Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Παπαδημητρακόπουλος Χ. Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Παπαδημητρακόπουλος Χ. Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Τρία μικροδιηγἠματα

 

Αντιπαροχή

Ο ΤΡΕΛΟΣ, στο σπιτάκι απέναντι, κάθε Κυριακή πρωί κρεμούσε ανελλιπώς μια ελληνική σημαία και ακολούθως έβγαζε στο πεζοδρόμιο μια παλιά μοτοσυκλέτα με καλάθι. Έβαζε μπρος τη μηχανή, καβαλούσε στη θέση του οδηγού, μαρσάριζε, και έμενε επί ώρες εκεί, πάνω στο πεζοδρόμιο.

   Το απομεσήμερο ερχόταν η αδελφή του, φορούσε πάντα ένα μακρύ ταγέρ και είχε τα μαλλιά της δεμένα κότσο, του έφερνε φαγητό σε μια νάυλον σακούλα και χάνονταν και οι δυο στο βάθος της αυλής. Ύστερα εκείνη έφευγε. Ο τρελός καθόταν σε μια καρέκλα κάτω από τη συκιά και έπινε ένα μεγάλο ποτήρι νερό, άνοιγε ένα μικρό τρανζιστοράκι και άκουγε το ματς. Μετά που τελείωνε το ποδόσφαιρο ξανάβαζε μπρος τη μηχανή και καθόταν, μαρσάροντας μέχρι που σουρούπωνε. Μάζευε τότε τη σημαία, έμπαζε τη μοτοσυκλέτα στην αυλή και εξαφανιζόταν μέχρι την άλλη Κυριακή.

   Χτίστηκε η πολυκατοικία. Ο χαφιές, που ήταν τότε στα πράγματα, κουβαλήθηκε πρώτος με φορτηγό, είχε σαλόνι, πολύφωτα, ψυγείο – το φορτηγό μάλλον στην τράκα, γιατί ο σωφέρ και ο βοηθός του τού φέρονταν δουλικά μεν, αλλά στραβομουτσούνιαζαν και κυτταζόντουσαν με σημασία κάθε φορά που εκείνος απομακρυνόταν.

   Από κάτω ήρθε ο περιπτεράς. Κουβαλήθηκε με ημιφορτηγάκι: πτυσσόμενα τραπέζια, καρέκλες, γλάστρες και ένα κλουβάκι με κάποιο ωδικό πουλί.

   Στο υπόγειο έφεραν τον τρελό. Τη μοτοσυκλέτα οδηγούσε ο αδελφός του. Στο καλάθι της είχαν μια μεγάλη πλαστική λεκάνη με λίγα πραγματάκια και δίπλα ένα κρεβάτι εκστρατείας. Η μοτοσυκλέτα δεν χωρούσε να περάσει στο υπόγειο και ο τρελός αρνιόταν να μπει μέσα χωρίς αυτήν. Τελικά ξήλωσαν το καλάθι. Το άφησαν στο πεζοδρόμιο. Εκείνος έβγαινε, κάθε απομεσήμερο που έγερνε ο ήλιος, και καθόταν μέχρις αργά, αμίλητος, μέσα στο καλάθι. Μια ημέρα το περιμάζεψε ένα αυτοκίνητο της Δημοτικής Αρχής, ειδοποιημένης προφανώς από κάποιον περίοικο, καθότι είχε καταντήσει εστία μικροβίων.


Ο χοίρος

Μου κάνει εντύπωση πόσο τρυφερά αναφέρονται στο νησί, σε ορισμένα κατοικίδια. Για τα γουρούνια σπάνια χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη, συνήθως λένε ο χοίρος.

   -Εμείς δεν μεγαλώνουμε πια χοίρους, λέει η Αργυρώ, μόνο κατσικάκια τρέφουμε. Την τελευταία φορά που είχαμε ένα γουρουνάκι, έτρεχε σε όποιον ερχόταν σπίτι, ξάπλωνε στα πόδια του, και ζητούσε να το χαϊδέψουν, όπως οι γάτες. Κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι που μεγάλωσε, κι έγινε ολόκληρο θερίο… Τα Χριστούγεννα φώναξε ο άντρας μου έναν που έσφαζε τα μεγάλα ζώα. Μόλις εκείνος μπήκε στην αυλή, έτρεξε ο χοίρος, ξάπλωσε στα πόδια του ανάσκελα και γουργούριζε για χάδια. Τον έσφαξε επί τόπου ο χασάπης και κατόπιν μου έφερε το κρέας στο σπίτι . Εμένα έσφαξες, του λέω.

                                                                                                                 1996

Το μουλάρι

Ήταν πολύ γέρος, είχε πια καμπουριάσει για τα καλά, αλλά διέμενε πάντα (φτενός, ολομόναχος) σε ένα απομονωμένο καλύβι, στους πρόποδες του βουνού. Διασταυρωθήκαμε τυχαία στην Χώρα. Ανάβλεψε μόλις με είδε, έβγαλε αμέσως τον καλοκαιρινό του σκούφο και, σκύβοντας ακόμη πιο βαθιά:

   -Καλή σου μέρα, κυρ γιατρέ, μου λέει.

   Κάποιοι με κύτταξαν περίεργα, σχεδόν επιτιμητικά.

   Τον πλησίασα και του έτεινα το χέρι.

   -Τι κάνει ο Ιάσων; τον ρωτώ.

   - Μια χαρά σε χαιρετάει, μου απαντάει.

   Βιάστηκε να φύγει, λίγο σαν να ντρεπόταν.

   Προχώρησα κι εγώ – κι έφερα στο νου μου εκείνη την απρόσμενη νυχτερινή του επίσκεψη, τον περασμένο Γενάρη, όταν (ζητώντας μου συνέχεια συγγνώμη και κλαίγοντας με αναφιλητά) μου ζήτησε να πάω να δω τον Ιάσονα, το γέρικο μουλάρι του που πέθαινε.

   «Κάτι θα καταλάβεις», επέμενε. Κι ύστερα, κατεβάζοντας το κεφάλι: «Ζήσαμε πάνω από τριάντα χρόνια μαζί, και θέλω να φύγω πριν τον Ιάσων», πρόσθεσε κάπως ντροπαλά.

                                                                                                                                     2003


Ο Θησαυρός των Αηδονιών, εκδ. Κίχλη, 2024.


Απ' το προφίλ του Μανώλη Γιούργου

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Εικονοστάσια


Οι είσοδοι των πόλε­ων (τότε) ήσαν όχι μόνον αυστηρώς καθορισμένες, αλλά ευρίσκοντο και υπό συνεχή έλεγχο -για να μην πω ότι σχε­δόν εφρουρούντο… Αναφέρομαι στα αλήστου μνήμης διόδια: ξύλινα περίπτερα σε στρατηγικά ση­μεία των δρόμων, και Κέρβερος μέσα να καιροφυλακτεί (εξωνημένο μαντρόσκυλο) ο φο­ρατζής. Καθώς πλησίαζαν με τα κάρα τους από τα χωριά οι αγρότες, κουβαλώντας προς πώλησιν στην πόλη τα προϊόντα από τα φτε­νά χωραφάκια τους (πατάτες, αλεύρι, ζαρζα­βατικά και τέτοια), ο φορατζής (με μια σαρ­δόνια έκφραση που πάγωνε τους φουκαρά­δες, οι οποίοι – πολλές φορές – δεν προσκό­μιζαν τίποτα περισσότερο από δυο τσουβαλάκια γεννήματα, φορτωμένα σε έναν καχεκτικό γάιδαρο, η σε κάποιο ατίθασο μουλά­ρι) σάλιωνε το χιλιοδαγκωμένο μολύβι του και ετοίμαζε το χαράτσι. Άρχιζαν οι καβγάδες: οι χωρικοί δεν είχαν φράγκο, το πολύ πολύ μερικές πενταροδεκάρες για κάποιο αγαθό της πόλης ή για κινίνο και δυναμωτικά σιρόπια, άπαξ και η ελονοσία μάστιζε την ύπαιθρο, εξουθενώνοντας μικρούς και με­γάλους.
Οι γυναίκες ακολουθούσαν πεζή, βαδίζο­ντας ξυπόλητες επί χιλιόμετρα σε μονοπά­τια κακοτράχαλα και άθλιους χωματόδρο­μους. Καθώς πλησίαζαν στα διόδια, έβγαζαν από τον κόρφο τους κάποιο μισολειωμένο ζευγάρι παπούτσια (πάντοτε μαύρα), ή πα­ντόφλες χωρίς τακούνι, κάθονταν υπό την σκιά κάποιας αιωνοβίου πεύκης (σε τόπο συνηρεφή), σκούπιζαν τα πόδια τους με ένα ύφασμά που επείχε θέση μαντηλιού και προσπαθούσαν ακολούθως να βολέψουν τα ξεχειλωμένα πόδια τους μέσα στα παπούτσια τους ή τις εμβάδες.
Δίπλα από ένα τέτοιο περίπτερο για την εί­σπραξη των διοδίων, θυμάμαι μια κομψή, στενόμακρη, μαρμάρινη κατασκευή, με τε­τράγωνο κοίλο άνοιγμα στο πάνω μέρος (κι έναν μικρό σταυρό στην κορυφή), μέσα στο οποίο εφιλοξενείτο η εικόνα του Αγίου Νι­κολάου, προστάτη του μητροπολιτικού να­ού της πόλης και του παρακείμενου Νεκρο­ταφείου. Κάτω από την εικόνα, που την πλαι­σίωναν κεράκια, καντήλι και μπουκαλάκια με λάδι, υπήρχε μια στενή σχισμή, ενώ η σκαλισμένη στο μάρμαρο επιγραφή προέτρεπε τους διαβάτες:
«Ρίπτετε τον οβολόν σας εντός».
Καίτοι οι οβολοί σπάνιζαν μονίμως, οι γυναίκες των αγροτών, όταν κατά το απομεσήμερο, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, εγκατέλειπαν την πόλη, πλησίαζαν στο γε­νικώς απόκαλούμενο εικονοστάσι, και κάτι προσπαθούσαν να γλιστρήσουν ιεροκρυ­φίως μέσα από τη σχισμή: άλλα εικονοστά­σια, πιο οικεία, τις είχαν ήδη προλάβει (και εξαντλήσει), δεδομένου ότι κατά τις ατέ­λειωτες οδοιπορίες τους στο βουνό, είχαν συναντήσει τέτοια λατρευτικά κτίσματά, δί­πλα σε πηγές ή σε ξωκκλήσια, τα οποία μά­λιστα (εν είδει γεωγραφικού οδοδείκτου) όριζαν την ακολουθητέα εκάστοτε πορεία, την κατεύθυνση, την επικείμενη στροφή, την απόσταση, τη διασταύρωση κ.ο.κ.
★★★
Από τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ’50, τα εικονοστάσια αρχίζουν να μεταβάλουν χρήση, όψη και προορισμό. Αρχίζει δειλά δειλά η εποχή του ιδιωτικού αυτοκι­νήτου – και τα εικονοστάσια παρακολου­θούν πλέον τις παγίδες των εθνικών μας λαιμητόμων, τις οποίες ξετσίπωτα (και ατι­μωρητί) οι κρατούντες επιμένουν μέχρι σή­μερα να αποκαλούν (αθώα, δήθεν) «εθνικές οδούς».

Σιγά σιγά αποβάλλουν τον λατρευτικό τους χαρακτήρα και καθίστανται μνημεία μνήμης των αδικοχαμένων. Στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου η ανευθυνότητα και ιδιοτέλεια των αρμοδίων, η επιπολαιότητα και η ασχετοσύνη των οδηγών, το ολισθη­ρό οδόστρωμα, οι ανάποδες στροφές κ.ο.κ. δημιουργούν ιδεώδεις συνθήκες για δυ­στυχήματα, όπου κάι ξεκληρίζονται αθρόως οδηγοί,, συνοδηγοί ή και ολόκληρες οι­κογένειες – εκεί οι επιζώντες ανεγείρουν έκτοτε τα σύγχρονα εικονοστάσια.
Στην αρχή επρόκειτο για απλές σιδηροκατασκευές που προσπαθούσαν αδέξια να μιμηθούν μια μικρογραφία εκκλησίας ή μια επιτύμβια στήλη: η φωτογραφία τού νε­κρού και το καντηλάκι (τον πρώτο καιρό και τα λουλούδια) αποτελούν τα απαραίτητα στοιχεία για να ανακληθεί η μνήμη του εκλιπόντος. Προϊόντος, όμως, του χρόνου το μάρμαρο (δηλωτικό της γενικότερης εθνικής ευημερίας) άρχισε να αποτελεί το αποκλειστικό κατασκευαστικό υλικό, για να ακολουθήσει σύντομα ή μοιραία (και αναι­σθητική) τυποποίηση της εποχής μας: η στήλη γίνεται πιο φαρδειά και χονδροειδής, ενώ αποκτά έναν τετράγωνο θαλαμίσκο με μια, αρκετά ευρύχωρη, κόγχη, η είσοδος της οποίας μιμείται κάποια βυζαντινίζουσα αψίδα, ή απλώς ένα νησιώτικο βόλτο. Η όλη κατασκευή επιστέφεται από έναν άγαμπτο τρούλλο, που στην πραγματικότητα χρησιμεύει για τη στήριξη ογκώδους σταυρού.
Μέσα στην κόγχη τοποθετείται, κορνιζαρισμένη, έγχρωμη φωτογραφία του νε­κρού, ενίοτε αφού προηγουμένως υπο­βληθεί σε ειδική πλαστική επεξεργασία, ώστε να καταστεί αδιάβροχη, τα δε χρώμα­τα να διατηρηθούν επί πολύ. Ένα βαζάκι με πλαστικά λουλούδια, θυμιατήρι και εικόνες αγίων συμπληρώνουν τον υπόλοιπο χώρο της κόγχης, η οποία ενίοτε κλείνει με ένα συρόμενο τζάμι.
Πού και πού βλέπουμε στις παρυφές των δρόμων εικονοστάσια μόνο με την εικόνα κάποιου αγίου: πρόκειται, πλέον, για ευχα­ριστήριο προσφορά (ή και τάμα) διασωθέντος, ο οποίος (αφού είδε τον Χάρο με τα μάτια του και, τελικά – άγνωστον, δε, πώς – εξήλθε, προς γενική κατάπληξη, σώος ή ελαφρά τραυματισμένος μέσα από τις στραπατσαρισμένες λαμαρίνες) σπεύδει να ευ­χαριστήσει τον άγιο της ημέρας, ή τον προ­στάτη του εν γένει άγιο.
★★★
Παρακολούθησα τη βαθμιαία πύκνωση και τη μετεξέλιξη των εικονοστασίων στα κράσπεδα των δρόμων κατά τη δεκαετία του ’60, πραγματοποιώντας με αυτοκίνητο (αρ­κετή μάλιστα, συχνά) τη διαδρομή Καβάλα – Θεσσαλονίκη -διαδρομή που μου ανα­καλεί στη μνήμη,το εξαίρετο κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Από Θεσσαλονίκης μέχρι Σταυρού, δημοσιευμένου τα χρόνια εκείνα με ωραία, μεγάλα στοιχεία της κά­σας, δεκαεξάρια, στο περιοδικό «Διαγώ­νιος».
Η οδήγηση απαιτούσε ικανότητες σχεδόν ακροβατικές, το δε ολισθηρόν του κατα­στρώματος θα μπορούσε να αποτελέσεί, διεθνώς, παράδειγμα προς αποφυγήν.
Υπήρχαν στροφές που θα τις ζήλευαν ακόμη και πίστες αυτοκινητιστικών αγώνων – όπως η περίφημη εκείνη στον Στρυμόνα, η προς Οφρύνιον, που δεν άργησε να εξαποστείλει στον άλλο κόσμο ημεδαπούς και αλ­λόθρησκους, καί να προσφέρει έτσι στην ελληνική λογοτεχνία το γνωστό μυθιστό­ρημα του Φ.Δ. Δρακονταειδή Προς Οφρύνιον.
Εννοείται ότι σταθερότατη είναι η παρου­σία εικονοστασίων στις ισόπεδες διασταυ­ρώσεις του σιδηροδρομικού μας δικτύου με τις εθνικές μας οδούς (αλλά και τις επαρ­χιακές, τις αγροτικές, ή και τους απλούς χω­ματόδρομους), έχω όμως παρατηρήσει ότι το φαινόμενο απαντάται πιο συχνά στην Πε­λοπόννησο, για λόγους οφθαλμοφανείς… Προ ετών, επιστρέφοντας μέσω της παλαι­άς οδού από μια εκδρομή στο Ναύπλιο, σταματήσαμε σε μια ισόπεδη διασταύρω­ση τραίνου, δίπλα ακριβώς από ένα νεό­τευκτο εικονοστάσι. Καίτοι τα προειδοποι­ητικά ηχητικά σήματα ηχούσαν δαιμονιω­δώς, τα φανάρια αναβόσβηναν συνεχώς και τα απαγορευτικά δρύφακτα είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν, πολλοί οδηγοί πού ακολου­θούσαν, κόρναραν, ωρύοντο και μας ελεει­νολογούσαν για την ατολμία μας. Τότε ο Πά­τροκλος, άνθρωπος με πηγαία την αίσθηση του χιούμορ, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πλησίασε βλοσυρός τον φύλακα της διασταυρώσεως και με ύφος επιθεωρούντος τον ρώτησε σοβαρότατα:
– Πόσες συγκρούσεις έχετε στο ενεργητικό σας;
★★★
Τα εικονοστάσια εξαπλώθηκαν προοδευ­τικά σε ολόκληρη την ενδοχώρα, εντύπωση πάντως προκαλεί η συχνή παρουσία τους σε νησιά, όπου συνήθως το σύνολο του οδι­κού δικτύου που διαθέτουν, μόλις και υπερβαίνει τα λίγα χιλιόμετρα.
Έτσι στον περιφερειακό της ημετέρας νή­σου, δίπλα σε ερατεινούς κολπίσκους, απέναντι από τη νεόκτιστη, θηριωδών διαστά­σεων εκκλησία του χωριού, ένα μικρό ει­κονοστάσι προσπαθεί να συντηρήσει τη μνήμη νέου, που σκοτώθηκε προσφάτως με μηχανάκι…
Στον ορεινό δρόμο (ορεινός είναι τρόπος του λέγειν) σφηνωμένο στο ανάχωμα κά­ποιος στροφής βολεύτηκε το εικονοστάσι με τη φωτογραφία του φονευθέντος νεαρού αγροτικού γιατρού, που εκλήθη επειγόντως μεταμέσονυκτίως να βεβαιώσει τον επελθόντα θάνατον γραίας. Οι συνάδελφοί του συγκέντρωσαν χρήματα και ο ανθοπώλης του τόπου ανέλαβε να τοποθετεί φρέσκα λουλούδια στη βάση τής στήλης, όπου χα­ράχτηκε η φράση: ΔΙΟΝΥΣΗ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΟ­ΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Πέρασα από εκεί προσφάτως. Υπήρχαν τέσσερα βάζα με πλαστικά λουλούδια, τα δύο εκατέρωθεν μικρού αετώμα­τος, στο οποίο απέληγε η στή­λη. Μια τεράστια συκιά, με μαύρα γλυκύτατα σύκα, αγκάλιαζε κυριολεκτικά το εικονο­στάσι. Μέσα στην κόγχη η εικόνα του ομώ­νυμου αγίου, το μπουκαλάκι με το λάδι για το καντήλι, λουμίνια, αναπτήρας, μερικά κέρματα και η φωτογραφία του γιατρού. Μου έκανε εντύπωση το βλέμμα του – άκρως μελαγχόλικό και απόκοσμο, μοιάζει να έχει προ πολλού συμβιβασθεί με τα επέ­κεινα…
Λίγα μέτρα παραπάνω, ακριβώς στην κο­ρυφή της στροφής, ανάμεσα από αγριό­χορτα, χώματα και πέτρες μόλις διακρίνεται ένα παραμελημένο εικονοστάσι από στράτζαρισμένη λαμαρίνα (κατασκευή που παραπέμπει στη δεκαετία του ’70, μάλλον): το τζάμι έχει θολώσει και παραμένει σφη­νωμένο στις οξειδωμένες αύλακες, ώστε εί­ναι αδύνατον να δούμε τι προστάτευε κά­ποτε…
Προς την ανατολική πλευρά του νησιού πληθαίνουν κάθε χρόνο τα εικονοστάσια εις μνήμην νέων, που φονεύονται σταθερώς ετησίως με ενοικιαζόμενα μηχανάκια…
Δύο άλλα έχουν στηθεί δίπλα δίπλα. Το ένα είναι τελείως γυμνό, δεν υπάρχουν ανα­θήματα ή κτερίσματα που να παραπέμπουν στα του θανάτου λάφυρα. Στη στήλη διαβά­ζεται η εγχάρακτη φράσή … TO  MARK A JASMAHAL LOVING YOU ETERNALLY PIERRE.
Το άλλο, αντιθέτως, είναι καταστόλιστο. Στη βάση του έχουν ρίξει λίγο μπετόν, πάνω στο οποίο (όπως συνηθίζεται στα νησιά) έχουν σχηματίσει με ασβέστη ασύμμετρες επιφά­νειες. Σε καταλλήλως αφημένες οπές θάλ­λει ήδη ένα κυπαρίσσι, έχουν φυτευθεί βα­σιλικοί, καθώς και μωβ λουλουδάκια εποχής. Δύο μικρές ασβεστωμένες  πέτρες παραστέκουν ένα πλαστικό, γαλάζιο καραβάκι, ενώ στη βάση ένα σύγχρονο καντήλι καί­ει αενάως. Μέσα στην κόγχη βρίσκεται η φωτογραφία ανδρός περί τα σαράντα πέντε, κάτω από την οποία έχει τοποθετηθεί ένα πετσετάκι με χειροποίητη δαντέλα. Υπάρ­χουν ακόμη εικονίσματα, πλαστικά λου­λούδια, και μία, επίσης από πλαστικό, μι­νιατούρα μοτοσυκλέτας – όπως αυτές που βρίσκουν τα παιδιά μέσα σε γλυκά, ή σε σοκολάτες. Πρόκειται, άραγε, για έναν ναυτι­κό, που σκοτώθηκε με μηχανάκι, ή μήπως το μικρό παιδί προσφέρει στον εκλιπόντα πατέρα του ένα του παιχνιδάκι;
Το είδα αυτό το παιδί, τυχαία, κάποιο σού­ρουπο. Στεκόταν μαζί με πέντε κορίτσια διαφόρων ηλικιών, ντυμένα όλα στα μαύρα, μπροστά στο εικονοστάσι. Στο κέντρο βρι­σκόταν μια γυναίκα, επίσης μαυροντυμέ­νη. Παρέμεναν όλοι σιωπηλοί και ακίνητοι, παρά τη φοβερή φασαρία που δημιουρ­γούσαν με τα κορναρίσματα και τα μεγά­φωνά τους τα διερχόμενα αυτοκίνητα – πα­ρέμεναν σε μια στάση, σαν να τελούσαν ένα ασυνήθιστο μνημόσυνο, χωρίς την παρου­σία ιερέως.
Παρατηρούσα εξ αποστάσεως το βλέμμα της γυναίκας: θλιμμένο, απελπισμένο, εν απογνώσει, αλλά και κάπως οργισμένο. Κι­νούσε ρυθμικά τα χείλη, με κλειστό το στό­μα. Δεν ξαίρω γιατί, αλλά είχα την αίσθηση ότι έψεγε τρυφερά τον νεκρό, τον μάλωνε, ψιθυρίζοντάς του γλυκά εκείνο το παλιό μοιρολόι της Τριφυλίας:
Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιχνίδια δεν βαρούνε,
αυτού συνδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κι οι νιοι ξαρμάτωτοι, κι οι νιες ξεστολισμένες,
και των μανάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα…

Εφημερίδα Τα Νέα, 29/08/ 2001

Συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Ο οβολός και άλλα διηγήματα

Αναδημοσίευση από: https://sarantakos.wordpress.com/2024/12/08/hxp-2/

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Νεκροφάνεια




                                                     
                                                    


δημοσιευμένο στο περ. Εμβόλιμον, τ. 49-50 (2003)

Συμπεριλήφθη στη συλλογή διηγημάτων Ο Οβολός

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος - Δύο διηγήματα



Ο Χοίρος


Μου κάνει εντύπωση πόσο τρυφερά αναφέρονται, στο νησί, σε ορισμένα κατοικίδια. Για τα γουρούνια σπάνια χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη, συνήθως λένε ο χοίρος.

- Εμείς δεν μεγαλώνουμε πια χοίρους, λέει η Αργυρώ, μόνο κατσικάκια τρέφουμε.

Την τελευταία φορά που είχαμε ένα γουρουνάκι, έτρεχε σε όποιον ερχόταν σπίτι, ξάπλωνε στα πόδια του, και ζητούσε να τον χαϊδέψουν, όπως οι γάτες. Κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι που μεγάλωσε, κι έγινε ολόκληρο θηρίο...

