Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Hayden Robert. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Hayden Robert. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Robert Hayden - Ο δύτης


Βυθίστηκα σε απαλό
γαλάζιο. Λουλούδια
πλάσματα άστραφταν και
λαμπύριζαν εκεί-
χαμένες εικόνες
που αμυδρά θυμάσαι.
Γρήγορα κατέβηκα
σε φαράγγι από ψυχρή
νυχτοπράσινη κενότητα.
Σε ελεύθερη πτώση, αβαρής
όπως σε όνειρο που
πετάς χωρίς φτερά,
βούτηξα διαμέσου του υπο-
χώρου και έφτασα στο
νεκρό καράβι,
πτώμα που πλημμύριζε από
ακόρεστη ζωή.
Αγγελόψαρα, που με το
ζωηρό τους μπλε και
κίτρινο ξεπρόβαλαν από
το σκοτάδι στη
δέσμη των αχτίδων του φακού,
συνωστίζονταν στα φινιστρίνια.
Μούσκλια από βρυόζωα
θόλωναν, κάλυπταν το
μέταλλο του καραβιού. Λουτιάνοι,
χρυσοί ροφοί το εξερευνούσαν,
άφοβοι στο ανθρωπόψαρο
με τις μπουρμπουλήθρες. Εισχώρησα
στο ναυάγιο, με δέος για τη σιγαλιά του,
νιώθοντας πιο έντονα
τη σιδερένια παγωνιά.
Στο φως του φακού που διαπερνούσε
υδάτινες ομίχλες
έβλεπα τον θλιβερό αργό
χορό των επιχρυσωμένων
καρεκλών, τον εκτοπλασματικό
στροβιλισμό ενδυμάτων,
πνιγμένα όργανα
πλευστότητας,
μεθυσμένα παπούτσια. Και μετά
έξαλλα σινιάλα,
κάποιο απόκοσμο παιχνίδι-
κρυφτό από γελαστά
πρόσωπα. Λαχταρούσα να
βρω τους κρυμμένους
εκείνους, να πετάξω στην άκρη
τη μάσκα και να τους φωνάξω,
να υποκύψω στα σαγηνευτικά
ψιθυρίσματα, να τελειώσω πια
με τον εαυτό και
κάθε εκκωφαντική
ματαιόδοξη πολυπλοκότητα.
Ωστόσο, με αποχαυνωμένη
φρενίτιδα πάλεψα, όπως
ο ξεπαγιασμένος που αντιμάχεται
τον ύπνο ενώ επιθυμεί τον ύπνο·
πάλεψα ενάντια στα
ακυρωτικά μπράτσα που
άξαφνα με περικύκλωσαν,
απέφυγα τα παραλυτικά
φιλιά τα οποία ποθούσα.
Αντανακλαστικό ευχής ζωής;
Του αναπνευστήρα ευαίσθητα
καμπανάκια; Κολύμπησα μακριά
απ’ το πλοίο με κάποιον τρόπο·
με κάποιον τρόπο ξεκίνησα την
μετρημένη ανάδυση.
Απόδοση: Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Robert Hayden - Εκείνες οι χειμωνιάτικες Κυριακές

Και τις Κυριακές ακόμη ο πατέρας μου ξυπνούσε νωρίς
και φορούσε τα ρούχα του μέσα στο γαλάζιο ψύχος,
έπειτα με χέρια ξερά, καταπονημένα
απ’ τον μόχθο υπό τον καιρό της κάθε εργάσιμης μέρας έκανε
τη χαμηλή φωτιά να φλογίζει. Κανείς ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ.
Ξυπνούσα κι άκουγα το κρύο να ραγίζει, να θρυμματίζεται.
‘Οταν τα δωμάτια θερμαίνονταν, με φώναζε,
κι αργά σηκωνόμουν και ντυνόμουν,
φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,
και του μιλούσα αδιάφορα, σ’ εκείνον
που είχε αποδιώξει το κρύο,
κι είχε ακόμα στιλβώσει τα καλά μου παπούτσια.
Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά καθήκοντα της αγάπης;

Robert Hayden (1913-1980)

Τα νούφαρα του Μονέ: έξι ποιήματα
μτφρ.: Γιάννης Παλαβός