Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Marguerite Yourcenar -Αντιγόνη ή Η επιλογή


Για τί μιλάει το βαθύ μεσημέρι; Το μίσος κάθεται πάνω από τη Θήβα σαν ένας αποτρόπαιος ήλιος. Από το θάνατο της Σφίγγας, η ποταπή πόλη δεν έχει πια μυστικά. Όλα βγαίνουν στο φως της ημέρας. Η σκιά κατακάθεται στα ριζά των σπιτιών, στα πόδια των δέντρων, όμοια με το βαρύ και ανούσιο νερό στα βάθη της στέρνας: τα δωμάτια δεν είναι πια πηγάδια της σκοτεινιάς, αποθήκες δροσιάς. Οι διαβάτες έχουν την όψη υπνοβάτη μετά από μια ατελείωτη λευκή νύχτα. Η Ιοκάστη κρεμάστηκε για να μη βλέπει άλλο τον ήλιο. Κοιμούνται μέσα στο φως του ηλίου· κάνουν έρωτα μέσα στο φως του ηλίου. Οι πλαγιασμένοι που κοιμούνται στο ύπαιθρο έχουν την όψη αυτόχειρα. Οι εραστές είναι σκυλιά που παλεύουνε μες στον ήλιο. Οι καρδιές είναι ξερές σαν τα χωράφια. Η καρδιά του νέου βασιλιά είναι ξερή σαν το βράχο. Τόση ξηρασία καλεί το αίμα. Το μίσος μολύνει τις ψυχές. Οι ακτίνες του ήλιου ροκανίζουν τις συνειδήσεις χωρίς να περιορίζουνε τον καρκίνο τους. Ο Οιδίποδας τυφλώθηκε από το να χειρίζεται αυτές τις σκοτεινές ακτίνες. Μόνο η Αντιγόνη αντέχει στις σαϊτιές που εξακοντίζει το βολταϊκό τόξο του Απόλλωνα σαν να έχει την οδύνη της για σκοτεινά ματογυάλια. Εγκαταλείπει αυτή την πόλη τη φτιαγμένη από ψημένο πηλό, όπου τα σκληρυμένα πρόσωπα είναι φτιαγμένα από το χώμα των τάφων· συνοδεύει τον Οιδίποδα έξω απ’ αυτές τις χάσκουσες πύλες που μοιάζουν να τον ξερνούν. Οδηγεί, στους δρόμους της εξορίας, αυτόν τον πατέρα που είναι μαζί και ο τραγικός μεγάλος της αδερφός: αυτός ευλογεί το καλότυχο λάθος που τον έριξε πάνω στην Ιοκάστη, σαν η αιμομιξία με τη μητέρα να μην είχε γι’ αυτόν σταθεί άλλο από ένα μέσον για να γεννήσει μια αδερφή. Δεν θα βρει αναπαμό προτού τον δει ν’ αναπαύεται μέσα σε μια νύχτα πιο οριστική από την ανθρώπινη τύφλωση, πλαγιασμένο στο λίκνο των Ερινύων που μεταμορφώνονται αμέσως σε Ευμενίδες αφού όλες οι οδύνες στις οποίες παραδινόμαστε μετατρέπονται σε γαλήνη. Αρνιέται την ευσπλαχνία του Θησέα που της προσφέρει ρούχα, φρέσκα εσώρουχα, μια θέση στη δημόσια άμαξα για να επιστρέψει στη Θήβα: ξαναγυρίζει με τα πόδια στην πόλη που κάνει ένα έγκλημα απ’ αυτό που δεν είναι παρά μια συφορά, μια εξορία απ’ αυτό που δεν είναι παρά μια αναχώρηση, μια τιμωρία απ’ αυτό που δεν είναι άλλο από το πεπρωμένο. Ξεχτένιστη, ιδρωμένη, αντικείμενο χλεύης για τους τρελούς, αντικείμενο σκανδάλου για τους γνωστικούς, ακολουθεί στη γυμνή πεδιάδα τα ίχνη του στρατού που χαράζονται από άδεια μπουκάλια, στραβοπατημένα παπούτσια, παρατημένους αρρώστους που τα όρνια ήδη παίρνουνε για νεκρούς. Κατευθύνεται προς τη Θήβα όπως ο άγιος Πέτρος γυρίζει στη Ρώμη, για να την σταυρώσουν εκεί. Τρυπώνει μέσ’ από τις εφτά ζώνες των στρατιών που στρατοπεδεύουν γύρω απ’ τη Θήβα, αόρατη σαν μια λυχνία μέσα στο πύρωμα της Κολάσεως. Από μια κρυφή πόρτα περνάει τους προμαχώνες τους στεφανωμένους από κομμένα κεφάλια όπως στις κινέζικες πόλεις· γλιστράει σε δρόμους ρημαγμένους από την πανούκλα του μίσους, που έχουν κλονίσει συθέμελα τα άρματα της εφόδου. Σκαρφαλώνει στο πλάτωμα όπου οι γυναίκες και τα κορίτσια ολολύζουν από χαρά σε κάθε βολή που δεν πετυχαίνει τους δικούς τους· το αδειασμένο από αίμα πρόσωπό της μέσα στις μακριές μαύρες πλεξίδες, παίρνει τη θέση του στις επάλξεις, ανάμεσα στον στίχο με τα κομμένα κεφάλια. Ανάμεσα στα αντιμέτωπα αδέρφια της δε διαλέγει περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στον ανοιγμένο λαιμό και τα αηδιαστικά χέρια ενός αυτόχειρα: οι δίδυμοι, για αυτήν, δεν είναι παρά ένα και μοναδικό αναπήδημα του ίδιου πόνου, όπως από την αρχή δεν υπήρξαν παρά ένα και μοναδικό σκίρτημα χαράς μέσα στην κοιλιά της Ιοκάστης. Περιμένει την ήττα για ν’ αφοσιωθεί στον νικημένο, σαν η δυστυχία να ήταν κρίση Θεού. Ξανακατεβαίνει, τραβηγμένο από το βάρος της καρδιάς της, στον κάμπο της μάχης, περπατά πάνω σε νεκρούς όπως ο Ιησούς απάνω στη θάλασσα. Ανάμεσα στους ανθρώπους τους εξισωμένους από την αποσύνθεση που αρχίζει, αναγνωρίζει τον Πολυνείκη από τη γύμνια του που προτάσσει σαν μια στυγερή απουσία δόλου, από τη μοναξιά που τον περιβάλλει σαν μια τιμητική φρουρά. Γυρίζει την πλάτη στην μικρόψυχη αγνότητα που συνίσταται στο να τιμωρείς. Ακόμα και ζωντανό, το επίσημο πτώμα του Ετεοκλή, κρυωμένο από τις επιτυχίες του, έχει μουμιοποιηθεί μέσα στο ψέμα της δόξας. Ακόμα και νεκρός, ο Πολυνείκης υπάρχει σαν τον πόνο. Δεν κινδυνεύει πια να καταλήξει τυφλός σαν τον Οιδίποδα, να νικήσει σαν τον Ετεοκλή, να βασιλέψει σαν τον Κρέοντα· δεν μπορεί πια να πετρώσει· δεν μπορεί πια, παρά να σαπίσει. Νικημένος, ληστεμένος, νεκρός, έχει φτάσει στον πάτο της ανθρώπινης δυστυχίας: τίποτα δεν παρεμβάλλεται ανάμεσά τους, ούτε καν μια αρετή, ούτε καν ένα θέμα τιμής. Αθώοι από νόμους, σκανδαλώδεις από την κούνια, τυλιγμένοι μέσα στο κρίμα σαν μέσα στο ίδιο θυλάκιο, έχουν κοινή τη μαρτυρική παρθενία τού να μην είναι απ’ αυτόν τον κόσμο: οι δυο μοναξιές τους ενώνονται όπως ακριβώς ενώνονται δύο στόματα στο φιλί. Γέρνει απάνω του σαν τον ουρανό πάνω στη γη, αναμορφώνοντας στην ακεραιότητά του το σύμπαν της Αντιγόνης: ένα σκοτεινό ένστικτο κατοχής τη δένει μ’ αυτόν τον ένοχο που δεν θα της τον διεκδικήσουν. Αυτός ο νεκρός είναι η αδειανή γούρνα όπου θα χύσει μονομιάς μέσα της όλο το κρασί μιας μεγάλης αγάπης. Τα λεπτά μπράτσα της ανασηκώνουν με κόπο αυτό το κορμί που της το διεκδικούνε τα όρνια: σηκώνει τον εσταυρωμένο της όπως θα σηκώσουν κάποτε έναν σταυρό. Από ψηλά απ’ τα τείχη, ο Κρέων βλέπει να έρχεται αυτός ο νεκρός υποβασταγμένος από την αθάνατή του ψυχή. Οι σωματοφύλακες ορμούν, σέρνουν έξω από το νεκροταφείο αυτό το στοιχειό της Νεκρανάστασης: τα χέρια τους μπορεί να σχίζουν τον μονοκόμματο χιτώνα στον ώμο της Αντιγόνης καθώς της αρπάζουν το πτώμα που ήδη διαλύεται, ξοδεύεται σαν μια ανάμνηση. Χωρίς το φορτίο του νεκρού της, αυτή η κόρη με το χαμηλωμένο μέτωπο μοιάζει σαν να στηρίζει το Θεό. Ο Κρέων τα βλέπει όλα κόκκινα στη θέα της, σαν τα ράκη της, τα βαμμένα από το αίμα, να ’τανε μια σημαία. Η ανελέητη πόλη αγνοεί τα δειλινά: η μέρα μαυρίζει μονομιάς, σαν ένας καμένος λαμπτήρας που δεν διαχέει πια φως: αν ο βασιλιάς σήκωνε το βλέμμα, οι φανοί της Θήβας θα του έκρυβαν τώρα τους νόμους που είναι γραμμένοι στον ουρανό. Οι άνθρωποι είναι χωρίς μοίρα αφού ο κόσμος είναι χωρίς άστρα. Μόνον η Αντιγόνη, θύμα του θείου νόμου, δέχτηκε σαν πριγκιπικό της μερίδιο την υποχρέωση να χαθεί, και αυτό το προνόμιο μπορεί να εξηγεί το μίσος τους. Προχωρεί μέσα σ’ αυτή τη νύχτα μυδραλιοβολημένη από τους φάρους: τα μαλλιά της, της τρελής, τα κουρέλια της, της ζητιάνας, τα νύχια της, της ξάντρας, δείχνουν ώς πού πρέπει να φθάνει η συμπόνια μιας αδερφής. Κάτω από τον αλύπητο ήλιο του καταμεσήμερου ήταν το καθαρό νερό πάνω στα μιασμένα χέρια, η σκιά που δίνει το κράνος, το μαντίλι στο στόμα των νεκρών. Μες στην καρδιά της νύχτας γίνεται μια λυχνία. Η αφοσίωσή της στα στραβωμένα μάτια του Οιδίποδα αστράφτει το φως πάνω σε εκατομμύρια αόμματους. Το πάθος της για τον σε αποσύνθεση αδερφό της ξαναζεσταίνει, έξω από το χρόνο, μυριάδες νεκρών. Δεν σκοτώνουν το φως· μόνο να το πνίξουν μπορούν: καταχωνιάζουν την αγωνία της Αντιγόνης. Ο Κρέων την ξαναρίχνει στους οχετούς, στις κατακόμβες. Ξαναγυρνά στη χώρα των πηγών, των θησαυρών, των πετραδιών. Παραμερίζει την Ισμήνη που δεν είναι παρά μια αδερφή από σάρκα. Παραμερίζει τον Αίμονα παρακάμπτοντας τη φρικιαστική μοίρα να γεννήσει νικητές. Φεύγει αναζητώντας το άστρο της που βρίσκεται στους αντίποδες της ανθρώπινης λογικής και που μόνο περνώντας μέσ’ απ’ τον τάφο θα μπορέσει να ξαναβρεί. Νεοφώτιστος στη δυστυχία ο Αίμων χύνεται ξοπίσω της μέσα στους μαύρους διαδρόμους: αυτός ο γιος ενός τυφλωμένου ανθρώπου είναι η τρίτη όψη του τραγικού έρωτά της. Φθάνει έγκαιρα για να τη δει να ετοιμάζει το περίπλοκο σύστημα από τις εσάρπες και τις τροχαλίες που θα της επιτρέψει να φυγαδευτεί στο Θεό. Το βαθύ μεσημέρι μιλούσε για μανία: τα βαθιά μεσάνυχτα μιλάνε γι’ απελπισία. Ο χρόνος δεν υπάρχει πια μέσα σ’ αυτή τη Θήβα, τη στερημένη από αστέρια. Ξαπλωμένοι μέσα στο πιο απόλυτο μαύρο οι κοιμισμένοι δεν βλέπουνε πια τη συνείδησή τους. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Οιδίποδα, ο Κρέων, αναπαύεται πάνω στο σκληρό προσκέφαλο του Κρατικού Συμφέροντος. Μερικοί διαδηλωτές, μέθυσοι της δικαιοσύνης, που σέρνονται μέσα στους δρόμους, σκοντάφτουν πάνω στη νύχτα και πέφτουν πάνω σ’ ορόσημα. Απότομα, μέσα στη σιωπή την αποκτηνωμένη της πόλης που κλωσάει το έγκλημά της, ένας χτύπος που έρχεται από κάτω απ’ τη γη γίνεται πιο συγκεκριμένος, δυναμώνει, επιβάλλεται στην αϋπνία του Κρέοντα, γίνεται εφιάλτης του. Ο Κρέων σηκώνεται, ψηλαφητά βρίσκει την πόρτα των υπογείων που μόνον αυτός γνωρίζει την ύπαρξή της, ανακαλύπτει μέσα στη λάσπη του κατωγιού τα χνάρια του μεγάλου του γιου. Ένας ακαθόριστος φωσφορισμός που εκπέμπει η Αντιγόνη τον κάνει ν’ αναγνωρίσει τον Αίμονα, κρεμασμένο απ’ το λαιμό της τεράστιας κρεμασμένης, να παρασύρεται από την ταλάντευση αυτού του εκκρεμούς που φαίνεται να μετρά το εύρος του θανάτου. Σφιχτοδεμένοι σαν για να βαραίνουν βαρύτερα, το πήγαινε έλα τους τους βυθίζει κάθε φορά και πιο μπροστά μέσα στον τάφο, και αυτό το παλλόμενο βαρίδι ξαναβάζει σε κίνηση το μηχανισμό των άστρων. Ο αποκαλυπτικός θόρυβος διαπερνά τα λιθόστρωτα, τις μαρμάρινες πλάκες, τους πλίνθινους τοίχους, γεμίζει τον ξεραμένο αέρα μ’ έναν παλμό αρτηρίας. Οι μάντεις ξαπλώνουν κατάχαμα με τ’ αυτί στο χώμα, ακροάζονται σαν τους γιατρούς το στήθος της γης που έχει πέσει σε λήθαργο. Ο χρόνος ξαναπαίρνει το δρόμο του στο θόρυβο του ρολογιού του Θεού. Το εκκρεμές του κόσμου είναι η καρδιά της Αντιγόνης.

Marguerite Yourcenar, «Φωτιές»
Μτφρ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή (1981)
Τίτλος πρωτοτύπου: «Feux»,
Éditions Grasset (1936)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου