Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.0.2. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.0.2. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

[μοιρολόγι]

 Στον τόπο που ξεψύχησα, στον τόπο π' αποσώθκα,
τραπέζια να μη βάλετε, τραγούδια να μη πείτε'
στρώστε κιλίμια πράσινα, στρώστε κιλίμια μαύρα,
όσο να πάρει ξάμηνο και να πατήσ' ο χρόνος.
Πουλιά μ' να μη λαλήσιτε τριγύρω εδώ στο σπίτι
και σας ακούσ' η γ'ναίκα μου κι αλησμονήσ' και μένα
και σας ακούσουν τα παιδιά μ' και με αλησμονήσουν.


                                                       Ανασελίτσα Δυτ. Μακεδονίας

G. SAUNIER, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ", Νεφέλη, 1999.


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη


Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

«Ο Χάρος με τους αποθαμένους»


Γιατί 'ναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ' άνεμος τα πολεμά κι ουδέ βροχή τα δέρνει.
Μόνο διαβαίνει ο Χάροντας καβάλα στ' άλογό του.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, οι νέοι γονατίζουν
και τα μικρά παιδόπουλα με χέρια σταυρωμένα:
«Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ' αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Το περιβόλι του Χάρου

Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμει περιβόλι,
Βάνει ταις νιαίς για τα δεντρά, τους νιούς για κυπαρίσσια
Βάνει και τα μικρά παιδιά για ταις γλυκομηλίτσαις.
Θεέ και να με βάνανε πραγματευτή στον Άδη,
Να βάσταα στο κεφάλι μου κανίστραις με στολίδια,
Να βάσταα και στον ώμο μου παλικαριών αρκιμπούζα,
Να βάσταα και στην ζώνη μου γερόντων κλαδευτήρια,
Να βάσταα και σταις μπούρσαις μου μικρών παιδιών κουλούρια,
Νάρχοντ' οι νιοί για τ' άρματα κ' η νιαίς για τα στολίδια.
Νάρχονται και οι προεστοί να παίρνουν κλαδευτήρια,
Και τα μικρά παιδόπουλα να παίρνουν τα κουλούρια.
Παρακαλώ σε Παναγιά, και προσκυνώ σε πόλι,
Να μου δοθούνε τα κλειδιά, να μπω στο περιβόλι.
Παρασκευή τα ζήτησα, Σαββάτο μου τα δώσαν,
Την Κυριακήν ανήμερα άνοιξα, μπήκα μέσα.
Βλέπω ταις νιαίς χορεύουνε, τους νιούς και τραγουδούνε,
Βλέπω τα συμπαλλήκαρα κ' επαίζανε τσικμάδαις,
Βλέπω ταις νιαίς κ' εστρώνανε τα ξήστρωτα κρεβάτια,
Για νάρτ' ο νιος να κοιμηθεί, πώρχετ' αποσταμμένος
Μεταξωτά παπλώματα και ρένσινα σεντόνια.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Εγώ για το χατήρι σου


Εγώ για το χατήρι σου τρεις βάρδιες είχα κάνει
Είχα το ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους
Και τον βοριά τον δροσερό τον είχα στα καράβια
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός αποκοιμήθη
Και τον βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια
Κι έτσι του δόθηκε ο καιρός του χάρου και σε πήρε

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Ήλιε μου και τρισήλιε μου (μοιρολόγι)

Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα.
να μην την είδες πουθενά, να μην την απαντήσες;
- Εψές προχτές την είδηκα στου Χάρου το σαράι.
Ο Χάρος έτρωγε ψωμί, κι η κόρη τον κερνούσε,   
κι ετρέχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κι έτρεμε κι η καρδούλα της σα μήλο μαραμένο.
Κι από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι,
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι,
μέσα στου Χάρου την ποδιά έπεσε κι εραΐστη.
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει:
«Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάνα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
- Δε με πονεί οχ τη μάνα μου, μη στέλνεις ναν τη φέρεις.
- Μη σε πονεί οχ τ' αδέρφια σου, να στείλω ναν τα φέρω;
- Δε με πονεί οχ τ' αδέρφια μου, μη στέλνεις ναν τα φέρεις,
μόν' με πονεί οχ το σπίτι μου κι οχ τον Απάνω Κόσμο.
- Α σε πονεί οχ το σπίτι σου, πλια δεν το ματαβλέπεις».



είδηκα: είδα.
μάιτε: μήτε.
χλίβομαι: θλίβομαι.
οχ: από, εξαιτίας.

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1913,6313/

Γιατί είναι μαύρα τα βουνά (μοιρολόγι)


Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Κι ούδ' άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βροχή τα δέρνει,
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, κι οι νέοι γονατίζουν,
και τα μικρά παιδόπουλα τα χέρια σταυρωμένα:
«Χάρε μου, διάβ' από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κι οι νιοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώξουν.
- Ανεί διαβώ ναπό χωριό, αν από κρύα βρύση,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ' αντρόγενα και χωρισμό δεν έχουν.

.................................................................................................................................................
να λιθαρίσουν: να ρίξουν το λιθάρι (ν' αγωνιστούν ποιος θα ρίξει την πέτρα πιο μακριά. Το αγώνισμα συνήθως γινόταν στο λιθόρεμα).
ανεί: αν.

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1913,6312/

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Η λυγερή στον Άδη (μοιρολόι)

Καλά το 'χουνε τα βουνά, καλόμοιρ' είν' οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγει την άνοιξη, κι άλλος το καλοκαίρι,
  κι ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τούς παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
«Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου Κόσμο.
- Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι αστράφτουν τα μαλλιά σου,
   χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ο Χάρος.
- Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
κι αυτό το φελλοκάλιγο μες στη φωτιά το ρίχνω.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω στον Πάνω Κόσμο,
να πάω να ιδώ τη μάνα μου πώς χλίβεται για μένα.
  -  Κόρη μου, εσένα η μάνα σου στη ρούγα κουβεντιάζει.
-  Να ιδώ και τον πατέρα μου πώς χλίβεται για μένα.
-  Κόρη μου, κι ο πατέρας σου στο καπελειό είν' και πίνει.
- Να πάω να ιδώ τ' αδέρφια μου πώς χλίβονται για μένα.
- Κόρη μου, εσέν' τ' αδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
  Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πώς χλίβονται για μένα.
- Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μες στο χορό χορεύουν».
Κι η κόρη ναναστέναξε βαθιά στον Κάτω Κόσμο,
κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες,
εκάη και το λιθόρεμα, πόριχταν το λιθάρι,
εκάη κι η δίπλη του χορού, π' εχόρευε η γενιά της.



παντέχω: περιμένω.
βροντομαχούν: κάνουν κρότο.
φελλοκάλιγο: ελαφρό καλίγι (υπόδημα) με πάτους από φελό.
χλίβομαι: θλίβομαι.
ρούγα: δρόμος.
η δίπλη: η δίπλα, ο γύρος.

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1913,6314/

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

«σλαβόφωνο μοιρολόι για τον θάνατο του Τέλλου Άγρα»


Νέμας μάικα, ζλάτνο τσέτνο, να τα πλάτσι; (Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;)
Νέμας σέστρα, ντα τα ζάλια; (Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;)
Κάκβα ιζλαζάγια; (Πώς σε ξεγέλασαν;)
Κάκβα ντονισέα ντα βα ουμπέσατ να ουρέχουτ; (Πώς σ' έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;)
Ντα βα ντόνσατ να τσούζντι μέστου, (Να σε φέρουν σε ξένη γη,)
τσούζντι μάικι ντα πλάκατ, (ξένες μάνες να σε κλάψουν,)
τσούιντι σέστρι ντα βα ρέντατ. (ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν.)
Τέλλος Άγρας ή Καπετάν Άγρας (ψευδώνυμο του Σαράντου Αγαπηνού
Γαργαλιάνοι Μεσσηνίας, 17 Φεβρουαρίου 1880 - Καρυδιά (Τέχοβο) Πέλλης , 7 Ιουνίου 1907) ήταν Έλληνας υπολοχαγός που έλαβε μέρος ως αντάρτης στον Μακεδονικό Αγώνα.