Ακόμα η κελαρυστή φωνή σου -σαν σηκώνω το
Ακουστικό- παραμονεύει στην άλλη άκρη αψηφώντας
Το μεταξύ διάστημα με τους άσπρους τοίχους τις
Άσπρες μπλούζες που πηγαινοέρχονται προσπαθώντας
Να εκπορθήσουν το μαύρο που συνωστίζεται στα
Πρωινά παράθυρα έτοιμο να εισβάλλει με πρώτη
Ευκαιρία -κυρίως όταν η μέρα φορούσε τα καλά της-
Ως λαθραίος επιβάτης στην αμαξοστοιχία του
Μέλλοντος κουβαλώντας το λιανό κορμί σου στο
Βαγόνι μ’ όλα τα παραθύρια του ανοιχτά να πλησιάζει
Χαϊδεύοντας τα κλωνάρια των λιόδεντρων για ένα
Ύστατο χαίρε στο λάδι της πληγής και του καντηλιού
Με τη φλογίτσα του να τρέμει καθώς η ψυχούλα σου
Ψιθυρίζει τους στίχους που δεν πρόλαβες να γράψεις
Που δεν προλάβαμε να γευτούμε όταν η βαρκούλα
Άνοιγε πανιά μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο της
Ως τις εσχατιές των πλέον απόκρημνων οραμάτων μας.
Τάσος Πορφύρης
Από την ποιητική συλλογή ΙΣΟΒΙΑ ΘΛΙΨΗ. Ύψιλον/βιβλία :Αθήνα 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου