Απολογισμός
Κάθεται στο κονάκι του. Χειμώνας καιρός. Κουβεντιάζει μονάχος.
Απ΄ όξω είναι τα σύγνεφα, οι φραγκοσυκιές, οι κότες, το σκοινί της μπουγάδας.
Ο σκύλος και τ΄ άλογο απ΄ την άλλη μεριά, - ταϊσμένα. Τριγύρω τα χωράφια.
Το σπόρο μας – λέει – τον ρίξαμε στη γης. Μήτε που ξέρουμε τι θα βλαστήσει κι αν ποτές βλαστήσει.
Καθόμαστε στο σκαμνί. Περιμένουμε. Λογαριάζουμε. Όλα τα λογαριάσαμε.
Τα μάτια μας στραμμένα ταπεινά στο χώμα, σαν το λιοτρόπι στον ήλιο.
Τον τελευταίο μας σπόρο τον κρατήσαμε στη φούχτα μας. Με σέβας μεγάλο τον ξετάσαμε.
Ύστερα τον καταχωνιάσαμε στην τσέπη μας. Και, ξάφνου, κει που συλλογιόμασταν,
ένα φτερό σε χτυπάει από κει μέσα˙ - φυτρώνει ένα πουλί˙ βγαίνει απ΄ την τσέπη σου˙ φεύγει˙- δικό σου πουλί˙ κι έχει πετάξει˙ -
το ΄δες με τα μάτια σου έτσι να πετάει - το ΄δες με τα ίδια σου τα μάτια. Κρίμα που δεν το ΄δαν κι οι γειτόνοι.
*************
Η παρουσία του ανθρώπου
Ήταν ωραίο το τοπίο στο λιόγερμα. Οι κορμοί των δέντρων,
βρεγμένοι, σκοτεινοί, μενεξεδένιοι, ορθώνονταν
πάνω απ΄ το στρώμα των χρυσών και κόκκινων φύλλων
κατάντικρυ στον ρόδινο ουρανό της εσπέρας
μες στις δοξαστικές χειρονομίες των χρωμάτων, που δεν ήξερες
αν χαιρετούσαν ή αποχαιρετούσαν. Ωστόσο κάτι έλειπε˙ το ΄νιωθες˙ κάτι έμενε ασυντέλεστο μέσα στην εκθαμβωτική απεραντοσύνη, εξαντλημένη στον εαυτό της, ώσπου, μακριά, στο βάθος, φάνηκε το στίγμα ενός ανθρώπου σαν μαύρη τελεία στην άκρη του εξαερωμένου πάγχρυσου δρόμου
δίνοντας νόημα στο εξαίσιο δειλινό που βυθιζόταν στο αιώνιο.
Ποιήματα, Τόμος 9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου