Μωρέ παιδιά καημένα
στο αίμα βουτηγμένα
η Ελλάδα μάς άλλαξε τα φώτα
νυφάδες απ’ το Σούλι
τα όπλα του φωτός αξόδευτα
χαιρέτα μας την κλεφτουργιά στο άπειρο
η οσμή απ’ το καθαριστήριο καθώς
διαβαίνω το πεζοδρόμιο.
Αλέκτορας αλεκτρισμού με όρια
αιωνιότητας
από παράθυρο τρόλεϊ.
Χειροτερεύω άνοιστος με κάτι μοβ ολόγυρά μου
ερμιά και αγριοσύνη.
Θροίζαν οι βρομούσες αεράκι θειότατο.
Μούτζω’ τα ω αναρχία μου! Δεν μπορεί να γίνει.
Κλώσσα Ιστορία δεν τη βλέπω· παραληρούμε.
Έχω ένα κρουνό ζώο μέσα μου· φαντάσου οι άλλοι…
Πάντως όταν αρχίζει το ποίημα
να γίνεται ύλη
εκεί είμαι.
Ξεριζώνω τα πάντα. Κι αν η ποίηση
κι αν η ποίηση
κι αν η ποίηση αδέλφια
– για τους βλάκες του πολιτισμού αενάως
με αμοιβαιότητα ενικού Θεέ και Κύριε
(Απρίλιος 1989, συλλογή Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο, 1991)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου