Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Ήλιε μου και τρισήλιε μου (μοιρολόγι)

Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα.
να μην την είδες πουθενά, να μην την απαντήσες;
- Εψές προχτές την είδηκα στου Χάρου το σαράι.
Ο Χάρος έτρωγε ψωμί, κι η κόρη τον κερνούσε,   
κι ετρέχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κι έτρεμε κι η καρδούλα της σα μήλο μαραμένο.
Κι από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι,
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι,
μέσα στου Χάρου την ποδιά έπεσε κι εραΐστη.
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει:
«Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάνα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
- Δε με πονεί οχ τη μάνα μου, μη στέλνεις ναν τη φέρεις.
- Μη σε πονεί οχ τ' αδέρφια σου, να στείλω ναν τα φέρω;
- Δε με πονεί οχ τ' αδέρφια μου, μη στέλνεις ναν τα φέρεις,
μόν' με πονεί οχ το σπίτι μου κι οχ τον Απάνω Κόσμο.
- Α σε πονεί οχ το σπίτι σου, πλια δεν το ματαβλέπεις».



είδηκα: είδα.
μάιτε: μήτε.
χλίβομαι: θλίβομαι.
οχ: από, εξαιτίας.

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1913,6313/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου