Πιστεύω
Η Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατὶ η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ᾿ ουρανού.
Μπορώ να σηκώνω το βάρος τ᾿ ουρανού.
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.
Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.
Γιατὶ η Αγάπη είναι ο ούρανὸς και η πυρά!
Η Αγάπη πιστεύει στη ζωὴ και στο θάνατο.
η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ να πιστεύω στη ζωὴ και στο θάνατο.
μπορώ να πιστεύω στο θαύμα.
Γιατὶ η Αγάπη είναι η ζωὴ και ο θάνατος!
Γιατὶ η Αγάπη είναι το θαύμα!
Η Αγάπη προσεύχεται κ᾿ ενεργεί.
η Αγάπη αγρυπνεί.
Μπορώ να προσεύχωμαι και να ενεργώ.
μπορώ να αγρυπνώ.
Γιατὶ η Αγάπη είναι προσευχὴ και πράξη!
Γιατὶ η Αγάπη είναι η μυστικὴ αγρυπνία!
Η Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα και όλα τα δάκρυα.
Μπορώ να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα –
γιατὶ η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!
Η Αγάπη δίνει τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Μπορώ να μεταλάβω τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Γιατὶ η Αγάπη είναι ο Μυστικὸς Δείπνος!
Κ᾿ η μεγάλη υπόσχεση!
Η Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο.
η Αγάπη εδώρησε το φως.
Πιστεύω στον άνθρωπο.
πιστεύω στην Αγάπη.
Γιατὶ η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!
Γιατὶ η Αγάπη είναι ο Ἄνθρωπος!
Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας, 1950
Ξεκινάμε ανάλαφροι καθὼς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανὸ
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ᾿ τη γη.
Μας βρίσκουν τ᾿ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερὰ
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριὲς συννεφιὲς
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα.
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανεὶς δε ξέρει πότε κι απὸ ποὺ ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω μ᾿ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο -να πει μία τρίλια του
στη νύχτα που έρχεται- ένα πουλί.
Απ’ το παράθυρο που ανοίγεται στη νύχτα
κυλάει μ’ ενάργεια στον καθρέφτη μέσα
το φως του φεγγαριού
ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος.
Ποιος είναι αυτός που μ’ ατενίζει
μέσα από το κρύσταλλο
με τα δικά μου μάτια;
Καιρούς το πρόσωπό μου είχα αποστρέψει
φεύγοντας τούτο το βλέμμα
Έσκυβα πάνω από νερά βαθιά κι αφώτιστα
θολά από τις βροχές ποτάμια.
Έβλεπα πίσω από τζάμια του ύπνου θαμπά
που ράγιζαν χίλια ραγίσματα
Κι ακροαζόμουν τα ίδια βήματά μου
σαν βήματα άλλου, να με καταφτάνουν
πάλι και πάλι
Όταν σ’ ονείρων λαβυρίνθους κυκλοδίωκτη
από νύχτα σε νύχτα κι από ύπνο σε ύπνο
έφερνα αλαφιασμένους γύρους.
Τώρα, το φως του φεγγαριού αναβλύζει
κυλώντας αργυρόηχα στον καθρέφτη μέσα
Καθώς ο ξένος αναδύεται ολοένα
κι ολοένα, μέσα από το κρύσταλλο.
(“Το φράγμα της Σιωπής”, 1965)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου