Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ἑτοιμάζεται νὰ πάει γιὰ μπάνιο στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ πρῶτο του μπάνιο, τελευταία ἡμέρα τοῦ Σεπτεμβρίου σήμερα. Φοράει τὸ μαῦρο του μαγιό, βάζει τὶς καφὲ σαγιονάρες του, παίρνει μιὰ πετσέτα καὶ καθαρίζει τὰ γυαλιά του. Μὲ κυττάζει μελαγχολικά.
— Μὴ στεναχωριέσαι, τοῦ λέω, σὲ δύο χρόνια ποὺ θὰ εἶσαι τελείως καλά, θὰ ξανακάνεις πάλι τὰ ἑκατό σου μπάνια κάθε καλοκαίρι, ὅπως τὸ συνήθιζες παληά.
Κουνάει τὸ κεφάλι. Δὲν λέει τίποτα, ἀλλὰ μοῦ δίνει νὰ καταλάβω ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι μπαροῦφες, τὸ ξαίρουμε καὶ οἱ δυό μας καλά, σὲ δύο χρόνια δὲν θὰ ζεῖ, ἀφοῦ ἤδη εἶναι νεκρός.
Αναδημοσίευση από: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/tag/%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου