Μπαίνω στο μικρό δωμάτιο. Δεξιά ένα μακρύ, τεράστιο σιδερένιο κρεβάτι με πολύ χοντρό στρώμα που φουσκώνει. Ένας άνθρωπος είναι καθισμένος στην κορυφή, σκεπασμένος με άσπρο μπαμπακερό πάπλωμα.
«Πρόσεξε», μου λέει, «τα μπροστινά πόδια του κρεβατιού∙ καθώς το πάτωμα με τα χρόνια όλο ανεβαίνει κι ανηφορίζει απ’ αυτή τη μεριά κατά το ταβάνι, δεν ακουμπάνε πια χάμω μα πάνω στον τοίχο. Έτσι το κεφάλι μου κοντεύει να φτάσει το μικρό εκείνο παράθυρο, δίχως παντζούρια και πάντα ανοιχτό απέναντί μου. Σε λίγα χρόνια όταν ολόκληρο το κρεβάτι, κι όχι μόνο το μπροστινό του μέρος, έρθει κι ακουμπήσει στον τοίχο (για την ώρα σχηματίζουν γωνιά) θα μπορώ να βλέπω έξω χωρίς να ‘μαι υποχρεωμένος να σηκώνομαι. Θα είμαι και τότε ξαπλωμένος όπως τώρα στο κρεβάτι μου, αλλά θα φαίνομαι σαν όρθιος».
«Πολύ στενάχωρα», λέω, «είναι δω μέσα».
«Δεν έχεις καθόλου δίκιο. Κοίταξε τι ωραία εξοχή!», μου αποκρίνεται και
μου ξαναδείχνει το παράθυρο.
Πηγαίνω στο παράθυρο. Είναι πολύ ψηλά. Για να το φτάσω πρέπει ν’ ανέβω πρώτα στο μπαούλο. Ανεβαίνω και κοιτάζω έξω. Σε μισό μέτρο μόλις απόσταση βλέπω μονάχα τους χαλασμένους τοίχους από μια σειρά καταθλιπτικά σπίτια, που για παράθυρα έχουν κάτι μικροσκοπικούς – σαν κουτιά σπίρτα – καγκελόφραχτους φεγγίτες. Τίποτ’ άλλο. Νιώθω τώρα μπρος στη θέα αυτή ακόμα μεγαλύτερο πλάκωμα στην καρδιά μου.
ΠΗΓΗ: Ε. Χ. Γονατάς: Οι αγελάδες | 2η έκδοση: Εκδόσεις Κείμενα, 1980.
Αναδημοσίευση από:https://exitirion.wordpress.com/2019/05/23/e-x-gonatas/#more-6748
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου