Σαλπάραμε κάποτε να συνεχίσουμε ένα ξένο μεθύσι στο
άλλο πόρτο ή στην άλλη ζωή. Κάνοντας τη νύχτα μέρα και το
θάνατο φίλο — ζήσαμε με μισή καρδιά σε στεριά και σε θά-
λασσα
Εξόριστοι σε κίτρινες παλιές σελίδες, παιδιά γερασμένα κι
άμυαλοι γέροντες. Κυνηγώντας άφαντα χρόνια στα πέρατα της
γης, ζητώντας της ζωής μας τα προσχήματα στον άνεμο
Όπου κι αν πήγαμε η πατρίδα μάς περίμενε. Με τα μυρω-
δικά μαύρα μαλλιά της, λατινόγλωσση, με μπίρα και λωτούς και
με φτηνή ταρίφα
— Τώρα μπροστά στην πόρτα της ξέμπαρκοι και ξεμέθυστοι ψα-
χνόμαστε για το κλειδί. Κι είναι χαράματα. Και βρέχει
(Απόσπασμα από το «Νόστιμον Ήμαρ», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Σημειώσεις» το 1988 [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Υπό ξένην σημαία, ποιήματα 1967-1987», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1991].)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου