Η άρπα που ακουγόταν άλλοτε απ’ τα δώματα της Τάρας
Ξεχύνοντας της μελωδίας την ψυχή
Τώρα βουβή από τα οχυρά της Τάρας έχει κρεμαστεί
Λες πέταξε μακριά η ψυχή αυτή -
Όπως κοιμήθηκε και η υπερηφάνεια των αρχαίων ημερών.
Της δόξας η συγκίνηση εχάθη
Κι εκείνες οι καρδιές που κάποτε ηχούσαν δυνατά τον αίνο της
Έχασαν τον αλλοτινό τους τον παλμό.
Και τώρα πια δεν ψάλλει ολόλαμπρη γι άρχοντες και κυράδες
Της Τάρας η άρπα κι η φωνή
Μένει μονάχα μια χορδή που ακούγεται τις νύχτες
Το θρύλο της ερήμωσης θρηνώντας
Γιατί της λευτεριάς το ξύπνημα αργεί.
Μα της χορδής ο ήχος αντηχεί ακόμη και σημαίνει
Όποτε σπάζει ενός αχρείου η καρδιά,
Για ν’ αποδείχνει πως η λευτεριά επιμένει
Να ζει ακόμη και στα χρόνια τούτα τα στερνά.
Thomas Moore [1779-1852]
Εθνικός ποιητής και ιστορικός της Ιρλανδίας κατά τον 19ο αι.
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, α' δημοσίευση περιοδικό ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου