάδια

που ξεβράστηκαν στ' ακροθαλάσσι

μόλις αγγίζοντας τη μυστική φωτιά

μόλις μαντεύοντας

τον κρύφιο κεραυνό,

με χώμα ας σκεπάζουμε και στάχτη

τη φλόγα που οι θνητοί ν' αγγίσουν δεν τολμούν

δέσμιοι στο θάνατο

ας ξανοίγουμε τις χάρτινες βαρκούλες μας

μες στον αστραποβόλο ωκεανό...


Ερωτηματικό

Σ’ άγνωστους ουρανούς οδεύουμε τυφλοί…
κάθε μας πράξη ανθρώπινη πώς ν’ ακτινοβολεί
στο άπειρο; Τι προέκταση να παίρνει και τι σχήμα
πέφτοντας, ο ίσκιος μας, πέρα από το μνήμα;
Στις χώρες των θεών πώς ν’ αντηχούνε
τα βήματά μας; Τα λόγια μας ποιοι άβυσοι να τ’ ακούνε;
Τι όντα να λούζονται μες στα χαμόγελά μας;

Και τα δάκριά μας
τι ήχο να κάνουν στη στέγη τ’ ουρανού;
Τι βλέμματα να πέφτουνε στα πρίσματά τους;
Η οδύνη μας ποιους να φλογίζει βάτους;
Τι θόλους να βαστάζει η σκέψη μας του θείου του νου;
Και οι άγγελοι με τι όνομα να μας γνωρίζουν;
Σε ποια ουράνια τόξα να ιριδίζον
όλα μας τ’ άγνωστα έργα;
Κι οι αχτίνες που του Λόγου λύγισεν η βέργα
στο θαύμα αυτό του κοσμικού του ονείρου
σε ποιο σημείο να σμίγουνε του απείρου;

Μεταμέλεια

Απόψε είπα πως μ’ είχες πια κερδίσει,
που ρόδισαν οι πόθοι μου όλοι ανθοί.
«Μα πριν ή ο αλλέκτωρ τρις φωνήσει»
Κύριέ μου, σε είχα πάλι απαρνηθεί.

Με κουφοκαίνε ακόμα πάθη, μίση,
-δεν έχουν οι αμαρτίες μου πια σωθεί-
Της χάρης σου αν ανοίξει μόνο η βρύση
τότε κι η υδρία μου ίσως πληρωθεί.

Το τι μαρτύρησα απ’ τη νύχτα εκείνη,
που άδεια άφησα τη νυφική μας κλίνη
κι αρνήθηκα στα μάτια να σε δω!

Κύτταξε, αν δεν πιστεύεις, τις πληγές μου
δος μου το χέρι σου να, εδώ, κι εδώ.
Λοιπόν, μ’ αναγνωρίζεις τώρα; πες μου;

Εξιλέωση

Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κι οι άγγελοι που δεν μ’είχαν βρει στην αρετή μου ωραία
των ανθινών τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα
και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρια μες τα χόρτα.
Μ’ από τα ουράνια αν μέδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κι οι άγγελοι, μόνο, ωραία.
 
Το έξω και το μέσα

 Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί καθώς
το φως άναβε μιαν αντανάκλαση
μέσα στο τζάμι
κι άξαφνα, είχε μεταφερθεί μαζί με το πολύφωτο
και τα έπιπλα έξω στη βροχή
Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα
που τυραννούσε η θύελλα
κι έμεναν ανέπαφα
Άχνιζε το φλιτζάνι του τσαγιού
σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν
κι ισορροπούσε
Τα δέντρα είχαν ξετρελαθεί απ’ τον άνεμο
ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία
έδιναν την εικόνα
της τάξης και της θαλπωρής
μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης
στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.
 
Μελισσάνθη 
Ποιητική ανθολογία “Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα”
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα 2008

Κατευόδιο

  Είμαι η Εκάβη που πενθεί τα χαμένα παιδιά της
Βέλη σκληρά τα διαπεράσαν
στη μάχη της Τροίας
κι όσα γλιτώσαν έφυγαν σε μακρινό ταξίδι
ανοίγοντας φτερό.
– Θροεί το δέντρο με το πρώτο χάραμα
Σύννεφο από κελαηδισμούς ρίχνει το φύλλωμά του –
Κι άλλα πιαστήκανε σε ξόβεργα
άλλα μισέψανε για πάντα
κι άλλα κινήσαν να επιστρέψουνε
απ’ το μεγάλο δρόμο του Οδυσσέα·
«Αμέτε στο καλό! Κι ο Θεός μαζί σας»
Έχω φυλάξει μέσα στο σεντούκι μου
κορδέλες απ’ τις παιδικές τους ώρες
φωτογραφίες κιτρινισμένες
για να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας
Στόμα άδολο, βλέμμα παιδιού που καίει η δίψα
των πειρατών προγόνων.
Είχαν τον ίδιον ήλιο στη φωνή
την ίδια ασίγαστη λαχτάρα
που τα ’σπρωχνε στης θάλασσας το ερωτοπάλεμα.
Φτάναν τα μεσημέρια από τ’ ακροθαλάσσι
από τον άγριο πόντο που ’βαφε τα μάτια τους
με νοσταλγία θαλασσινή.
Την ίδια δίψα είχαν στο βλέμμα
των πειρατών προγόνων
τον ίδιον ήλιο στη φωνή·
«Έχω στημένο ένα καράβι στα σκαριά
για να κουρσέψω την καλή την Κυρά-Θάλασσα…»
Σωπάζει ξαφνικά η φωνή στο πλάι σου
Κατά πού τράβηξαν;
Πήραν την αυλακιά που ανοίγουν τα δελφίνια;
Ή βράχο βράχο περπατούν ψάχνοντας για κοχύλια;
– Αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες τους –
«Μάνα καλή, μάνα πικρή
πάνω να κουρσέψω τη Μεγάλη Θάλασσα
μ’ ένα σκαρί θαλασσινό
κατράμι μέσα κι όξω καλαφατισμένο
του ταξιδιού ν’ αντέξει την αρμύρα…»

Ψηλό χοχλάδι σαν χαλάζι
σκέπασε τη μνήμη τους
τώρα που οι άνεμοι θαλασσινοί
σγουραίνουν τα μαλλιά τους.
– Τις παιδικές κορδέλες τους έχω φυλάξει
για να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας –
Κινούν τα γλαροπούλια απ’ το γιαλό
χαιρετισμού σινιάλο
«Αμέτε στο καλό!
Κι ο Θεός μαζί σας!».

Μελισσάνθη

Ποιητική συλλογή “Ανθώπινο Σχήμα” (1961)

Εκδόσεις Δίφρος

~~~~~~~~~~~~~~~~

Έμπνευση

 Κάποιος αρχαίος θεός που μ’ αγαπάει

με φλόγα πάθους νέου κι ερωτικού
στα πόδια μου χρυσή βροχή σκορπάει
γιά παίζει τη φλογέρα του βοσκού

Στα βάθη ενός τοπίου μυθικού
Σεμέλη, με καλεί, πότε Δανάη
το μάτι όμως με βλέπει του κακού
και Ήρα ζηλότυπη με κυνηγάει…

Είτε μπροστά μπορώ να πάω, είτε πίσω
Πού νά βρω καταφύγιο να γεννήσω
– ω! Δία, πατέρα των παιδιών μου, εσύ!

Οι ωδίνες μού ξεσκίζουνε τα σπλάχνα
Την προστατευτική σου ρίξε πάχνα
και φέρε με στης Δήλου το νησί.

 



Ποιητική συλλογή “Η φλεγόμενη βάτος” (1935)

Εκδόσεις Δίφρος

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Μελισσάνθη - Ο ύπνος έρχεται


Ο ύπνος έρχεται αναπάντεχα
Ας προσευχηθούμε.
Σε κάθε μια στιγμή παραμονεύει
Γλιστράει σαν ένας κλέφτης από τις χαραμάδες
Ενώ ό βοριάς τα σπίτια μας ρημάζει
Γυμνώνει τα μεγάλα δάση
Με τους ακρίτες μας μετριέται, που φρουρούν τα σύνορα
Με τα καράβια μας που οργώνουνε τις θάλασσες.
Ποιος καθεύδει τη στιγμή που όλα αγρυπνούν;
Άπλωσεν η βροχή την υγρασία της σήψης
Το ψύχος περονιάζει το έδαφος
Που ‘ναι κλεισμένες οι σπορές
Στη χειμέρια αγρύπνια
—Φυλάγοντας το ιερό πυρ της ζωής—
Συδαυλίζει ο άνεμος
Τα γυμνά απ’ τις φυλλωσιές τους δέντρα
Συδαυλίζει, την κρυμμένη τους φωτιά
Μέσα στο ψύχος του Δεκέμβρη.
Ποιος καθεύδει την στιγμή που όλα αγρυπνούν;
Ποιος τολμάει να σηκώσει τόσο αγέρωχο μέτωπο
Τη στιγμή που όλα είναι σταυρωμένα
Καθηλωμένα ατό Σταυρό της ύπαρξης
Δέσμια στο χρέος
Δέσμια στον άξονα της νύχτας και της μέρας
Κι όλα κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό
Τη φοβερή του παίρνουν σημασία.
Από τη ρίζα, το σκουλήκι, το έντομο
Ως τ’ άστρα κι ως τον Άνθρωπο
Πού ‘ναι ο Νόμος και ο Λόγος της Δικαιοσύνης;
Που με το αίμα του κερδίζει το χυμένο Αίμα
Που με το δάκρυ του κερδίζει τα χυμένα δάκρυα
Που με τον ίδιο του το θάνατο νικά το Θάνατο!
Γιατί˙ «η Αγάπη είναι ισχυρά ως θάνατος
‘Υδατα πολλά δεν δύνανται να σβέσωσι την Άγάπη
Ουδέ ποταμοί να πνίξωσιν αυτήν.»


Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας, Αθήνα, 1950

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Μελισσάνθη-Σφίγγα





Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
το φοβερό αίνιγμά μου να εξηγεί
—κιλίμι στρώνεται ο ίσκιος μου στη γη—
Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
Φριχτή κι απ’ της Πυθίας ακούω τον τρίποδα
της προφητείας να υψώνεται η κραυγή
Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
το γρίφο του εαυτού μου να εξηγεί.

Μελισσάνθη. 1931. Προφητείες. Αθήνα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Μελισσάνθη. 1986. Οδοιπορικό. Ποιήματα 1930–1984. Αθήνα: Καστανιώτης.


Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Μελισσάνθη-Ηρωϊκή φυγή


Ξοπίσω μου δαιμονικό φυσομανούσε, του Άδη,
πύρινο ανασασμό
κι έτρεχα, σ’ άφεγγες νυχτιές, μες στο βαθύ σκοτάδι,
μ’ έν’ άγριο καλπασμό.
Και τον μαντύα τον ταπεινό ξεδίπλωνα του επαίτη
σ’ ηρωική φυγή
κι έσερνα ατίθασα λυτή της κόμης μου τη χαίτη
και σάρωνα τη γη.
Του ανέμου το καμτσίκωμα που αφάνιζε τα δάση
με λύγαε, καλαμιά
και στέγνωνε στα χείλια μου, τη φούχτα μου, άδειο τάσι
στην άνυδρη ερημιά.
Κι απ’ την αρμύρα θέριευε της φλογισμένης άμμου
της δίψας το ουρλιαχτό,
μα έφευγα, ενώ, σε σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου
τ’ ανήμπορο ερπετό.
Η γη κάτω απ’ τη φτέρνα μου προδοτικά βογγούσε
καφτή ως λαβωματιά,
μα βέλος ξέφευγα γοργό και πίσω μου αστοχούσε
η εχθρική σαϊτιά.
Με παραμόνευε γαμψά το νύχι στα σκοτάδια
του πειναλέου βραχνά
κι ως γλύτωνα, οι φοβέρες του, μαύρων όρνιων κοπάδια
πίσω έκραζαν βραγχνά.
Κι η νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,
τον έναστρο ουρανό
και την οργή του κεραυνού σε νέφη καταιγίδας
σπαθί έκρυβε γυμνό.
Στο πέρασμά μου σφύριζε της έχθρητας το φίδι
μες στα ξερά κλαδιά,
μα της φυγής μου η αστραπή περνούσε όπως λεπίδι,
της νύχτας τη καρδιά.
Και του θριάμβου μου η κραυγή βόλι καφτό τρυπούσε
τα σπλάγχνα της σιγής
κι αντίλαλους η φόρμιγγα του στήθους μου ξυπνούσε,
στις εσχατιές της γης.

'Ηβη Κούγια (Μελισάνθη), από τη συλλογή Προφητείες, του 1931

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Μελισσάνθη-Το έξω και το μέσα



Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί καθώς
το φως άναβε μιαν αντανάκλαση
μέσα στο τζάμι
κι άξαφνα, είχε μεταφερθεί μαζί με το πολύφωτο
και τα έπιπλα έξω στη βροχή
Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα
που τυραννούσε η θύελλα
κι έμεναν ανέπαφα
Άχνιζε το φλιτζάνι του τσαγιού
σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν
κι ισορροπούσε
Τα δέντρα είχαν ξετρελαθεί απ’ τον άνεμο
ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία
έδιναν την εικόνα
της τάξης και της θαλπωρής
μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης
στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.



Μελισσάνθη, Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2008.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Μελισσάνθη-Σφαγείο


Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
κι ο θεός αίμα διψά και κρέας πεινά
δεν ζούμε ως τ’ ουρανού τα πετεινά,
ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
κι άξιον εστί το εσφαγμένο αρνίο
ψάλλουνε των αγγέλων τα ωσαννά
ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
κι ο θεός τις ίδιες σάρκες του πεινά!
Μελισσάνθη ( 1907 – 1990)

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Μελισσάνθη-Τραγούδι στον ήλιο


Μέσα στο φως σου γίνομαι πουλί

και τραγουδώ όλη μέρα σαν το σπίνο.

Μιας πεταλούδας παίρνω τα φτερά

τα θεία και ολόασπρα σαν το νέο το κρίνο.


Σφαλώ τα βλέφαρα μου, εντός μου φως.

Τ’ ανοίγω· φως παντού, όλο φως τριγύρα·

και λέω: Ήλιε τι θάνατος λαμπρός

μες σε μια τέτοια, θεία φωτοπλημμύρα!


Πηγή:Από το δίτομο έργο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΗ», εκδ. Ινστιτούτο Διαδόσεως Ελληνικού Βιβλίου, Αθήνα 1980.

Ανθολόγηση, σχόλια, σημειώσεις: Γαβριήλ Πεντζίκης.


Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Μελισσάνθη - Τρία Ποιήματα

 Πιστεύω

Η Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατὶ η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ᾿ ουρανού.
Μπορώ να σηκώνω το βάρος τ᾿ ουρανού.
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.
Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.
Γιατὶ η Αγάπη είναι ο ούρανὸς και η πυρά!
Η Αγάπη πιστεύει στη ζωὴ και στο θάνατο.
η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ να πιστεύω στη ζωὴ και στο θάνατο.
μπορώ να πιστεύω στο θαύμα.
Γιατὶ η Αγάπη είναι η ζωὴ και ο θάνατος!
Γιατὶ η Αγάπη είναι το θαύμα!
Η Αγάπη προσεύχεται κ᾿ ενεργεί.
η Αγάπη αγρυπνεί.
Μπορώ να προσεύχωμαι και να ενεργώ.
μπορώ να αγρυπνώ.
Γιατὶ η Αγάπη είναι προσευχὴ και πράξη!
Γιατὶ η Αγάπη είναι η μυστικὴ αγρυπνία!
Η Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα και όλα τα δάκρυα.
Μπορώ να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα –
γιατὶ η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!
Η Αγάπη δίνει τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Μπορώ να μεταλάβω τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Γιατὶ η Αγάπη είναι ο Μυστικὸς Δείπνος!
Κ᾿ η μεγάλη υπόσχεση!
Η Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο.
η Αγάπη εδώρησε το φως.
Πιστεύω στον άνθρωπο.
πιστεύω στην Αγάπη.
Γιατὶ η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!
Γιατὶ η Αγάπη είναι ο Ἄνθρωπος!

 Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας, 1950

Στη νύχτα που έρχεται…

Ξεκινάμε ανάλαφροι καθὼς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανὸ
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ᾿ τη γη.
Μας βρίσκουν τ᾿ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερὰ
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριὲς συννεφιὲς
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα.
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανεὶς δε ξέρει πότε κι απὸ ποὺ ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω μ᾿ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο -να πει μία τρίλια του
στη νύχτα που έρχεται- ένα πουλί.


Ο Ξένος

Απ’ το παράθυρο που ανοίγεται στη νύχτα
κυλάει μ’ ενάργεια στον καθρέφτη μέσα
το φως του φεγγαριού
ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος.
Ποιος είναι αυτός που μ’ ατενίζει
μέσα από το κρύσταλλο
με τα δικά μου μάτια;
Καιρούς το πρόσωπό μου είχα αποστρέψει
φεύγοντας τούτο το βλέμμα
Έσκυβα πάνω από νερά βαθιά κι αφώτιστα
θολά από τις βροχές ποτάμια.
Έβλεπα πίσω από τζάμια του ύπνου θαμπά
που ράγιζαν χίλια ραγίσματα
Κι ακροαζόμουν τα ίδια βήματά μου
σαν βήματα άλλου, να με καταφτάνουν
πάλι και πάλι
Όταν σ’ ονείρων λαβυρίνθους κυκλοδίωκτη
από νύχτα σε νύχτα κι από ύπνο σε ύπνο
έφερνα αλαφιασμένους γύρους.

Τώρα, το φως του φεγγαριού αναβλύζει
κυλώντας αργυρόηχα στον καθρέφτη μέσα
Καθώς ο ξένος αναδύεται ολοένα
κι ολοένα, μέσα από το κρύσταλλο.

(“Το φράγμα της Σιωπής”, 1965)

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Μελισσάνθη-Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα

Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: 
Σημειώθηκαν τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, 
σαν ασύνδετα μεταξύ τους. 
Σκάνδαλα καταχρήσεων, παραχαράξεις
διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια.
Έτσι, πέρασε απαρατήρητη 
η μεγάλη  λ η σ τ ε ί α  του αιώνα
Όταν παραβιάστηκε 
το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους.


… «Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…


Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί 
το μέγεθος της καταστροφής,
 όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν
τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. 
Όταν με το σύστημα 
των διεθνών συμβάσεων και των τραστ
δ ι α δ ό θ η κ ε... σ’ όλον τον κόσμο, 
η βιομηχανία των  α π ο μ ι μ ή σ ε ω ν. 
Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η νοθεία
η γενική  ε μ π ο ρ ί α  των πάντων. 
Αυτό έδωσε στην αρχή, 
μια τεράστιαν ώ θ η σ η... στις συναλλαγές. 
Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση
ευημερίας στη διεθνή αγορά.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, 
τα Χρηματιστήρια οι χαρτοπαικτικές λέσχες, 
τα σφαιριστήρια τα καζίνα, τα τεϊοποτεία 
λειτουργούσαν με πυρετό.
 Οι πλάστιγγες του χρυσού
ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό
με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.
Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού
Ω σ ό τ ο υ... το έλλειμμα στο ισοζύγιο 
ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ
αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών
Το μέτρο... της ανθρώπινης  σ υ ν α λ λ α γ ή ς.

Ωσότου∙ κάτω από το βάρος 
της παγκόσμιας  ε ν ο χ ή ς
ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός 
στον άξονα  του πλανήτη.

«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως
και αδελφός εναντίον αδελφού»…

Μελισσάνθη (1910-1990)
Από τη συλλογή: Τα Νέα ποιήματα 1974-1984, Aθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, 2000, σελ. 338-339.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Μελισσάνθη - Φθινόπωρο


Ώρα δειλινού.

Του φθινοπώρου τα νέφη στίβουν το φουστάνι

να στεγνώση τ’ ουρανού

και στου απόβροχου τη σκόλη

βγαίνουν για σεργιάνι

οι σαλίγκαροι όλοι

κάτω απ’ το ξεθωριασμένο παρασόλι

του ήλιου… Τώρα η λάμια

η γη λιάζει τα βρεγμένα της τα χράμια

με των κάμπων τα πλουμίδια

κι από τα χορτάρια

κι από τα ψιλά γρασίδια

οι σταλαματιές γλυστρούνε χάντρες

και μαργαριτάρια

από ουράνια δαχτυλίδια.

Τις μαζώνουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες

μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ’ ανήλια

πολυέλαιους κι αργυρά καντίλια

σε πλεμμάτια κρυσταλλένιες μπάλλες

μάγισσα γριά κι αράχνη τις κρεμάει μες στυς κουφάλες

και λογής-λογής

ένα-ένα όλα τα ζούδια

ξεφαντώνουν απ’ τη γης

κι απομέσα από τα φλούδια,

κ’ ένας μύρμηκας σκαλώνει σ’ ένα αγκάθι φουντωτό

ν’ αγναντέψη όλο τον κόσμον από τέτοιο λιακωτό!..

Να! Το αυλάκι

κάνει χάζι,

το άχυρο – σχεδία που αράζει

και το δρασκελούν βαθράκοι!..

Κόσμοι ολόκληροι, ζωύφια,

ταξιδεύουν με πιρόγιες τα κελύφια!..

(...Κρύα ανατριχίλα στα νερά

σαν πεταλουδιώνε σμάροι…

Τώρα ο σίφουνας θα πάρη

απ’ τα δέντρα όλα τα φύλλα τα ξερά!

Στα καλάμια τη φλογέρα του σφυράει,

κι όπως πάη, πάη, πάη,

ο άνεμος-τσοπάνος σαλαγάει

σ’ άλλα πια λημέρια –


σ' άλλο τώρα χειμαδιό τα καλοκαίρια!...

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Μελισσάνθη-Στη νύχτα που έρχεται

Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ' τη γη
Μας βρίσκουν τ' ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
—κανείς δεν ξέρει πότε κι από πού ξεκινά—
μας ρίχνει κάτω μ' όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο —να πει μια τρίλλια του
στη νύχτα που έρχεται— ένα πουλί.


Πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3563,14890/

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Μελισσάνθη- Η χώρα της σιωπής

Η χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο

γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.

Εκεί χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα

κι όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο

Τα δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα

αφίνουν το λεπτό ήχο της κιθάρας

Των σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα

ρόδινη ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα

Και τα βαθιά βλέμματα της αγάπης

ανάβουν φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες

Στη χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο

σαν μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη

που ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια

Στη χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα

τις ασημένιες κωδωνοκρουσίες

που υψώνει κάποιο σμήνος γερανών

Σε γάμους μυστικούς, σε λιτανείες

σε τελετές ουράνιες παρευρέθηκα

στη χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο

γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.-



Από τη συλλογή Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας (1950)

Πηγή : Μελισσάνθη : Οδοιπορικό, ποιήματα 1930-1984, Καστανιώτης 1986

Αναδημοσίευση από:https://www.facebook.com/jane.vlachou.1/posts/293138918311393

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Μελισσάνθη- Ποιήματα

                   Ηρωική Φυγή

Ξοπίσω μου δαιμονικό φυσομανούσε, του 'Αδη,
πύρινο ανασασμό
κι έτρεχα, σ' άφεγγες νυχτιές, μες στο βαθύ σκοτάδι,
μ' έν' άγριο καλπασμό.

Και τον μαντύα τον ταπεινό ξεδίπλωνα του επαίτη
σ' ηρωική φυγή
κι έσερνα ατίθασα λυτή της κόμης μου τη χαίτη
και σάρωνα τη γη.

Του ανέμου το καμτσίκωμα που αφάνιζε τα δάση
με λύγαε, καλαμιά
και στέγνωνε στα χείλια μου, τη φούχτα μου, άδειο τάσι
στην άνυδρη ερημιά.

Κι απ' την αρμύρα θέριευε της φλογισμένης άμμου
τος δίψας το ουρλιαχτό,
μα έφευγα, ενώ, σε σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου
τ' ανήμπορο ερπετό.

Η γη κάτω απ' τη φτέρνα μου προδοτικά βογγούσε
καφτή ως λαβωματιά,
μα βέλος ξέφευγα γοργό και πίσω μου αστοχούσε
η εχθρική σαϊτιά.

Με παραμόνευε γαμψά το νύχι στα σκοτάδια
του πειναλέου βραχνά
κι ως γλύτωνα, οι φοβέρες του, μαύρων όρνιων κοπάδια
πίσω έκραζαν βραχνά.

Κι η νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,
τον έναστρο ουρανό
και την οργή του κεραυνό σε νέφη καταιγίδας
σπαθί έκρυβε γυμνό.

Στο πέρασμά μου σφύριζε της έχθρητας το φίδι
μες στα ξερά κλαδιά,
μα της φυγής μου η αστραπή περνούσε όπως λεπίδι,
της νύχτας τη καρδιά.

Και του θριάμβου μου η κραυγή βόλι καφτό τρυπούσε
τα σπλάγχνα της σιγής
κι αντίλαλους η φόρμιγγα του στήιθους μου ξυπνούσε,
στις εσχατιές της γης.

                Ας...

Σε τούτο το μεταξύ,
ας παίζουμε με τις λέξεις,
ας παίζουμε της ομιλίας το θείο παιγνίδι
ανύποπτοι ποιητές
που κλέψανε το μυστικό
να βλέπουνε και ν' ακούνε,
ν' αγγίζουνε και να γνωρίζουνε τα πράγματα,
την εικόνα του Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ' αστραφτερές λέξεις ας παίζουμε
καθώς παιδιά μ' αθώα χοχλάδια
που ξεβράστηκαν στ' ακροθαλάσσι
μόλις αγγίζοντας τη μυστική φωτιά
μόλις μαντεύοντας
τον κρύφιο κεραυνό,
με χώμα ας σκεπάζουμε και στάχτη
τη φλόγα που οι θνητοί ν' αγγίσουν δεν τολμούν
δέσμιοι στο θάνατο
ας ξανοίγουμε τις χάρτινες βαρκούλες μας
μες στον αστραποβόλο ωκεανό...

Στη Νύχτα Που Έρχεται...

Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ' τη γη
Μας βρίσκουν τ' ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα.
Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας.

Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε,
ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανείς δε ξέρει πότε κι από που ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω
μ' όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-να πει μια τρίλια του στη νύχτα που έρχεται-
ένα πουλί.

       Τραγούδι Στον Ήλιο

Μέσα στο φως σου γίνομαι πουλί
και τραγουδώ όλη μέρα σαν το σπίνο.
Μιας πεταλούδας παίρνω τα φτερά
τα θεία και ολόασπρα σαν το νέο το κρίνο.

Σφαλώ τα βλέφαρά μου, εντός μου φως.
Τ' ανοίγω, φως παντού, όλο φως τριγύρα.
Και λέω: "Ήλιε, τι θάνατος λαμπρός
μες σε μια τέτοια θεία φωτοπλημμύρα
!"

      Σατυρικόν Οξύμωρον

Σκοτείνιασε όταν έπεσε το φως τυφλωτικό
Λιγόστεψε όταν ο αριθμός έγινε πολλαπλάσιος
Οι λύσεις γίναν κόμπος άλυτος
κι όταν η Αριάδνη έτρεξε λυσίκομη
κύλησε ανάποδα το κουφάρι της
Τότε ο κάβουρας έγινε ωκύποδας
κι ο Αχιλλέας χελώνα. Πήδηξε
έξω απ' την έξωση του Ελεάτη
αδιαφορώντας για το πρόβλημα του χωροχρόνου
αδιαφορώντας για το αγώνισμα στον Ιππόδρομο
και τα χαμένα στοιχήματα
την ανατίμηση του πετρελαίου
τον πυρετό του χρυσού
τη παγκόσμια κρίση
ενώ γύρω του ξεφώνιζαν υστερικά:
Rent a car... Rent a car...

Ορυμαγδός από εκσκαφείς κι αριθμομηχανές
ανοίγουν σ' όλα τα τοιχώματα ρωγμές
Οι δρόμοι με τα μεγαθήρια κτίρια κυματίζουν
-σχηματίζονται, αποσχηματίζονται
υψώνονται κυκλώπεια τείχη
κι αντιστοιχείες στίχων-

Βραδινό τοπίο με τριζόνι
Η νύχτα αναποδογυρισμένη ομπρέλα
μαζεύει σκόρπιο κεχριμπάρι
Ρομαντισμός και φεγγάρι
κυλάει αποκεφαλισμένο στην άσφαλτο
ενώ από ένα σφάλμα computer
ο κόσμος τινάζεται στον αέρα.

         Προφητείες

Απόψε είπα μ' είχες πια κερδίσει,
που ρόδισαν οι πόθοι μου όλοι ανθοί.
Μα πριν ο αλέκτωρ τρις φωνήσει
Κύριέ μου, σε είχα αρνηθεί.

            Φλεγόμενη Βάτος

Σ' αγνώστους ουρανούς οδεύουμε τυφλοί...
Κάθε μας πράξη ανθρώπινη πως ν' ακτινοβολεί
στο άπειρο; Τί προέκταση να παίρνει και τί σχήμα,
πέφτοντας ο ίσκιος μας, πέρα από το μνήμα;


Πηγή: https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=955