Καλέστε με να περάσω μια νύχτα μέσα στο στόμα σας
Διηγηθείτε μου τα νειάτα των ποταμών
Πιέστε τη γλώσσα μου επάνω στο γυάλινο μάτι σας
Δώστε μου το πόδι σας για παραμάνα
Κι ας κοιμηθούμε αδερφέ του αδερφού μου
Αφού τα φιλιά μας πεθαίνουν πιο γρήγορα απ’ τη νύχτα.
Βιογραφικό
Η Τζόυς Μανσούρ (Joyce Mansour) ήτανε ΓαλλοΑιγύπτια σουρρεαλίστρια ποιήτρια γεννημένη ωστόσο στην Αγγλία. Γεννήθηκε 25 Ιουλίου 1928 στο Μπόουντεν, στην Αγγλία ως Τζόυς Πατρίτσια Αντές, (Joyce Patricia Ades) από ΑιγυπτιοΕβραίους γονείς. Σπούδασε στην Αγγλία, στην Ελβετία και στην Αίγυπτο. Έζησε στο Κάιρο κι ήτανε πρωταθλήτρια της Αιγύπτου στα 100 μέτρα, ικανή ιππεύτρια και με ρεκόρ στο βάδην και στο άλμα σε ύψος. Όταν εγκατέλειψε τον αθλητισμό στα 20 της άρχισε να γράφει ποίηση. Εκδίδει τη 1η της ποιητική συλλογή Κραυγές (Cris 1953) που χαιρετίστηκε θερμά από το υπερρεαλιστικό περιοδικό Medium και μάγεψε τον Αντρέ Μπρετόν που επικοινώνησε μαζί της ενόσω ήταν ακόμα στην Αίγυπτο. Όταν πήγε στο Παρίσι με το σύζυγό της, έγιναν αχώριστοι με τον ακαταμάχητο πατέρα του υπερρεαλισμού. Είχε 1η επαφή με το γαλλικό σουρρεαλισμό όταν μετακόμισε εκεί το 1953, όπου εξέδωσε 16 βιβλία ποίησης και γενικά έγινε πασίγνωστη και καθιερώθηκε σαν σουρρεαλίστρια κι έγραψε εκτός από ποίηση, πρόζα και θεατρικά.
Το 1947 έκαμε τον 1ο της γάμο, στα 19 της, μα λόγω θανάτου του συζύγου της, έληξε άδοξα, στους 6 μήνες. 2 έτη μετά, έκαμε το 2ο γάμο με τον Σαμίρ Μανσούρ κι έτσι μοιράζονταν στιγμές μεταξύ Καΐρου και Παρισιού. Κάπου κει ξεκινά να γράφει στα γαλλικά. Συνεργάστηκε και συγχρωτίσθηκε με ονόματα όπως: Alechinsky, Enrico Baj, Hans Bellmer, Gerardo Chávez, Jorge Camacho, Pierre Molinier, Reinhoud, Max Walter Svanberg, κ.ά..
Τον Απρίλη του 1967 παίζεται στο Παρίσι το μοναδικό της μονόπρακτο Le Bleu des Fonds. Μετά τη διάλυση της υπερρεαλιστικής ομάδας, το 1969, συνεργάζεται με τα περιοδικά Bulletin de liaison surrealiste και La Femme surrealiste. Το 1983, παίρνει μέρος στην εκδήλωση όπου συμμετείχαν ο Ionesco, η Nathalie Sarraute, ο Alain Robbe-Grillet και η Florence Delay για το ανέβασμα του θεατρικού της Virginia Woolf Freshwater.
Εδώ περίπατος με τον Αντρέ Μπρεττόν, στο Παρίσι
Αρχές του 1986 δημοσιεύει τη τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο Trous Νoirs. Λίγο αργότερα πέθανε από καρκίνο του μαστού 27 Αυγούστου 1986, στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
Ο σύζυγός της καταθέτει πως ήτανε λυτρωμένη από τις υλικές μέριμνες, δεν ήξερε να βράσει ούτε αυγό, ήταν ιδιαιτέρως προσηλωμένη στις δραστηριότητες των φίλων της, δεν διέθετε καμία πειθαρχία στο γράψιμο και δεν έδινε εικόνα συγγραφέα. Ο ίδιος δεν την είχε δει ποτέ του να γράφει, τα χειρόγραφά της τα έδινε στο γιο της, για να της διορθώσει τα ορθογραφικά.
Η «μικρή μάγισσα κατάφερε να μαυλίσει τους τελευταίους μεγάλους υπερρεαλιστές», γράφτηκε μετά το θάνατό της. Η ποίησή της είναι ακαριαία, αφορά αποκλειστικά όσους αντέχουνε το σώμα σε όλες του τις σαρκικές υπερβολές, μ’ όλα του τα πάθη, σ’ αυτούς που μπορούν να κοιτάξουνε τον υπερρεαλισμό σαν ένα είδος υλοποιημένου, μερικές φορές τερατόμορφου, ερωτισμού.
Άγρια σαν μαινόμενη λέαινα, ύπουλη σαν πεινασμένη ύαινα, σκληρή σαν ατσάλι, σωματοβόρα σα γερακίνα που αναζητά τροφή, η ποίηση της Τζοϋς Μανσούρ. Επιθετική σαν τίγρης που κυνηγά το θήραμά της, ειρωνική σαν το είδωλο του θανάτου που προβάλει πάνω στον καθρέφτη των ερώτων μας. Προκλητική των αισθήσεών μας, ανατρεπτική των ελπιδοφόρων βεβαιοτήτων μας, σκοτεινά ερωτική κι αλλόκοτα πένθιμη. Πολλαπλά βίαιη κι ενστικτώδης εισδύει τροπαιοφόρα στα στοιχειωμένα ερωτικά μας όνειρα. Μια ποίηση ξαφνική αστραπή, που μας έρχεται από το πουθενά και μας κεραυνοβολεί ανελέητα. Ένας ποιητικός λόγος ακανθώδης, ξηρός, ατσάλινος, σουβλερός. Λέξεις που σαν πρόκες τρυπάνε τη σάρκα σου, λέξεις κοφτερές λεπίδες που χαράσσουνε τις φλέβες σου, λέξεις κολασμένες που συνδαυλίζουνε τους απόκρυφους πόθους σου. Σε τυφλώνει η ερωτική τους αγριότητα, συσκοτίζει κάθε προσδοκώμενη βεβαιότητα της σκέψης σου. Λέξεις που μας φανερώνουνε το μεδούλι τους, καθώς ρίχνονται με βία πάνω στην άσπρη σελίδα.
Εικόνες ποιητικής απελπισίας, φρικτής ευωχίας, εφιαλτικής μέθεξης. Εικόνες που τεμαχίζουνε την ίδια την ερωτική της επιθυμία. Το αντρικό σώμα υπάρχει, μόνο και μόνο για να εξαντλήσει πάνω του, την αχαλίνωτη φαντασία της. Διαμερισματοποιείται για να αναδειχθεί ο μεγαλειώδης ερωτικός της οραματισμός. Προβάλει τεμαχισμένο σα σπασμένο άγαλμα μες από την άμμο του έρωτα, που κουρνιάζουνε πάνω στα μέλη του ερωτευμένες κουρούνες. Κτηνώδης ερωτικά η ματιά της κι ενίοτε πρόστυχη, ή καθαρά λεσβιακή. Κολασμένο το ερωτικό της βλέμμα όταν μας μιλά για το αντρικό μόριο, όμως ο λόγος της δε χάνει την αθωότητά του.
Ένα γυναικείο κοίταγμα «παγερή πυρκαγιά» (στίχος της) που πυρπολεί την ατμόσφαιρα. Ένα βλέμμα που χαϊδεύει ανατριχιαστικά το σώμα του Άλλου, ένα βλέμμα που θωπεύει τα αντρικά μέλη φλεγόμενο από γυναικείο πόθο σεξουαλικής ελευθερίας. Το αντρικό σώμα στην ποίηση αυτής της αγαπημένης ποιήτριας των Σουρρεαλιστών, είναι το ιερό σώμα των μυστικών εραστών της ελευθερίας. Η παμφάγα ηδονή που οδηγεί στη γυναικεία χειραφέτηση. Η ανεμίζουσα ποιητικής της ταυτότητα. Η ακόρεστη δίψα της να υπερβεί τα όρια των ερωτικών της οραμάτων, της προσωπικής της ελευθερίας, της σωματικής ελευθερίας κάθε γυναικείας φύσης.
Η Μανσούρ οικοδομεί ένα γυναικείο ερωτισμό μες στα ποιήματά της, ένα τραχύ ερωτισμό, έναν αστόλιστο αλλά έμορφο ερωτισμό, πρωτόγνωρο για την εποχή της. Μας ξαφνιάζουν οι εικόνες της, μας εκπλήσσουν τα ξεδιάντροπα ερωτικά της γουργουρητά, η έλλειψη οποιασδήποτε ερωτικής, συστολής, ηθικής ντροπαλότητας, σεξουαλικής σεμνότητας, λεκτικών υπαινιγμών. Νωπές ροκανισμένες των αισθήσεων μνήμες περνάνε μπρος στα μάτια μας μ’ επιθανάτια χάρη.
Mansour Et Breton (video document)
Συντρίμμια χειρονομιών εικονογραφούνται με δεξιότητα ζωγράφου σ’ ερωτικό οίστρο. Τρυφερά αγγίγματα, οιμωγές γυναικείας ευαισθησίας και ψελλίσματα αγάπης, φωτογραφίζονται με απρόβλεπτη καθαρότητα, ρεαλισμό κι εκφραστικό θάρρος, ύφος στεγνό αλλά λαμπερό. Η γυναικεία ποίησή της, επαλήθευσε τις προσδοκίες των υπερρεαλιστών δημιουργών της εποχής της και το κίνημά τους, για τη γυναικεία χειραφέτηση, τη σωματική τους αυτοδιάθεση, τη σεξουαλική τους απελευθέρωση, εκδήλωση κι αποδοχή των πιο απόκρυφων ερωτικών τους ενστίκτων. Ο καθαρός γυναικείος ποιητικός της λόγος, πέρ’ από το τι προσδοκούσανε κι επιδίωκαν οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες, στοχεύει ακόμα παραπέρα, να οδηγήσει τον γυναικείο ερωτισμό σε μονοπάτια των ενστίκτων που δεν είχαν μέχρι τότε αναδυθεί στην επιφάνεια.
Η γυναίκα μέσα στην ποίηση της Μανσούρ, η γυναίκα μ’ όλο το εύρος της σεξουαλικότητάς της, μπορεί πλέον να μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτό που σεξουαλικά επιθυμεί από το άλλο φύλο. Να το εξερευνήσει η χειραφετημένη ματιά της. Να περιγράψει τι περιμένει από τον σεξουαλισμό του, το πώς βλέπει τον άντρα επιβήτορα της αγάπης της, τον πως τον θέλει στους χώρους συνεύρεσής των, πως τον επιθυμεί. Είναι η γυναίκα που απορρίπτει την πανάρχαια κι εθιμική ταυτότητα του ρόλου της, μες στην ιστορία, είτε ως «Εύα» είτε ως «Μήδεια» είτε ως παρθένα «Κασσιανή», είτε ως σύζυγος «Πηνελόπη», της είναι ξένη η επιλογή της «Άλκηστης», δεν την ενδιαφέρει να μπει στα αντρικά ερωτικά κάδρα των νεαρών ακόλουθων της «Βεατρίκης».
Η Μανσούρ τολμά όπως τόλμησε κι η «Γκαλά», η γυναίκα Μούσα των υπερρεαλιστών και τολμά θαρραλέα και δυναμικά, εκείνη πλέον χρησιμοποιεί τον άντρα και το σώμα του, όχι σαν ερωτικό σύντροφο για να βεβαιώσει τον καρποφόρο ρόλο της μητρότητάς της, αλλά σαν ερωτικό αντικείμενο πόθου που θα επιβεβαιώσει τις πιο απόκρημνες σεξουαλικές της φαντασιώσεις. Ένα υπόστρωμα Φροϋδικών αξιών και θέσεων κρυφοκαίει στο έργο της, όπως και στο σύνολο σχεδόν των σουρρεαλιστών δημιουργών, για την εκπλήρωση της γυναικείας σεξουαλικότητας, την αποδοχή των πλέων αχαρτογράφητων σεξουαλικών ανθρώπινων ενστίκτων.
Η ποίηση της Μανσούρ, της ποιήτριας με το οξύ και διαπεραστικό των πόθων μας βλέμμα, τον έντονο και κυρίαρχο (για τον καθωσπρεπισμό μας) αναιδή σεξουαλικό της λόγο, το απροσποίητο της έκφρασής της, τις καθαρές κι ασκόνιστες από κάθε κοινωνική ηθική εικόνες της, τις λέξεις πρόκες που χαράσσουν το σώμα των αισθημάτων μας, λέξεις που κουβαλούν το βάρος μόνο της σκληρότητάς τους, ξεδιπλώνεται μπρος μας σα φουρτουνιασμένη θάλασσα λαγνείας. Ένας ωκεανός που πλημμυρίζει κάθε φοβία μας, που παρασέρνει στα ερεβώδη του βάθη κάθε ερωτικό ενδοιασμό μας και που με τον πλούτο ζωής που κουβαλά και μεταφέρει μέσα του η ερωτική του αρμύρα και κυματική αγριάδα, απομακρύνει τα φοβερά κι εκδικητικά γλαροπούλια του θανάτου. Του θανάτου που κράζει ερωτικά κι εκμαυλιστικά. Η ποίησή της, είναι η γέφυρα των νέων μοντέρνων καιρών που η γυναικεία ερωτική χειραφέτηση βαδίζει.
«…Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος», έγραψε ο Έκτωρ Κακναβάτος γι’ αυτήν. Ο Αντρέ Μπρετόν ονόμασε αυτό το σκανδαλώδες κορίτσι του υπερρεαλισμού και της μαγγανείας «Κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού».
Να πως αναφέρεται σ’ αυτήν ο Pierre Drachline (Le Monde, 30.8.1986), σε κείμενό του με αφορμή τον θάνατό της (27 Αυγούστου 1986):
«Επαναστατημένη από ένστικτο κι ερωτευμένη με την ελευθερία, η Joyce Mansour βρίσκει στον υπερρεαλισμό την ηχώ των πόθων της και την απόρριψη των αρχών της αστικής ηθικής. Όμως, παρότι παίρνει ενεργό μέρος στην όλη ζωή του υπερρεαλιστικού κινήματος, ακολουθεί μια προσωπική πορεία στη πεζογραφία και στη ποίηση, στην οποία έχει θέση μία σεξουαλική εικονοπλασία, συχνά βίαιη και ταγμένη αποκλειστικά στη θεραπεία της ομορφιάς. Εξυμνεί το άτομο το απελευθερωμένο απ’ όλα τα δεσμά».
Για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί πως τη ποίησή της την έκανε γνωστή στο ελληνικό κοινό ο υπερρεαλιστής ποιητής κι εκδότης του περιοδικού Πάλι Νάνος Βαλαωρίτης, στα τέλη του 1966, όταν στο περιοδικό που εξέδιδε, στο τεύχος 6/Δεκέμβρης 1966, και στις σελίδες 23-25, μετέφρασε ποιήματά της από τη συλλογή: Από Τα Σπαράγματα.
Φωτ Marion Kalter: Τed Joans, Joyce Mansour, Νάνος Βαλαωρίτης & Alain Jouffroy (είδωλο καθρέφτη) στο "A la cloche des halles" στο Παρίσι, 1966.
Πρόκειται περί ποίησης σπαρακτικής. Μελαγχολική κι οδυνηρή γραφή. Υπερρεαλιστικές εικόνες και θάνατος. Ο θάνατος ως ρυθμιστής του χωροχρόνου. Ο τόπος κι ο χώρος που ξεδιπλώνει τη γραφή της. Η Μανσούρ είναι στ’ αλήθεια αυτό που κάποτε είχε γράψει ο Maurice Chappaz:
«Το να μνημονεύεις την Τζόις Μανσούρ σ’ ένα πανόραμα σχετικό με τον έρωτα, είναι σα να μνημονεύεις έναν από τους κύκλους της κόλασης».
Όταν η Mansour εκφράζεται ποιητικά, πράγμα που γι’ αυτήν είναι το ίδιο με το να ζεί και να σκέφτεται, μια ελευθερία αλλόκοτη αναπηδά μια κι έξω απ’ τα ποιήματά της τά διαποτισμένα μ’ έναν ερεβώδη και κραυγαλέο ερωτισμό διαβρωμένο συχνά απ’ το χιούμορ. Ο Andre Breton, με αφορμή την νουβέλλα της Les Gisants satisfaits, δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει «οραματίστρια». Ένα αδρό φυσιογνωμικό πορτραίτο της ποιήτριας καθώς κι ένα, έντονα φωτισμένο, ανάγλυφο του ποιητικού ταμπεραμέντου της δίνει παρακάτω ο Philippe Andoin στο έργο του: Les Surrealistes (εκδ. Seuil, Paris 1973).
"[…] Ωστόσο όλα τα μάτια στράφηκαν σε μια νεαρή ταξιδιώτισσα, πού μόλις είχε φθάσει από τη Αίγυπτο. Είναι μια καταπληκτική ομορφιά, παρατηρώντας το οξύ προφίλ της, τη βαριά περικεφαλαία των κατάμαυρων μαλλιών της, τα χείλη της, τα βλέφαρά της, τα γραμμένα φρύδια, θα ορκιζόταν κανείς πώς μόλις δραπέτευσε από το ανάκτορο όπου οι γραφιάδες και οι ιερείς του ήλιου επαγρυπνούν στις πριγκηπέσσες, κόρες του Ακένατον.
Αυτή η νεαρή γυναίκα είναι μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες που έχει αγκαλιάσει το υπερρεαλιστικό κίνημα. Απλή, κάπως επιφυλακτική αλλά πρόσχαρη διατηρώντας ένα ίχνος αγγλικής προφοράς του καλύτερου τύπου, έφερε για διάβασμα ποιήματα που η σφοδρότητά της, στον τόνο και στην εικόνα, έκοβε την ανάσα. Η πιο άγρια πρόκληση, το πιο διεστραμμένο τσαλαπάτημα, η αίσθηση της σαρκικής αποχαλίνωσης ζωογονημένη και φτασμένη στο πύρωμα, η φρενίτις του πόθου, μεγιστοποιημένου στο μέτρο κοσμικού εφιάλτη, όπου όλα ξαναγυρίζουν στο χάος, όπου το καθετί δαγκάνει, γδέρνει, πορνεύεται και αιμάσσει, τέτοιο θα ήταν το περιεχόμενο της ποίησης της Joyce Mansour, αξιοσημείωτο και μόνο μ’ αυτά, αν όλος αυτός ο σάλος δεν υποβασταζόταν από την ανεξάντλητη κυριαρχία του έρωτα, που οι αμίμητοι τόνοι του τη ξεσηκώνουν, τον ανασπούν με εμπυωμένα αίματα, τον οργανώνουν τον εξαγνίζουν".
Ο δε Κακνάβατος στο πρόλογο του βιβλίου της που μετέφρασε ο ίδιος αναφέρει:
«Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου… που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της. Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική… Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος».
ΕΡΓΑ ΤΗΣ
-Cris, εκδ. Seghers, 1953 (Κραυγές)
-Dechirures, εκδ. Minuit, 1955 (Σπαράγματα).
-Jules Cesar, εκδ. Seghers, 1956 (Ιούλιος Καίσαρ).
-Les Gisants satisfaits, εκδ. J.-J. Pauvert, 1958.
-Rapaces, εκδ. Seghers, 1960 (Όρνια).
-Carre blanc, εκδ. Le soleil noir, 1966.
Les Damnations, εκδ. Visat, 1967.
-Le Bleu des fonds, εκδ. Le soleil noir, 1968, (Το γαλάζιο των βυθών).
-Phallus et momies, εκδ. Daily Bul, 1969.
-Ca, εκδ. Le soleil noir, 1970.
-Histoires nocives, εκδ. Gallimard, 1973.
-Faire signe au machiniste, εκδ. Le soleil noir, 1977.
-Trous noirs, εκδ. La pierre d’ Alun, 1986 (Μαύρες τρύπες).
Ποιήματα από τις συλλογές Cris, Rapaces, Dechirures, (έχουν εκδοθεί με τον τίτλο Ερωτικά 1975, β΄ έκδ. 1978)
=========================
Μελαγχολικό Σαν Την Έρημο
Μακάριοι είναι οι μοναχικοί
κείνοι που σπέρνουν ουρανό στην αδηφάγα άμμο
κείνοι που αναζητούν το ζωντανό
κάτω απ' τις φούρλες του ανέμου
κείνοι που τρέχουνε λαχανιασμένα
μετά απ' όνειρο που ξέφτισε,
Ότι αυτοί έσονται το άλας της γης
Μακάριοι όσοι παραφυλάνε
πάνω απ' τους ωκεανούς της ερήμου
κείνοι που ακολουθούν την αλεπού
και πέρα από τον αντικατοπτρισμό
ο στρουφιχτός ο ήλιος χάνει
τα φτερά του στον ορίζοντα
το αιώνιο θέρος γελά στον υγρό τάφο
κι αν ακουστεί μια δυνατή κραυγή
στα βράχια που 'χουν βυθιστεί,
Ότι κανείς τους δεν ακούει τίποτα
Η έρημος συνεχίζει να κραυγάζει,
υπό τον απαθέστατο ουρανό
με βλέμμα καρφωμένο σταθερά όπως τ' αητού,
στη διάρκεια της μέρας ο θάνατος ρουφά τη πάχνη
το φίδι πνίγει το ποντίκι
ο βεδουΐνος στη σκηνή του
το χρόνο ακούει να σέρνεται
πα' στο χαλίκι της αγρύπνιας,
Όλα είναι κεί προσμένοντας
μια λέξη που 'χει ήδη ειπωθεί
Αλλού
απ' τη συλλογή: (Posthumes Εt Divers 1970) "Μεταθανάτια Και Διάφορα"
Αυθόρμητες Φλόγες
Τη νύχτα ο ουρανός είναι εν ολάνοιχτο φύλο
η φωτιά που χύνει στο ατάραχο νερό, πεθαίνει
το σώμα χάνει την ικμάδα του
πολύ πριν τα μεσάνυχτα
θέλοντας να πεθάνει, πεθαίνει ήδη
ο Χρόνος είναι ο επικήδειος θόλος
για κείνονε που μπλέχτηκε προληπτικός
Τα πτώματα νιώθουν το θάνατό τους
πολύ μετά τα σαράντα τους
χους καταπίνει μοναχά τα ήδη ξεχασμένα
οι νεκροί αναπνέουν
το βλέμμα τους τρυπά τα πάντα
το στόμα τους στρεβλό σαν ψεύτικο
απ' το τεράστιο χασμουρητό
απ' το τελευταίο φτάρνισμα
ρουφηγμένο από την τελευταία έκπληξη
με το λόξυγκα από το τελευταίο ρέψιμο
Αν η Αγάπη είναι γιος του ματιού
η φωτιά είναι ο γιος του ξύλου
κι ο άνεμος ο γιος του τίποτα
Ακόμα και τα δάση μπορούν να ελπίζουν
για μια φωτιά-σκούπα
Υπάρχει πόνος μεγαλύτερος από του Έρωτα το κεντρί,
απ' το δικό μου;
Το όξος ξαναξυπνάει τις πληγές
κι ακονίζει τις μύτες των άστρων η αγρύπνια
μια ανάσα απότομη πολύ, εξανεμίζεται
Αν ο Θεός ήταν χαρταετός
ποιά στο διάολο ήταν η Γεωργία Σάνδη;
Υπάρχουνε Σταυροδρόμια
Υπάρχουν σταυροδρόμια που τη νύχτα
η χαρά πηδά στη ράχη
κείνου που τα διαβαίνει
μια τέτοια παγερή αυγή με παγωμένο αγέρα
ο αποκεφαλισμός πεθαίνει
στεκάμενος πιο κάτω
κορμί με κορμί στη λασπουριά
γεμίζουνε το φούρνο
τα σκουλήκια
με τρεις δεσιές φροντίζουνε
τις άκρες των ριζών
της σάρκας
Κρέας θυσιαστηρίου
κόσμημα σήψης
χωρίς άλλην επιβάρυνση παρά τα χέρια τους
δεμένα πισθάγκωνα
Λουτρά αίματος στη Γη της Επαγγελίας
προσπέκτους για λίπασμα
στο βάθος-βάθος του καθρέφτη
υπάρχουνε φτυσιές
γρατζουνίσματα στο χιόνι
οι ψευδαισθήσεις εξασθενούν
στα μάτια των συντρόφων μας
χνοή κι ιδρώτας της αυταρχικής γυναίκας
που γυμνή στο πάτωμα δονείται απ' το μίσος
¨Προχωρείτε μπρος" κραυγάζει ο Ευαγγελιστής
είναι πια πολύ αργά
το πηγάδι στεγνό ως κι οι μύγες φευγάτες
στο σύμφυρμα της πρασινάδας
ένα λεπτό άρωμα ποδαρίλας αιωρείται
κι ακόμα
καρφώματα από φαλλό
προσφέρονται σαν πυροσβεστήρες
ρυθμίζοντας τον ήλιο
Υπάρχουνε πτώματα ζωντανά στο στόμα των παιδιών
ριγέ θρηνώντας
στο υδραγωγείο που τρέχει
πάνω απ' τη κοιλάδα
Αύριο που θα πιούμε το αίμα των πατέρων μας
απ' τη συλλογή: (Faire signe au machiniste 1977) "Γνέφω Στο Δημιουργό"
μτφρ:Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου Φλεβάρης 2018
------------------
Ενύπνια Ψιχίων
Δεν είναι από λάθος μου
αν τα μπούτια μου είναι καλοχυμένα
μες στο πετσί μου
Δεν θέλησα να ξεσηκώσω το μορφασμό του πόθου σου
Όταν έβγαλα τη φούστα μου
φασκιωμένος από ευτυχία κατάχτησες τη σχισμή μου
Δεν είναι από λάθος μου
αν ήχησε ο συναγερμός
και παγιδεύτηκε το χέρι σου
ξεριζώθηκε καταδικάστηκε ανατράπηκε
κι απ’ το λαιμό κρεμάστηκε
όμοιο με κούκλα από κρέμα
Δεν είναι από λάθος μου
Ήθελα να σε συγχωρήσω
Απ' τη συλλογή: "Όρνια" μτφρ Έκτωρ Κακναβάτος
-----------------
Υπάρχει αίμα στο κίτρινο τ’ αυγού
Υπάρχει νερό στην πληγή της σελήνης
Υπάρχει σπέρμα στον κότυλο του ρόδου
Υπάρχει ένας Θεός στην εκκλησιά
Που τραγουδάει και χασμουριέται.
--
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα
τις αιτίες των εποχών της κουκουβάγιας τις ρίγες
την προδοσία των φίλων τον έρωτα των καμπούρηδων
και τον τοκετό του χταποδιού με τα πλοκάμια να σπαρταρούνε
που σέρνεται στο κρεβάτι μου και δεν αγαπά τα χάδια
Η ριγωτή γάτα άκουγε χωρίς να βλεφαρίζει ούτε ν’ απαντά
κι όταν έφυγα
η ριγωτή ράχη της
γελούσε
--Δεν υπάρχουν λέξεις
Μόνο τρίχες
Στον κόσμο χωρίς πρασινάδα
Όπου τα βυζιά μου είναι βασιλιάδες
Δεν υπάρχουν χειρονομίες
Μονάχα το δέρμα μου
Και τα μερμήγκια που είναι πλήθος ανάμεσα στα μελίρρυτα πόδια μου
Φοράνε τις προσωπίδες της σιωπής όταν εργάζονται
Έρχονται η νύχτα και η έκτασή σου
Και το βαθύ μου σώμα αυτό το μαλάκιο χωρίς σκέψη
Καταπίνει το ταραγμένο σου όργανο
Την ώρα που γεννιέται
--
Μια φωλιά από εντόσθια
Πάνω στο ξεραμένο δέντρο του γεννητικού σου οργάνου
Ένα μαύρο κυπαρίσσι όρθιο μέσα στην αιωνιότητα
Αγρυπνώντας πάνω στους νεκρούς που τρέφουν τις ρίζες του
Δυό ληστές σταυρωμένοι σε κοτολέτες αρνιού
Ειρωνεύονται τον τρίτο πού όταν τελειώσει η αποστολή του
Έφαγε τον κρεάτινο σταυρό του
Ψημένο.
--
Ζούμε κολλημένοι στο ταβάνι
Πνιγμένοι απ’ τις μπαγιάτικες αναθυμιάσεις της καθημερινής ζωής
Ζούμε καρφωμένοι στα χαμηλώτερα βάθη της νυχτός
Τα δέρματά μας ξεραμένα από την κάπνα των παθών
Γυρνάμε γύρω απ’ το νηφάλιο πόλο της αϋπνίας
Δίδυμοι στην αγωνία χωρισμένοι από την έκταση
Ζώντας τον θάνατό μας στο λαιμό του τάφου.
--
Είμαι η νύχτα
Αυτή η νύχτα η παγωμένη από την κρύα ηλιθιότητα της σελήνης
Είμαι το χρήμα
Το χρήμα που γεννάει το χρήμα χωρίς να ξέρει γιατί
Είμαι ο άνθρωπος
Ο άνθρωπος που πιέζει τη σκανδάλη και σκοτώνει τη συγκίνηση
Για να ζήσει καλύτερα.
Ερωτικά
μτφρ. Έκτωρ Κακναβάτος 1978.
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
τα λυγισμένα κάτω από το μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες να σε σμπρώχνουν πράξεις
τα ίσια μαλλιά της αφημένης κεφαλής μου
να μπλέκονται στα νύχια σου
απ'την παραφορά καμπυλωμένα
τυφλός να κρατιέσαι ορθός και αφοσιωμένος
απ'του μαδημένου μου κορμιού το ύψος
να ξανοίγεις.
Κραυγές
Αγαπώ τις κάλτσες σου...
Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου
Άσε με να σ' αγαπώ
Ξέχασέ με
Μην τρώτε τα παιδιά των άλλων
Οι τυφλές μηχανουργίες των χεριών σου
Άνθρωπο άρρωστο από χίλιους λόξυγκες
Σ' ανασηκώνω στα χέρια μου
Σε είδα μέσα απ' το κλειστό μου μάτι
Γυναίκα όρθια εξαντλημένη μαδημένη
Κάλεσέ με μέ το τελευταίο μου όνομα
Ο άνθρωπος που αμύνεται
Ήμουν δειλή στο θάνατό του
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
Χτες το βράδυ είδα το πτώμα σου
Φτερά παγωμένα
Ένας γέρος κι' η γριά του...
Σ' αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
Περίμενέ με
Καθισμένη στο κρεβάτι μ' ανοιχτές τις γάμπες
Εγωιστικά μ' αγαπάει εκείνη
Δεν είναι από λάθος μου...
Θέλεις την κοιλιά μου για να τρέφεσαι
Στην ακτή που μαντεύουμε...
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Μ' αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Ένα χταπόδι γλυκερό και χρυσαφένιο
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
Οι φτερωμένες γάμπες της καμπούρας γριάς
Θα ψαρεύω την άδεια ψυχή σου
Είμαι κουρασμένη
Καλοκαθόσουνα
Πίθηκε που 'πιθυμάς μια σύζυγο άσπρη
Ο λαιμός σου κομμένος
Νέγρα νεκρή στην άσπρη άμμο
Ασάλευτα καπούλι με καπούλι
Φοβάται ταράζεται
Οι μύγες πάνω στο κρεβάτι
Η σκιά σου χωρίς στόμα
Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει...
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
Το μικρό κορμί σου ισχνό...
Πυρετός το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Μια γυναίκα παρίστανε τον ήλιο
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
Τα βίτσια των αντρών
Σπαράγματα
Κάλεσέ με να περάσω...
Υπάρχει αίμα στο κροκάδι του αυγού
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα
Δεν υπάρχουν λέξεις
Μια φωλιά σπλάχνων
Είδα τις ηλεκτρικές κόκκινες τρίχες...
Ζούσαμε κολλημένοι στο ταβάνι
Ένας άντρας αναπαυόταν...
Αν το άλογο είναι η πατρίδα του νομάδα
η μύγα στο παραβάν του τυφλού
και το στήθος ο στόχος του καρκίνου
ο πόλεμος δεν είναι παρά το όνειρο του τουφεκιού.
Είμαι η νύχτα
Όλα τα πρωινά ένας ξαναμμένος αετός
Κορμί μικρό κακοκαμωμένο
Το γέλιο μου πετάει ψηλά
Πώς ν' άλαφρώσω...
Είδα τη γαλάζια αλογότριχα...
Παιδούλα που κλαίει στο κρεβάτι της
Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές
Τρεις χοντρογυναίκες κι ένας γέρος άντρας
Άνοιξε της νυχτός τις πόρτες
Το κόκκινο σεντόνι
Το κίτρινο ανάψανε
Ωσάν αυγό μες σε κλουβί ...
Τα 8 σχεδιάζονται
Ανάμεσα στ' αδέξια χέρια του
Το μυαλό μου φύρανε
Σιωπή γιατί ο ίσκιος . . .
Μες στων νεκρών τα στόματα
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα πού κοιμάται
Πόδια γυμνά ώς τον λαιμό
Μια γυναίκα γονατισμένη . . .
Θέλω να φύγω δίχως αποσκευές για τα ουράνια
Στο δωμάτιό σου στολισμένο . . .
Μη χρησιμοποιείτε σαν δόλωμα
Ανεβείτε μαζί μου τα σκαλιά που κατεβάζουν
Ένα πόδι χωρίς παπούτσι
Χόρευε μαζί μου μικρό βιολοντσέλο
Πόδια σφιχτοδεμένα
Ένα χέρι φύτεψα παιδιού
Της θυρωρίνας μου το θολωμένο μάτι
Βαρέθηκα τα ποντίκια
Χτυπά το τηλέφωνο
Μες στη γαλάζια κλινική...
Η παλίρροια φουσκώνει...
Οι σπασμοί που δονούνε το παχύ κορμί σου
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του
Ζυγίσανε τον λευκασμένο με άσβεστη άντρα
Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα
Το πρόσωπό μου φωτίζεται . . .
Δεν θέλω πια το φρόνιμο σου πρόσωπο
Πλατάγιζαν τα ρουθούνια σου
Τη νύχτα είμαι το αλάνι . . .
Κυματίζανε βιολιά σε ουράνια σκούρα
Είσαι ανήσυχη αδελφή μου;
Η κρυφή γραφή
Ψυχή μου κλάψε που η γη είναι γυμνή
Το νερό γουγλουκίζει κάτω
Μου 'δωσε κύπελλα από αλάβαστρο
Σ’ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σ’ αηδιάζουν
τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα, σεντόνια μας
οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
που οι χτεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
τα ξερά σου χέρια τα νύχια σου τα σουβλερά
δεν αφήνουνε ποτέ το κρεμεζί λαρύγγι μου
κρεμεζί απ’ την ντροπή την ηδονή τη γλύκα
τα μελανιασμένα χείλια σου βυζαίνουνε το αίμα μου
κι οι στιλβωμένες σάρκες μου θα σε ξεσηκώνουν πάντα
ενώ τα μάτια μου θα μένουνε κλεισμένα.
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει το κρεβάτι…
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Τι είναι το χέρι μου;
Το πτώμα της γιαγιάς μου
Η ροδαλή μεμβράνη
Βρήκα ένα μανδραγόρα
Θυμήσου
Μια σταγόνα από κοράλλι
Η θύελλα χαράζει περιθώριο ασημένιο
Ένα ποντίκι
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
Βρέχει μες στο γαλανό κοχύλι που 'ναι η πόλη
Τη νύχτα είμαι βατράχι
Θυμάμαι τη μήτρα της μητέρας μου
Μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει...
Σας είδα αγκαλιασμένους μες στον άνεμο
Άκουσέ με
------------------
Ο άνθρωπος που αμύνεται
μπροστά σε δικαστήριο πιθήκων
Ο άνθρωπος που ρωτά, ο άνθρωπος που ικετεύει
Το κεφάλι του κρύβεται ανάμεσα στις μαλλιαρές του
γάμπες
κι οι πίθηκοι περιμένουν
κι οι πίθηκοι κατηγορούνε συνηγορούν γελάνε
πριν να καταβροχθίσουνε τον άνθρωπο
τη σάπια αυτή μπανάνα
----------------
Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα
ξερίζωσες από τα χέρια μου τα όνειρά μου
ξέσκισες τον μελανιασμένο αφαλό μου
και μες στα πράσινα των μαλλιών μου φύκια π’ ανεμίζουν
το έμβρυο έχεις πνίξει
---------------------------------
Αφότου σε γνώρισα
ψυχή της ψυχής μου
η κάθε νεροφίδα που ρουφώ αλλάζει σε φαντάσματα
Οι θλιβερές φαγούρες
των γυναικών που’ ναι κλειστές στον έρωτα
βαραίνουν πάνω στις γάμπες μου σαν φωλιές βατράχων
κι η νεραγκούλα των νερόλακκων ανοίγει μπροστά σου
σαν στόμα βρώμικο καταυγασμένο από κοροϊδία
Ομορφαίνεις το δρόμο μου
ψυχή του απέραντου έρωτά μου
όπως ένα φύλλο πάνω σε τάφο
όπως ένα δάκρυ μέσα στη σούπα
Σε κοχεύω τη νύχτα τεντωμένη στο έσχατο,
ρισκάροντας να τσακιστώ
τον ερχομό σου ευχόμενη που ακόμα δεν με ξέρεις
Κοίτα που μια μπίλια ολολυγμών πάει να σπάσει,
στα ξεχαρβαλωμένα μου σαγόνια ανάμεσα τσιρίζει
Άτιτλο
Μην τρώτε τα παιδιά των άλλων
γιατί θα σάπιζεν η σάρκα τους
Μες στα γαρνιρισμένα στόματά σας
Μην τρώτε του καλοκαιριού τα κόκκινα λουλούδια
Γιατό ο χυμός τους είναι παιδιών
Εσταυρωμένων αίμα
Μην τρώτε των φτωχών το κατάμαυρο καρβέλι
Γιατί είναι ζυμωμένο με τα ξινά τους δάκρυα
Και ρίζα θα πιανε στα μακρουλά κορμιά σας
Μην τρώτε να πεθάνουνε να μαραθούνε τα κορμιά σας
Στρώνοντας το φθινόπωρο στην πενθούσαν γην
Επάνω
------------------
Πρέπει να εισπνέει κανείς τον θάνατο
για να γιατρέψει το πνεύμα του
Το σφεντάμι γλείφει τον αγέρα
Δίχως καλέμι
Περιμένω την στροφή του δρόμου
Στόμα ξερό απο αγρύπνια
Κυριευμένη από φόβο
-----------------
Δεν γνωρίζεις το νυχτερινό μου πρόσωπο
Τα μάτια μου άλογα τρελά για απεραντοσύνη
το στόμα μου στολισμένο με αίμα άγνωστο
το δέρμα μου
Στύλοι οδηγοί τα δάχτυλά μου μαργαριταρένια από τον πόθο
θα οδηγούν τα βλέφαρά σου ίσα στα αυτιά μου
στις ωμοπλάτες μου
προς την ολάνοιχτη εξοχή της σάρκας μου
Τα σκαλοπάτια των πλευρών μου στενεύουνε στη σκέψη
πως η φωνή σου θα μπορούσε να γεμίσει το λαρύγγι μου
πως τα μάτια σου θα μπορούσαν να γελάσουν
Δεν γνωρίζεις τη χλομάδα των ώμων μου
τη νύχτα
όταν οι φλόγες των εφιαλτών αλλόφρονες
απαιτούν σιωπή
και συσφίγγονται οι μαλθακοί της πραγματικότητας τοίχοι
Δεν ξέρεις πως των ημερών μου οι ευωδιές πεθαίνουνε
πάνω στη γλώσσα μου
όταν οι πονηροί έρχονται με αιωρούμενα μαχαίρια
πως μένει ολομόναχος ο περήφανος έρωτάς μου
όταν βουλιάζω μες στη λάσπη της νύχτας
----------------------
Θα ψαρεύω την άδεια ψυχή σου
Μέσα στο φέρετρο όπου το σώμα σου μουχλιάζει
Θ ανασύρω την άδεια ψυχή σου
Θα ξεριζώσω τα τσακισμένα της φτερά
Τα απολιθωμένα όνειρά της
Θα τη χάψω
------------------
Αφού σε προκαλούνε τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
θέλω τ'ανατριχιάσματά σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν'αστράψεις
πάνω στο καρπερό του κορμιού μου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
--------------------
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
μαλλιά μπερδεμένα
αιδοία γαντζωμένα
με το στόμα σου για προσκεφάλι.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
δίχως να μας χωρίζει ανάσα
δίχως λέξεις να μας περισπούνε
δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
δίχως ρούχα.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
συσπασμένη και ιδρωμένη
λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
απ’ την αδράνεια φαγωμένη
της έκστασης τρελή
πάνω στο ίσκιο σου να ‘χω ξεμείνει
καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
για να πεθάνω ανάμεσα στο δόντια σου λαγού
τα σάπια
ευτυχισμένη.
----------------
Τα χέρια σου κορφολογούσανε
μές στο ξεσκέπαστο μου στήθος
στρουφουλιάζοντας ξανθένιες μπούκλες
τρυγώντας ρόγες
κάνοντας τις φλέβες μου να τρίζουν
πήζοντάς μου το αίμα
μέσα στο στόμα μου η γλώσσα σου
χόντραινε από μίσος
το χέρι σου σημάδευε με ηδονή
το μάγουλο μου
πάνω στη ράχη μου τα δόντια σου
εγράφανε βλαστημιές
----------------
Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φως από φωνές
ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.
----------------------
Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη
σουβλερή γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
------------------------
Τραγούδι για πόδια
Δώδεκα μικρά δάχτυλα
εσταυρωμένα πάνω σε καρφιά
Δώδεκα δάχτυλα μικρά
παραχωμένα μες στη λάσπη
Εγώ η ερημική
εκτοξεύω της γάμπες μου δίχως γόνατα
Ρίχνω τα πόδια μου στη θάλασσα
και κοιμάμαι πάνω στη νοτισμένη άμμο
γιατί τα δώδεκα μικρά δάχτυλα
είναι δικά σου.
-----------------
Κάλεσε με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα
διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα
πίεσε τη γλώσσα σου πάνω στο γυάλινό μου μάτι
δός μου τροφό την κνήμη σου.
Ύστερα ας κοιμηθούμε του αδελφιού μου αδέλφι
μια και πεθαίνουν τα φιλιά μας
πιο γρήγορα παρά η νύχτα.
………………………………………….
Θα κυλιέμαι κατά σένα
διασχίζοντας το χώρο τον ασύνορο τον άπατο
ξυνή σαν ρόδου κάλυκας
θα σ’έβρω άνθρωπε αχαλίνωτε
νηστευτή καταπιωμένε μες στο βόρβορο
άγιε της ευκαιρίας
και θα κάνεις από μένα
το κρεβάτι σου και το ψωμί σου
τα ιεροσόλυμά σου.
...........................................................
Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές
μονάχη γυροφέρνω
μονάχη γεύομαι κρέατα μιαρά
μονάχη πεθαίνω μονάχη μου επιζώ
δίχως αυτιά τα ουρλιαχτά των σφάγιων
να μην ακούω.
Από λέξεις άδειο το στόμα μου γογγύζει.
Είμαι ο έρωτας όταν τον έπλασε ο θεός.
Είμαι εγώ.
Είμαι ο εχθρός.
μτφρ.:Έκτωρ Κακναβάτος
------------------
Αμέσως
για την S
Όλ' αυτά γιατί μ' αρέσει να κάνω έρωτα κάτω απ' το νερό
Ν' αλείφω τα μαλλιά μου με αρώματα ομίχλης και χολής
και να παρασύρομαι στο βάθος του καναπέ
μ' ένα καμπούρη ιπποκόμο
κι ένα δάχτυλο αλητείας
Όλ' αυτά γιατί ξέρεις πως άλλοτε ήμουνα κλέφτρα.
Γιατί Έχω Ολάκερη Ζωή Μπροστά Μου
Μάταια ζητώ ένα καθρέφτισμα της χαράς μου
Στη τρύπα που νόμιζα θα βρω τη καρδιά σου
έσκαψα τη τρύπα αυτή στο κέντρο του κορμιού σου
μ' έβενο κι ελεφαντόδοντο με πείνα κι αίμα
Για να κρύψω εκεί τα γυαλιά μου
να γράψω βιστικά το φόβο μου
να μάθω αν υπάρχουν στ' αλήθεια φράουλες για το πρόγευμα
ή μόνο μαύρο λουκάνικο
Αντιμνημονικό Αυτεμβόλιο
για τον Ragnar von Holten
Η κεντρόμολη οχλοβοή φυτρώνει στην ομίχλη
το έμβρυο χτυπά τη πόρτα της ηδονισμένης μήτρας
η κραυγή-γιαταγάνι σχίζει τον αέρα το αίμα τα μάτια ξεχύνονται
στον υγρό γαλάζιο λαιμό
της αιγυπτιακής χοάνης
λένε πως γεννήθηκα
δύσκολα
στην Αγγλία
ο πατέρας μου άλογο μαλθακό
στραβοπόδης και κουφιοκέφαλος
περιδιάβαζε γραφειοκράτης ανάμεσα σε ξένες χώρες και στο χαλί
η μάνα μου ποτέ δεν έμαθε πως κάπνιζα βαριά τσιγάρα
το κοπάδι έφτασε καθυστερημένο λαχανιάζοντας για το "χαλάλι"
χυλοί και γουργουρίσματα
της ψάθας
καρκίνος
χήρα στα δεκαεννιά μου χρόνια
όρθια ανάμεσα σε δυο κεριά
είδα στο κόκκινο σεντόνι των αδάκρυτων κλεισμένων μου βλεφάρων
δέκα διαβατήρια ανέκδοτα
μτφρ: Τάσος Κόρφης
-----------------------------
Εγωιστικά μ’αγαπάει εκείνη,
της αρέσει που πίνω τα νυχτερινά της σάλια
της αρέσει που περπατώ τ’αλατισμένα χείλια μου
πάνω στις άσεμνες γάμπες της, πάνω στα πεσμένα στήθια της
της αρέσει που θρηνώ της νιότης μου τις νύχτες
ενώ αυτή στερεύει τα μούσκλα
που απ’τις άνομες επιθυμίες της αγανακτούνε
Δεν είναι από λάθος μου αν τα νύχια σου μακραίνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν κανείς δεν σ’έκλαψε
Δεν είναι από λάθος μου αν πάγωσες αγαπημένε
Δεν προσδόκησα το θάνατό σου
--------------------
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Σε είδα να στραγγαλίζεις τον κόκορα
Σε είδα να ξεπλένεις τα μαλλιά σου μέσα στο βρωμόνερο
των υπονόμων
Σε είδα μεθυσμένο από την μπόχα των σφαγείων
το στόμα γεμάτο κρέας
τα μάτια πλημμυρισμένα μ’ όνειρα
να βαδίζεις κάτω από το βλέμμα ανθρώπων ξεπνοϊσμένων
Μ’αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Τ’αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά τα πράγματα δεν σαλεύουν πια
κι’εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα’θελα ν’αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι τη μητρότητα.
--------------------
Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’τ’αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας
----------------------
Υπάρχει
ένας ξεμοναχιασμένος βράχος αδιαίρετος
κάτω από το νταντελένιο μου θηκάρι
ένα μικρό πουλάκι με λοξά μάτια
που τσιμπάει την επιφάνεια του φλογισμένου μου βλέφαρου
ένας περιπαθής άσπρος σκύλος
ανάμεσα στα δάχτυλά μου όταν υπογράφω
μια γλυκιά ευωδιά από γάλα όταν σκοτώνω
---------------------------
Γυναίκα όρθια εξαντλημένη μαδημένη
οι μαύρες γάμπες της σαν να πενθούν τη νιότη τους
ακουμπά την κυρτωμένη ράχη της στον εχθρικό τοίχο
Ράχη κυρτωμένη απ’ των ανδρών τα όνειρα
Δε βλέπει πως η αυγή επιτέλους ήρθε
Τόσο ήταν η νύχτα της ατελείωτη
---------------------------
Υπάρχει αίμα στο κροκάδι του αυγού
υπάρχει νερό πάνω στην πληγή του φεγγαριού
υπάρχει σπέρμα πάνω στον ύπερο του ρόδου
υπάρχει ένας θεός μες στην εκκλησία
που τραγουδά και πλήττει
--------------------
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
νύχτα πριν την τελευταία μάχη
το φαλακρό της άλογο ρουφούσε τη θαλασσινή φρεσκάδα
κόμπαζε
λύσσαε
χρεμέτιζε το φόβο του
που οι θεοί κατηφορίζανε απ’ τα βουνά της επιστήμης
μαζί τους φέρνοντας άντρες
και τα τεθωρακισμένα
--------------------------------------
Μ’ αρέσει να παίζω με μικροπράγματα
Τ’ αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά πράγματα δε σαλεύουν πιά
κι εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας,
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα ‘θελα ν’ αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι την μητρότητα
---------------------
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα που κοιμάται
στα πόδια μιας μαντόνας σε οργασμό
κι οι χίλιες ντελικάτες δυσωδίες
ζοφερές σαν μια μασχάλη
σαν μια καρδιά αιματωμένες
κι αυτές μες στα κορμιά κοιμούνται
των γυμνωμένων γυναικών
που πλαγιάζουν στα λιβάδια
ή στους δρόμους ζητιανεύουν
τη φράουλα του έρωτα
την ψευτοχρυσωμένη
---------------------
Καθρεφτιζόμουνα στη βούρτσα των νυχιών μου
θυμάζοντας την τετράγωνη κοιλιά μου
τα δόντια μου θηρίου
τα ενσαρκωμένα μάτια μου
περιμένοντας να καταφτάσει το αβέβαιο
βαρύτιμα ντυμένη με αφρό από σαπούνι και σκατά
μικρούλης παπαγάλος μέσα σε κλουβί καταχρυσωμένο
αηδιασμένη που δεν κάνω τίποτα με κύρος
---------------------------------
Πνιγμένη σε βυθό ανιαρού ονείρου
μαδούσα τον άντρα
τον άντρα αυτή την αλειμμένη μαύρο λάδι αγκινάρα
που με την τροχισμένη γλώσσα μου μαχαιρώνω, γλείφω
τον άντρα που τουφεκάω, που αρνιέμαι
αυτόν τον άγνωστο που είναι αδελφός μου
και που μου στρέφει το άλλο μάγουλο
όταν χύνω το μάτι του το κλαψιάρικο τ’ αρνίσιο:
το άντρα που για τα κοινά είναι νεκρός, δολοφονημένος
χτες προχτές και πριν και πάλι
μες στα φτωχά του πεσμένα πανταλόνια υπερανθρώπου
Αφού Δεν Εχεις Κνήμες
Αφού είσαι γέρος και δίχως ατού
Αφού λαχανιαζεις και ιδρώνεις μέσα στο σκοτάδι
Αφού τα χέρια σου αναζητούνε μιαν υγρή γωνιάν για ν’ αποθάνουν
Θ’ αγκυλώνω το τραγικό σου κούτσουρο με βελόνες φίνες βαμμένες στο μέλι
Και συ νησιώτη της νύχτας
θα χαχανίζεις με τ’ αγκαθερό σου στόμα
Αφού είσαι άλαλος μ’ όλο σου τον τρόμο κι οι μέρες σου είναι μετρημένες
Αφού δεν έχεις κνήμες
------------------------
Τι κάνεις όταν το χρήμα δεν απαντά στην επίκληση
Σε ποιο θεό πιστεύεις όταν το νερό βρωμίζει
όταν το σάπιο ψωμί ολολύζει κάτω από το κρεβάτι
όταν η πανούκλα σκεπάζει το κορμί σου
με τις σκοτεινές πληγές της
Τι κάνεις όταν η αυγή βογκά
Πρέπει να τραγουδάς αγαπημένη μου
τα τραγούδια των μυρουδιών
Η αναισχυντία των κραυγών σου
πρέπει να περιδιαβάζει μέσα στο σκοτάδι των κοιμητηρίων
Τέλεια χτενισμένο το μαγεμένο αιδοίο στιλβωμένο
Τι κάνεις όταν μέσα στο χέρι σου
χιλιοκομματιάζεται ο πόλεμος
Τι κάνεις όταν η αυγή χλωμιάζει
--------------------
Τη νύχτα είμαι το αλάνι στου εγκεφάλου τη χώρα
τεντωμένο επάνω σε φεγγάρι από μπετόν
η ψυχή μου ανασαίνει δαμασμένη απ’ τον άνεμο
και τη μεγάλη μουσική των μισότρελων
που μασάνε άχυρα από φεγγαρίσιο μέταλλο
και πετούνε και πετούν και πέφτουν
στο κεφάλι μου
αμολημένοι
χορέυω το χορό της χαοσύνης
πάνω στης μεγαλομανίας χορεύω το άσπρο χιόνι
ενώ πίσω από το παράθυρό σου εσύ
ζαχαρωμένη από λύσσα
λεκιάζεις των ονείρων σου το στρώμα
περιμένοντάς με
----------------------
Χτυπά το τηλέφωνο
κι απαντά το πέος σου
βραχνιασμένου κανταδόρου η φωνή του
κάνει τις ανίες μου να φρίσσουν
και το σφιχτό αυγό που είναι η καρδιά μου
τηγανίζει
---------------
Το μυαλό μου φύρανε
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο αστακός
που κάτω απ’ το κρεβάτι μου γαβγίζει.
Κάθε πρωί χαράματα
το μάτι μου είναι κλειστό
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο κόρφος μου από
ξύλο ροδιάς
που σκληραίνει.
Το κρεβάτι μου είναι σταυρός
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία το κορμί σου
που προστάζει
και γελά
όσο εγώ κοιμάμαι.
Έρχονται τα πρωτοβρόχια.
-------------
Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
σε ανθόν επάνω συσπασμένη
ο μαύρος άνδρας με άψητες μασχάλες
που κρύβει το κεφάλι του μέσα στα χέρια
και που μέσα στη σκιά της σκιάς βαδίζει
της σκιάς της σκιάς
το χέρι σου που σέρνεται στο σεντόνι σάμπως
λεκές από λίπος
το χέρι σου που πια δεν θέλει σηκωθεί
όλα τα χαμένα τούτα τα σπαταλημένα τα θρηνώδη
σαν τη νύστα εκείνου που την αυγή
θε να πεθάνει και το ξέρει
της καρδιάς μου το υνί μέσα στο βάλτο
το αόρατό του ανοίγει αυλάκι
πάνω στις φτέρνες της η νύχτα τρέμει
θεέ πόσο φοβάμαι.
-------------------
Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η καρδιά μου
μιλώ με τη μύτη
λύνονται τα μαλλιά μου
γελάς
ανοίγεις το στόμα
αλαφρωμένο κι άδειο σαν μια λεχώνα
πηδώ στην αγκαλιά σου
μια κουστωδία χωρατά
μπροβαίνει ξάφνου
το κρεβάτι μου βουλιάζει μες στη νύχτα
τα φουστάνια μου πέφτουν
γελάς.
------------------------
Ξέχασέ με
ν’ ανασάνουνε τα σπλάχνα μου
της απουσίας σου το φρέσκο αγέρι
να μπορούνε να βαδίζουνε οι κνήμες μου
δίχως ν’ αναζητούν τη σκιά σου
να γίνει η όρασή μου όραμα
να ξαποστάσει η ζωή μου
ξέχασέ με θε μου να με θυμάμαι.
--------------------
Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
μέσα στα παθητικά αυτιά μου
η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
κόρες μάτια σου πνιγμένη
μες στη κοιλιά σου ο θάνατος
που το μυαλό μου τρώει
όλα ετούτα μιαν αλλόκοτη με κάνουν κόρη.
-------------------------
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
μέσα στο στόμα μου ο ίλιγγος
κι εσύ στη ράχη μου
πάνω στη στέγη γάτος
που ένα μάτι μασουλάει γλυκερό
μάτι προσκυνητή που το θεό του
αναζητάει.
------------------
Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φως από φωνές
ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.
--------------
Μες στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
στων μυστικών κραυγών σου μέσα το μαυράδι
έχω εισδύσει
κι η γη χορεύοντας τραγουδώντας αιωρείται
κόκκινη απ’ τα σπλάχνα σου η γη
από το δηλητήριο δαγκωμένα
το αίμα ένας δαίμονας τυφλός
των νυχτών σου ποταμός αόμματος
ροκανίζει τις αστάθειές σου
το κάψιμο απ’ τους εμπαιγμούς σου
μέσα στο κόκκινο του θανάτου σου
ατλάζι
μες στον τρισκότεινο διάδρομο των
ομματιών σου μπήκα
κι η γη χορεύει τραγουδά αιωρείται
και ξεβιδώνεται από αγαλλίαση η κεφαλή μου.
------------------
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…
---------------
Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
του ορίζοντά σου
σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
Είναι νύχτα
κι η γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.
Όλα Τα Βράδυα
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.
--------------------
Έρχεται η νύχτα κι η έκστασή σου γυμνή
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιώνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
θέλω τα ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
-------------------
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του
για να σαλέψει ατροφική μιά γλώσσα
έκρυψε το παρφουμαρισμένο πέος του
με χέρι μπλάβο από ντροπή και θάνατο
κι ύστερα με βήμα ηχηρό
πέρασε μες απ' το κεφάλι μου θρηνώντας.
-------------------
Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
μες στα παθητικά αυτιά μου
η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
κόρες μάτια σου πνιγμένη
μες στη κοιλιά σου ο θάνατος που το μυαλό μου τρωει
όλα ετούτα μιαν αλλόκοτη με κάνουν κόρη.
Πηγή: Joyce Mansour, Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, Εκδόσεις ΑΓΡΑ 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου