Οι παλιοί άνθρωποι
συνωστίζονται σε αίθουσες αναμονής
σε καφενεία
στους διαδρόμους δημοσίων οργανισμών.
Μερικοί φορούν γραβάτα
επιμελώς δεμένη στο λαιμό τους
και σκέφτονται τον παρόντα χρόνο.
Οι περισσότεροι κουνάνε το κεφάλι
που το σκεπάζει ένα ζεστό
παλιομοδίτικο καπέλο
και θυμούνται τους άλλους.
Συνωστίζονται πάντα κοντά στο καλοριφέρ.
Οι παλιοί άνθρωποι -
όχι αυτοί που μετρούν τη μέρα
στις μονές χάντρες του κομπολογιού τους
και συζητούνε·
αυτοί που λουφάζουν το φθινόπωρο
κοντά στις βάρκες
και βρέχονται απ' το κύμα.
Η παλιά πέτρα στο δαχτυλίδι
κουβαλά τις αναμνήσεις.
Γέρνουν στο μπαστούνι τους
ν' αφουγκραστούν το βουητό
που ανεβαίνει εντός τους.
Οι νεότεροι ασφυκτιούν
απ' τον κόμπο της δικής τους γραβάτας.
Οι παλιοί
φέρνουν το ποτάμι μέσα
και απαλύνουν τη ροή του χρόνου.
Συνωστίζονται πάντα κοντά στο καλοριφέρ
και περνούν το χειμώνα
δοκιμάζοντας καινούριες ταχύτητες·
το καλοκαίρι μαζεύουν τον ήλιο.
Στα ταβερνεία οι παλιοί άνθρωποι
αφήνουν το κρασί να κυλήσει
στις απαλές ρυτίδες του προσώπου τους.
Αποφεύγουν τις νέες εντυπώσεις,
στους σεισμούς κάνουν τον σταυρό τους.
Οι παλιοί άνθρωποι
δε νοσταλγούνε το χρόνο·
αγγίζουν τη σοφία στη γέννησή της.
Παρακολουθούν με δυο ήρεμα μάτια
τη ζωή δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος σε ατέρμονη κίνηση.
Συνωστίζονται πάντα κοντά στο καλοριφέρ
και δε ξεχωρίζουν στα μάτια
των βιαστικών περαστικών.
Σκέφτονται συνεχώς
την απουσία της γυναίκας.
Αλλάζουν ήρεμα τα γυαλιά τους
να διαβάσουν ένα τυχαίο θάνατο
στην πρωινή εφημερίδα.
Ζουν μόνο για τους εαυτούς τους·
δεν επενδύουν σε άλλους ανθρώπους.
Στο χωλ μιας ζεστής μονοκατοικίας
περιμένουν υπομονετικά
το αργό δέσιμο της γραβάτας.
Μάρτιος, 1984
Γιάννης Τζώρτζης, 18 Ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου