Γύρα, στόν κάµπο, στά βουνά,
παντού, ό αδρός αργάτης.
Δίπλα στ’ αµπέλια ό πιστικός
αγρύπναε κι ό δραγάτης.
Ολούθε ό ιδροµέτωπος
κυβέρναγε χωριάτης.
Μέ παραµόνευε ή ευκή
τού ζήτουλα στούς τράφους.
Γνώριµους έβλεπα νεκρούς
απάνω από τούς τάφους.
Παντού ό λαός· καί ανέβηκα
όσο ανεβαίνει ή µέρα,
γιά νά χαρώ τό διάπλατο
τού απάνω κόσµου αγέρα.
Βουνά ξεσκάφτει τό τσαπί,
χτυπάει τό µελισσόχορτο,
αναπηδά τό εύώδισµα
στό λαγαρόν αίθέρα.
Παντού ό λαός· καί λάτρεψα,
καί στή λαχτάρα µου είπα:
«Βάλε τό αυτί στά χώµατα».
Καί φάνη µου πώς ή καρδιά
της γής βαριά αντιχτύπα.
Κ’ έβλεπα απάνω άπ’ τήν κορφή,
βαθιά, τήν πλάση πάσα,
τόν ουρανόν ανάσαινα
καί δέ µού ακούγονταν ή ανάσα.
Κάτου, ζευγάρια αλάτρευαν·
τ’ άτια τ’ ανεµοπόδα
στ’ αλώνια- από τό πέταλο,
καί τό στουρνάρι ευώδα
σπιθοβολώντας - έλαµπαν·
οί αθεµονιές εβάραιναν·
νά ζαναµπούνε επάλευαν
στούς σβώλους τά σκουλήκια·
ανακοχλάανε στίς ελιές
µιά βράση τά τζιτζίκια.
Έτρεµε ή χλόη ολούθενες.
Τό λυγερόν αγέρι
εσήµαινε αιθερόηχον
ψηλά τό µεσηµέρι· ..................................
(Αλαφροϊσκιωτος, «Τα γύρα μου», Λυρικός Βίος, ό.π.,τ. Α΄, σ. 94-95)
παντού, ό αδρός αργάτης.
Δίπλα στ’ αµπέλια ό πιστικός
αγρύπναε κι ό δραγάτης.
Ολούθε ό ιδροµέτωπος
κυβέρναγε χωριάτης.
Μέ παραµόνευε ή ευκή
τού ζήτουλα στούς τράφους.
Γνώριµους έβλεπα νεκρούς
απάνω από τούς τάφους.
Παντού ό λαός· καί ανέβηκα
όσο ανεβαίνει ή µέρα,
γιά νά χαρώ τό διάπλατο
τού απάνω κόσµου αγέρα.
Βουνά ξεσκάφτει τό τσαπί,
χτυπάει τό µελισσόχορτο,
αναπηδά τό εύώδισµα
στό λαγαρόν αίθέρα.
Παντού ό λαός· καί λάτρεψα,
καί στή λαχτάρα µου είπα:
«Βάλε τό αυτί στά χώµατα».
Καί φάνη µου πώς ή καρδιά
της γής βαριά αντιχτύπα.
Κ’ έβλεπα απάνω άπ’ τήν κορφή,
βαθιά, τήν πλάση πάσα,
τόν ουρανόν ανάσαινα
καί δέ µού ακούγονταν ή ανάσα.
Κάτου, ζευγάρια αλάτρευαν·
τ’ άτια τ’ ανεµοπόδα
στ’ αλώνια- από τό πέταλο,
καί τό στουρνάρι ευώδα
σπιθοβολώντας - έλαµπαν·
οί αθεµονιές εβάραιναν·
νά ζαναµπούνε επάλευαν
στούς σβώλους τά σκουλήκια·
ανακοχλάανε στίς ελιές
µιά βράση τά τζιτζίκια.
Έτρεµε ή χλόη ολούθενες.
Τό λυγερόν αγέρι
εσήµαινε αιθερόηχον
ψηλά τό µεσηµέρι· ..................................
(Αλαφροϊσκιωτος, «Τα γύρα μου», Λυρικός Βίος, ό.π.,τ. Α΄, σ. 94-95)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου