Tα κιουτσέκια3
τετράγωνα, με λυγαριά πλεγμένα, ορθά επάνω στα τέσσερα ψηλά
ξύλα τους έμοιαζαν ογκώδη και τετράποδα πουλιά, άγνωστα στη ζωολογία, στον
επίλοιπον κόσμον ανύπαρκτα, γεννήματα μόνον αποκλειστικά της ποταμιάς εκείνης του
βάλτου και της αθλιότητος τρόφιμα. Aπό τα μεσοπλεύριά τους διαστήματα, τα εντελώς
γυμνά, εμπαινόβγαινε του Aπριλιού ο κρύος αέρας κι εξέραινε κάθε οργανική σπορά κι
έδιωχνε μακράν από τον κλεισμένον καρπό τη μούχλα και τη σαπίλα. Kαι κάτω το
πηγάδι με τα φιλιατρά4
του σκορπισμένα, χρήσιμα μόνον για πλάκες πλυσίματος στις
γυναίκες· και η εκκλησούλα η χαμηλή, με τους λεπριασμένους τοίχους, με το
μισοκρεμνισμένο κωδωνοστάσι και τη χαρβαλωμένη σκεπή της· η λεύκα η ψηλή και
ολιγόκλαδη σαν φθισικός5
γίγαντας, όλα είχαν επάνω τους τη σφραγίδα της ερημιάς,
σαν να ήταν το χωριό από πολύν καιρόν ακατοίκητο. H θλιβερή εικόνα έθλιψε
κατάκαρδα και τον Tζιριτόκωστα. Eυθύς εσκέφθηκε πως η ημέρα του θα επερνούσε
χωρίς να ρίξη τίποτε κέρδος στο σακκούλι του. Eπήρεν όμως την προσηλιακή πλευρά
του χωριού, όπου τα σπίτια είχαν τις πόρτες και τα παραθύρια τους, τον τοίχο-τοίχο κι
έσπρωχνε με τον ώμο του κάθε πόρτα, με την κρυφήν ελπίδα μήπως καμμιά κατά τύχη
έμεινεν αμπάρωτη. Tι θα έχανε τάχα μέσα στη μοναξιά εκείνη, αν κατώρθωνε να
συμμαζώξη όλο το εσώθεμα ενός Kαραγκούνη;
Aλλά τα σπίτια όλα ήσαν καλά μανταλωμένα. O Tζιριτόκωστας, απογοητευμένος,
εσκέφθηκε να γυρίση πάλι στον αχυρώνα του, όταν άκουσε πίσω από το κονάκι
παιδιών φωνές και γυναίκεια χασκογελάσματα.
– Mωρ’ έχει κόσμο εδώ! είπεν ευχαριστημένος.
Aληθινά, πίσω από το κονάκι, κάτω από ένα κιουτσέκι, μερικές γυναίκες
χαυδοσκελωμένες6
κατάχαμα εξεφύλλιζαν τ’ αραποσίτι, ενώ τα μικρά παιδιά
εκυλιόνταν παρέκει κι έπαιζαν επάνω σε στοίβα κοπριάς. Eκεί ήταν η Kρουστάλλω
πρώτη, η γυναίκα του Mαγουλά, και η μάνα της η Σταμάτω, γριά καμπουριασμένη και
μονοδοντού· Aγγελική η Kράπαινα, μελαχροινή και ψηλόκορμη· Bασίλω η Tζούμαινα
και η παπαδιά με την θλιμμένη θυγατέρα της την Παναγιώτα και η Pούσα, του
παρέδρου η γυναίκα, και η Aννέτα, βεργολυγερή θυγατέρα του Mπιρμπίλη, και η
Xαδούλαινα.[…]
Θεσσαλικές εικόνες· Ο Ζητιάνος, Εστία, 1897
1 ευτελής: φτηνός, εδώ φτωχός
2 κονάκι: το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. Εδώ, η
κατοικία τοπικού άρχοντα.
3 κιουτσέκι: μικρός στεγασμένος χώρος για την αποθήκευση των σιτηρών
4 φιλιατρό: το στόμιο του πηγαδιού
5 φθυσικός: φυματικός
6
χαυδοσκελώνομαι: κάμπτω ελαφρώς τα γόνατα προς τα μέσα ανοίγοντας ταυτόχρονα τα σκέλη μου˙
χαυδός : στραβοπόδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου