Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μάντζιος Τάσος Σ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μάντζιος Τάσος Σ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Τάσος Σ. Μάντζιος-Τα χέρια


Θα΄ρθουνε κάποτε
τα χρόνια τα στερνά,
μπροστά σου
και θα σε κοιτάν,
μ΄εκείνη τη λαχτάρα
που σε κοιτάνε τα παιδιά,
όταν γυρνάς στο σπίτι,
που όλο χαρά
την πόρτα ανοίγουνε
και ανυπόμονα στα χέρια σε κοιτάνε
να δούνε τι τους έφερες.
Κι ούτε που έχει σημασία καμιά,
αν είχες μέρα δύσκολη,
αν είσαι κουρασμένος,
αν σε τσακίζουν οι έγνοιες σου,
αν είσαι λυπημένος,
ούτε αν πεινάς
και αν πονάς.
Μόνο, ανυπόμονα στα χέρια
σε κοιτάν
και τότε,
το παράπονο τα πιάνει,
όταν βλέπουν τα χέρια σου,
αυτά,τα χέρια
τα άδεια.

Έπαινος στον 4ο Διαγωνισμό Ποίησης Bonsaistories,2018

Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AE%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%BA%CE%B5%CE%BD/%CF%84%CE%B1-%CF%87%CE%AD%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%82?fbclid=IwAR3OCyLghV_6PcvOJkWOjuonbhv1_ZchG9H12lFYTg8faQf4mdTjBt4CKhM

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Τάσος Σ. Μάντζιος-Τα πεπραγμένα


Ο Αντωνίνος Πίος ο Ευσεβής,

για εικοσιτρία χρόνια ολόκληρα

κυβέρνησε τη Ρώμη.

Κατάργησε πολλούς από τους φόρους,

διατάξεις για τους δούλους

θέσπισε ευεργετικές,

προνόμια έδωσε σε φιλοσόφους

και δασκάλους,

φρόντισε για τη μόρφωση

πολλών απόρων νέων

κι όταν κάποτε πέθανε,

την αυτοκρατορία,

άφησε πίσω του ισχυρή

και ανθηρά τα οικονομικά της.


Ο Αντωνίνος Πίος ο Ευσεβής,

κάπου στης Ιστορίας είναι,

τα ψιλά

γι αυτά τα πεπραγμένα του,

χωρίς σπουδαίες κατακτήσεις,

λεηλασίες πόλεων και σφαγές,

δολοφονίες πολιτικών του αντιπάλων,

δολοπλοκίες και όργια.

Στης Ιστορίας κάπου είναι

τα ψιλά,

γι αυτά τα πεπραγμένα,

τα ξενέρωτα.


Τάσος Σ. Μάντζιος

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Τάσος Σ. Μάντζιος-Πέντε Ποιἠματα

Αποτέλεσμα εικόνας για τασος μαντζιος

ΤΑ ΟΞΕΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
ΠΛΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ
Των εραστών τα ¨σ΄αγαπώ”,
δε λεν
στ΄αλήθεια
“σε αγαπάω”.
Αλληγορίες είναι.
Φύλλα συκής.
Δράσεις στοχαστικές
επ΄ωφελεία τους.
Το εγγαστρίμυθο είναι
εγώ τους.
Πίσω απ΄τα φίλτρα
του προσχήματος
λένε
“Γέμισέ μου την νύχτα”
“Ξεδίψασέ με”
“Δως μου το χέρι να σταθώ”
“Γίνε μου σκαλοπάτι
για ν΄ανέβω”.
ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΜΟΥ ΑΓΑΛΛΟΝΤΑΝ
Θ΄αλλάξουνε τα πράγματα,
είπα.
Είναι ολοφάνερη
των οιωνών η ευμένεια.
Θα΄ρθουνε
μέρες τρυφερές.
Μέρες, θα΄ρθουν, εταίρες.
Μέσα στη αγκαλιά τους
ν΄αναπαύομαι.
Στην θαλπωρή και την στοργή τους, μέσα,
να ευφραίνομαι.
Θ΄αλλάξουνε τα πράγματα
είπα
κι οι ουρανοί μου
αγάλλονταν.
Και είπε ο καιρός,
μη σε πλανεύει,
η πρόσκαιρη
των οιωνών ευμένεια.
Σε έωλες, μη δίνεσαι, ελπίδες.
Μέρες, δεν έχει, τρυφερές.
Μέρες, δεν έχει, εταίρες.
Όλα,
τα ίδια
κι απαράλλαχτα.
Να είσαι βέβαιος γι αυτό.
Τίποτα δεν αλλάζει.
Αν δεν τ΄αλλάξεις.
Αν δεν αλλάξεις.
ΤΟ ΜΕΙΔΙΑΜΑ
Έστρεψε ολόγυρα το βλέμμα.
Μέσα στ΄αλλοπαρμένο πλήθος.
Πίσω απ΄τους σιδερόφραχτους
που βίαια τον ωθούσανε,
βραχίονες.
Έστρεψε, μήπως και τους δει.
Και δεν τους είδε.
Και τότε,
βαθύς ο αναστεναγμός.
Πικρό στα χείλη επάνω
φάνηκε το μειδίαμα.
Κούνησε το κεφάλι αργά
και μονολόγησεν ο Ιησούς.
“Τους πίστεψα δικούς μου
κι ήταν μονάχα,
απλώς μαζί μου”
ΤΟ ΝΟΗΜΑ
Αναίσχυντα διάτρητη είν΄η μέρα.
Δεν έχει
ούτ΄ένα απάγκιο
για να κουρνιάζουν οι αγκαλιές.
Κι η νύχτα
πάντα, εγκάθετη.
Καθώς μετράς τον ίσκιο του καιρού,
χαμένος
σε μουντά γραφεία
ευρέσεως ευτυχίας,
στης υγρασίας
ενδίδεις
τα διλήμματα.
Κάτω απ΄το στέγαστρο
του ίκτερου λόγου,
γυμνές οι βεβαιότητες
σφαδάζουν.
Κι ο χρόνος, δαμόκλειος.
Όμως,
αρχαίος πλάνητας εσύ,
κάπου βαθιά σου,
πάντα ελπίζεις
πως κάποτε,
μέσα στην οιμωγή
των λεωφόρων,
καθώς θα σκύβεις
για να δέσεις τα κορδόνια σου,
θα βρεις
έτσι απρόσμενα
το Μίτο,
θα βρεις
έτσι αναπάντεχα
το Νόημα.
ΤΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Όσα μας δίδαξαν τα χρόνια,
τα ροκανίζουν οι καιροί.
Όπου τα όνειρά μας
και οι πληγές.
Ωστόσο, βαδίζουμε.
Λίγη αγκαλιά
λίγο χαμόγελο,
ξαναγεννάν ελπίδα.
Θα εκπυρσοκροτήσει
πάλι
του πρωινού
το φως.
Θ΄ανοίξει τα παντζούρια του
ο Θεός
κι ενώπιόν τους
απαστράπτοντα
της καρτερίας μας
τα ιμάτια.
Κι αν ξεμακραίνουν
οι ανωθρώσκοντες καπνοί
και αν
του ταξιδιού
μας τυραννάει, ο κάματος,
όλες του κόσμου
οι ανατολές
και πάλι
πονηρά
το μάτι θα μας κλείσουν

Ανθολόγηση: Κυριακή Καρσαμπά