Τα Χριστούγεννα φώναξε ο άντρας μου έναν που έσφαζε μεγάλα ζώα. Μόλις εκείνος μπήκε στην αυλή, έτρεξε ο χοίρος, ξάπλωσε στα πόδια του ανάσκελα για χάδια. Τον έσφαξε επί τόπου ο χασάπης και κατόπιν μου έφερε το κρέας στο σπίτι. Εμένα έσφαξες, του λέω.

Το σκυλί


Ερχόταν με το τρακτεράκι και όργωνε το κτήμα. Στην καρότσα, μπροστά μπροστά, καθόταν ένα μικρό μαύρο σκυλί.

Ήταν ένα αεικίνητο, εξαιρετικά παιχνιδιάρικο ζώο, έλαμπαν τα μάτια του, γυάλιζε το τρίχωμά του, ο αφεντικός του το είχε μη βρέξει και μη στάξει. Όσες ώρες εκείνος δούλευε, το σκυλί έμενε ξαπλωμένο κάτω από την καρότσα.

Δεν θα ξεχάσω τις χαρές που έκανε, μόλις τέλειωνε η δουλειά: έτρεχε πέρα δώθε, κρεμιόταν πάνω μας, μας έγλειφε, ύστερα πηδούσε στην καρότσα και βολευόταν, δίπλα στον οδηγό. Καθώς το τρακτεράκι απομακρυνόταν, το σκυλί γυρνούσε κάθε τόσο και με κύτταζε με ένα ζωηρότατο και (μπορώ να πω) ευτυχισμένο βλέμμα.

Εφέτος ήρθαν χωριστά - ο αφεντικός με το τρακτεράκι του, το σκυλί 5-6 μέτρα πιο πίσω. Φαινόταν άκεφο, σαν άρρωστο, το βλέμμα του σαν τρομαγμένο. Μάτην περίμενα να πάρει τη γνώριμη θέση του κάτω από την καρότσα. Τράβηξε πιο πέρα, έπιασε τον ήσκιο ενός δένδρου και παρέμεινε όλην την ημέρα εκεί.

Ρώτησα το αφεντικό του τι συμβαίνει, αν είναι άρρωστο το σκυλί.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, προσποιήθηκε τον πολυάσχολο, δεν μου απάντησε.

Φεύγοντας το απομεσήμερο, κι ενώ το σκυλί τον παρακολουθούσε από μακριά, μου εξομολογήθηκε:

- Τον χειμώνα άρχισε να τρώει ξένες κότες, και με πίεζαν στο χωριό να το ξεκάνω. Το πήγα ένα βράδυ και το έριξα σε ένα ξεροπήγαδο. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι , την τρίτη πήρα τον φακό , πήγα στο πηγάδι και είδα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Του έριξα ένα κουβά και το ανέβασα. Από τότε χάλασε η φιλία μας, μένει μαζί μου, με ακολουθεί, αλλά δεν παίζει, ούτε στην καρότσα ανεβαίνει πια.

 Ο θησαυρός των αηδονιών

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Μπάνιο μὲ τὸν Γιάννη


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ πά­ει γιὰ μπά­νιο στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­ναι τὸ πρῶ­το του μπά­νιο, τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου σή­με­ρα. Φο­ρά­ει τὸ μαῦ­ρο του μα­γιό, βά­ζει τὶς κα­φὲ σα­γι­ο­νά­ρες του, παίρ­νει μιὰ πε­τσέ­τα καὶ κα­θα­ρί­ζει τὰ γυα­λιά του. Μὲ κυτ­τά­ζει με­λαγ­χο­λι­κά.

       — Μὴ στε­να­χω­ρι­έ­σαι, τοῦ λέ­ω, σὲ δύ­ο χρό­νια ποὺ θὰ εἶ­σαι τε­λεί­ως κα­λά, θὰ ξα­να­κά­νεις πά­λι τὰ ἑ­κα­τό σου μπά­νια κά­θε κα­λο­καί­ρι, ὅ­πως τὸ συ­νή­θι­ζες πα­ληά.

       Κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι. Δὲν λέ­ει τί­πο­τα, ἀλ­λὰ μοῦ δί­νει νὰ κα­τα­λά­βω ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ λέ­ω εἶ­ναι μπα­ροῦ­φες, τὸ ξαί­ρου­με καὶ οἱ δυ­ό μας κα­λά, σὲ δύ­ο χρό­νια δὲν θὰ ζεῖ, ἀ­φοῦ ἤ­δη εἶ­ναι νε­κρός.


Αναδημοσίευση από: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/tag/%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82/

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος - Κα­θα­ρὴ Δευ­τέ­ρα


ΠΑΡΑΜΟΝΗ Κα­θα­ρῆς Δευ­τέ­ρας καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ ὁ πα­τέ­ρας μου, κα­τα­φθά­νει σὰν νὰ μὴν ἔ­χει συμ­βεῖ τί­πο­τα. Μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἀ­πε­βί­ω­σε!

       — Κα­λά, τὸν ρω­τῶ, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χεις πε­θά­νει καὶ ἁ­πλῶς λεί­πεις τό­σα χρό­νια, για­τί δὲν ἐρ­χό­σουν νὰ μᾶς τὸ πεῖς;

      Κυτ­τά­ζει λυ­πη­μέ­νος. Δὲν ἀ­παν­τᾶ. Φεύ­γει.


Πηγή: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/tag/%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82/


Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Οἱ φρακασάνες

  

ΚΑΘΩΣ  ΓΥΡΙΖΑ ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

         Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα , πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τό­φε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

        Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά.

        Ἄ­κου­σα βή­μα­τα στὰ χα­λί­κια κι ὅ­ταν σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου, εἶ­δα νὰ ἔρ­χε­ται ἡ Ἑ­λέ­νη, ντυ­μέ­νη μὲ ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φό­ρε­μα γε­μά­το πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια. Θέ­λω πά­λι ἐ­κεῖ­νο τὸ τε­τρά­διο τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, μοῦ εἶ­πε καὶ μὲ κοί­τα­ξε μὲ ἕ­να ἀ­πλα­νὲς χα­μό­γε­λο, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να πλα­νιό­ταν πέ­ρα δῶ­θε κι ἅ­πλω­νε τὰ χέ­ρια της νὰ φθά­σει ἕ­να κλα­δὶ τοῦ δέν­τρου. Δὲν τὸ ἔ­χω, τῆς εἶ­πα, θὰ μοῦ τὸ φέ­ρει ὁ Τά­κης τὸ ἀ­πό­γευ­μα, ἔ­λα νὰ δι­α­βά­σου­με μα­ζί. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἔ­πια­σε τὸ κλα­δί, τὸ ἅρ­πα­ξε μὲ τὰ δυ­ό της χέ­ρια καὶ ἔ­κα­νε μιὰ μᾶλ­λον ἀ­δέ­ξια ἕλ­ξη, τεν­τώ­νον­τας νω­χε­λι­κὰ τὸ κορ­μί της. Ὕ­στε­ρα πή­δη­σε, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι νὰ δι­ορ­θώ­σει τὰ μαλ­λιά της κι ἔ­φυ­γε. Μὴ μὲ πε­ρι­μέ­νεις, μοῦ φώ­να­ξε.

        Τὸ ἀ­πό­γευ­μα πῆ­ρα τὰ βι­βλί­α μου καὶ πῆ­γα στὸ ἀμ­πέ­λι. Ἄρ­χι­σε κι­ό­λας νὰ παίρ­νει τὴ γνώ­ρι­μη μυ­ρου­διά του τὸ κλῆ­μα. Τῆς Ἁ­για Μα­ρί­νας ρό­γα καὶ τ’ Ἁ­η­λιὸς στα­φύ­λι, ἔ­λε­γε ἡ για­γιά μου. Ἔ­φε­ρα στὸ μυα­λό μου τὶς ρό­γες τῆς Ἑ­λέ­νης. Ἐ­κεί­νη ἦρ­θε σὲ λί­γο φο­ρών­τας μιὰ στε­νὴ χα­κὶ φού­στα καὶ ἄ­σπρο που­κά­μι­σο χω­ρὶς σου­τι­έν. Θέ­λεις νὰ φᾶ­με κα­νέ­να σύ­κο, τῆς εἶ­πα καὶ τὴν πῆ­γα στὴν ἄ­κρη τοῦ ἀμ­πε­λιοῦ. Τὰ πρῶ­τα σύ­κα εἴ­χα­νε ἤ­δη γίνει, οἱ φρα­κα­σά­νες ὅ­πως τὰ ἔ­λε­γαν. Με­γά­λα ἴ­σα­με ἕ­να πορ­το­κά­λι, ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα τους κρε­μό­ταν μιὰ στα­γό­να πη­χτὸ μέ­λι μὲ κα­φὲ χρῶμα. Ἔ­βα­λα τὴν Ἑ­λέ­νη νὰ κα­θή­σει, τῆς ἔ­φε­ρα σύ­κα καὶ τῆς ἄ­νοι­ξα τὸ κουμ­πὶ ἀ­πὸ τὸ ἄ­σπρο της που­κά­μι­σο. Τὸ δε­ξί της βυ­ζὶ γλί­στρη­σε ἔ­ξω, ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο στρογ­γυ­λὸ ἀ­π’ ὅ­σο τὸ φαν­τά­στη­κα, ἡ ρό­γα του κά­πως κω­νι­κή. Ἅ­πλω­σα τὸ χέ­ρι μου καὶ κεί­νη ἔ­σκυ­ψε ὁ­λό­τε­λα πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Φράπ, ἀ­κού­στη­κε τό­τε στὸ φρά­χτη καὶ φά­νη­κε ὁ τσό­γλα­νος, ὁ ἀ­δελ­φός της, ψη­λὸς καὶ κα­κο­βι­δω­μέ­νος. Ἡ Ἑ­λέ­νη κουμ­πώ­θη­κε βι­α­στι­κά, ἄ­νοι­ξε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει, ἐ­μέ­να τὰ πό­δια μου ἔ­τρε­μαν. Ὁ ἀ­δελ­φός της μᾶς χαι­ρέ­τη­σε με­θ’ ὑ­πο­κλί­σε­ως, σάλ­τα­ρε στὴ συ­κιὰ κι ἄρ­χι­σε νὰ τρώ­ει φρα­κα­σά­νες. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἀ­πό­φευ­γε νὰ μὲ κοι­τά­ξει, γύ­ρι­ζε τὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου καὶ κά­θε τό­σο ἴ­σι­ω­νε τὴ φού­στα της. Ἀρ­γό­τε­ρα ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πα­τή­σα­με μα­ζὶ πιὸ πέ­ρα. Μπή­κα­με σὲ ἕ­να με­γά­λο λάκ­κο ἀ­νά­με­σα σὲ κλή­μα­τα, τὸν εἴ­χα­με σκά­ψει στὴν Κα­το­χὴ καὶ κρύ­ψα­με μέ­σα χαλ­κώ­μα­τα καὶ ὅ­πλα. Δο­κί­μα­σα νὰ πιά­σω πά­λι τὸ βυ­ζὶ τῆς Ἑ­λέ­νης, ἐ­κεί­νη τρα­βή­χτη­κε, για­τὶ πα­ρα­σύ­ρε­σαι, μοῦ εἶ­πε. Μά­ζε­ψε τά βι­βλί­α της, φώ­να­ξε τὸν ἀ­δελ­φό της καὶ ἔ­φυ­γε. Ἐ­κεῖ­νος πή­δη­σε ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο, μὲ πα­ρα­τή­ρη­σε μὲ βλέμ­μα κά­πως μυ­στή­ριο κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε χω­ρὶς νὰ μὲ χαι­ρε­τή­σει, τρώ­γον­τας φρα­κα­σά­νες.

   (1962)

 


 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη, Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973.



Αναδημοσίευση από: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/10/ilias-papadimitrakopoulos-oi-frakasanes/

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Θερμά θαλάσσια λουτρά

 Στο χτήμα μας, όταν οι ζέστες έπιαναν για τα καλά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη θάλασσα. Πρώτη η θεια μου που, αφ' ότου χήρεψε, υπέφερε ολόκληρο το χειμώνα από ρευματισμούς, κατέβαζε από την αποθήκη ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί, από όπου έβγαζε το μαύρο καλοκαιρινό της καπέλο, αγορασμένο πριν χρόνια και χρόνια από τον μακαρίτη, σε ένα του ταξίδι-αστραπή στην Τεργέστη. Το ταξίδι εκείνο, που αναφερόταν σπάνια, πάντοτε δε με κάποιο δέος, φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που χαρακτηρίστηκαν ως έκτακτες, αν μη και μυστηριώδεις. Η θεια μου βούρτσιζε προσεχτικά το καπέλο και ύστερα το καθάριζε με ένα εκχύλισμα φύλλων κισσού. Με το ίδιο υγρό, βρασμένο ελαφρά, σχεδόν αφέψημα, καθάριζε και τη μαύρη της μαντίλα, την εσάρπα της, καθώς και ένα ψάθινο καλαθάκι με καπάκι, που προοριζόταν για τα τρόφιμα του ταξιδιού. Η πιο μεγάλη φασαρία ήταν, ώσπου να συμφωνήσει με τον έναν από τους δυο ταξιτζήδες της πόλης (τους σωφέρ, καθώς τους έλεγαν), τις μέρες και τις ώρες που θα μας παραλάμβανε. Το τραίνο* αναχωρούσε κάθε πρωί στις δέκα και δέκα.

Ο σταθμός βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, με ωραία μπαλκόνια, πολλές πόρτες, γκισέδες και κιγκλιδώματα. Διέθετε τρεις αίθουσες αναμονής, ανάλογες με τη θέση που ταξίδευε ο κάθε επιβάτης.

Η θεια μου έβγαζε ένα εισιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, με την πρόσθετη ένδειξη «θερμά θαλάσσια λουτρά», γραμμένη με καφέ, λοξά γράμματα. Ένα ειδικό βαγόνι, με την ίδια ένδειξη στους υαλοπίνακες, εξυπηρετούσε αποκλειστικά αυτή την κατηγορία των λουομένων. Ήταν ένα αληθινό άδυτο, όπου κανείς τρίτος δεν διενοείτο ούτε να διέλθει καν, όχι να καθίσει, ή να τολμήσει να ανοίξει το παράθυρο.

Δεν μπορώ να φαντασθώ πιο τρυφερή αναχώρηση τραίνου. Στις δέκα παρά τέταρτο χτυπούσε το πρώτο καμπανάκι του σταθμού, με έναν γλυκύ, μαλακό, αλλά και αρκετά ισχυρό ήχο. Οι πιο ηλικιωμένοι έσπευδαν ήδη στο βαγόνι τους. Στις δέκα παρά πέντε χτυπούσε το δεύτερο, οπότε η κίνηση, τα τρεχάματα και ο αναβρασμός επιτείνονταν, και στις δέκα και δέκα ακριβώς χτυπούσε το τρίτο καμπανάκι, με το οποίο όλοι πια καταλάμβαναν, μέσα σε μια πραγματική αναταραχή, τις θέσεις τους. Τότε εμφανιζόταν ο Θύμιος*. Φορούσε μια πολύ σκούρα μπλε στολή και πηλήκιο με πολλά χρυσά σιρίτια, ενώ από τον αριστερό του ώμο κρεμόταν μια καφέ δερμάτινη τσάντα, με τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα όργανα του ελέγχου. Από τη ζώνη του πανταλονιού του, με μια χοντρή αλυσίδα, είχε αναρτήσει μια μικρή σάλπιγγα, άψογα γυαλισμένη και ιδιαίτερα κυρτή, σαν κέρας. Ο Θύμιος έριχνε μια βλοσυρή ματιά κατά μήκος του συρμού, και επέπληττε όσους κωλυσιεργούσαν* να ανέβουν. Στυλωμένος περί το μέσον του τραίνου, ανέκραζε στεντορία τη φωνή: Ες, Κύριοι! Κανείς δεν έμαθε ποτέ το ακριβές νόημα της φράσης, αλλά αμέσως, πατείς με πατώ σε οι βραδυπορούντες, σκαρφάλωναν στα βαγόνια. Οι επιβάτες της πρώτης θέσεως, καθισμένοι σε περίτεχνα καθίσματα από ψάθα προελεύσεως εξωτερικού, δυσφορούσαν. Όλα την τελευταία στιγμή, έλεγαν.

Ο Θύμιος στρεφόταν ακολούθως στον μηχανοδηγό. Εκείνος τον προσέβλεπε πειθήνια στα μάτια, ενώ με το δεξί του χέρι έψαυε την σειρήνα του τραίνου. Έτοιμος; του φώναζε. Ο μηχανοδηγός έγνεφε καταφατικά, χωρίς να αποσύρει το παράπαν* το βλέμμα του. Τότε ο Θύμιος ανασπούσε* τη σάλπιγγα και σάλπιζε έναν οξύ, μακρότατον και, μπορώ να πω, μουσικόν ήχο, που έσβηνε σιγά σιγά, σαν σιωπητήριο. Ένα ευχάριστο ρίγος διέτρεχε τους επιβάτες. Όλα έτοιμα πλέον, προς αναχώρησιν. Το τραίνο σφύριζε και ξεκινούσε αργά αργά, μέσα σε θορύβους και γδούπους. Ο Θύμιος πλησίαζε και αυτός και σαλτάριζε στο τελευταίο βαγόνι. Το ταξίδι άρχιζε.

Η θάλασσα απείχε περί τα δεκατρία χιλιόμετρα και μέχρι την Αλκυώνα, όπου κατέβαιναν οι κανονικοί λουόμενοι, μεσολαβούσαν τρεις σταθμοί και μια προαιρετική στάση. Σε κάθε αναχώρηση από τους ενδιάμεσους σταθμούς, η διαδικασία με το Θύμιο επαναλαμβανόταν με την ίδια ακρίβεια — μόνο στην προαιρετική στάση παρέλειπε τις εκφωνήσεις. Το τραίνο περνούσε μέσα από σταφιδαμπέλους, αγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριών και αμμόλοφους. Στους σταθμούς οι νέοι κατέβαιναν και άρπαζαν από τα παρακείμενα κλήματα τσαμπιά μαύρης σταφίδας, ή και χούφτες ολόκληρες από τα αλώνια, όπου άπλωναν τον καρπό για να ξεραθεί.

Ο μεγάλος, όμως, σαματάς γινόταν στην Αλκυώνα. Πριν ακόμη σταματήσει το τραίνο, πηδούσαν αρκετοί από τα βαγόνια και άρχιζαν να τρέχουν δαιμονιωδώς προς τη θάλασσα. Είχαν να διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ώσπου να φθάσουν στην αμμουδιά με τις μπανιέρες*. Πολλοί προτιμούσαν να κατέβουν στην επόμενη στάση, μπροστά στα θερμά λουτρά, από όπου η απόσταση, ως τις μπανιέρες, ήταν πολύ μικρότερη, σχεδόν μηδαμινή. Τις έβρισκαν, όμως, κατειλημμένες από τους πρώτους, που είχαν σαλτάρει από το τραίνο και διατρέξει τη διαδρομή με τα πόδια.

Το κτίριο των θερμών λουτρών, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν από ένα άλσος με ευκάλυπτους. Η θεια μου δεν με άφηνε να μπω μέσα στους λουτήρες. Άνοιγε το καλαθάκι, μου έδινε ψωμί, τυρί, ένα αυγό βραστό και σταφύλια, και με παρότρυνε να περπατήσω στην αμμουδιά, αφού φορούσα προηγουμένως μια κατάλληλη κάσκα για τον ήλιο.

Πήγαινα στην αμμουδιά και χάζευα. Μάζευα κοχύλια, αστερίες, ζωντανές άσπρες αχιβάδες. Ανέβαινα ύστερα στις μπανιέρες. Ήταν ξύλινες, κατασκευασμένες από χοντρούς σιδερένιους πασσάλους, που τους είχαν μπήξει μέσα στη θάλασσα, χωριστά μια σειρά μπανιέρες για τους άντρες, χωριστά για τις γυναίκες. Μια γέφυρα, επίσης ξύλινη, ένωνε το κάθε συγκρότημα με την ξηρά.

Οι καμπίνες ήταν στενές, υγρές και μύριζαν μούχλα και κάτουρο. Η εταιρία του τραίνου τις είχε χτίσει πριν χρόνια, αλλά σιγά σιγά τις εγκατέλειψε και ρήμαζαν. Έλειπαν αρκετά σανίδια και έτσι φαινόταν ο αμμουδερός πυθμένας της θάλασσας, καθώς και οι σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια και όστρακα. Μια σκαλίτσα από το άλλο μέρος της κάθε καμπίνας κατέβαζε στα βαθιά, όπου το βάθος του νερού ξεπερνούσε το μέτρο. Παιδιά δεν άφηναν να κολυμπήσουν εκεί. Οι άντρες φορούσαν μακριά μπανιερά, αν και μερικοί νοικοκυραίοι κατέβαιναν τη σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Με πολλή σοβαρότητα τοποθετούσαν το αριστερό τους χέρι ανοιχτό, μπροστά από τα απόκρυφα μέλη τους, ενώ με το δεξί, μόλις το πόδι τους άγγιζε το νερό, έκαναν αργά αργά το σταυρό τους. Κατόπιν βουτούσαν.

Λίγο πριν από τον πόλεμο, οι μπανιέρες είχαν αρχίσει να ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ήταν που έφθασαν στον τόπο μας μερικοί πρόσφυγες από τη Ρωσία, δικοί μας, ή και λευκορώσοι. Θυμάμαι ένα ξανθό παλληκαράκι ψηλό, με γαλανά μάτια. Κολυμπούσε περίφημα. Έφερνε γύρα όλη την ακτή. Με ωραίες απλωτές πήγαινε στα βαθιά, παρέκαμπτε το ειδικό σύρμα που χώριζε τα χωρικά ύδατα των γυναικών, και κολυμπούσε στα νερά τους. Τσιρίδες και φωνές, εκείνες. Οι δικοί μας τον κύτταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, αλλά πού να τολμήσουν να τον ακολουθήσουν, σε κείνες τις ακτές με τα ρηχά νερά, κανείς δεν κατάφερνε να μάθει κολύμπι της προκοπής.

Μια Κυριακή ο νεαρός Ρώσος, αφού έκανε κάμποσους γύρους, επέστρεψε κολυμπώντας προς τις ανδρικές μπανιέρες. Ανέβηκε τη σκαλίτσα και σκαρφάλωσε επάνω στη στέγη, από όπου μπορούσε να γίνει ορατός από την πλευρά των γυναικών. Ο καιρός είχε λίγο ψυχράνει, η θάλασσα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη και είχε αρχίσει να ερημώνει κάπως. Πάνω στη στέγη ο Ρώσος έμεινε αρκετή ώρα, κυττάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά του. Ύστερα ζυγίστηκε αργά, άνοιξε τα χέρια και, πηδώντας με φόρα στη θάλασσα, έκανε μια θεαματική βουτιά. Έμεινε εκεί, καρφωμένος σε κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Έτρεξε κόσμος και κοσμάκης, αλαλάζοντας. Τελικά ήρθαν δυο ψαράδες και τον τράβηξαν.

Πέθανε μόλις τον ακούμπησαν στην αμμουδιά. Θυμάμαι ακόμη το πρόσωπό του, καθώς και τα γαλανά του μάτια, που μας κύτταζαν ορθάνοιχτα. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως.


«Το τραίνο αναχωρούσε...»: Περιγράφεται η διαδρομή Πύργου - Κατακώλου.

Θύμιος: Ο σιδηροδρομικός αυτός υπάλληλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τον αναφέρει και ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος:

«Όταν οι μπανιέρες στο Κατάκωλο μέσα στην ήσυχη θάλασσα.
Όταν το τρένο Πύργου - Κατακώλου, ο Θύμιος, η σφυρίχτρα του».

(Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή II, 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 297).

κωλυσιεργούσαν: εδώ καθυστερούσαν.

το παράπαν: καθόλου, εντελώς.

ανασπώ: τραβώ, σύρω προς τα πάνω.

Μπανιέρες: Χώροι διαφορετικοί για κάθε φύλο με καμπίνες – αποδυτήρια και σκάλες που κατέβαιναν στη θάλασσα.


Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980)


Πηγή:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_b_18_01.html

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Ἡ κόκκινη σημαία (1979)


 Φέτος, ἀνήμερα τὴν Πρωτοχρονιά, θυμήθηκα ξαφνικὰ τὸν Βασίλη. Εἶχε μιὰ ταβέρνα στὸ ὑπόγειο τοῦ ἀπέναντι σπιτιοῦ (στὸ ἀποπάνω πάτωμα ἔμενε ὁ διοικητὴς τῆς Χωροφυλακῆς), ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς προπολεμικὲς μὲ τὰ βαρέλια στὸν ἕναν τοῖχο, τὰ στενόμακρα πρά­σινα τραπέζια στὸ κέντρο καὶ τοὺς δυὸ πάγκους ἑκατέρωθεν. Σὲ μιὰν ἄκρη, στὸ μισοσκόταδο, ὑπῆρχε ἕνα μαστέλο γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν ποτηριῶν, τὰ ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ στράγγιζαν σὲ μιὰ τσίγκινη λεκάνη. Αὐτὸ ἦταν ὅλο.

Ἡ ταβέρνα ἄνοιγε κάθε μέρα πρωὶ πρωί. Βασικὴ πελατεία ἦταν οἱ ἐργάτες, ποὺ κάθε τόσο ἔμπαιναν νὰ πιοῦν ἕνα κρασὶ ἢ καὶ νὰ κολατσίσουν. Κατὰ τὶς δώδεκα, ἡ κίνηση ζωή­ρευε πολύ, καθὼς παιδιὰ ἀπὸ τὴ γειτονιὰ κατέφθαναν σιγὰ σιγά, γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ οἰκογενειακὸ μπουκάλι, χωρητικότητας τέτοιας, ὥστε νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες τοῦ μεσημεριανοῦ φαγητοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ δείπνου.

Σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ πελατεία ἐρχόταν καὶ ἀπὸ μακριά, ἀπὸ ἄλλες γειτονιὲς ἢ καὶ συνοικίες τῆς πόλης. Ἦταν ὅταν ὁ Βασίλης πρωτοάνοιγε καινούργιο βαρέλι, ὁπότε εἰδικὸς τελάλης τὸ διαλαλοῦσε στὰ πέριξ καὶ ὁ Βασίλης ἀναρτοῦσε στὴ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ, σὲ μιὰ ἐπὶ τούτῳ ὑποδοχή, ἕνα μακρύ, χοντρὸ καλάμι, στὴν ἄκρη τοῦ ὁποίου κυμάτιζε μιὰ κόκκινη τετράγωνη σημαία.

Παρακολουθοῦσα τὴν ταβέρνα ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅπου καθόμουν καὶ διάβαζα. Κατὰ τὸ σούρουπο οἱ ἐργάτες ξαναγύριζαν παρέες παρέες, κρατοῦσαν ψωμί, ἐλιὲς τυλιγμένες σὲ λα­δόχαρτο, ταραμά, παστὲς σαρδέλες, ρέγγες ἢ καὶ χαλβά. Καθόταν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον, ἄνοιγαν πάνω στὸ τραπέζι τὰ χαρτιὰ μὲ τὰ φα­γώσιμα καὶ παράγγελναν κόκκινο κρασί. Ὁ Βασίλης κουβαλοῦσε μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ κρα­σὶ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ ποτήρια, περνώντας μέσα στὸ κάθε ποτήρι κι ἀπὸ ἕνα του δάχτυλο. Τὸ καλοκαιράκι ἔβγαζε στὸ πεζοδρόμιο μερικὰ τραπέζια, ἀφοῦ προηγουμένως κατάβρεχε ἐπὶ ὥρα, ρίχνοντας μπόλικο νερό, ὥστε νὰ κατακαθίσουν τὰ χώματα καὶ τὰ χαλίκια τοῦ δρόμου. Μερικὲς φορὲς πηγαίναμε καὶ ἀράζαμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Μιχάλη, παραγγέλναμε οὐ­ζάκι καὶ στραγάλια, καὶ μιὰ δυὸ φορὲς ὁ Βασίλης ἐπιχείρησε νὰ βγάλει ἔξω καὶ τὸν φωνόγραφο, πετάχτηκε ὅμως ἔξαλλος ὁ διοικητής, φορώντας τὶς ριγέ του πιτζάμες, καὶ τὸν ξέχεσε, νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ, τοῦ λέει, ὀχλεῖτε τὰς οἰκογενείαςμάλιστα, μάλιστα, ὅλο ὑποκλίσεις ὁ Βασίλης, μάζεψε ἆρον ἆρον τὸν φωνόγραφο καὶ τὸν πῆγε μέσα, ρίχνει τότε μερικὲς ἀνάποδες μοῦτζες πρὸς τὰ πάνω, δὲν κυττάει τὰ κέρατα τοῦ σπιτιοῦ του, λέει στὸν Μιχάλη, γαρίδα τότε τὸ μάτι του ὁ Μιχάλης, τί γίνεται ἡ μικρά; ρωτάει, τὸν παίρνει; ψοὺ ψοὺ ὁ Βασίλης κάτι τοῦ ψιθυρίζει μυστικὰ στὸ αὐτί, ἄει στὸ διάολο! λέει ὁ Μιχάλης, κάνει τὸν σταυρό του ὁ Βασίλης καὶ ὁρκίζεται, νὰ μὴ σώσω νὰ πάω σπίτι μου, λέει, καὶ νά σου ἀπὸ τότε ὁ Μιχάλης στημένος κάθε ἀπόγευμα στὸ ἀκραῖο τραπεζάκι, οὐζάκι καὶ στραγάλια καὶ γλαρὲς ματιὲς κατὰ τὸ σπίτι τοῦ διοικητῆ.

Ἀπὸ μέσα ἀκούγονται γρατζουνίσματα πιάνου, κλίμακες ἢ καὶ σονατίνες ἴσως, ὕστερα σιωπή, τραβιέται τότε ἡ κουρτίνα καὶ προβάλλει στὸ παράθυρο τὸ κεφάλι τῆς μικρᾶς, κυττάζει πέρα δῶθε σκοτισμένη καὶ ἀδιάφορη, ἀπὸ κάτω ὁ Μιχάλης φουμάρει καὶ κόβει κίνηση, παραμένει στὴν ταβέρνα ὣς ἀργά. Σιγὰ σιγὰ ξεκόβει τελείως ἀπὸ μένα, πηγαίνοντας γιὰ οὐζάκι δὲν μοῦ χτυπάει πιὰ τὸ ρόπτρο τοῦ σπιτιοῦ, στήνεται μόνος του κι ὅλο φουμάρει καὶ ψοὺ ψοὺ ψοὺ μὲ τὸν Βασίλη.

Προχωρώντας τὸ φθινόπωρο μαζεύονται τὰ τραπεζάκια πλὴν ἑνός, χάνεται τελείως κι ὁ Μιχάλης, μοῦ κάνει ἐντύπωση ποὺ ὁ Βασίλης βγάζει καὶ μπάζει τὴ σημαία κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀκόμα καὶ τὴ νύχτα, ἐνῶ ὣς τότε τὴν ὑπέστελ­λε σχεδὸν κανονικά, μὲ τὴ δύση τοῦ ἥλιου.

Ὅπου μιὰ μέρα σκάει τὸ κανόνι. Ὁ Μιχάλης τὰ ἔψησε μὲ τὴ μικρὰ καί, εἰδοποιούμενος καταλλήλως ἀπὸ τὸν Βασίλη μὲ τὴν ἀνάλογη ἔπαρση ἢ ὑποστολὴ τῆς σημαίας, μπουκάριζε φοὺλ στὸ σπίτι. Ὁπότε ἕνα βραδάκι ἐπιστρέφει ἀπροόπτως ὁ διοικητής. Ἀνάστατος πρὸ τοῦ κινδύνου ὁ Μιχάλης, καβαλάει τὸ παράθυρο καὶ πηδάει στὸ τραπεζάκι τῆς γωνίας, συμπα­ρασύρει πέφτοντας τὸ καλάμι ποὺ ἀναφέραμε καὶ σαστισμένος ἀρχίζει νὰ τρέχει, κραδαίνον­τας καλάμι καὶ σημαία. Τὸν βλέπει παρακάτω κάποιο ὄργανο καὶ τοῦ φωνάζει νὰ σταματήσει, ποῦ νὰ σταματήσει ὁ Μιχάλης, τρέχει συνεχῶς σχεδὸν ἀλλόφρων, κρατώντας πάντα τὴ σημαία.

— Τὴ σημαία, ρὲ μαλάκα, τί τὴν ἤθελες; τὸν ρώτησα μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν πῆγα νὰ τὸν δῶ στὴ φυλακή.

— Τὴν κρατοῦσα γιὰ ἄλλοθι, μοῦ ἀπάντησε γελώντας ὁ Μιχάλης, τώρα μὲ μπαγλάρωσαν μὲ τοὺς πολιτικούς.

Ταλαιπωρήθηκε, ὅπως ἔμαθα, ἀρκετὸ καιρό. Τοῦ βρῆκαν καὶ τοῦ καταλόγισαν πλῆθος ἐνέργειες ἢ παραλείψεις, ὥστε πρὶν καλὰ κα­λὰ τελειώσει τὸ γυμνάσιο βρέθηκε καὶ σὲ νησί. Δὲν ἔχασε ποτὲ τὸ κέφι του. Τὸν συνάντησα μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν Αἰόλου, πουλοῦσε σὲ ἕνα πανεράκι σώβρακα, γυαλιὰ ἡλίου, τέτοια. Εἶχε μαυρίσει, ἀδυνατίσει λίγο, ἀλλὰ τὸ κέφι, κέφι.

— Λιάκο μου, μοῦ λέει, ὅλα καλά. Ὅπου νά ’ναι θὰ ἀνοίξουμε μὲ τὴν ἀδελφή μου μιὰ πόρτα, θὰ μάσουμε μέσα τὸ ἐμπόρευμα, θὰ μαζευτοῦμε καὶ μεῖς. Εἶσαι γιὰ ἕνα οὐζάκι;

Μπήκαμε σὲ ἕνα σουβλατζίδικο. Κουβέντα στὴν κουβέντα, φθάσαμε καὶ στὴν περιπέτεια μὲ τὴ μικρά.

— Ἦταν ἐντάξει, μοῦ λέει ὁ Μιχάλης, ἡ ἴδια δὲν μὲ κατονόμασε, παρ’ ὅλο ποὺ τὴ μαύρισαν στὸ ξύλο. Μοῦ ἔγραψε καὶ στὴ φυλακή, ἄσε ποὺ ἀργότερα στὸ νησὶ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε ἕνας γνωστός της μοίραρχος. Μοῦ εἶπε πολλά, στὸ τέλος μοῦ πάσαρε νὰ ὑπογράψω καὶ τὴ δήλωση. Τὴν ὑπόγραψα, τὸ εἶχα ἤδη ἀποφασισμένο. Ὁ μοίραρχος συγκινήθηκε, ἄντε, Μιχάλη παιδί μου, μοῦ λέει, νὰ ἐπιστρέψεις πιὰ ὡς χρήσιμος ἄνθρωπος στὴν κοινωνία καὶ νὰ ξεχάσεις ὅλα αὐτὰ τὰ αἴσχη. Ποιά αἴσχη, καπετάνιε μου; τοῦ κάνω. Τότε ποὺ καταντήσατε νὰ μᾶς κόβετε τοὺς λαιμοὺς μὲ τὰ κονσερβοκούτια, μοῦ λέει. Ἀναστέναξα καὶ ἐγὼ καὶ τὸν κύτταξα στὰ μάτια. Τί νὰ κάναμε, κύριε μοίραρχε, τοῦ λέω, τότε δὲν εἴχαμε τὰ μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ τραντάζεται ἀπὸ τὰ γέλια ὁ Μιχάλης.

Δὲν ξέρω ἂν πρόλαβε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, νομίζω πὼς τὰ κατάφερε, γιατὶ, κάποτε ποὺ μιλούσαμε στὸ τηλέφωνο μὲ τὸν Τάκη, μοῦ εἶπε πὼς πέρασε ἀπὸ τὸν Μιχάλη καὶ ἀγόρασε μιὰ ἄφτερ σέιβ. Ὁ Τάκης μοῦ ἀνακοίνωσε λίγο ἀργότερα καὶ τὸ μαντάτο, πὼς πέθανε ξαφνικὰ ὁ Μιχάλης ἀπὸ συγκοπὴ καρδίας.

 Πηγή:https://oropedio.blogspot.com/search?updated-max=2022-11-07T10:12:00%2B02:00

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Το σκυλί

Ερχόταν με το τρακτεράκι και όργωνε το κτήμα. Στην καρότσα, μπροστά μπροστά, καθόταν ένα μικρό μαύρο σκυλί.

Ήταν ένα αεικίνητο, εξαιρετικά παιχνιδιάρικο ζώο, έλαμπαν τα μάτια του, γυάλιζε το τρίχωμά του, ο αφεντικός του το είχε μη βρέξει και μη στάξει. Όσες ώρες εκείνος δούλευε, το σκυλί έμενε ξαπλωμένο κάτω από την καρότσα.

Δεν θα ξεχάσω τις χαρές που έκανε, μόλις τέλειωνε η δουλειά: έτρεχε πέρα δώθε, κρεμιόταν πάνω μας, μας έγλειφε, ύστερα πηδούσε στην καρότσα και βολευόταν, δίπλα στον οδηγό. Καθώς το τρακτεράκι απομακρυνόταν, το σκυλί γυρνούσε κάθε τόσο και με κύτταζε με ένα ζωηρότατο και (μπορώ να πω) ευτυχισμένο βλέμμα.

Εφέτος ήρθαν χωριστά - ο αφεντικός με το τρακτεράκι του, το σκυλί 5-6 μέτρα πιο πίσω. Φαινόταν άκεφο, σαν άρρωστο, το βλέμμα του σαν τρομαγμένο. Μάτην περίμενα να πάρει τη γνώριμη θέση του κάτω από την καρότσα. Τράβηξε πιο πέρα, έπιασε τον ήσκιο ενός δένδρου και παρέμεινε όλην την ημέρα εκεί.

Ρώτησα το αφεντικό του τι συμβαίνει, αν είναι άρρωστο το σκυλί.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, προσποιήθηκε τον πολυάσχολο, δεν μου απάντησε.

Φεύγοντας το απομεσήμερο, κι ενώ το σκυλί τον παρακολουθούσε από μακριά, μου εξομολογήθηκε:

- Τον χειμώνα άρχισε να τρώει ξένες κότες, και με πίεζαν στο χωριό να το ξεκάνω. Το πήγα ένα βράδυ και το έριξα σε ένα ξεροπήγαδο. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι , την τρίτη πήρα τον φακό , πήγα στο πηγάδι και είδα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Του έριξα ένα κουβά και το ανέβασα. Από τότε χάλασε η φιλία μας, μένει μαζί μου, με ακολουθεί, αλλά δεν παίζει, ούτε στην καρότσα ανεβαίνει πια.

Πεζογραφήματα και διηγήσεις του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου.

Εκδόσεις Γαβριηλίδη

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Τὰ γαϊδούρια

 

— Πέρδικα, λέει ὁ Βαγγέλης, δὲν σκότωσα ποτέ μου. Μοῦ ἄρεσε νὰ τὶς βλέπω, καθὼς βάδιζαν στὸ βουνό.
Καθόμαστε, πίναμε κανένα ποτηράκι, καὶ κουβεντιάζαμε γιὰ τὴ ζωὴ στὸ νησί· δύσκολα τὰ πράματα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἔρθει ὁ τουρισμός.
— Πιὸ δύσκολα ἦταν γιὰ τὰ ζῶα, λέει ὁ Βαγγέλης, δυσκολευόμαστε νὰ τὰ θρέψουμε. Τὰ γαϊδούρια ὅταν γερνάγανε καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσουν, τὰ πήγαιναν καὶ τὰ γκρέμιζαν ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἄκρια ἐκείνη τοῦ βράχου (σηκώθηκε, καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι). Μπροστὰ ἦταν ἡ θάλασσα καὶ πίσω, νὰ ἀνέβουν τὸν βράχο, δὲν μποροῦσαν. Εἶχαν σπασμένο καὶ κάποιο πόδι, κανά παΐδι… Ἔμεναν ἐκεῖ βδομάδες, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, ἀργοῦσαν νὰ ψοφήσουν, ἀγρίευαν, ἔτρωγε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Τὸ ἤξαιρα ἐκεῖνο τὸ σημεῖο. Πήγαιναν μερικοὶ καὶ μάζευαν λευκασμένα κρανία ἢ ἄλλα τοῦ θανάτου λάφυρα, καὶ στόλιζαν τὸ ἐξοχικό τους.
— Εἶχα πάει μιὰ φορὰ παιδὶ ἐκεῖ καὶ τὰ εἶδα, συνέχισε ὁ Βαγγέλης. Πάνω ἀπὸ τὰ πληγιασμένα ζῶα πετοῦσαν κουροῦνες καὶ κοράκια· σὲ ὅποιο γαϊδούρι ἔπεφτε κάτω ἀπὸ ἐξάντληση, ὅρμαγαν ἀπὸ ψηλὰ καὶ τοῦ ἔβγαζαν τὰ μάτια, πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνο ψοφήσει.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ὁ θησαυρὸς τῶν Ἀηδονιῶν

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος- Ο οβολός

Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

— Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

— Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

— Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.

— Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

— Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή — και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δυο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στην τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

— Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

— Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

[1999]

[πηγή: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2004, σ. 115-120]