Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τζώρτζης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Τζώρτζης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Γιάννης Τζώρτζης - Λάμπει παντού το πάθος μου


Ένα κομμάτι κίτρινου ουρανού
και το σκυλί που ξενυχτά στα πόδια μου.
Φεύγεις εσύ ανεβασμένη στο χιλιόμετρο 
χωρίς όνομα, χωρίς γένος.
 Τις νύχτες, με την απόσταση στο στήθος μου,
το πάθος μου γυρίζω τον τροχό έρμαιος της ομίχλης,
(Μου παραστέκει ο Αρχάγγελος) 
Περιμένοντας το ξημέρωμα, ομνύοντας στο φως
 οσμίζομαι στον αέρα
τη μουσική της πέτρας και του μέταλλου 
που με τυλίγει.

Μένοντας κανείς μόνος ως τη σάρκα του 
Μαθαίνει τον τοίχο του, γλιτώνει το θάνατο.

Το απόγευμα στα δωμάτια
Έρχεται το τρομερό κεφάλι του ψαριού 
Να δοκιμάσει τα πράγματα·

Το έχει στεφανώσει η εκδίκηση, 
Αυτή που αποζητά το μητρικό του μένος,

Σ' όλο το σώμα ένας ανυπόφορος πόνος 
Επιστρέφει απ' τα κρυφά ταξίδια του 
Ανεβαίνει στα κύματα, χωνεύει το χρόνο.

Ο ύπνος του κυνηγού, 1989

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Γιάννης Τζώρτζης - Οι παλιοί άνθρωποι


Οι παλιοί άνθρωποι
συνωστίζονται σε αίθουσες αναμονής
σε καφενεία
στους διαδρόμους δημοσίων οργανισμών.
Μερικοί φορούν γραβάτα
επιμελώς δεμένη στο λαιμό τους
και σκέφτονται τον παρόντα χρόνο.
Οι περισσότεροι κουνάνε το κεφάλι
που το σκεπάζει ένα ζεστό
παλιομοδίτικο καπέλο
και θυμούνται τους άλλους.
Συνωστίζονται πάντα κοντά στο καλοριφέρ.
Οι παλιοί άνθρωποι -
όχι αυτοί που μετρούν τη μέρα
στις μονές χάντρες του κομπολογιού τους
και συζητούνε·
αυτοί που λουφάζουν το φθινόπωρο
κοντά στις βάρκες
και βρέχονται απ' το κύμα.
Η παλιά πέτρα στο δαχτυλίδι
κουβαλά τις αναμνήσεις.
Γέρνουν στο μπαστούνι τους
ν' αφουγκραστούν το βουητό
που ανεβαίνει εντός τους.
Οι νεότεροι ασφυκτιούν
απ' τον κόμπο της δικής τους γραβάτας.
Οι παλιοί
φέρνουν το ποτάμι μέσα
και απαλύνουν τη ροή του χρόνου.
Συνωστίζονται πάντα κοντά στο καλοριφέρ
και περνούν το χειμώνα
δοκιμάζοντας καινούριες ταχύτητες·
το καλοκαίρι μαζεύουν τον ήλιο.
Στα ταβερνεία οι παλιοί άνθρωποι
αφήνουν το κρασί να κυλήσει
στις απαλές ρυτίδες του προσώπου τους.
Αποφεύγουν τις νέες εντυπώσεις,
στους σεισμούς κάνουν τον σταυρό τους.
Οι παλιοί άνθρωποι
δε νοσταλγούνε το χρόνο·
αγγίζουν τη σοφία στη γέννησή της.
Παρακολουθούν με δυο ήρεμα μάτια
τη ζωή δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος σε ατέρμονη κίνηση.
Συνωστίζονται πάντα κοντά στο καλοριφέρ
και δε ξεχωρίζουν στα μάτια
των βιαστικών περαστικών.
Σκέφτονται συνεχώς
την απουσία της γυναίκας.
Αλλάζουν ήρεμα τα γυαλιά τους
να διαβάσουν ένα τυχαίο θάνατο
στην πρωινή εφημερίδα.
Ζουν μόνο για τους εαυτούς τους·
δεν επενδύουν σε άλλους ανθρώπους.
Στο χωλ μιας ζεστής μονοκατοικίας
περιμένουν υπομονετικά
το αργό δέσιμο της γραβάτας.
Μάρτιος, 1984

Γιάννης Τζώρτζης, 18 Ποιήματα.

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Γιάννης Τζώρτζης - [άτιτλο]


Μένοντας κανείς μόνος ως τη σάρκα του

Μαθαίνει τον τοίχο του, γλιτώνει το θάνατο.


Το απόγευμα στα δωμάτια

Έρχεται το τρομερό κεφάλι του ψαριού

Να δοκιμάσει τα πράγματα•


Το έχει στεφανώσει η εκδίκηση,

Αυτή που αποζητά το μητρικό του μένος.

Σ’ όλο το σώμα ένας ανυπόφορος πόνος

Επιστρέφει απ’ τα κρυφά ταξίδια του

Ανεβαίνει στα κύματα, χωνεύει το χρόνο.

..................................................................................................................................................................

Τρελό κεφάλι πίσω από το κάγκελο

Γλώσσα στρεβλή που τον αέρα δέρνεις

Ποιο ψάρι ζει στα σπλάχνα σου, ποιος

Τρομερός παλμός της θάλασσας, ποιο κύμα

Τι με κοιτάς με τέτοια μάτια κόκκινο πουλί

Πως σε τρομάζει η φλόγα της σελήνης

Με τα σκοτάδια της γλιστράς από το κάγκελο

Γίνεσαι Νύχτα, γίνεσαι αιώνια οιμωγή

Γίνεσαι τώρα Θάλασσα και φεύγεις -

Το βλέπω κόκκαλο φτωχό, το ξέρω, σε περίμενα:

Σπάζουνε μέσα σου και μέσα μου

Τα δόγματα της λογικής και της αγέλης.

(Τρελό κεφάλι Πίσω από το Κάγκελο)

Απ' το τυφλό σκοτάδι του οράματος υποβρυχώμαι το θα-

νατο: Είναι μήνας Ιούλιος και το χιόνι της Ιρλανδίας μια

επώδυνη ανάμνηση. Ο ήλιος σπαράζει τα ονόματα, ο ανε-

μος τη σιωπή των πεδιάδων και των ήσυχων λόφων. Κι

έρχεται πάλι η ώρα να κατέβουμε στη θάλασσα. Έδω δεν

υπάρχει ζωντανό πλάσμα να τολμήσει το λόγο. Μα ούτε

κι ο λόγος ανοίγει το τρομαγμένο του κεφάλι του εδώ. Μόνο

κοιτάζοντας τα ψηλωμένα σύννεφα ανεβαίνει ο σκοτεινός

βυθός και σε τραβάει. Μαζί του χορεύουν ως το θάνατο

τα φονικά ταράγματα του ύπνου. Τώρα ο βυθός κανοναρχεί

και λάμπει. Ο χρόνος πλέον δεν είναι τίποτα, τον υποτάσ-

σει ανοίγοντας το στήθος.


Πηγή: Γιάννης Τζώρτζης, Ο ύπνος του κυνηγού, εκδ. Ερατώ, Αθήνα, Μάρτιος 1989.

Edouard Vuillard - Τhe Window