Κι αυτά τα αδικημένα παιδιά της Ανατολής, που πάντοτε τα ξεχώριζα και τόσο βαθιά τ’ αγάπησα και τα πόνεσα; Τα παλικάρια με την άδεια τσέπη και την ρημαγμένη ψυχή που παίρνουν των ομματιών τους απ’ τα λησμονημένα χωριουδάκια του Έλαζιγ, των Αδάνων και της Ούρφας για να φωλιάσουν όπως όπως εδώ, στον «ομφαλό της οικουμένης», στην αιώνια πρωτεύουσα των θαυμάτων, όπου ρέει το «μέλι και το γάλα»; Έβαλαν κι αυτά, δυστυχώς, μάνα μου, το χεράκι τους στην μεγάλη τη ρημαξιά των Γεγονότων.
Έπλαθα με την φαντασία μου, τον καιρό που διάβαζα στα νιάτα μου τo Αλεξάνδρου ανάβασις, σκηνές αλλοφροσύνης που σκορπούσε ο ορυμαγδός, η κοσμοχαλασιά από την πολεμική σύρραξη στην παρά τα Κούναξα μάχη.
Παρόμοια σημεία και τέρατα ένιωθα που γένηκαν την αποφράδα Τρίτη, όταν αντίκρισα τις φωτογραφίες από τον όλεθρο που προκάλεσαν οι εξοργισμένες μα παραδόξως οργανωμένες ορδές στον Μεγάλο δρόμο του ευρωπαϊκού Πέρα. Τέτοια βουή, να, την ακούω και τώρα, θαρρείς, σαν απ’ τα έγκατα της γης βγαλμένη, λες κι υψωνόταν απ’ την καρδιά της πλατείας Ταξίμ και με τον αέρα απλωνόταν χιλιόμετρα μακριά ως τις άκριες της παλαιάς και της νέας Πόλης.
Ανθρώπινος αλαλαγμός στο απόλυτο φόρτε του, ενισχυμένος από έναν θυμό αβυσσαλέο, που, ζυμωμένος, λες, αιώνες στο βάθος της τούρκικης ψυχής, ζητούσε να εύρει την αφορμή να ξεσπάσει. Τα τραγούδια, τα συνθήματα, οι πατριωτικοί ύμνοι, τα πολεμικά εμβατήρια, οι προτρεπτικές ιαχές για δράση, οι βαρβαρικές κραυγές και ο εθνικός ύμνος της χώρας, έσμιγαν σε μιαν αλλόκοτη ένωση, σ’ ένα βουερό κράμα άγριων, αδέσποτων ήχων, που το άκουσμά του προκαλούσε με την εξαλλοσύνη του ρίγη τρόμου και απόγνωσης. Κανείς δε μπορούσε να διαπεράσει εκείνη την ανθρωποθάλασσα. Απορώ πως δεν τσαλαπατήθηκαν, πως δεν πλάκωσε ο ένας τον άλλο, τότε θα’ χαμε και πολλά θύματα ανάμεσα στους εντόπιους, δεν έπεφτε καρφίτσα, λέγει, από την πλατεία Ταξίμ, κατά μήκος της κατηφόρας του Μεγάλου Δρόμου έως κάτω στα Σκαλάκια.
Κάποιος κρατά το έγχρωμο πορτρέτο του Πορθητή, άλλος κουβαλά μια τεράστια φωτογραφία του Ατατούρκ. Δύο μελαχρινοί τραγουδούν και παίζουν ανατολίτικα σαρκιά, ο ένας με τον ζουρνά κι ο άλλος με το νταούλι. Ένας κοντοστούπης μοιράζει σφυριά, ένας καμπούρης τσεκούρια, ένας τυφλός αφίσες. Κάποιος αξιωματικός της χωροφυλακής βγάζει την στολή του και ντύνεται με παλιόρουχα. Δυο νεαρές κοπέλες με βρωμισμένες καμπαρντίνες και υψωμένη την τουρκική σημαία παίρνουν φόρα και κλωτσούν με τα τακούνια τους τα κατεβασμένα κεπέγκια ενός ελληνικού φωτογραφείου. Άλλος τσακίζει έναν φωνογράφο, άλλος στραπατσάρει ένα πελώριο ραδιόφωνο. Κάποιος ξηλώνει μια ραπτομηχανή, άλλος ξεχαρβαλώνει ένα ψυγείο. Που το πάνε εκείνοι οι τρεις το μακρύ αμάξι που σέρνουν με τριχιές σαν άλογο στο αλώνι; Ένα μικρό φορτηγάκι το δένουν από τέσσερις μεριές και το τραβολογούν σα να θέλουν να το κόψουν και να το μοιράσουν. Κάποιος βαράει μια γραφομηχανή στα ντουβάρια του Αγά τζαμί. Άλλος κρατά υψωμένη σαν τρόπαιο την τενεκεδένια ρεκλάμα κάποιας μάρκας σοκολάτας με μια κοπέλα ξανθιά. Άλλος, που φορεί στολή εισπράκτορα του λεωφορείου, διαλύει σκυμμένος ένα ωραίο ακορντεόν με το σφυρί του. Δύο ταγκαλάκια έχουν σκαρφαλώσει στα κάγκελα μιας εβραίικης συναγωγής και εμψυχώνουν τους διαδηλωτές με μια ντουντούκα. Καμιά δεκαριά μεγαλόσωμοι κουστουμαρισμένοι άντρες μπαίνουν στο σχολείο μου, το Ζάππειο, τσακίζουν έπιπλα, γκρεμίζουν στην είσοδο το άγαλμα του Ζάππα. Πολλοί κουνούν στον αέρα σημαιάκια ή ταμπλό με το σύνθημα « Η Κύπρος είναι τουρκική και θα μείνει τουρκική».
Οι νυχτοφύλακες, παιδιά κι αυτοί της Ανατολής, κάνουν καλή δουλειά! Υποδεικνύουν στους στασιαστές τις ρωμαίικες οικίες και οδηγούν τους λησταντάρτες στα καταστήματα των χριστιανών, όπου επίκειται η μεγάλη επίθεση, το τρανό γιουρούσι! Οι διασαλευτές της τάξης γράφουν στους τοίχους αιμοβόρα συνθήματα : «Στο διάβολο οι Έλληνες» και «Κάτω η Ελλάς».
Μερικοί στέκονται στις άκρες του δρόμου και παρακολουθούν τα δρώμενα. Κάποιοι απ’ αυτούς, που έχουν μέσα τους ανθρωπιά μπορεί να θέλουν να επέμβουν, να σταματήσουν το κακό μα δε μπορούν. Ίσως ανάμεσά τους να βρίσκονται και δικοί μας, χαμένοι μέσα στην κοσμοχαλασιά, να παρακολουθούν με τα ίδια τους τα μάτια την εξέλιξη της συμφοράς που μας ηύρε.
Πιο ψηλά, στο Σισλί, οι εργάτες αδειάζουν τα εργαλεία του φανατισμού από την πελώρια αποθήκη της δημοτικής υπηρεσίας τροχιοδρόμων της οποίας οι προβολείς φωτίζουν τον χώρο του παρακείμενου ορθόδοξου κοιμητηρίου. Σκάβουν τους τάφους, βγάζουν φέρετρα και τα μαχαιρώνουν με φρικώδη λύσσα!
Παιδιά της Ανατολής, από το Καρτάλ, το Μάλτεπε, ακόμη κι απ’ την Γιάλοβα, οργανώνονται σε μικρές και μεγάλες ομάδες βασιβουζούκων, ορμούν στα φέριμποτ που τους καρτερούν στην ακτή και κατευθύνονται να ρημάξουν τα Πριγκηπόννησα!
Ένα και μοναδικό άλλοθι μπορώ να δώσω σ’ αυτόν τον λαό τον μοιρολάτρη και σκοπίμως βουλιαγμένο στα σκοτάδια της αμάθειας. Ίσως η οργή που εκδήλωσαν να ήταν κι ένας τρόπος να εκφράσουν την μακρόχρονη δυσαρέσκειά τους αντίκρυ στην τουρκική κυβέρνηση για την ανεξέλεγκτη άνοδο του συνολικού κόστους ζωής, την πολύχρονη έλλειψη προϊόντων, όπως το τσάι, ο καφές και η ζάχαρη, που για την φτωχολογιά είναι βασικά στοιχεία διατροφής. Κατά τα άλλα, τι να περιμένει κανείς! Δεν είναι λαός με παράδοση στην αντίσταση, στην διαμαρτυρία, στην εξέγερση απέναντι στις αδικίες του κράτους. Δυστυχώς μάθαμε κι εμείς σαν κι αυτούς να ζούμε με τον φόβο της εξουσίας και της τιμωρίας και γίναμε άτολμοι και παθητικοί! Μακάρι όλα αυτά τα φουκαραδάκια, τα εκούσια θύματα των φανατισμένων λαοπλάνων που μετετράπησαν σε θύτες του Γένους μας, όλα αυτά τα ανθρώπινα έρμαια στις προτροπές των δημαγωγών, αντί να φορτωθούν τα ρόπαλα, τις αξίνες και τα πριόνια και να πάρουν στο χέρι τους δαυλούς της ασετυλίνης και τον δυναμίτη για να προκαλέσουν τέτοιον όλεθρο, μακάρι να έδειχναν κάποτε τον ίδιο ενθουσιασμό για να διορθώσουν τα χίλια στραβά του συστήματος που τους κυβερνά και τους οδηγεί καθημερινώς σε ψυχολογικά αδιέξοδα, σε ανέχεια και σε ευτελισμό!
Έγινε ζαράρι, ζαράρι μεγάλο, αδέλφια μου. Ναι, αλλά πώς, πώς, πώς πολλά απ’ τα παλικάρια αυτά που τα μιλείς και ντρέπονται να σε αντικρίσουν, μετετράπησαν από αγαθοί τσομπάνηδες και ταπεινοί εργάτες της γης σε φιλάρπαγες λαθρόχειρες και ανερυθρίαστους πλιατσικολόγους; Πώς έκαναν τόσες ζημιές ανυπολόγιστες μέσα σε δέκα μόνον ώρες; Τόσο βάσταξαν τα γιουρούσια, οι βιαιοπραγίες, οι αποψιλώσεις των ναών, το ξάφρισμα των οικιών, η προσβολή των ανθρώπων, τα φονικά και οι βιασμοί, το γενικότερο πατιρντί και το κακό ξεφάντωμα.
Τα ξενιτεμένα παιδιά της Ανατολής, που ο άνεμος της ανάγκης για ψωμί και καζάντισμα και η δίψα για ζωή και περιπέτεια τα έφερε στα μέρη μας, βάλθηκαν να κάνουν σκόνη το βιός μας. Εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να χτίζονται στις παρυφές της πόλης τα πρώτα γκετζέκοντου για να φιλοξενήσουν την φτωχολογιά της μικρασιατικής επαρχίας.
Τα παιδιά της Ανατολής, με την τελευταία ευχή της μάνας και το φυλαχτό να τα συνοδεύει, με τα τριμμένα παντελόνια με την τσάκιση, το δεύτερο πουκάμισο που μίκρυνε του μεγάλου αδελφού, τα παλιομοδίτικα παπούτσια με τις τσαλαπατημένες φτέρνες, τα λυπημένα, σχεδόν κλαμένα μάτια και τον πόθο για τσιγάρο και έρωτα, διψασμένα για τα πάντα, με την αίσθηση του εγκαταλειμμένου από το κράτος, τριτοκλασάτου, παραπεταμένου χωριάτη, ξεσπούσαν επάνω στις περιουσίες των ευκατάστατων αλλόθρησκων και αλλογενών, προπαντός Ελλήνων, μα και Αρμενίων και Εβραίων συμπατριωτών τους. Τα σκόρπια αθώα αρνάκια είχαν μεταμορφωθεί για μια νύχτα σε αγέλη λυσσασμένων λύκων και ροβολούσαν κατά το πλούσιο μαντρί, που χρόνια, θαρρείς, παραμόνευαν να αφανίσουν.
΄55", εκδ. ΑΓΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου