Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Yourcenar Marguerite. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Yourcenar Marguerite. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Marguerite Yourcenar - πρόλογος στις Φωτιές (απόσπασμα)

 Οι πρωινοί μου περίπατοι, με οδηγούσαν στον Κεραμεικό με τα τρελά του χορτάρια και τους εγκαταλειμμένους του τάφους, εναρμονίζονταν με τους τριγμούς των γειτονικών τραμ∙ όπου οι καφετζούδες στις φτωχογειτονιές έλεγαν τον καφέ∙ όπου μια μικρή ομάδα από νέους άνδρες και νέες γυναίκες από τους οποίους ορισμένοι ήταν ήδη καταδικασμένοι σε έναν σύντομο, ξαφνικό ή αργό θάνατο, τελείωναν τη μακρόσυρτη άπραγη νύχτα τους, που δω κι εκεί ζωντάνευε από τις συζητήσεις γύρω από τον ισπανικό εμφύλιο ή από τα αντίστοιχα προσόντα μιας γερμανίδας βεντέτας του σινεμά ή της σουηδέζας ανταγωνίστριάς της, πηγαίνοντας ελαφρά μεθυσμένοι από το κρασί και την ανατολίτικη μουσική στις ταβέρνες να δουν την ανατολή από τον Παρθενώνα. Αυτά τα πράγματα και αυτά τα πλάσματα που αποτελούσαν τότε την πραγματικότητα του σήμερα, σήμερα τα βλέπω πιο μακρινά κι από τους μύθους ή τους σκοτεινούς θρύλους με τους οποίους τα είχα για μια στιγμή αναμείξει. 

Marguerite Yourcenar, πρόλογος στις Φωτιές, μτφρ. Ιωάννα Χατζηνικολή

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ - Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα (απόσπασμα)


Ο καιρός που περνούσε μακρυά του κυλούσε χωρίς χρησιμότητα, σταγόνα σταγόνα ή σε κύματα, σα χαμένο αίμα, αφήνοντάς με κάθε μέρα πιο φτωχή από μέλλον. Μεθυσμένοι μαντατοφόροι μού διηγούνταν τη ζωή του στα στρατόπεδα: ο στρατός της Ανατολής κυριαρχούνταν από γυναίκες: Ιουδαίες της Θεσσαλονίκης, Αρμένιες απ’ την Τυφλίδα, που τα μπλε μάτια τους κάτω από σκούρα βλέφαρα σ’ έκαναν να σκέφτεσαι τις πηγές σε βαθιές σκοτεινές σπηλιές, Τουρκάλες βαριές και γλυκιές, όπως τα γλυκίσματά τους τα φορτωμένα μέλι. Έπαιρνα γράμματα τις μέρες των γιορτών· η ζωή μου περνούσε παραφυλώντας στο δρόμο το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου. Τη μέρα πάλευα ενάντια στην απελπισία, τη νύχτα ενάντια στην επιθυμία, χωρίς σταματημό ενάντια στο κενό, αυτή τη θαμπή μορφή της δυστυχίας. Τα χρόνια διαδέχονταν το ’να τ’ άλλο στη σειρά, σαν πομπή μοναχικών γυναικών· το χωριό ήταν μαύρο από γυναίκες σε πένθος. Ζήλευα αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν σαν αντίζηλο τη γη μονάχα και που ήξεραν τουλάχιστον ότι ο άντρας τους κοιμάται μόνος. Επέβλεπα εκ μέρους του τις εργασίες στους αγρούς και τους θαλάσσιους δρόμους· συγκέντρωνα τις συγκομιδές· διέταζα να καρφώνουν τα κεφάλια των ληστών στον πάσσαλο της αγοράς· χρησιμοποιούσα τ’ όπλο του για να ρίχνω στις κουρούνες· χτυπούσα τα πλευρά της κυνηγετικής του φοράδας με τις γκέττες μου από σκούρο μουσαμά. Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου έλειπε και που τον είχα συνηθίσει. Έφτανα να κοιτώ με το δικό του βλέμμα το λευκό περιλαίμιο των υπηρετών. Ο Αίγισθος κάλπαζε
δίπλα μου στη χέρσα γη· η εφηβεία του συνέπεσε με τον καιρό της δικιάς μου χηρείας· βρισκόταν σχεδόν σε ηλικία να ενωθεί με τους άλλους άντρες· με πήγε πίσω, στην εποχή των φιλημάτων που ανταλλάσσαμε με τα ξαδέλφια μες στο δάσος τον καιρό των μεγάλων διακοπών. Τον έβλεπα λιγότερο σαν εραστή και περισσότερο σαν ένα παιδί, που μου έλειπε· πλήρωνα τους λογαριασμούς του για σαμάρια και γι’ αγορές αλόγων. Δεν ήμουν μόνο άπιστη στον άλλο άντρα, τον αντέγραφα επιπλέον: ο Αίγισθος δεν ήταν για μένα παρά τ’ αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας. Κύριοι δικαστές, δεν υπάρχει παρά ένας άντρας στον κόσμο: οι άλλοι για κάθε γυναίκα δεν είναι παρά ένα λάθος ή ένα θλιβερό υποκατάστατο. Κι η μοιχεία δεν είναι συχνά παρά η απελπισμένη μορφή της πίστης. Αν εξαπάτησα κάποιον, αυτός είναι βέβαια ο φτωχός Αίγισθος. Τον είχα ανάγκη για να ξέρω ως ποιο σημείο αυτός που αγαπούσα ήταν αναντικατάστατος. Κουρασμένη να τον χαϊδεύω, ανέβαινα στον πύργο να μοιραστώ την αϋπνία του παρατηρητή.

Γιουρσενάρ, M. (1981), Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα, μτφ. Μαρία Θ. Φωστιέρη, Η Λέξη 5: 362-367΄

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Marguerite Yourcenar - Αδριανού απομνημονεύματα



Οι κυνικοί και οι ηθικολόγοι συμμαχούνε για να κατατάξουνε τις ηδονές του έρωτα στις λεγόμενες χυδαίες ηδονές, ανάμεσα στην απόλαυση του πιοτού και του φαγητού, αναγορεύοντάς τες σύγχρονα λιγότερο απαραίτητες, τη στιμγή που, όπως μας βεβαιώνουν, μπορεί να κάνει κανείς και χωρίς αυτές. Από τον ηθικολόγο τα περιμένω όλα, αλλά παραξενεύομαι που γελιέται ο κυνικός. Ας δεχτούμε πως πόσο οι μεν, όσο και οι δε, ή φοβούντε τα δαιμόνια τους, ή τους αντιστέκονται, ή τότε τους παραδίδονται και γι ‘αυτό αγωνίζονται να εξευτελίσουν την ηδονή τους πασχίζοντας να την απογυμνώσουν από την τρομακτική σχεδόν δύναμή της, κάτω από την οποία υποκτύπτουν, και το παράξενο μυστήριο της, μέσα στο οποίο αισθάνονται σα χαμένοι. Θα πίστευα σ’ αυτή την εξομοίωση του έρωτα με τις καθαρά φυσικές ηδονές (αν παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέτοιες) την ημέρα που θα έβλεπα ένα λιχούδι να κλαίει από ηδονή μπροστά στο αγαπημένο πιάτο του, όπως κλαίει ένα εραστή απάνω σ ‘ένα νεαρό ώμο.

Απ ‘όλα τα παιχνίδια μας, είναι το μόνο που κινδυνεύει ν’ αναστατώσει την ψυχή μας, το μόνο στο οποίο ο παίκτης παραδίνεται στο ντελίριο του κορμιού του. Δεν είναι απαράιτητο η’ απαρνηθεί ο πότης τα λογικά του. Ο εραστής όμως που διατηρεί τα δικά του δεν υπακούει ως το τέλος στο θεό του. Η αποχή, όπως και η κατάχρηση, δε δεσμεύουνε παρά μονάχα τον άνθρωπο. Με την εξαίρεση του Διογένη, που οι περιορισμοί του και το είδος της λογικής του τον κάνανε να πρεσβεύει το «μη χείρον βέλτιστον», κάθε αισθησιακό διάβημα μας φέρνει αντιμέτωπους με την παρουσία του Άλλου, μας παγιδεύει μέσα στις απαιτήσεις και στις δουλείες της επιλογής.

Δεν ξέρω σε ποιά άλλη περίπτωση αποφασίζει ο άνθρωπος για αιτίες τόσο απλές και τόσο αναπόφευκτες, πού άλλου ζυγίζεται το επιλεγμένο αντικείμενο με τέτοια ακρίβεια στο ακαθόριστο βάρος του της απόλαυσης, πού έχει περισσότερες ευκαιρίες να ζυγίσει γυμνή την ύπαρξη ο ερασιτέχνης των αληθειών. Ξεκινώντας από ένα ξεγύμνωμα ισοδύναμο με του θανάτου, από μιαν ταπείνωση ξανακλέπεται η ίδια η περιπλοκή των αρνήσεων, των συναλλαγών, οι φτωχές εκμυστηρεύσεις, τα εύθραυστα ψέμματα, οι εμπαθείς συμβιβασμοί ανάμεσα στην ηδονή μου και στην ηδονή του Άλλου, τα τόσα δεσμά που είναι αδύνατο να σπάει κανείς μόνος του, αλλά που λύνονται παρ’ όλ’ αυτά τόσο γρήγορα.

Αυτό το μυστηριώδες παιχνήδη που προχωρεί από τον έρωτα ενός κορμιού στον έρωτα ενός ανθρώπου, μου είχε φανεί αρκετά όμορφο γιά να τού αφιερώσω ένα μέρος της ζωής μου. Οι λέξεις μάς ξελεγάνε, όταν η λέξη «ηδονή» κρύβει αντιφατικές πραγματικότητες, όταν περιλαμβάνει, σύγχρονα, τις έννοιες της ζεστασιάς, της γλυκύτητας, της αγωνίας και του σπαραγμού. Η μικρή ασέμνη φράση του Ποσειδώνιου γύρο από την τριβή δύο μορίων σάρκαςσ, που σ’ έχω δει ν’ αντιγράφεις με μια επιμέλεια φρόνιμου παιδιού στα σχολικά σου τετράδια, δεν προσδιορίζει το φαινόμενο του έρωτα όχι περισσότερο απ’ όσο μια χορδή που αγγίζουμε με το δάχτυλο εξηγεί το φαινόμενο του ήχου. Δεν προσβάλλει τόσο την υδονή, όσο την ίδια τη σάρκα, αυτό το όργανο το φτιαγμένο από μυς, αίμα κι επιδερμίδα, αυτό το άλικο σύννεφο που έχει γι’ αστραπή του την ψυχή.

Κι ομολογώ πως το λογικό σαστίζει μπροστά στο θαύμα αυτού του ίδιου του έρωτα, μπροστά σ’ αυτή την αλλόκοτη ιδεοληψία που τα φέρνει έτσι ώστε αυτή η ίδια η σάρκα μας, που μας απασχολεί τόσο λίγο αν και συνθέτει το ίδιο μας το κορμή, που δε μάς ανησυχεί παρά μονάχα γιά να την πλύνουμε, να τη θρέψουμε, κι αν είναι δυνατόν, να την εμποδίσουμε να υποφέρει, μπορεί και μάς εμπνέει ένα τόσο δυνατό πάθος γιά χάδια, μόνο και μόνο γιατί διεγείρεται από μιαν προσωπικότητα διαφορετική από τη δική μας, ή γιατί αντιπροσωπεύει κάποια σχήματα καλλονής, πάνο στα οποία, άλλωστε, οι καλλήτεροι κριτές δεν συμφωνούμε. Εδώ, η ανθρώπινη λογική μένει απόξω, όπως και στις αποκαλύψεις των Μυστηρίων. Η λαϊκή παράδοση δε γελάστηκε, όταν έβλεπε πάντα στον έρωτα μια μορφή μύησης, ένα από τα σημεία συνάντησης του μυστικού με το ιερό.

Η σεξουαλική εμπειρία παραβάλλετε ακόμα με τα Μυστήρια, γιατί η πρώτη της επαφή δημιουργεί στον αμύητο την εντύπωση ενός τυπικού λίγο πολύ τρομακτικού, που το χωρίζει μια σκανδαλώδης απόσταση από τις καθημερινές λειτουργές του ύπνου, του πιστού και του φαγητού, και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών, ντροπής ή τρόμου. Ίδια με το χορό των Μαινάδων ή με το ντελίριο των Κορυβάντων, ο έρωτας μας μάς σέρνει σ’ ένα διαφορετικό σύμπαν, στο οποίο μάς απαγορεύεται να φτάσουμε σ’ άλλους καιρούς και στο οποίο παύουμε να προσανατολιζόμαστε μόλις σβυστεί η όρμη και λυθεί η μαγεία της απόλαυσης. Καρφωμένος πάνω στο αγαπημένο κορμί σαν ένας σταυρωμένος πάνω στο σταυρό του, διδάχτηκα μερικά μυστικά γύρω από τη ζωή που αμπλύνονται κιόλας μέσα στη θύμησή μου, υπακούοντας στον ίδιο νόμο που θέλει να παύει ο άρρωστος μόλις γιατρευτεί να ξαναβρίσκεται μέσα στις μυστηριώδεις αλήθειες των δεινών του, ο φυλακισμένος να ξεχνάει το μαρτύριό του μόλις ελευθερωθεί και ο θριαμβευτής να ξεμεθάει από τη δόξα του.

Ονειρεύτηκα μερικές φορές, να επεξεργαστώ ένα σύστημα ανθρώπινης γνώσης με βάση το ερωτικό στοιχείο, μια θεωρία της επαφής, που να παρουσιάζει το μυστήριο και την αξιοπρέπεια του άλλου σαν τον μοχλό κάποιου άλλου κόσμου που προσφέρεται στο Εγώ μας. Η ηδονή, σύμφωνα μ’ αυτή τη φιλοσοφία, θα ήτανε ένα πληρέστερο αλλά και πιό εξειδικευμένο σχήμα προσέγγισης του Άλλου, μια ακόμα τακτική στην υπηρεσία της γνώσης εκείνου που δεν είμαστε εμείς.

Ακόμα και σε λιγότερο αισθησιακές περιπτώσεις, στην επαφή γεννιέται ή σκοτώνεται η συγκίνηση. Στο κάπως απωθητικό χέρι αυτής της γριάς που μου τείνει την αιτησή της, στο υγρό μέτωπο του πατέρα μου μέσα στην αγωνία, στην πλυμένη πληγή ενός πληγομένου. Ακόμα και οι πνευματικότερες, ή οι πιό ουδέτερες σχέσεις, εδραιώνονται σ’ αυτά τα σινιάλα του σώματος: το βλέμμα του νεαρού χιλίαρχου που φωτίζεται ξαφνικά, ενώ του εξηγώ μια μανούβρα σε κάποιο πρωινό μάχης, ο απρόσωπος χαιρετισμός κάποιου κατότερου που το πέρασμά μας πετρώνει σε στάση υπακοής, η φιλική ματιά τού σκλάβου που ευχαριστώ γιατί μου έφερε κάποιο δίσκο, ή, μπρωστά στον ελληνικό καμέο που του προσφέρω, ο επιδοκιμαστικός μορφασμός κάποιου παλιού φίλου.

Με τα πιό πολλά πλάσματα, και οι πιό αέρινες και οι πιό επιπόλαιες απ’ αυτές τις επαφές, είναι υπεραρκετές γιά να ικανοποιήσουν την επιθυμία μου ή γιά να την ξεπεράσουνε κιόλας. Όταν το παραμικρό μόριο ενός σώματος φορτώνεται γιά μάς με όσα συνταρακτικά νοήματα έχουν τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, όταν ένα απλό πλάσμα, αντί να μάς εμπνεύση το πολύ πολύ την οργή, την απόλαυση ή την πλήξη, μας καταδιώκει σαν μελωδία και μας βασανίζει σαν πρόβλημα, όταν περνάει από την περιφέρεια του σύμπαντός μας στο κέντρο του, όταν μας γίνεται τέλος πιό απαραίτητο κι από τον εαυτό μας, τότε το εκπληκτικό θαύμα, στο οποίο εγώ βλέπω περισσότερο την κατάκτηση της σάρκας από το πνεύμα παρά ένα απλό παιχνίδι της σάρκας, έχει συντελεστεί.

Μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Marguerite Yourcenar -Αντιγόνη ή Η επιλογή


Για τί μιλάει το βαθύ μεσημέρι; Το μίσος κάθεται πάνω από τη Θήβα σαν ένας αποτρόπαιος ήλιος. Από το θάνατο της Σφίγγας, η ποταπή πόλη δεν έχει πια μυστικά. Όλα βγαίνουν στο φως της ημέρας. Η σκιά κατακάθεται στα ριζά των σπιτιών, στα πόδια των δέντρων, όμοια με το βαρύ και ανούσιο νερό στα βάθη της στέρνας: τα δωμάτια δεν είναι πια πηγάδια της σκοτεινιάς, αποθήκες δροσιάς. Οι διαβάτες έχουν την όψη υπνοβάτη μετά από μια ατελείωτη λευκή νύχτα. Η Ιοκάστη κρεμάστηκε για να μη βλέπει άλλο τον ήλιο. Κοιμούνται μέσα στο φως του ηλίου· κάνουν έρωτα μέσα στο φως του ηλίου. Οι πλαγιασμένοι που κοιμούνται στο ύπαιθρο έχουν την όψη αυτόχειρα. Οι εραστές είναι σκυλιά που παλεύουνε μες στον ήλιο. Οι καρδιές είναι ξερές σαν τα χωράφια. Η καρδιά του νέου βασιλιά είναι ξερή σαν το βράχο. Τόση ξηρασία καλεί το αίμα. Το μίσος μολύνει τις ψυχές. Οι ακτίνες του ήλιου ροκανίζουν τις συνειδήσεις χωρίς να περιορίζουνε τον καρκίνο τους. Ο Οιδίποδας τυφλώθηκε από το να χειρίζεται αυτές τις σκοτεινές ακτίνες. Μόνο η Αντιγόνη αντέχει στις σαϊτιές που εξακοντίζει το βολταϊκό τόξο του Απόλλωνα σαν να έχει την οδύνη της για σκοτεινά ματογυάλια. Εγκαταλείπει αυτή την πόλη τη φτιαγμένη από ψημένο πηλό, όπου τα σκληρυμένα πρόσωπα είναι φτιαγμένα από το χώμα των τάφων· συνοδεύει τον Οιδίποδα έξω απ’ αυτές τις χάσκουσες πύλες που μοιάζουν να τον ξερνούν. Οδηγεί, στους δρόμους της εξορίας, αυτόν τον πατέρα που είναι μαζί και ο τραγικός μεγάλος της αδερφός: αυτός ευλογεί το καλότυχο λάθος που τον έριξε πάνω στην Ιοκάστη, σαν η αιμομιξία με τη μητέρα να μην είχε γι’ αυτόν σταθεί άλλο από ένα μέσον για να γεννήσει μια αδερφή. Δεν θα βρει αναπαμό προτού τον δει ν’ αναπαύεται μέσα σε μια νύχτα πιο οριστική από την ανθρώπινη τύφλωση, πλαγιασμένο στο λίκνο των Ερινύων που μεταμορφώνονται αμέσως σε Ευμενίδες αφού όλες οι οδύνες στις οποίες παραδινόμαστε μετατρέπονται σε γαλήνη. Αρνιέται την ευσπλαχνία του Θησέα που της προσφέρει ρούχα, φρέσκα εσώρουχα, μια θέση στη δημόσια άμαξα για να επιστρέψει στη Θήβα: ξαναγυρίζει με τα πόδια στην πόλη που κάνει ένα έγκλημα απ’ αυτό που δεν είναι παρά μια συφορά, μια εξορία απ’ αυτό που δεν είναι παρά μια αναχώρηση, μια τιμωρία απ’ αυτό που δεν είναι άλλο από το πεπρωμένο. Ξεχτένιστη, ιδρωμένη, αντικείμενο χλεύης για τους τρελούς, αντικείμενο σκανδάλου για τους γνωστικούς, ακολουθεί στη γυμνή πεδιάδα τα ίχνη του στρατού που χαράζονται από άδεια μπουκάλια, στραβοπατημένα παπούτσια, παρατημένους αρρώστους που τα όρνια ήδη παίρνουνε για νεκρούς. Κατευθύνεται προς τη Θήβα όπως ο άγιος Πέτρος γυρίζει στη Ρώμη, για να την σταυρώσουν εκεί. Τρυπώνει μέσ’ από τις εφτά ζώνες των στρατιών που στρατοπεδεύουν γύρω απ’ τη Θήβα, αόρατη σαν μια λυχνία μέσα στο πύρωμα της Κολάσεως. Από μια κρυφή πόρτα περνάει τους προμαχώνες τους στεφανωμένους από κομμένα κεφάλια όπως στις κινέζικες πόλεις· γλιστράει σε δρόμους ρημαγμένους από την πανούκλα του μίσους, που έχουν κλονίσει συθέμελα τα άρματα της εφόδου. Σκαρφαλώνει στο πλάτωμα όπου οι γυναίκες και τα κορίτσια ολολύζουν από χαρά σε κάθε βολή που δεν πετυχαίνει τους δικούς τους· το αδειασμένο από αίμα πρόσωπό της μέσα στις μακριές μαύρες πλεξίδες, παίρνει τη θέση του στις επάλξεις, ανάμεσα στον στίχο με τα κομμένα κεφάλια. Ανάμεσα στα αντιμέτωπα αδέρφια της δε διαλέγει περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στον ανοιγμένο λαιμό και τα αηδιαστικά χέρια ενός αυτόχειρα: οι δίδυμοι, για αυτήν, δεν είναι παρά ένα και μοναδικό αναπήδημα του ίδιου πόνου, όπως από την αρχή δεν υπήρξαν παρά ένα και μοναδικό σκίρτημα χαράς μέσα στην κοιλιά της Ιοκάστης. Περιμένει την ήττα για ν’ αφοσιωθεί στον νικημένο, σαν η δυστυχία να ήταν κρίση Θεού. Ξανακατεβαίνει, τραβηγμένο από το βάρος της καρδιάς της, στον κάμπο της μάχης, περπατά πάνω σε νεκρούς όπως ο Ιησούς απάνω στη θάλασσα. Ανάμεσα στους ανθρώπους τους εξισωμένους από την αποσύνθεση που αρχίζει, αναγνωρίζει τον Πολυνείκη από τη γύμνια του που προτάσσει σαν μια στυγερή απουσία δόλου, από τη μοναξιά που τον περιβάλλει σαν μια τιμητική φρουρά. Γυρίζει την πλάτη στην μικρόψυχη αγνότητα που συνίσταται στο να τιμωρείς. Ακόμα και ζωντανό, το επίσημο πτώμα του Ετεοκλή, κρυωμένο από τις επιτυχίες του, έχει μουμιοποιηθεί μέσα στο ψέμα της δόξας. Ακόμα και νεκρός, ο Πολυνείκης υπάρχει σαν τον πόνο. Δεν κινδυνεύει πια να καταλήξει τυφλός σαν τον Οιδίποδα, να νικήσει σαν τον Ετεοκλή, να βασιλέψει σαν τον Κρέοντα· δεν μπορεί πια να πετρώσει· δεν μπορεί πια, παρά να σαπίσει. Νικημένος, ληστεμένος, νεκρός, έχει φτάσει στον πάτο της ανθρώπινης δυστυχίας: τίποτα δεν παρεμβάλλεται ανάμεσά τους, ούτε καν μια αρετή, ούτε καν ένα θέμα τιμής. Αθώοι από νόμους, σκανδαλώδεις από την κούνια, τυλιγμένοι μέσα στο κρίμα σαν μέσα στο ίδιο θυλάκιο, έχουν κοινή τη μαρτυρική παρθενία τού να μην είναι απ’ αυτόν τον κόσμο: οι δυο μοναξιές τους ενώνονται όπως ακριβώς ενώνονται δύο στόματα στο φιλί. Γέρνει απάνω του σαν τον ουρανό πάνω στη γη, αναμορφώνοντας στην ακεραιότητά του το σύμπαν της Αντιγόνης: ένα σκοτεινό ένστικτο κατοχής τη δένει μ’ αυτόν τον ένοχο που δεν θα της τον διεκδικήσουν. Αυτός ο νεκρός είναι η αδειανή γούρνα όπου θα χύσει μονομιάς μέσα της όλο το κρασί μιας μεγάλης αγάπης. Τα λεπτά μπράτσα της ανασηκώνουν με κόπο αυτό το κορμί που της το διεκδικούνε τα όρνια: σηκώνει τον εσταυρωμένο της όπως θα σηκώσουν κάποτε έναν σταυρό. Από ψηλά απ’ τα τείχη, ο Κρέων βλέπει να έρχεται αυτός ο νεκρός υποβασταγμένος από την αθάνατή του ψυχή. Οι σωματοφύλακες ορμούν, σέρνουν έξω από το νεκροταφείο αυτό το στοιχειό της Νεκρανάστασης: τα χέρια τους μπορεί να σχίζουν τον μονοκόμματο χιτώνα στον ώμο της Αντιγόνης καθώς της αρπάζουν το πτώμα που ήδη διαλύεται, ξοδεύεται σαν μια ανάμνηση. Χωρίς το φορτίο του νεκρού της, αυτή η κόρη με το χαμηλωμένο μέτωπο μοιάζει σαν να στηρίζει το Θεό. Ο Κρέων τα βλέπει όλα κόκκινα στη θέα της, σαν τα ράκη της, τα βαμμένα από το αίμα, να ’τανε μια σημαία. Η ανελέητη πόλη αγνοεί τα δειλινά: η μέρα μαυρίζει μονομιάς, σαν ένας καμένος λαμπτήρας που δεν διαχέει πια φως: αν ο βασιλιάς σήκωνε το βλέμμα, οι φανοί της Θήβας θα του έκρυβαν τώρα τους νόμους που είναι γραμμένοι στον ουρανό. Οι άνθρωποι είναι χωρίς μοίρα αφού ο κόσμος είναι χωρίς άστρα. Μόνον η Αντιγόνη, θύμα του θείου νόμου, δέχτηκε σαν πριγκιπικό της μερίδιο την υποχρέωση να χαθεί, και αυτό το προνόμιο μπορεί να εξηγεί το μίσος τους. Προχωρεί μέσα σ’ αυτή τη νύχτα μυδραλιοβολημένη από τους φάρους: τα μαλλιά της, της τρελής, τα κουρέλια της, της ζητιάνας, τα νύχια της, της ξάντρας, δείχνουν ώς πού πρέπει να φθάνει η συμπόνια μιας αδερφής. Κάτω από τον αλύπητο ήλιο του καταμεσήμερου ήταν το καθαρό νερό πάνω στα μιασμένα χέρια, η σκιά που δίνει το κράνος, το μαντίλι στο στόμα των νεκρών. Μες στην καρδιά της νύχτας γίνεται μια λυχνία. Η αφοσίωσή της στα στραβωμένα μάτια του Οιδίποδα αστράφτει το φως πάνω σε εκατομμύρια αόμματους. Το πάθος της για τον σε αποσύνθεση αδερφό της ξαναζεσταίνει, έξω από το χρόνο, μυριάδες νεκρών. Δεν σκοτώνουν το φως· μόνο να το πνίξουν μπορούν: καταχωνιάζουν την αγωνία της Αντιγόνης. Ο Κρέων την ξαναρίχνει στους οχετούς, στις κατακόμβες. Ξαναγυρνά στη χώρα των πηγών, των θησαυρών, των πετραδιών. Παραμερίζει την Ισμήνη που δεν είναι παρά μια αδερφή από σάρκα. Παραμερίζει τον Αίμονα παρακάμπτοντας τη φρικιαστική μοίρα να γεννήσει νικητές. Φεύγει αναζητώντας το άστρο της που βρίσκεται στους αντίποδες της ανθρώπινης λογικής και που μόνο περνώντας μέσ’ απ’ τον τάφο θα μπορέσει να ξαναβρεί. Νεοφώτιστος στη δυστυχία ο Αίμων χύνεται ξοπίσω της μέσα στους μαύρους διαδρόμους: αυτός ο γιος ενός τυφλωμένου ανθρώπου είναι η τρίτη όψη του τραγικού έρωτά της. Φθάνει έγκαιρα για να τη δει να ετοιμάζει το περίπλοκο σύστημα από τις εσάρπες και τις τροχαλίες που θα της επιτρέψει να φυγαδευτεί στο Θεό. Το βαθύ μεσημέρι μιλούσε για μανία: τα βαθιά μεσάνυχτα μιλάνε γι’ απελπισία. Ο χρόνος δεν υπάρχει πια μέσα σ’ αυτή τη Θήβα, τη στερημένη από αστέρια. Ξαπλωμένοι μέσα στο πιο απόλυτο μαύρο οι κοιμισμένοι δεν βλέπουνε πια τη συνείδησή τους. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Οιδίποδα, ο Κρέων, αναπαύεται πάνω στο σκληρό προσκέφαλο του Κρατικού Συμφέροντος. Μερικοί διαδηλωτές, μέθυσοι της δικαιοσύνης, που σέρνονται μέσα στους δρόμους, σκοντάφτουν πάνω στη νύχτα και πέφτουν πάνω σ’ ορόσημα. Απότομα, μέσα στη σιωπή την αποκτηνωμένη της πόλης που κλωσάει το έγκλημά της, ένας χτύπος που έρχεται από κάτω απ’ τη γη γίνεται πιο συγκεκριμένος, δυναμώνει, επιβάλλεται στην αϋπνία του Κρέοντα, γίνεται εφιάλτης του. Ο Κρέων σηκώνεται, ψηλαφητά βρίσκει την πόρτα των υπογείων που μόνον αυτός γνωρίζει την ύπαρξή της, ανακαλύπτει μέσα στη λάσπη του κατωγιού τα χνάρια του μεγάλου του γιου. Ένας ακαθόριστος φωσφορισμός που εκπέμπει η Αντιγόνη τον κάνει ν’ αναγνωρίσει τον Αίμονα, κρεμασμένο απ’ το λαιμό της τεράστιας κρεμασμένης, να παρασύρεται από την ταλάντευση αυτού του εκκρεμούς που φαίνεται να μετρά το εύρος του θανάτου. Σφιχτοδεμένοι σαν για να βαραίνουν βαρύτερα, το πήγαινε έλα τους τους βυθίζει κάθε φορά και πιο μπροστά μέσα στον τάφο, και αυτό το παλλόμενο βαρίδι ξαναβάζει σε κίνηση το μηχανισμό των άστρων. Ο αποκαλυπτικός θόρυβος διαπερνά τα λιθόστρωτα, τις μαρμάρινες πλάκες, τους πλίνθινους τοίχους, γεμίζει τον ξεραμένο αέρα μ’ έναν παλμό αρτηρίας. Οι μάντεις ξαπλώνουν κατάχαμα με τ’ αυτί στο χώμα, ακροάζονται σαν τους γιατρούς το στήθος της γης που έχει πέσει σε λήθαργο. Ο χρόνος ξαναπαίρνει το δρόμο του στο θόρυβο του ρολογιού του Θεού. Το εκκρεμές του κόσμου είναι η καρδιά της Αντιγόνης.

Marguerite Yourcenar, «Φωτιές»
Μτφρ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή (1981)
Τίτλος πρωτοτύπου: «Feux»,
Éditions Grasset (1936)

Marguerite Yourcenar - Alexis (απόσπασμα)

Every silence is composed of nothing but unspoken words. Perhaps that is why I became a musician. Someone had to express this silence, make it render up all the sadness it contained, make it sing as it were. Someone had to use not words, which are always too precise not to be cruel, but simply music.

Alexis (1929)

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Περί αληθείας

Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένα μεταβλητό πλήθος μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρωπίνων σχέσεων οι οποίες, ποιητικά και ρητορικά, εξυψώθηκαν, μετατέθηκαν, καλλωπίστηκαν, και οι οποίες, μετά από μακραίωνη χρήση, φαίνονται σε έναν λαό ακλόνητες και καταναγκαστικές, εν είδει ιερών κανόνων: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση, μεταφορές που έχουν φθαρεί, κέρματα που έχουν χάσει το ανάγλυφό τους και έχουν απολέσει την αισθητή δύναμή τους και δεν θεωρούνται πια νομίσματα αλλά σκέτο μέταλλο.

Φρήντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, Μετφρ. Π. Γιατζάκης, Εκκρεμές.

«Ποτέ δεν χρησιμοποίησα τα καρυκεύματα ενός ψέματος για να μπορέσω να χωνέψω πιο εύκολα μια αλήθεια».

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ |8.6.1903 - 17.12.1987

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Margueritte Yourcenar-Η σμίλη του χρόνου (απόσπασμα)

 Φεύγεις λοιπόν. Δεν είμαι πια αρκετά νέος για να δώσω σημασία σε έναν αποχωρισμό, ακόμη κι αν είναι οριστικός. Ξέρω πάρα πολύ καλά ότι τα πλάσματα που περισσότερο αγαπούμε και μας αγαπούν μάς εγκαταλείπουν ανεπαίσθητα κάθε στιγμή που περνάει.

Marguerite Yourcenar, Η σμίλη του χρόνου, μτφρ.: Νίκος Δομαζάκης, Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Marguerite Yourcenar-απόσπασμα συνέντευξης


Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το αίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή.
Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. Και πώς τη φωνάζεις; τη ρωτούν. Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει. Έτσι είναι οι φίλοι. Συχνά έρχονται από τύχη.

Marguerite Yourcenar (8 Ιουνίου 1903 - 17 Δεκεμβρίου 1987)

Απόσπασμα συνέντευξής της που περιέχεται στο βιβλίο της Εύας Νικολαϊδου, Μια ευλαβική ανάμνηση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Marguerite Yourcenar -Η Σμίλη του Χρόνου (Σιξτίνα) (απόσπασμα)


Δεν μ' αγαπάς πια. Δέχεσαι να μ' ακούς εδώ και μία ώρα, επειδή φέρεται κανείς με συγκατάβαση απέναντι σ' αυτούς που εγκαταλείπει. 

Με έδεσες και τώρα με λύνεις. Δεν σε κατηγορώ, Γκεράρντο. Η αγάπη ενός πλάσματος είναι ένα τόσο απρόσμενο και τόσο λίγο επάξιο δώρο, ώστε θα πρέπει πάντα να μας εκπλήσσει που δεν μας το παίρνουν πίσω νωρίτερα. 

Δεν ανησυχώ για κείνους που δεν έχεις ακόμη γνωρίσει. Κατευθύνεσαι προς αυτούς, ίσως και να σε περιμένουν: εκείνος που θα γνωρίσουν θα είναι διαφορετικός από εκείνον που πίστεψα πως γνώριζα και που φαντάζομαι πως αγαπώ. 

Δεν κατέχουμε κανέναν (ακόμη και όσοι κατακτούν τη σάρκα δεν κυριεύουν ολόκληρη την ύπαρξη) και η τέχνη, όντας η μόνη αληθινή κυριότητα, δεν επιδιώκει τόσο να κυριεύσει ένα πλάσμα όσο να το αναπλάσει. Γκεράρντο, μην παρεξηγήσεις τα δάκρυά μου: όσοι αγαπούμε είναι προτιμότερο να φεύγουν ενόσω μας επιτρέπεται ακόμη να τους κλαίμε. Αν έμενες, ίσως η παρουσία σου να επικάλυπτε την εικόνα που θέλω να διατηρήσω από σένα, και να την εξασθένιζε. 

Όπως τα ρούχα σου δεν είναι παρά το περίβλημα του κορμιού σου, δεν είσαι πια για μένα παρά το περίβλημα του άλλου, που τον έχω αποσπάσει από σένα και που θα επιζήσει μετά από σένα. Γκεράρντο, τώρα είσαι ωραιότερος από τον εαυτό σου.

Κατέχουμε στην αιωνιότητα μονάχα τους φίλους που αποχωριστήκαμε.

Marguerite Yourcenar (8 Ιουνίου 1903 - 17 Δεκεμβρίου 1987)

| Η Σμίλη του Χρόνου (Σιξτίνα) | μτφρ.: Ν.Δομαζάκης | εκδόσεις Χατζηνικολή |

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Marguerite Yourcenar -Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα

Αποτέλεσμα εικόνας για Marguerite Yourcenar

Θα σας εξηγήσω, κύριοι δικαστές… Έχω μπροστά μου αμέτρητες κόγχες ματιών, κυκλικές γραμμές χεριών που ακουμπάνε πάνω στα γόνατα, πόδια γυμνά πάνω στις πέτρες, ακίνητες κόρες απ’ όπου φεύγει η ματιά, στόματα κλειστά όπου η σιωπή προετοιμάζει μια κρίση. Έχω μπροστά μου θεμέλια από πέτρα. Σκότωσα αυτόν τον άντρα μ’ ένα μαχαίρι, μέσα στο μπάνιο, με τη βοήθεια του αξιολύπητου εραστή μου, που δεν άξιζε ούτε τα πόδια να του πιάσει. Γνωρίζετε την ιστορία μου: δεν υπάρχει κανείς από σας που να μην την έχει επαναλάβει είκοσι φορές στο τέλος των μακροσκελών γευμάτων ενώ γύρω του οι υπηρέτες χασμουριούνται, αλλά κι ούτε μια απ’ τις γυναίκες σας που να μην έχει ονειρευτεί μια νύχτα της ζωής της να ήταν Κλυταιμνήστρα. Οι δολοφονικές σας σκέψεις, οι ανομολόγητες επιθυμίες σας διασχίζουν τρέχοντας το μήκος των σκαλοπατιών και γέρνουν προς τα μένα, έτσι που κάτι τρομερό που κινείται εδώ μέσα να δημιουργεί από σας τη δική μου συνείδηση κι από μένα τη δική σας κραυγή. Ήλθατε εδώ με το σκοπό να επαναληφθεί η σκηνή του φόνου μπρος στα μάτια σας πιο γρήγορα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, γιατί καλεσμένοι στην τραπεζαρία για το βραδινό φαγητό μπορείτε ν’ αφιερώσετε το πολύ μερικές ώρες για να μ’ ακούσετε να κλαίω. Και μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα πρέπει επιπλέον να εκθέσω ανοιχτά όχι μόνο τις πράξεις μου αλλά και τα αίτιά τους, τα αίτια αυτά που για να τα επιβεβαιώσω χρειάστηκαν σαράντα χρόνια. Περίμενα αυτόν τον άντρα πριν ακόμα υπάρξει σαν όνομα, σαν πρόσωπο, αφότου δεν ήταν παρά η μακρινή μου δυστυχία. Έψαξα μέσα στο πλήθος των ζωντανών αυτή την ύπαρξη, την αναγκαία για τις μελλοντικές μου απολαύσεις: δεν κοίταξα τους άντρες παρά όπως παρατηρεί κανείς με προσοχή τους περαστικούς μπρος στο τζάμι του σταθμού, ώστε να βεβαιωθεί καλά ότι δε βρίσκεται ανάμεσά τους αυτός που περιμένει. Ήταν γι’ αυτόν που η μαμή με τράβηξε να βγω απ’ την κοιλιά της μάνας μου· για να κρατώ τους λογαριασμούς του πλούσιου σπιτικού του έμαθα αρίθμηση στο αβάκιο του σχολείου. Ύφανα σημαίες και χρυσά λάβαρα για να στολίσω τους δρόμους που πιθανόν ν’ ακούμπαγε το πόδι αυτού του αγνώστου, που θα μ’ έκανε δούλα του· πολύ προσεχτικά άφησα να πέσουν δω και κει πάνω στ’ απαλό ύφασμα μερικές σταγόνες απ’ το αίμα μου. Οι γονείς μου τον διάλεξαν για μένα: και παρόλο που χωρίς να το ξέρουν ήμουν ήδη κυριευμένη απ’ αυτόν, υπάκουα ακόμα στις επιθυμίες τους, γιατί οι επιλογές μας προέρχονται απ’ αυτούς, κι ο άνθρωπος που αγαπάμε είναι πάντα αυτός που οι πρόγονοί μας ονειρεύτηκαν. Τον άφησα να θυσιάσει το μέλλον των παιδιών μας στις ανθρώπινες φιλοδοξίες του: ούτε καν έκλαψα όταν πέθανε η κόρη μου. Συγκατατέθηκα να χαθώ μες στη μοίρα μου, όπως το φρούτο σ’ ένα στόμα, για να του φέρω μια αίσθηση γλυκύτητας. Κύριοι δικαστές, δεν τον γνωρίσατε παρά παχύ απ’ τη δόξα και γερασμένο απ’ τα δέκα χρόνια πόλεμο, κάτι σαν τεράστιο είδωλο, φθαρμένο απ’ τα χάδια των γυναικών της Ασίας, στιγματισμένο απ’ τη λάσπη των τάφρων. Μόνο εγώ τον συναναστράφηκα στη θεϊκή εποχή του. Μου ήταν ευχάριστο να του φέρνω σε μεγάλο χάλκινο δίσκο το ποτήρι με το νερό που θα σκόρπιζε μέσα του αποθέματα δροσιάς· μ’ ευχαριστούσε, μες στη ζεστή κουζίνα, να ετοιμάζω τα φαγητά που χόρταιναν την πείνα του και τον πληρούσαν μ’ αίμα. Μ’ ευχαριστούσε, κουρασμένη απ’ το βάρος του ανθρώπινου σπόρου, ν’ ακουμπώ τα χέρια στη φουσκωμένη μου κοιλιά που βλάσταιναν τα παιδιά μου. Το βράδυ, όταν γύριζε απ’ το κυνήγι, ριχνόμουν με χαρά στο χρυσαφένιο στήθος του. Αλλά οι άντρες δεν είναι φτιαγμένοι να περνάνε όλη τους τη ζωή ζεσταίνοντας τα χέρια τους στη φωτιά απ’ το ίδιο τζάκι: έφυγε για καινούριες κατακτήσεις, και μ’ άφησε σαν ένα μεγάλο άδειο σπίτι πλημμυρισμένο απ’ τα χτυπήματα ενός άχρηστου ρολογιού. Ο καιρός που περνούσα μακριά του κυλούσε χωρίς χρησιμότητα, σταγόνα σταγόνα ή σε κύματα, σα χαμένο αίμα, αφήνοντάς με κάθε μέρα πιο φτωχή από μέλλον. Μεθυσμένοι μαντατοφόροι μού διηγούνταν τη ζωή του στα στρατόπεδα: ο στρατός της Ανατολής κυριαρχούνταν από γυναίκες: Ιουδαίες της Θεσσαλονίκης, Αρμένιες από την Τιφλίδα, που τα μπλε μάτια τους κάτω από σκούρα βλέφαρα σ’ έκαναν να σκέφτεσαι τις πηγές σε βαθιές σκοτεινές σπηλιές, Τουρκάλες βαριές και γλυκιές, όπως τα γλυκίσματά τους τα φορτωμένα μέλι. Έπαιρνα γράμματα τις μέρες των γιορτών· η ζωή μου περνούσε παραφυλώντας στο δρόμο το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου. Τη μέρα πάλευα ενάντια στην απελπισία, τη νύχτα ενάντια στην επιθυμία, χωρίς σταματημό ενάντια στο κενό, αυτή τη θαμπή μορφή της δυστυχίας. Τα χρόνια διαδέχονταν το ’να τ’ άλλο στη σειρά, σαν πομπή μοναχικών γυναικών· το χωριό ήταν μαύρο από γυναίκες σε πένθος. Ζήλευα αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν σαν αντίζηλο τη γη μονάχα και που ήξεραν τουλάχιστον ότι ο άντρας τους κοιμάται μόνος. Επέβλεπα εκ μέρους του τις εργασίες στους αγρούς και τους θαλάσσιους δρόμους· συγκέντρωνα τις συγκομιδές· διέταζα να καρφώνουν τα κεφάλια των ληστών στον πάσαλο της αγοράς· χρησιμοποιούσα τ’ όπλο για να ρίχνω στις κουρούνες· χτυπούσα τα πλευρά της κυνηγετικής του φοράδας με τις γκέτες μου από σκούρο μουσαμά. Λίγο λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου έλειπε και που τον είχα συνηθίσει. Έφτανα να κοιτώ με το δικό του βλέμμα το λευκό περιλαίμιο των υπηρετών. Ο Αίγισθος κάλπαζε δίπλα μου στη χέρσα γη· η εφηβεία του συνέπεσε με τον καιρό της δικιάς μου χηρείας· βρισκόταν σχεδόν σε ηλικία να ενωθεί με τους άλλους άντρες· με πήγε πίσω, στην εποχή των φιλημάτων που ανταλλάσσαμε με τα ξαδέλφια μες στο δάσος τον καιρό των μεγάλων διακοπών. Τον έβλεπα λιγότερο σαν εραστή και περισσότερο σαν ένα παιδί, που μου έλειπε· πλήρωνα τους λογαριασμούς του για σαμάρια και γι’ αγορές αλόγων. Δεν ήμουν μόνο άπιστη στον άλλο άντρα, τον αντέγραφα επιπλέον: ο Αίγισθος δεν ήταν για μένα παρά τ’ αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας. Κύριοι δικαστές, δεν υπάρχει παρά ένας άντρας στον κόσμο: οι άλλοι για κάθε γυναίκα δεν είναι παρά ένα λάθος ή ένα θλιβερό υποκατάστατο. Κι η μοιχεία δεν είναι συχνά παρά η απελπισμένη μορφή της πίστης. Αν εξαπάτησα κάποιον, αυτός είναι βέβαια ο φτωχός Αίγισθος. Τον είχα ανάγκη για να ξέρω ώς πιο σημείο αυτός που αγαπούσα ήταν αναντικατάστατος. Κουρασμένη να τον χαϊδεύω, ανέβαινα στον πύργο να μοιραστώ την αϋπνία του παρατηρητή. Κάποια νύχτα, ο ορίζοντας της Ανατολής φλογίστηκε, τρεις ώρες πριν απ’ την αυγή. Η Τροία καιγόταν: ο άνεμος που ερχόταν απ’ την Ασία έφερνε μαζί του, περνώντας πάνω απ’ τη θάλασσα, σπίθες και σύννεφα στάχτης· φωτιές χαράς απ’ τους φρουρούς άναψαν στις βουνοκορφές: ο Άθως κι ο Όλυμπος, η Πίνδος κι ο Ερύμανθος φλογίστηκαν σαν πυρές καταδίκων· η τελευταία γλώσσα της φωτιάς στάθηκε απέναντί μου, στο μικρό λόφο που για εικοσιπέντε χρόνια μού έφραζε τον ορίζοντα. Έβλεπα το κρανοφόρο κεφάλι του παρατηρητή να χύνεται μπροστά για ν’ ακούσει τον ψίθυρο των κυμάτων: σε κάποιο μέρος της θάλασσας, ένας άντρας χρυσοστολισμένος ακουμπούσε στην πλώρη και άφηνε κάθε γύρισμα του έλικα να τον φέρνει πιο κοντά στη γυναίκα του και το μακρινό σπιτικό του. Κατεβαίνοντας τον πύργο οπλίστηκα μ’ ένα μαχαίρι. Ήθελα να σκοτώσω τον Αίγισθο, να βάλω να πλύνουν το ξύλο του κρεβατιού και τις πλάκες του δωματίου, να βγάλω απ’ το βάθος του μπαούλου το ρούχο που φορούσα τη στιγμή του χωρισμού, να εξαλείψω με κάθε τρόπο αυτά τα δέκα χρόνια, σα να ’ταν ένα τίποτα μέσα στο σύνολο των ημερών της ζωής μου. Περνώντας μπροστά απ’ τον καθρέφτη σταμάτησα για να χαμογελάσω: ξαφνικά είδα τον εαυτό μου· κι η θέα του μού θύμισε πως είχα γκρίζα μαλλιά. Κύριοι δικαστές, δέκα χρόνια είναι κάτι: είναι πιο πολύ απ’ την απόσταση που χωρίζει την πόλη της Τροίας απ’ τ’ ανάκτορο των Μυκηνών· όταν μάλιστα οι στιγμές του παρελθόντος στέκονται πιο ψηλά απ’ το μέρος που βρισκόμαστε, γιατί δε μπορούμε παρά να κατρακυλάμε κι όχι να σκαρφαλώνουμε στο Χρόνο. Είναι όπως στους εφιάλτες: κάθε βήμα που κάνουμε μας απομακρύνει απ’ το κέντρο, αντί να μας φέρνει κοντά του. Στη θέση της νεαρής γυναίκας του ο βασιλιάς θα ’βρισκε στο κατώφλι κάποια που θα ’μοιαζε με παχύσαρκη μαγείρισσα· θα τη συνέχαιρε για την καλή κατάσταση του ορνιθώνα και των αποθηκών· δεν είχα να περιμένω πια για μένα παρά μερικά παγωμένα φιλιά. Αν είχα το θάρρος, θα είχα σκοτωθεί πριν την επιστροφή του, για να μη διαβάσω στο πρόσωπό του την απογοήτευσή του να με βρει μαραμένη. Αλλά ήθελα τουλάχιστον να τον ξαναδώ προτού πεθάνω. Ο Αίγισθος έκλαιγε στο κρεβάτι μου φοβισμένος, σαν ένοχο παιδί που αισθάνεται πως πλησιάζει η τιμωρία του πατέρα· τον πλησίασα· φόρεσα την πιο γλυκά απατηλή φωνή μου για να του πω πως τίποτα δεν θα γινόταν γνωστό απ’ τις νυχτερινές μας συναντήσεις και πως ο θείος του δεν είχε λόγους για να πάψει να τον αγαπά. Όμως, αντίθετα, έλπιζα ότι εκείνος θα τα ήξερε ήδη όλα και πως ο θυμός και η επιθυμία του να εκδικηθεί θα μου έδιναν επιτέλους μια θέση στη σκέψη του. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, έβαλα στο ταχυδρομείο που τον περίμενε ένα ανώνυμο γράμμα που υπερέβαλε τα σφάλματά μου: ακόνιζα το μαχαίρι που όφειλε να μου ξεσκίσει την καρδιά. Υπολόγιζα πως για να με στραγγαλίσει θα χρησιμοποιούσε μάλλον τα δυο του χέρια, τα τόσο αγαπημένα. Τουλάχιστο θα πέθαινα μέσα σε μια μορφή αγκαλιάσματος. Ήρθ’ επιτέλους η μέρα που το πολεμικό πλοίο άραξε στο λιμάνι του Ναυπλίου μέσα σ’ ένα χαλασμό από ζητωκραυγές και σαλπίσματα· οι κατηφοριές, σκεπασμένες με κατακόκκινες παπαρούνες, έμοιαζαν σημαιοστολισμένες κατά διαταγή του καλοκαιριού· ο δάσκαλος χάρισε μια μέρα αργίας στα παιδιά του χωριού· οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν. Περίμενα στην Πύλη των Λεόντων· μια κόκκινη ομπρέλα έδινε χρώμα στη χλωμάδα μου. Οι ρόδες τ’ αμαξιού έτριζαν στην απότομη πλαγιά· οι χωρικοί ζεύτηκαν τις καρότσες για ν’ ανακουφίσουν τ’ άλογα. Στη στροφή του δρόμου είδα επιτέλους την κορφή τ’ αμαξιού να ξεπερνά το ύψος ενός πυκνού φράχτη και τότε πρόσεξα πως ο άντρας μου δεν ήταν μόνος. Είχε δίπλα του μια γυναίκα που θύμιζε τουρκάλα μάγισσα, διαλεγμένη για μερίδα του απ’ τα λάφυρα, παρόλο που δεν είχε μεγάλη υπόληψη ανάμεσα στους στρατιώτες. Ήταν σχεδόν παιδί· είχε όμορφα σκούρα μάτια σ’ ένα πρόσωπο ωχρό, σημαδεμένο από χτυπήματα· της χάιδεψε το χέρι για να προλάβει το κλάμα της. Τη βοήθησε να κατεβεί απ’ την καρότσα· μ’ αγκάλιασε παγωμένα και μου είπε πως υπολόγιζε στη μεγαλοψυχία μου για να περιποιηθώ αυτό το νεαρό κορίτσι, που η μάνα του και ο πατέρας του είχαν σκοτωθεί· έσφιξε το χέρι του Αίγισθου. Κι εκείνος είχε αλλάξει. Περπατούσε σφυρίζοντας· ο τεράστιος κοκκινωπός λαιμός του ξεχείλιζε απ’ το κολάρο του πουκαμίσου του· η πυρόχρωμη γενειάδα του χανόταν στις δίπλες του στήθους του. Παρόλ’ αυτά ήταν ωραίος, αλλά ωραίος σαν ταύρος, ενώ θα ’πρεπε να ’ναι σα θεός. Ανέβηκε μαζί μας τα σκαλιά του προθάλαμου που είχα βάψει ελαφρά πορφυρά, όπως τη μέρα των γάμων μας, για να μη φανεί το αίμα. Μόλις που με κοιτούσε· στο δείπνο δεν πήρε είδηση ότι είχα διατάξει να ετοιμάσουν τ’ αγαπημένα του φαγητά· ήπιε δυο τρία ποτήρια κρασί· ο σκισμένος φάκελος τ’ ανώνυμου γράμματος πρόβαλε από μια απ’ τις τσέπες του· έκλεινε κοροϊδευτικά το μάτι στον Αίγισθο απέναντί του· μετά το φαγητό τραύλισε αστεία μεθυσμένου για τις γυναίκες που ’χε παρηγορήσει. Το βράδυ, υπερβολικά μεγάλο, σύρθηκε στο δώμα που λυμαίνονταν κουνούπια· μιλούσε τούρκικα με τη σύντροφό του· έδειχνε να ’ναι κόρη φυλάρχου· από μια κίνηση που έκανε κατάλαβα πως περίμενε παιδί. Ήταν ίσως απ’ αυτόν ή από κάποιον απ’ τους στρατιώτες που την είχαν τραβήξει γελώντας έξω απ’ το πατρικό στρατόπεδο και, μαστιγώνοντάς την, την είχαν κυνηγήσει προς τη δικιά μας την πλευρά. Φαινόταν να ’χει το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον: για να μας διασκεδάσει διάβασε τα χέρια μας. Τότε χλώμιασε και τα δόντια της χτύπησαν. Κι εγώ, κύριοι δικαστές, γνώριζα το μέλλον. Όλες οι γυναίκες το ξέρουν: περιμένουν πάντα πως όλα θα τελειώσουν άσχημα. Εκείνος είχε τη συνήθεια να κάνει ένα ζεστό μπάνιο πριν πάει να κοιμηθεί. Ανέβηκα για να το ετοιμάσω: ο θόρυβος του νερού που ’τρεχε, μου επέτρεπε να κλαίω δυνατά με λυγμούς. Το μπάνιο θερμαινόταν με ξύλα. Μια αξίνα, που χρησίμευε να σκορπίζουμε τις στάχτες, σερνόταν στο πάτωμα· δεν ξέρω γιατί, αλλά την έκρυψα πίσω απ’ τις πετσέτες. Για μια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να δώσω τα πάντα για ένα ατύχημα που δεν θ’ άφηνε ίχνη, έτσι που η λάμπα του πετρελαίου θα ήταν ο μόνος κατηγορούμενος. Αλλά ήθελα τουλάχιστον πεθαίνοντας να τον υποχρεώσω να με κοιτάξει στο πρόσωπο: δεν τον σκοτώνω παρά μόνο γι’ αυτό, για να τον αναγκάσω να καταλάβει πως δεν ήμουν ένα πράγμα χωρίς σημασία, που μπορείς να τ’ αφήσεις να πέσει ή να το παραχωρήσεις στον πρώτο τυχόντα. Κάλεσα ήρεμα τον Αίγισθο· έγινε κάτωχρος με το που άνοιξα το στόμα μου: τον διέταξα να με περιμένει στο κεφαλόσκαλο. Ο άλλος ανέβαινε βαριά τις σκάλες· έβγαλε το πουκάμισό του· το δέρμα του μέσα στο ζεστό νερό έγινε εντελώς βιολετί. Του σαπούνισα το λαιμό: έτρεμα τόσο πολύ που το σαπούνι κυλούσε διαρκώς απ’ τα χέρια μου. Ταράχτηκε λίγο· με πρόσταξε άγαρμπα ν’ ανοίξω το παράθυρο, που όμως βρισκόταν πολύ ψηλά για μένα· φώναξα τον Αίγισθο να έλθει να με βοηθήσει. Μόλις μπήκε, έκλεισα την πόρτα με το κλειδί. Ο άλλος δε μ’ έβλεπε, γιατί μας είχε γυρισμένη την πλάτη. Έδωσα αδέξια ένα πρώτο χτύπημα, που δεν πέτυχε παρά να του σκίσει τον ώμο· μούγκρισε σα βόδι· ο Αίγισθος τρομαγμένος του άρπαξε τα γόνατα, ίσως για να του ζητήσει συγγνώμη. Εκείνος έχασε την ισορροπία στο γλιστερό πυθμένα της μπανιέρας κι έπεσε σα μια μάζα, με το πρόσωπο στο νερό κι ένα γουργουρητό που έμοιαζε με ρόγχο. Τότε ήταν που κατάφερα το δεύτερο χτύπημα που του χάραξε την όψη. Αλλά είμαι σίγουρη πως ήταν ήδη νεκρός: ένα μαλακό και ζεστό ράκος. Μίλησαν για κόκκινους ποταμούς: στην πραγματικότητα λίγο μάτωσε. Εγώ έχυσα περισσότερο αίμα γεννώντας το παιδί του. Μετά το θάνατό του σκοτώσαμε την ερωμένη του: ήταν μια πράξη γενναιοδωρίας, αν πραγματικά τον αγαπούσε. Οι χωρικοί πήραν το μέρος μας: δε μίλησαν. Ο γιος μας ήταν υπερβολικά μικρός για να μπορέσει να ελευθερώσει το μίσος του ενάντια στον Αίγισθο. Μερικές βδομάδες έχουν περάσει· θα ’πρεπε να αισθάνομαι ήρεμη, όμως ξέρετε, κύριοι δικαστές, πως τίποτα δεν ξεπερνιέται κι όλα επανέρχονται. Ανέλαβα να τον περιμένω: λοιπόν εκείνος γύρισε. Μην κουνάτε το κεφάλι: σας λέω ότι γύρισε. Αυτός, που για δέκα χρόνια δεν έλαβε τον κόπο να πάρει οχτώ μέρες άδεια για να ’ρθει απ’ την Τροία, γύρισε απ’ το θάνατο. Βρήκα ωραία την ιδέα να του κόψω τα πόδια, για να τον εμποδίσω να βγει απ’ το νεκροταφείο· όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να τρυπώνει στο σπίτι μου τ’ απόγεμα, κρατώντας τα πόδια του κάτω απ’ το μπράτσο του, όπως οι διαρρήκτες τα παπούτσια τους για να μην κάνουν θόρυβο. Με σκέπαζε με τον ίσκιο του· δεν έδειχνε καν να καταλαβαίνει πως ο Αίγισθος ήταν εκεί. Ύστερα ο γιος μου με κατήγγειλε στην αστυνομία· όμως ο γιος μου είναι ακόμη το φάντασμά του, το σάρκινο φάσμα του. Πίστευα πως στη φυλακή θα ήμουν τουλάχιστον ήρεμη· όμως έρχεται κι εκεί: θα ’λεγε κανείς ότι προτιμά το κελί μου απ’ τον τάφο του. Ξέρω πως το κεφάλι μου θα βρει τέλος πέφτοντας στην πλατεία του χωριού κι ότι ο Αίγισθος θα περάσει κάτω απ’ το ίδιο μαχαίρι. Είν’ αστείο, κύριοι δικαστές: μπορώ να πω πως ήδη μ’ έχετε καταδικάσει αμέτρητες φορές. Όμως εγώ πληρώθηκα για να μάθω πως οι νεκροί δε μένουν σε ησυχία: θ’ αναστηθώ, σέρνοντας τον Αίγισθο απ’ τις φτέρνες μου σα θλιμμένο κυνηγόσκυλο. Θα διασχίσω νύχτα τους δρόμους αναζητώντας τη Δικαιοσύνη του Θεού. Θα ξαναβρώ αυτόν τον άντρα σε κάποια γωνιά της κόλασής μου: και θα κλάψω πάλι από χαρά στα πρώτα του φιλιά. Ύστερα θα μ’ εγκαταλείψει· θα πάει να κατακτήσει μια επαρχία του θανάτου. Αφού ο Χρόνος είναι από αίμα ζωντανών, η Αιωνιότητα πρέπει να τρέφεται από αίμα φαντασμάτων. Η αιωνιότητα για μένα θα χαθεί περιμένοντας το γυρισμό του, έτσι που σε λίγο θα είμαι το πιο ωχρό απ’ τα φαντάσματα. Λοιπόν, εκείνος θα γυρίσει για να με περιφρονήσει: θα χαϊδέψει μπροστά μου την άχρωμη τουρκάλα μάγισσά του, που ’ναι συνηθισμένη να παίζει με τα κόκαλα απ’ τους τάφους. Τί θα κάνω τότε; Δε μπορείς βέβαια να σκοτώσεις πάλι ένα νεκρό.

Marguerite Yourcenar (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987

Marguerite Yourcenar. 1981. "Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα". Μετ. Μαρία Θ. Φωστιέρη. Η Λέξη 5: 362-367.

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=799

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ - Αδριανού Απομνημονεύματα (αποσπάσματα)

«...το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της
τύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόν
συμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δεν
κυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέρος
της αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπου
ξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε 
μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξω
μέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινε
η ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί
αποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα να
μας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία των
πουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» (σ. 37)



«Τα νέα της σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω που
πανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χε
πολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες τώρα. Τους είχε πάρει
ένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία τα άγρια
θηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκα
χιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τη
Ρώμη ένα χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στην
ταράτσα του Αττιανού μαζί με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας.
Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.»
(Σελ 84)

Τα ίχνη από τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη της
Κορίνθου όπως τα είχε ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη των
αδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των αγαλμάτων που διοργάνωσε στο
σκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη Ελλάδα εξακολουθούσε
να ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής αιθρίας, σοφής
ηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα ποτέ να
αισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Την
εύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς,
ήξερα πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη της
Αίγινας, λιγότερο σοφός από μια χορταρού της Αγοράς.» ( Σελ. 94-95)

«Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οι
διαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρός
παίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα.
Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε,
κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλου
καπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.»
(σ.120)

«Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μια
μορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνό
θηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τις
αιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχα
μια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’
αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τη
ζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας από
εμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχία
τις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε να
τις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος
κοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός,
ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» (σ. 126-127)

«Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη
γενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει
τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιο
απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των
πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να
έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η 
φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της
αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας,
χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε
να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον
εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα
υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την
ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος
των βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της
φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία
μας.» (σ.140)


«Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. Ο
Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοί
τυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήταν
ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να
δημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαν
να περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσο
ευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότε
κατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, που
είναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόν
προγόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχω
κάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σε
κάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στη
Ρώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναν
τόπο.» (σ.149)

«Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Τα γράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτης δεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’ αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οι επιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και του Αρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενός μακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε την ευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού του τελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίων πνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτε εγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια. Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοι συγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσει προκαταβολικά το έργο μας.» (σ. 284) 

Marguerite Yourcenar (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987)

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφ. Χατζηνικολή Ιωάννα, Εκδ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση. Τα περισσότερα από τα παραπάνω αποσπάσματα βρέθηκαν στο roadartist.blogspot.gr/