Θεά τού πόνου, ταπεινή περνάς τα μονοπάτια
πού φέρνουν στ’ άχαρα λημέρια,
κ’ έχεις πλουσία την καρδιά καί πρόθυμα τα χέρια
καί αγγέλου αγαθότητα στα σπλαχνικά σου μάτια.
Είσαι η πλουσιώτερη της γης, Ελεημοσύνη,
κι’ όταν ακόμα φτωχικά το χέρι σου χαρίζη.
Δεν είνε πλούσιος κανείς γιά όσα θησαυρίζει,
αλλά γιά όσα με χαρά καί με αγάπη δίνει.
Διαβαίνεις κι’ ο αγέρας σου παρηγοριά σκορπίζει,
λουλούδια ολόγυρα σου σπέρνεις·
δίνεις χαρά καί ανάσταση, καί γιά μισθό σου παίρνεις
δάκρυ πού σαν αγίασμα τα χέρια σου ραντίζει.
Λάμπει η ελπίδα άμα φανής σε μάτι απελπισμένο,
το κλάμμα γίνεται τραγούδι,
καί η ζωή πού κοίτεται σα δέντρο μαραμένο,
νοιώθει κοντά σου άνοιξη, πετά γιά σε λουλούδι.
Μεσ στην καλύβη τού φτωχού, την πιό σκοτεινιασμένη,
το φωτεινό σου θρόνο στήνεις,
κ’ η όψη σου φεγγοβολά σαν άστρο της γαλήνης,
λαμπρότερη μεσ στην καρδιά την πιό δυστυχισμένη.
Κρύβεσαι, αλλ’ η χάρη σου σε μύριαις όψες λάμπει,
σ’ αμέτρηταις καρδιαίς μυρίζει,
σαν λούλουδο πού ταπεινό βαθιά στα χόρτα ανθίζει,
μα στο γλυκό του ανάσασμα μυροβολούν οι κάμποι.
Τη δύναμή σου, ω θεά, τη μαγεμένη, ουράνια
δεν κτίζεις συ με περηφάνεια
επάνω εις τα μάταια τού κοσμου μεγαλεία·
την θεμελιόνεις στην ευχή καί εις την ευλογία.
Οι πιό αδύνατοι της γης, ιδού η δύναμή σου!
χήραις, παιδάκια ορφανεμένα,
πού τα γλυκαίνει ωσάν το φως η μητρική στοργή σου,
σηκόνουνε το θρόνο σου σε χέρια ευλογημένα.
Ελεημοσύνη, ταπεινή περνάς την οικουμένη,
κ’ ενώ το γόνυ εμπρός σου κλίνει
καί μ’ ευλογίαις καί μ’ ευχαίς καί δάκρυα σε ραίνει,
συ γονατίζεις σπλαχνική στης συμφοράς την κλίνη.
Αριστομένης Προβελέγγιος (Εξάμπελα Σίφνου 1850 – Σίφνος, 8 Απριλίου 1936)
Από τη συλλογή Ποιήματα παλαιά και νέα, 1896.